Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ΕΥΕΛΠΙΣ


 

Εκείνη την ώρα άρχιζε να σουρουπώνει.  Ο σταθμός ήταν γεμάτος κόσμο και στο βάθος ακούγονταν προειδοποιητικά σφυρίγματα. Το τρένο πλησίαζε αργά. Εγώ καθόμουν και αγνάντευα τη θάλασσα,  όση μου επέτρεπαν τα σώματα και τα κάγκελα της παραλιακής ζώνης. Δεν παραπονιόμουν, μια μικρή στάση είχα κάνει, ευτυχώς που είχε βρεθεί κι αυτό το άδειο παγκάκι. Σε λίγο το τρένο έφτασε. Οι πόρτες άνοιξαν, άνθρωποι μπήκαν και βγήκαν, οι πόρτες ξανάκλεισαν, ξεκίνησε πάλι, σφύριξε δυο φορές και μετά τη στροφή εξαφανίστηκε. Η αποβάθρα άρχισε να αραιώνει, ώσπου μπροστά μου φάνηκαν οι δυο τους. Φορούσαν μπλε στολές, μια κίτρινη ρίγα στο πλάι, πηλήκιο στο κεφάλι και στο χέρι έσερναν από μια βαλίτσα με ρόδες. Ψηλοί, γεροδεμένοι, αρρενωποί και όμορφοι, καμαρωτοί και παρελάσιμοι, γεμάτοι αυτοπεποίθηση, σίγουροι για τον εαυτό τους. Από αυτούς που αρπάζουν τη ζωή απ’ τα κέρατα. Κουβέντιαζαν μεταξύ τους και χαμογελούσαν με δυο σειρές από λευκά αστραφτερά δόντια βγαλμένα από διαφήμιση οδοντόπαστας. Μετά από λίγο ο σταθμός άδειασε. Μείνανε οι δυο τους να περιμένουν. Ξαφνικά φάνηκε μια κοπέλα να τρέχει με λαχτάρα προς το μέρος τους και να πέφτει στην αγκαλιά του ενός. Φύγανε μαζί. Ο άλλος έμεινε μόνος. Έβγαλε το καπέλο, κάθισε στο παγκάκι και μου χαμογέλασε. Μετά άναψε τσιγάρο, τράβηξε μια τζούρα και κοίταξε βαριεστημένα το ρολόι του. 

Όποτε βλέπω νέους με στολή νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι. Κι ας πέρασαν από τότε πάνω από τριάντα χρόνια. Ο παλιός συμμαθητής ήταν βέβαια κοντός και αδύνατος, πετσί και κόκαλο, μα και το πιο καλό παιδί και πρώτος σε όλα τα μαθήματα. Καθόμασταν στο ίδιο θρανίο. Όπου δυσκολευόμουν με άφηνε και κοίταγα, στα μαθηματικά κυρίως, διαφορετικά δεν θα τέλειωνα το σχολείο ούτε μέχρι τη δευτέρα παρουσία. Κι όμως δεν ήξερε τι ήθελε να γίνει στη ζωή του. Έκανε διάφορα σχέδια, μα όλα μπερδεμένα και θολά, και το πιο σημαντικό, του έλειπε η απαιτούμενη θέληση. Δεν ήταν που λέμε άνθρωπος της δράσης, αλλά εσωστρεφής και λιγομίλητος, δίχως πολλούς φίλους, κλεισμένος στον εαυτό του και κάπως περιορισμένος στα πλαίσια της οικογένειας. «Μόνο να διαβάζω βιβλία και να βλέπω ταινίες μου αρέσει», μου ξεστόμισε κάποτε λυπημένα. Δεν ήξερε τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει. Ήξερε όμως ο πατέρας του κι αυτό αρκούσε. Ταξίαρχος στον στρατό ξηράς με πλάκα τα γαλόνια και τα παράσημα. Ο μοναχογιός και κανακάρης του έπρεπε να ακολουθήσει την παράδοση της οικογένειας, να γίνει αξιωματικός και να δοξάσει με τη σειρά του το βαρύ όνομα που κουβαλούσε στις καχεκτικές του πλατούλες. Δεν τόλμησε να του φέρει αντίρρηση, έτσι κι αλλιώς δεν είχε και κάτι άλλο να του προτείνει, κάτι το ωφέλιμο, επικερδές και πρακτικό, βέβαια. Οι τέχνες και τα βιβλία είναι για τους τεμπέληδες και τους ανεπρόκοπους, θα του έλεγε. Τον φοβόταν πολύ. Ήταν άνθρωπος αυστηρών αρχών και ισχυρογνώμων, αγύριστο κεφάλι. Όχι πως δεν τον αγαπούσε και δεν ήθελε το καλό του, μα στην οικογένεια δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα, όχι όπως στη δουλειά του που εκτελούσε διαταγές. Στο σπίτι αυτός αποφάσιζε για όλους και για όλα, αυτός έκανε κουμάντο. Και ο φίλος μου δεν είχε κανέναν να στηριχτεί. Η μητέρα του μια άβουλη και τρομαγμένη γυναικούλα, η αδερφή του μικρή ακόμα, οι υπόλοιποι συγγενείς μακριά και αγαπημένοι. Δεν είχε καμιά ελπίδα. Πάντως, τα κατάφερε. Έδωσε εξετάσεις και μπήκε πρώτος στη σχολή ευελπίδων, τη «μεγάλη του γένους σχολή», όπως έλεγε και ο πατέρας του. Εκεί που είχε φοιτήσει και ο ίδιος, που είχε πρωτεύσει και διακριθεί. Σ’ αυτήν που είχε γαλουχηθεί με τα υψηλά ιδανικά της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, μα προπαντώς της τάξης και της ασφάλειας, της πειθαρχίας και της υπακοής. Όταν έμαθε την επιτυχία του γιου του γέμισε από χαρά και υπερηφάνεια. Θα ακολουθούσε λοιπόν τα χνάρια του, τον περίμενε κι αυτόν μια λαμπρή καριέρα. Τον πήγε ο ίδιος μέχρι την πύλη της σχολής. Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του ευχήθηκε καλή σταδιοδρομία. «Θέλω να τιμήσεις το όνομά μας», του είπε λίγο προτού αποχωριστούν και κείνος το υποσχέθηκε με δάκρυα στα μάτια. Κι όμως, μόνο μια βδομάδα άντεξε τα καψόνια και τα ψυχολογικά βασανιστήρια. Τον βρήκαν ξημερώματα, λίγο πριν το εγερτήριο,  στα λουτρά ολόγυμνο, όπως τον είχε γεννήσει η μάνα του. Κρεμόταν δεμένος με την πέτσινη ζωστήρα της στολής του. Τα μάτια γουρλωμένα, η γλώσσα έξω.

Ο εύελπις μου πρόσφερε τσιγάρο. «Ευχαριστώ, δεν καπνίζω», του είπα. Πιάσαμε κουβέντα. Τον ρώτησα πως τα περνάει στη σχολή. «Σκληρά αλλά ωραία, που λέει και ο διοικητής μου!» μου είπε γελώντας δυνατά. Είναι δύσκολα μα την παλεύει, πιο πολύ την μοναξιά φοβάται, μα έτσι κι αλλιώς τα μεγάλα ζόρια έχουν περάσει, του χρόνου με το καλό τελειώνει, ορκίζεται και παίρνει το σπαθί και το πρώτο αστέρι, λίγη υπομονή ακόμα. Έτσι κι αλλιώς, αξίζει τον κόπο, είναι μια πολύ καλή επαγγελματική αποκατάσταση. Δεν ήταν από εδώ, πρώτη φορά ερχόταν, για βόλτα μαζί με τον φίλο του για σαββατοκύριακο, μα εκείνος δεν μπορούσε να τον φιλοξενήσει. Με ρώτησε αν ξέρω κανένα φτηνό ξενοδοχείο. Ήξερα και προσφέρθηκα να τον πάω μέχρι εκεί. «Πάμε!», είπε.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου