Ο ψηλός άνοιξε ξαφνικά την
πόρτα του καφενείου και τράβηξε φουριόζος για την τουαλέτα. Ήταν τρομοκρατημένος,
σε άθλια κατάσταση. Έτρεχαν αίματα (έτσι μου φάνηκαν) στο μέτωπο, στα μάγουλα,
στα ρούχα του, παντού. Το μυαλό μου πήγε αμέσως στο κακό. Κάποιοι τον χτύπησαν,
αν και δεν έμοιαζε καβγατζής, πιο πολύ για δειλό τον έκανα. Στο διπλανό τραπέζι
ο κοντός κοίταγε απορημένος. Ο φίλος του είχε περάσει σαν σίφουνας από μπροστά
του και δεν τον είχε προσέξει. Μετά από λίγο ήρθε πλυμένος και τακτοποιημένος,
πιο ήρεμος. Δεν φαίνονταν γδαρσίματα στο κεφάλι του, ούτε αίματα. Κάθισε στην καρέκλα,
έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και παράγγειλε καφέ. «Τι έπαθες, ρε μαλάκα;» τον ρώτησε
ο κοντός, βγάζοντας τον καπνό από τη μύτη του. Δεν του απάντησε, μόνο ξεφύσηξε
άλλες δυο φορές με δύναμη. Όταν ήρθε ο καφές του, κατέβασε μονορούφι το νερό
και ήπιε την πρώτη γουλιά. Μετά άνοιξε το στόμα του, μίλησε και δεν πίστευα σε
αυτά που άκουγαν τα κακόμοιρα τα αυτάκια μου. Μου φαίνονταν αδιανόητα. Βέβαια, υπάρχουν
άνθρωποι που τα πιστεύουν και ο ψηλός είναι μέσα στις προδιαγραφές τους,όμως
δεν είχε πάει ποτέ το μυαλό μου σ’ αυτόν, αν και θα ‘πρεπε.
Ήταν λοιπόν ψεκασμένος. Πίστευε
σε κάθε παγκόσμια συνωμοσία που ξεφύτρωνε φρέσκια στο ίντερνετ, στα εμβόλια που
είναι επικίνδυνα για την υγεία μας, στα νεφελίμ και τα ελοχίμ που θέλουν το κακό
μας, σε αποκρυφισμούς και μυστικισμούς που θα σώσουν την ταλαίπωρη ψυχής μας
(για το σώμα δεν τους νοιάζει, ας το φάνε τα σκουλήκια) αλλά και σε πολλά άλλα
δεινά που απειλούν την ανθρωπότητα με πλήρη αφανισμό. Άκουγα το παραλήρημα
ενός παρανοϊκού, το πράγμα σοβάρευε επικίνδυνα. Μετά τη βόλτα του, είπε, καθόταν
στο παγκάκι να ξαποστάσει. Δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά και δυο ώριμα νεράτζια,
σαν να τον σημάδευαν, έπεσαν ταυτόχρονα πάνω στην κεφάλα του και τον έκαναν
λούτσα. Είχαν πολύ χυμό. Ξαφνιάστηκε απ’ την βίαιη επίθεση, πετάχτηκε όρθιος κι
έκανε δυο βήματα παραπέρα, να βγει απ’ το πεδίο βολής τους, στο ξέφωτο, γλίστρησε
όμως πάνω στα πεσμένα νεράτζια και βρέθηκε φαρδύς πλατύς στο κράσπεδο. Τον
είχαν λοιπόν βάλει πάλι σημάδι, δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση, ούτε να έγινε ξαφνικά
τόσο γκαντέμης. Ο κοντός δάγκωνε τα χείλη του και κούναγε πάνω κάτω το κεφάλι.
«Πάλι τις ίδιες μαλακίες, ρε; Δεν θα σοβαρευτείς ποτέ, γαμώ το στανιό μου;»
Επομένως, δεν ήταν η πρώτη φορά, το πράγμα είχε παρελθόν, θα είχε και συνέχεια.
Όμως, ότι και να του ‘λεγε, εκείνος τον χαβά του. Ορκιζόταν σε θεούς και
δαίμονες, με δάκρυα στα μάτια. Τα γεγονότα ήταν πραγματικά, δεν γίνανε στον
ύπνο του, ούτε τα φαντάστηκε, ούτε παραισθήσεις είχε, ούτε είχε τρελαθεί ακόμα,
έπρεπε να τον πιστέψει.
Αρκετές μαλακίες είχα
ακούσει για σήμερα, είχα χορτάσει. Άνοιξα την πόρτα του καφενείου και βγήκα
στον καθαρό αέρα. Τα ελοχίμ φυσούσαν μανιασμένα, τα νεφελίμ μασούσαν τα
νεράτζια τους και κάποιος από ψηλά κατουρούσε κόκκινη βροχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου