Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

Η ΜΑΛΟΥ


 

Είχαν μόλις τελειώσει οι ειδήσεις και σύσσωμα τα κανάλια έδειχναν κάτι ανυπόφορες μεσημεριάτικες μαλακίες. Το ζάπινγκ, αν και επίμονο, αποδείχτηκε μάταιο. Έκλεισα την τηλεόραση τελείως, δεν την άντεχα ούτε στο αθόρυβο. Ίσως να έφταιγε λίγο και η διάθεσή μου. Ένιωθα μια περίεργη νευρικότητα. Και το φαγητό ανόρεχτο πήγε κάτω, καταναγκαστικά. Παλιότερα, σε παρόμοιες περιπτώσεις, έπαιρνα ένα βιβλίο, ξάπλωνα στο κρεβάτι και ξεχνιόμουνα. Ηρεμούσα. Πλέον, έχω καιρό να ανοίξω ένα. Δεν έχω κέφι, μου ‘φυγε η όρεξη. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ πια, το μυαλό τρέχει αλλού. Δεν πειράζει. Ότι έμαθα μου αρκούν.

Μια ολόκληρη ζωή υπήρξα βιβλιοφάγος. Διάβαζα τα πάντα, όλα με ενδιέφεραν. Είχα μια ακόρεστη δίψα για γνώση. Το δωμάτιό μου ήταν γεμάτο βιβλιοθήκες. Ο προσωπικός μου χώρος, το άβατο. Κανείς άλλος δεν έμπαινε μέσα. Τουλάχιστον αυτό τους το είχα επιβάλλει. Η μαμά ανησυχούσε. Όλη την ώρα μ’ έβλεπε μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, ακόμα και στον καμπινέ, τότε που ήμουνα δυσκοίλιος. Το πολύ διάβασμα τρελαίνει, είχε ακούσει από μια φίλη της κουτσομπόλα και σκατόψυχη που ερχόταν καμιά φορά στο σπίτι μας. «Ναι, αλλά βοηθάει στο χέσιμο, μωρή αγάμητη!» ήθελα να της φωνάξω στα μούτρα, αλλά δεν βρήκα το θάρρος. Όμως, η μαμά έπρεπε να λάβει τα μέτρα της, δηλαδή να με παντρέψει, και γρήγορα μάλιστα. Να κάνω και δυο κουτσούβελα να ησυχάσω μια και καλή. Εγώ αντιστεκόμουν. Σθεναρά και μέχρι τέλους. Και στη δουλειά τα ίδια και χειρότερα. Όταν τέλειωνα τις υποχρεώσεις της ημέρας, έκλεινα την πόρτα και διάβαζα. Ευτυχώς, ήμουν χαρτογιακάς, το πόστο μου δεν ερχόταν σε επαφή με ανθρώπους και είχα την ησυχία μου. Πίσω από την πλάτη μου οι συνάδελφοι ψιθύριζαν διάφορα. Βλέπεις, δεν συμμετείχα στα κουτσομπολίστικα πηγαδάκια τους, δεν συμμεριζόμουν τα ανόητα  φλερτάκια τους. Το παίζαν όλοι τους μεγάλοι καρδιοκατακτητές του ασθενούς φύλου, ας ήταν οι περισσότεροι παντρεμένοι με παιδιά.  Κολάκευαν τις χαζοχαρούμενες κοκότες της υπηρεσίας όμως εκείνες τους δούλευαν κανονικά και με τον νόμο και δεν τους κάθονταν. Έσπαγαν την πλάκα τους, τόνωνα την φιλαρέσκειά τους, μα προτιμούσαν να παίζουν πασέντζες στον υπολογιστή και να μελετούν τα ζώδια. Οι ερεθισμοί των συναδέλφων ήταν άσκοποι. Στην καλύτερη των περιπτώσεων τους οδηγούσαν κατευθείαν στις τουαλέτες της υπηρεσίας για μια γρήγορη και ανακουφιστική εκτόνωση. Εμένα με θεωρούσαν απόμακρο και σνομπ. Κρατούσα τις αποστάσεις μου απ’ όλους και όλες. Όποτε μου πρότειναν να βγούμε για καφέ ή ποτό (γυναίκες και άνδρες) αρνήθηκα ευγενικά.  Ένας σοβαρός και εμφανίσιμος εργένης με σταθερό μισθό είναι πάντα μεγάλο κελεπούρι. Ίσως και να με μισούσαν. Κάποιες φορές γινόμουν ειρωνικός και εριστικός απέναντί τους. Ακόμη και οι προϊστάμενοι δεν μπορούσαν να με κάνουν ζάφτι, δεν ήμουν του χεριού τους. Άψογος στα καθήκοντά μου, φύλαγα πάντοτε τα νώτα μου. Έτσι, όταν πέρσι παραιτήθηκα απ’ την υπηρεσία δεν πολυνοιάστηκαν, καρφί δεν τους κάηκε. Δεν θα τους έλειπε η βαριά και μονόχνοτη σκιά μου. Και η άδεια θέση του γραφείου μου γρήγορα θα καλυπτόταν από κάποιον ταλαντούχο και φέρελπι νέο με μακρόπνοα σχέδια και οράματα για το μέλλον. Μια επιτυχημένη καριέρα δημόσιου υπάλληλου. Μια συμφέρουσα οικογενειακή αποκατάσταση. Δυο παιδάκια για την διαιώνιση του γένους και του ονόματος. Ζηλευτά όνειρα! Πορεία ζωής! Κι όμως εγώ από τότε που έλυσα τα δεσμά μου δεν ξανάνοιξα βιβλίο. Παρ’ όλο που πλέον είχα άπειρο χρόνο για πέταμα.

Ξαφνικά απ’ το μπαλκόνι ακούστηκαν γαβγίσματα. Βγήκα να δω. Οι ενοχλητικές τσιρίδες προέρχονταν απ’ το σκυλάκι του πάνω ορόφου. Έβγαλα το κεφάλι μου και το κοίταξα, φώναξα και το όνομά του να σκάσει. Παραλίγο να στραβολαιμιάσω εξαιτίας του, μα αυτό δεν μου ‘δωσε σημασία. Ούτε όταν του έβγαλα τη γλώσσα συγκινήθηκε. Συνέχισε να επιτίθεται λεκτικά στην ασπρόμαυρη γάτα που εκείνη τη στιγμή διέσχιζε αμέριμνη τον πεζόδρομο της πλατείας. Σε λίγο το παλιόσκυλο θα ξεσήκωνε ολόκληρη τη γειτονιά με τις φωνές του. Έτσι γινόταν κάθε φορά. Μέχρι να προβάλει απ’ την απέναντι πολυκατοικία ο ηλικιωμένος με τις πιτζάμες και τα σπασμένα νεύρα και να αρχίσει μεσημεριάτικα τις χριστοπαναγίες. Με το δίκιο του, βέβαια. Κάποιες φορές η σκυλίτσα γινόταν πολύ ενοχλητική, μάλιστα τις πιο ακατάλληλες ώρες. Ευτυχώς, σχεδόν αμέσως, προτού ξεσπάσει η μπόρα, βγήκε η αφεντικίνα της, τη μάλωσε αυστηρά και την τράβηξε με το ζόρι μέσα. Έκλεισε και την μπαλκονόπορτα.

Πάντως, σε γενικές γραμμές, ήταν καλό σκυλάκι, ζωηρό και παιχνιδιάρικο. Αγαπούσε όλους τους ένοικους της πολυκατοικίας και όταν μας έβλεπε κουνούσε χαρούμενα την ουρά του. Ήταν ένα ημίαιμο καφετί κοκόνι. Πριν από τρία χρόνια το έφεραν. Νεογέννητο μωράκι λίγων ημερών, φοβισμένο, μόλις το είχαν πάρει απ’ την αγκαλιά της μανούλας του. Το  κρατούσε στα χέρια της το κοριτσάκι της οικογένειας. Ήταν πολύ χαρούμενη για το δώρο των γονιών της. «Να σας ζήσει!» τους ευχήθηκα μόλις συναντηθήκαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας, σαν να ήτανε παιδί τους. Η μητέρα της με ευχαρίστησε, το κοριτσάκι απλά χαμογελούσε ευτυχισμένα. Ήταν μοναχοπαίδι, γύρω στα δέκα. Του πήραν το ζωντανό για να έχει μια παρέα στο σπίτι, για να μην νιώθει μόνη της. Ο πατέρας της ήταν λογιστής σε μια εταιρεία. Δούλευε όλη την μέρα και γύριζε αργά το βράδυ στο σπίτι.  

Με είχε πιάσει μεγάλη μουργέλα και βαρεμάρα. Το απόγευμα βγήκα βόλτα. Στο δρόμο συνάντησα το κορίτσι με το σκυλάκι και χαιρετηθήκαμε. Αυτό κούνησε πέρα δώθε την ουρά του, με μύρισε και σηκώθηκε χαρούμενο στα δυο του πόδια. Πήγε να το μαλώσει, ότι δεν έπρεπε να ενοχλεί τον κύριο, μα της είπα ότι δεν με πείραζε και το χάιδεψα στο κεφαλάκι του. Την ρώτησα πως πάει με τα μαθήματα του σχολείου. Ξαφνικά κατσούφιασε. Δεν της άρεσαν, ήταν πολύ βαρετά. Γενικά, δεν της άρεσε το διάβασμα, προτιμούσε να παίζει με τις κούκλες και τα παιχνίδια της. Μόνο τα παραμύθια αγαπούσε, μάλιστα έγραφε και δικά της, πολύ τρομακτικά, με δράκους και όμορφες πριγκίπισσες. Και η ζωγραφική της άρεσε πολύ. Συμφώνησα μαζί της. Και γω στα χρόνια μου έβρισκα το σχολείο πολύ βαρετό. Κι αυτά που μαθαίναμε ανούσια και άχρηστα. Δεν είχαν αλλάξει πολλά εδώ και σαράντα χρόνια. «Δυστυχώς κάποια από αυτά χρειάζονται» της είπα για να την ενθαρρύνω. Μου είπε με παράπονο ότι η μαμά την μάλωνε επειδή δεν ήταν καλή μαθήτρια, την έλεγε τεμπέλα και ανεύθυνη. Βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Τι να της έλεγα; Μάλλον έπρεπε να της δώσω κουράγιο. Να μην στεναχωριέται. Έτσι κάνουν όλες οι μαμάδες του κόσμου που αγαπούν τα παιδιά τους και θέλουν το καλό τους. Και να καλλιεργήσει τα ταλέντα της, τις ευαισθησίες της, αυτά που της αρέσουν να κάνει. Να ζωγραφίζει και να γράφει τρομακτικές ιστορίες. Και μεγαλώνοντας να παραμείνει ένα ευαίσθητο και φαντασιόπληκτο παιδί. Όμως, δεν πρόλαβα να πω κουβέντα. Είχε έρθει η μητέρα της βαστώντας δύο σακούλες με ψώνια στο χέρι.  Έτσι κι αλλιώς, δεν μου ‘πεφτε λόγος.

Χαιρετηθήκαμε και είπαμε κάποιες άσχετες κουβέντες για τον καιρό και την ακρίβεια της αγοράς. Το κοριτσάκι μαρμαρωμένο κάρφωνε με το απόκοσμο βλέμμα του το άπειρο, πέρα μακριά. Το μικρό κοκόνι κοίταζε με περιέργεια ένα ασπρόμαυρο γατάκι που είχε μόλις πλησιάσει κοντά μας. Νιαούριζε κι έψαχνε τη μαμά του. Δεν το πείραξε. Μόνο του ‘γλυψε τρυφερά τη μουσούδα κουνώντας χαρούμενα την ουρά του πέρα δώθε.     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου