Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ


 Η ώρα είχε πάει δέκα και το καφενείο είχε σχεδόν αδειάσει. Η τηλεόραση έπαιζε στο αθόρυβο ένα εορταστικό σόου, το ραδιόφωνο ήταν κλειστό. Επικρατούσε εκκωφαντική σιωπή. Το μαγαζί ήταν στολισμένο με πολύχρωμα μπιχλιμπίδια και τα λαμπάκια αναβόσβηναν ρυθμικά, υπήρχε κι ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο στη γωνιά πλάι στην τζαμαρία. Είχαμε μείνει εγώ, λίγο παραπέρα ο κοντός, μόνος του κι αυτός (κάπου κάπου μου έριχνε κλεφτές ματιές μα δεν έδινα σημασία) και μια παρέα στο στρογγυλό τραπέζι του βάθους. Ώρες ολόκληρες έπαιζαν χαρτιά με ανεξάντλητο πάθος, το ‘βλεπες καθαρά στις σφιγμένες και κατακόκκινες φάτσες τους. Η τράπουλα στα χέρια τους έβγαζε φλόγες, τα μάτια τους καρφωμένα στην πράσινη τσόχα, τα τασάκια ξεχείλιζαν αποτσίγαρα. Δεν έλεγαν να ξεκουμπιστούν για το σπιτάκι τους και το καθιερωμένο ρεβεγιόν. Τα μοσχάρια να σεβαστούν τουλάχιστον την  κοπέλα του μαγαζιού που μας κοίταζε με αδημονία και θλίψη, μα ντρεπόταν και να μας στείλει στο διάολο, για να γιορτάσει κι αυτή με τους δικούς της τη γέννηση του θείου βρέφους. Όπως όλος ο κόσμος. Πάντως, εγώ είχα λίγη τσίπα πάνω μου. Σε λίγο θα τέλειωνα το ποτό μου (μια γουλιά είχε μείνει μόνο) θα πλήρωνα το λογαριασμό, θα της άφηνα τα ρέστα για πουρμπουάρ και θα ‘παιρνα τον πούλο προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν ήξερα που να συνεχίσω τη βραδιά,  σίγουρα όμως δεν θα πήγαινα από τώρα για ύπνο.  Σε λίγες ώρες, μέσα στη βαθιά τη νύχτα, θα γεννιόταν και φέτος ο καλός άνθρωπος σε κάποια μακρινή φάτνη ανάμεσα σε άλλα αθώα πλάσματα. Κοίταξα έξω απ’ τη τζαμαρία ψάχνοντας ψηλά στον ουρανό το λαμπρό άστρο της ανατολής. Μάταια. Ήταν θεοσκότεινα, όλο πυκνά απειλητικά σύννεφα. Ούτε αστέρια, ούτε φεγγάρια, ούτε τίποτα απόψε, μόνο μαυρίλα και καταχνιά. Για μια στιγμή απελπίστηκα, έχασα τελείως το κουράγιο μου κι αυτό το λιγοστό κέφι που μου είχε απομείνει λόγω των ημερών. Σήκωσα μηχανικά το ποτήρι ψηλά, ευχήθηκα στην υγειά μου, να ζήσω χίλια χρόνια ακόμη και το κατέβασα άσπρο πάτο. Όταν έκανα νόημα στην κοπελιά το προσωπάκι της έλαμψε από ευτυχία. Την πλήρωσα, της ευχήθηκα καληνύχτα και χρόνια πολλά κι αυτή με ευχαρίστησε με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα κερασένια της χείλη.

Τότε ξαφνικά δημιουργήθηκε φασαρία και αναστάτωση. Άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα τρία παιδάκια κρατώντας τρίγωνα. Έμοιαζαν αδερφάκια, μα μου ήταν άγνωστα, δεν τα είχα ξαναδεί στη γειτονιά. «Να τα πούμε;» Η ερώτηση αποδείχτηκε καθαρά ρητορική. Αμέσως, δίχως να περιμένουν την άδεια κανενός, άρχισαν να παίζουν τα κάλαντα. Απ’ το βάθος τα χαρτόμουτρα ενοχλήθηκαν, δυσανασχέτησαν, ακούστηκε και μια βρισιά στον αέρα, ίσως για κάποιο άσχημο φύλλο που μόλις έπεσε στο τραπέζι. Τα παιδιά με τις ψιλές τους φωνούλες τραγουδούσαν (κάπως παράφωνα και φάλτσα) και το κοριτσάκι στη μέση μπέρδευε τα λόγια του, μα δεν είχε σημασία, τους αφήσαμε να τα πούνε ολόκληρα. Έτσι κι αλλιώς μετά από λίγο δεν πρόσεχα, ήδη είχα πιει τρία ποτά και αυτοσχεδίαζα. Γεια χαραντάν και τα κουκιά μπαγλάν, ρε μάγκες, τι χαμπάρια, να μπούμε στ’ αρχοντικό σας, σήμερα που γεννιέται ο βασιλιάς των ουρανών, ο ποιητής των όλων, τουμπεκιαστείτε λοιπόν, ρε χαμούρες, ρε κωλοτρυπήδες, αυτό το αγαθό παιδί, το αθώο, το πιο καλό, που το γαμήσατε και το σταυρώσατε χωρίς να φταίει σε τίποτα, και τα λοιπά και τα λοιπά. Απ’ το πιόμα, η αεριωθούμενη φαντασία μου είχα φτάσει κιόλας στην ανάσταση.  Όταν τέλειωσαν τους έδωσα τα κέρματα που βρέθηκαν στην τσέπη μου και ο κοντός ένα χαρτονόμισμα. Τον είδα μάλιστα να χαμογελά λιγάκι, γεγονός σπάνιο και αξιοπερίεργο. Η τετράδα της τσόχας δεν έδωσε σημασία. Κάποιος μόνο τους πέταξε ανόρεχτα ένα κέρμα στα μούτρα για να τα ξεφορτωθεί. Τα παιδάκια φαίνονταν κουρασμένα από μια δύσκολη παγερή μέρα, ειδικά το κοριτσάκι παραπάταγε εδώ και κει, πλέον δεν το κρατούσαν τα ποδαράκια του. Θα είχαν ξυπνήσει από πολύ νωρίς, σε λίγο θα τέλειωναν, ίσως να ‘μασταν και το τελευταίο μαγαζί που μπαίνανε. Μετά από λίγο φύγανε και στο μαγαζί επικράτησε πάλι νεκρική σιωπή.

Σηκώθηκα κι εγώ απ’ τη θέση μου, άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Ήταν περασμένες έντεκα. Απ’ τα φωτισμένα διαμερίσματα των πολυκατοικιών ακούγονταν παιδικές φωνούλες και τραγούδια, γέλια και χαρές. Η πλατεία και οι γύρω δρόμοι ήταν στολισμένοι με πολύχρωμα αγγελάκια που έψελναν και υμνολογούσαν την χαρμόσυνη ελπίδα. Χώθηκα μέσα στο παλτό μου, ανασήκωσα τους γιακάδες και άναψα τσιγάρο. Έκανε ψοφόκρυο, είχε και υγρασία, μα είχα όρεξη για περπάτημα. Να εξατμίσω λίγο αλκοόλ απ’ το αίμα μου, να εκτονώσω λίγη μούρλια, να καταπραΰνω τα τσιτωμένα μου νεύρα. Να χαλαρώσω. Έριξα μια ματιά τριγύρω μα τα παιδάκια είχαν εξαφανιστεί. Τέντωσα το αυτί μου μήπως και ακούσω τα τρίγωνά τους, τίποτα. Εγώ δεν είχα πει ποτέ τα κάλαντα, δεν με άφηναν οι δικοί μου. Μια χρονιά τους ζήτησα να βγω μ’ έναν φίλο μου, μα μου το απαγόρευσαν αυστηρά. Ο πατέρας δεν το θεωρούσε έθιμο, αλλά ζητιανιά. «Τι για το καλό και κουραφέξαλα μου λες, δεν πεινάς και δεν έχεις ανάγκη από ελεημοσύνες!» μου είπε τσαντισμένος και δεν επέμεινα. Για την μητέρα ήταν επικίνδυνο δυο μικρά παιδιά ολομόναχα στο δρόμο. Αν ήθελα μπορούσα να τα πω σ’ αυτούς και στους  συγγενείς μας, έως εκεί, σε σπίτια γνωστά και ασφαλή. Θύμωσα και δεν τα είπα σε κανέναν αδιαφορώντας για τα δώρα και τα χαρτζιλίκια τους. Ούτε τους ξανάκανα κουβέντα. Κρίμα μόνο που δεν τους ρώτησα τότε πώς περνούσαν τις γιορτές όταν κι αυτοί ήτανε παιδιά, αν τους άρεσαν. Δεν μου πέρασε καν  απ’ το μυαλό. Τώρα είναι πολύ αργά για ερωτήσεις.

«Μήπως έχεις ένα τσιγάρο, φίλε;» Η βραχνή φωνή με ξάφνιασε και γύρισα να δω. Ήταν ο κοντός. Με είχε πάρει από πίσω, δεν το ‘χα καταλάβει. Του έδωσα, μαζί και τον αναπτήρα να κάνει τη δουλειά του. Άκουσα ένα ψόφιο ευχαριστώ και μια δειλή ερώτηση αν η παρουσία του με ενοχλούσε. Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου και του χαμογέλασα. Έτσι κι αλλιώς, κι εγώ μόνος ήμουν. Ήταν τουλάχιστον ευγενικός και κάπως μαζεμένος απέναντί μου, παρ’ όλο που είχε  τη φήμη του παλιόμουτρου (περίεργο μουσούδι) γι’ αυτό και μέχρι τώρα τον απόφευγα. Όχι ότι μου είχε κάνει τίποτα, αλλά δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε, μόνο ένα γεια ή μια καλησπέρα όποτε συναντιόμασταν στο καφενείο ή στο δρόμο. Δεν είχε πολύ καιρό που έσκασε μύτη στην περιοχή, δυο τρία χρόνια περίπου. Συνήθως έκανε παρέα με τον ψηλό και τον χοντρό μα τον τελευταίο καιρό είχαν αραιώσει οι επαφές τους και κυκλοφορούσε μόνος. Στην ηλικία μου πρέπει να ‘τανε, μα ήταν σπασμένος και φαινόταν μεγαλύτερος. Δεν γνώριζα και πολλά για τη ζωή του. Μόνο ότι τραβιότανε με μια καμπαρετζού, την κουτσή, και ότι της τα μάσαγε κανονικά και με τον νόμο. Νταβατζής, προστάτης και αγαπητικός λοιπόν. Και ότι κάθε τόσο έμπλεκε σε βρομοδουλειές, παλιότερα είχε κάνει ένα διάστημα και φυλακή. Αυτά λέγαν οι κακές οι γλώσσες. Γενικά ήταν ψιλοκάθαρμα, γι’ αυτό και δεν του έδινα πολλά χνώτα. Και λόγω της προηγούμενης δουλειάς μου. Να μη βγει βρώμα ότι ένας δημόσιος υπάλληλος, έστω και της κατώτερης βαθμίδας, κάνει παρέα με περίεργους τύπους και σχετίζεται με ανυπόληπτα άτομα του περιθωρίου.  Τώρα πια ήμουνα ένας χαραμοφάης και δεν μ’ ένοιαζε τι θα πούνε. Μα ήθελα την ησυχία μου και δεν είχα σκοπό να μπλέξω με τον υπόκοσμο τώρα στα πίσω πίσω. Ας μην έμπαινε πλέον στη μέση η δουλειά μου. Απλά, δεν είχα συνηθίσει να νταραβερίζομαι με τέτοιου είδους υποκείμενα.  

Περπατούσαμε αμίλητοι εδώ κι εκεί μέχρι που ασυναίσθητα βρεθήκαμε στον μόλο. Τα νερά του λιμανιού ήταν ήρεμα, στο βάθος η θάλασσα σκοτεινή και μαύρη, δεν την ξεχώριζες απ’ τον ουρανό. Απόλυτη ησυχία, απόλυτη ερημιά. Ούτε ένα αραγμένο καράβι, ούτε ένας ψαράς, ούτε ένα ερωτευμένο ζευγαράκι. Ακόμη και τα φώτα του λούνα παρκ ήταν σβησμένα. Ξαφνικά ο ουρανός φωτίστηκε απ’ τα πολύχρωμα βεγγαλικά και τις φωτοβολίδες. Δεν καταλάβαμε από πού ήρθαν, καθίσαμε όμως στο παγκάκι να απολαύσουμε το φαντασμαγορικό θέαμα. Τότε ο κοντός με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας και έσπασε πρώτος τη σιωπή. «Όμορφη νύχτα, ε;», είπε μ’ έναν νοσταλγικό ρομαντισμό που δεν του πήγαινε. Μάλλον έφταιγε η σούρα του. Πρέπει να είχε πιει πολύ, μα δεν είχε μεθύσει, έδειχνε νηφάλιος. Πάντως, έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να πούμε δυο κουβέντες και να τον ξεψαχνίσω. Να γνωριστούμε καλύτερα, σαν δύο ερωτευμένα πιτσουνάκια στο πρώτο  τους ραντεβού. Και πράγματι, ο κοντός ήταν άκρως αποκαλυπτικός.

Μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, είπε. Μόλις γεννήθηκε, η μάνα του τον πέταξε έξω απ’ την πόρτα και εξαφανίστηκε. Χωρίς να δώσει κάποιες εξηγήσεις ή να αφήσει τουλάχιστον ένα σημείωμα. Ανεπιθύμητος και γαμημένος εξαρχής, λοιπόν. Δεν έμαθε ποτέ τίποτα γι’ αυτήν, φυσικά ούτε για τον πατέρα του, κανείς δεν τον αναζήτησε, ούτε όμως κι αυτός τους έψαξε ποτέ. Τους ξέγραψε τελείως απ’ τη ζωή του, μα και δεν τους συγχώρεσε ποτέ. Ας μην τους ήξερε, τους καταδίκασε στην αιώνια κόλαση της ψυχής του χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Ακόμα τους μισεί, δεν μπορεί να το ξεπεράσει. Μιλούσε και τα μάτια του είχανε βουρκώσει, μα δεν ντρεπόταν. Ήθελε κάπου να τα πει, να ξαλαφρώσει, ίσως και για πρώτη φορά στη ζωή του. Ρούφηξε τη μύτη του και μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του και συνέχισε. Στο ίδρυμα ήταν σαν μια μεγάλη οικογένεια, δεν περνούσε άσχημα. Ειδικά τέτοιες γιορτινές μέρες τους έκαναν δώρα, τους έντυναν όμορφα, τους πήγαιναν εκδρομές, λέγανε και τα κάλαντα. Ήταν όμορφα, μα αυτός δεν άντεχε. Κάτι τον έπνιγε, είχε τον διάολο μέσα του. Δεν έπαιρνε τα γράμματα, τα βιβλία τού έφερναν βαρεμάρα και νύστα. Προτιμούσε την περιπέτεια της ζωής, την αλητεία του δρόμου. Όταν ξεπετάχτηκε κάπως, εκεί γύρω στα δεκαπέντε, την κοπάνησε κι έγινε μπουχός. Γυρνούσε εδώ κι εκεί, έκλεβε για να ζήσει, γαμούσε και κάνα πούστη άμα τύχαινε και τους τα ‘περνε χοντρά, τους έριχνε και καμιά σφαλιάρα άμα του κάνανε τον δύσκολο οι παλιαδερφές του κερατά. Κάποια στιγμή τον πιάσανε και τον κλείσανε σε αναμορφωτήριο. «Και μετά φίλε μου η ζωή πήρε τον δρόμο της» κατέληξε θυμόσοφα. Είχε κουραστεί, δεν ήθελε να πει άλλα. Ο ουρανός είχε από ώρα σκοτεινιάσει και το κρύο είχε δυναμώσει. Τρέμοντας σηκωθήκαμε να φύγουμε.

Στην επιστροφή δεν βγάλαμε άχνα. Ούτε ρώτησε τίποτα για μένα. Ίσως να του ήμουνα παντελώς αδιάφορος, απλά μια κάποια λύση στη μοναξιά της χριστουγεννιάτικης νύχτας που κάπως έπρεπε να περάσει. Αυτό δεν μ’ ενόχλησε καθόλου, μάλιστα το ερμήνευσα ως δείγμα διακριτικότητας εκ μέρους του. Έτσι κι αλλιώς, απόψε δεν είχα όρεξη να μιλήσω, και μάλιστα για τον εαυτό μου. Επιστρέφοντας στον πεζόδρομο, περάσαμε μπροστά απ’ μπαρ της κουτσής.   Παρά το περασμένο της ώρας (τέσσερις και είχε πάει) ήταν ανοιχτό. Μου πρότεινε να κεράσει ένα ποτό, με παρακάλεσε, δεν ήθελε να πάει μόνος του. Δεν είχα ξαναμπεί σε κωλάδικο, δεν ήταν του τύπου μου. Δεν γουστάριζα να σαλιαρίζω με τις κακόμοιρες καμπαρετζούδες και να πληρώνω για ένα πήδημα της συμφοράς. Απ’ την άλλη,  δεν μου είπε λεπτομέρειες, αλλά τα όσα ήξερα γι’ αυτόν και τη φίλη του ήταν αρκετά. Ήμουν διστακτικός κι αναποφάσιστος. Μυριζόμουνα μπελάδες, μα δεν μου έκανε και καρδιά να τον αφήσω μόνο τέτοια νύχτα. Απ’ την άλλη, δεν είχα ξαναμπεί εκεί μέσα και είχα μεγάλη περιέργεια. Τελικά υποχώρησα. «Μόνο για ένα!» του είπα και τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη. «Ναι, φίλε μου, μόνο για ένα!» συμφώνησε γελώντας δυνατά και με αγκάλιασε. Προχώρησε πρώτος, άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Ήταν μια  ριψοκίνδυνη απόφαση, αποστολή στην άγρια ζούγκλα. Κι αμέσως, άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια για το ναι που είπα προηγουμένως. Το είχα μετανιώσει αμέσως, την επόμενη στιγμή, μα πλέον δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Μόνο, μπαίνοντας και προτού κλείσει πίσω μας η πόρτα, μου φάνηκε ότι άκουσα τρίγωνα και κάλαντα. Και κάτι ψιλές παιδικές φωνούλες.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου