Καθόταν έξω απ’ το καφενείο στο αναπηρικό του καροτσάκι αμίλητος, μαρμαρωμένος και αγέλαστος, παρατηρώντας τη ζωή που περνούσε και έφευγε από μπροστά του. Στο τραπέζι του υπήρχε ένα ποτήρι νερό για να βρέχει τα χείλη του, σπάνια ένα πιατάκι με μεζέ. Δεν πεινούσε. «Τι να την κάνω το φαί αφού πεθαίνω» έλεγε στον καφετζή και το μοίραζε στα αδέσποτα. Μέρα με την μέρα έλιωνε, είχε μείνει ο μισός, μα δεν το κούναγε ρούπι από κει.
Μια ολόκληρη ζωή, σαράντα
και παραπάνω χρόνια, έζησε στη σκιά, κλεισμένος μέσα στο μουντό και ανήλιαγο
γραφείο κάποιας δημόσιας κοινωφελούς υπηρεσίας, στάσιμος μισθολογικά και
βαθμολογικά (λόγω μειωμένων ικανοτήτων έγραφαν οι προϊστάμενοί του στις εκθέσεις
του) μα δεν τον ένοιαζε, ούτε το έπαιρνε για προσβολή. Εκείνοι κάτι θα ήξεραν
περισσότερο, κι αυτός έκανε ότι μπορούσε. Μη ικανός αλλά τουλάχιστον πιστός και
πρόθυμος στο καθήκον του, έλεγαν, κι αυτό του ήταν αρκετό. Δούλευε με ζήλο,
ακόμη και πέραν του ωραρίου, αν χρειαζόταν. Ακόμη και όταν οι συνάδελφοί του
τον κορόιδευαν μπροστά στα μούτρα του για να σπάσουν πλάκα και να γελάσουν,
αυτός δεν δυσανασχετούσε, ούτε τους αντιγύριζε κουβέντα, μόνο έκανε πως δεν καταλάβαινε,
χαμογελώντας χαζά. Έκανε υπομονή μέχρι να περάσει η μπόρα.
Μέχρι που ένας φιλεύσπλαχνος
διευθυντής, για να τον προστατέψει από τα σαρκοβόρα θηρία της υπηρεσίας, του
άλλαξε πόστο και καθήκοντα. Τον πήρε απ’ το πρωτόκολλο των εισερχομένων που
ήταν όλα του τα χρόνια και τον τοποθέτησε στο γενικό αρχείο των παλιών και
άχρηστων εγγράφων που βρισκόταν στο υπόγειο του κτιρίου, πέντε μέτρα κάτω από
τη γη. Ο προηγούμενος αρχειοθέτης, ένα λειψό χλεμπονιάρικο γεροντάκι (έτσι του
είχε φανεί) σε λίγο έβγαινε στη σύνταξη. Αν και δεν του άρεσαν οι απότομες αλλαγές
(ήταν άνθρωπος της ασφάλειας, της συνήθειας και της ρουτίνας) δεν έφερε αντίρρηση
και σύντομα προσαρμόστηκε στα νέα του καθήκοντα. Πλέον, σπάνια έβλεπε κάνα
συνάδελφο, και μόνο όταν θα κατέβαινε τα τριάντα σκαλιά της κόλασης για να του
παραδώσει κάποια έγγραφα για αρχειοθέτηση «μακράς καταψύξεως», όπως έλεγαν
περιπαιχτικά, εφόσον δεν θα τα ξανάβλεπε ανθρώπου μάτι, μέχρι να έρθει η ώρα
της τελικής καταστροφής τους.
Έτσι, πέρασαν τα χρόνια και
κάποια στιγμή ο μέγας αρχειοθέτης του σύμπαντος πλέον, που παρέμενε ταπεινός
και καταφρονεμένος, έπρεπε να κάνει τα χαρτιά του για τη σύνταξη. Το τρέναρε
όσο μπορούσε, μα τώρα η υπόθεση δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Είχε πατήσει τα
εβδομήντα, το μέγιστο όριο ηλικίας που επέτρεπε ο νόμος (στο ζήτημα αυτό ήταν
πολύ αυστηρός) και έπρεπε να συνταξιοδοτηθεί υποχρεωτικά. Όσο και να παρακαλούσε
τον διευθυντή να τον κρατήσει, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Έτσι, μια καταραμένη
μέρα μάζεψε τα λιγοστά προσωπικά του είδη και δεν ξαναπάτησε στην υπηρεσία. Αυτό
του στοίχισε ακριβά. Πλέον, είχε μπόλικο ελεύθερο χρόνο, μα δεν ήξερε τι να τον
κάνει. Ούτε οικογένεια είχε, ούτε φίλους, ούτε και συγγενείς. Ήταν ολομόναχος
μέσα στον κόσμο. Φοβόταν τους ανθρώπους. Η κοινωνική του ζωή ήταν μηδαμινή, το
ίδιο και οι προσωπικές του απολαύσεις. Δεν κάπνιζε, ούτε έπινε καφέδες και
αλκοόλ. Δεν ήξερε από καφενείο και ταβέρνα, ούτε καν για βόλτα δεν έβγαινε στην πόλη. Το μεσημέρι, μετά
τη δουλειά, πήγαινε για φαγητό σε ένα μαγέρικο της γειτονιάς του και κατόπιν στο σπίτι για έναν υπνάκο. Το απόγευμα
θα χάζευε στην τηλεόραση κάποια ψυχαγωγική εκπομπή (του άρεσαν τα παιχνίδια
γνώσεων), θα έβλεπε τις μπαγιάτικες ειδήσεις της ημέρας (ας μην καταλάβαινε και
πολλά πράγματα) θα έτρωγε κάτι ελαφρύ και θα έπεφτε στο κρεβάτι νωρίς, με τις
κότες. Την άλλη μέρα θα ξύπναγε απ’ τα άγρια χαράματα και πάλι το ίδιο βιολί,
δουλειά και σπίτι.
Όμως τώρα δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στα νέα
δεδομένα. Έπεσε σε μελαγχολία και αρρώστησε. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του
πνεύμονα σε καλπάζουσα μορφή και δεν του έδιναν πολύ χρόνο ζωής. Του φάνηκε παράξενο
γιατί δεν είχε καπνίσει ποτέ στη ζωή του. «Ναι, δυστυχώς είστε μια σπάνια
περίπτωση», του εξήγησαν με συμπόνια οι γιατροί. Οι ακτινοβολίες και οι
χημειοθεραπείες δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν, δεν υπήρχε θεραπεία για την
περίπτωσή του. Κάθε μέρα όλο και χειροτέρευε. Αναγκάστηκε να προσλάβει νοσοκόμα
για να τον βοηθάει, μα σύντομα η μικρή υπόγεια γκαρσονιέρα των τριάντα
τετραγωνικών άρχισε να τον πνίγει. Του φαινόταν λαγούμι, δεν άντεχε να μένει
άλλο εκεί μέσα. Έτσι την ξενοίκιασε, έδιωξε και τη γυναίκα που τον φρόντιζε,
σταμάτησε τις θεραπείες και τα φάρμακα, αγόρασε ένα αναπηρικό καροτσάκι και
εγκαταστάθηκε μόνιμα έξω απ’ το καφενείο, τουλάχιστον να περάσει τον χρόνο που
του απέμενε ανάμεσα στους ανθρώπους, αντικρίζοντας κάθε πρωί το ζεστό φως του
ήλιου. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ήταν πονόψυχος και δεν του έφερε αντίρρηση,
μπορούσε να μείνει για όσο καιρό ήθελε, με το αζημίωτο βέβαια και εφόσον για τα
βράδια είχε εξασφαλίσει έναν άγρυπνο φρουρό της περιουσίας του.
Είναι αλήθεια, ο αρχειοθέτης
δεν κοιμόταν πολύ. Ούτε και μιλούσε πολύ, μα όλοι με κάποιο τρόπο είχαν μάθει
την τραγική του ιστορία και τον συμπονούσαν. Έτσι, του έλεγαν μια ζεστή
καλημέρα ή δυο απλές κουβέντες για τον καιρό, προσπαθώντας να τον παρηγορήσουν
και να του γλυκάνουν τις τελευταίες μέρες της θλιβερής του ζωής. Αυτός τους
χαμογελούσε γλυκά και τους ευχαριστούσε για το ενδιαφέρον τους. Μέχρι που ένα
κρύο πρωινό τον βρήκαν να κοιμάται παγωμένος και χαμογελαστός πάνω στο
αναπηρικό του καροτσάκι. Και δεν ξαναξύπνησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου