Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Είχα καιρό να γράψω, πολλά χρόνια. Δεν έβρισκα κάποιο σοβαρό λόγο, ούτε είχα κάτι καινούργιο να πω. Τα θέματα είχαν εξαντληθεί. Πέρασα και μια μεγάλη περίοδο κατάθλιψης. Άγρια φάση. Η μοναξιά με βούτηξε απ’ το σβέρκο και με χτύπησε κάτω σαν χταπόδι. Με τσάκισε. Έπινα και κάπνιζα πολύ, έτρωγα ελάχιστα, στη χάση και στη φέξη, και δεν έβγαινα καθόλου έξω. Είχα καταντήσει ερείπιο, σκιά του παλιού μου εαυτού, ένα αδέσποτο φάντασμα στην κρίσιμη ηλικία των πενηνταφεύγα και εξηντακάτι. Δεν ξέρω πώς κατάφερα να επιβιώσω. Ίσως, επειδή υπήρχαν και άλλοι ομοιοπαθείς, σχεδόν ολόκληρη η κοινωνία. Ένα μεγάλο και ατέλειωτο τρελάδικο, σφαγείο και μπουρδέλο. Η μεγάλη φυλακή. Όλα αυτά μαζί.

Έτσι, κάποια στιγμή ήρθε η πανδημία, ξανά το μεγάλο ξεκαθάρισμα της φύσης. Πέθανε πολύς κόσμος, κυρίως ηλικιωμένοι και άρρωστοι, και όσοι επέζησαν φόρεσαν μάσκες και ταμπουρώθηκαν στα σπίτια τους με εντολή της κυβέρνησης και τα σκυλιά δεμένα. Το κράτος κήρυξε επίσημα την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και άρχισε ο μεγάλος εγκλεισμός. Τα μαγαζιά της ανάπαυσης, της διασκέδασης και του πολιτισμού έκλεισαν. Η κυκλοφορία μετά τη δύση του ηλίου απαγορεύτηκε, όπως και οι άσκοπες μετακινήσεις της ημέρας. Μια ώρα μόνο για τα απαραίτητα ψώνια και μετά πάλι μέσα. Αν είχες και κάνα σκυλάκι να βγάλεις βόλτα ήσουν πιο τυχερός. Τότε ξαφνικά γίνανε όλοι φιλόζωοι, μα όταν έληξε ο συναγερμός τα αμόλησαν στους δρόμους απροστάτευτα. Μαθαίναμε τα νέα απ’ την τηλεόραση και το ίντερνετ, μα τι να πρωτοπιστέψεις, ο καθένας έλεγε το κοντό του και το μακρύ του. Η δημόσια υγεία βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο, τα νοσοκομεία και οι κλινικές είχαν γεμίσει από ετοιμοθάνατους και βαριά πάσχοντες, ο κοσμάκης είχε πανικοβληθεί. Άλλοι φοβόντουσαν για τη ζωή τους και άλλοι για τη στέρηση της ελευθερίας τους. Είχε φτάσει το τέλος του κόσμου και η δευτέρα παρουσία, ανέκραζαν ωρυόμενοι κάποιοι θρησκόληπτοι. Οι ψεκασμένοι, καχύποπτοι απέναντι σε όλους και σε όλα, έβλεπαν συνωμοσίες και το τέλος της ανθρωπότητας. Είχαν όλοι τους αποτρελαθεί. Μέχρι που βρέθηκαν τα εμβόλια, τα μέτρα χαλάρωσαν και ο κόσμος επέστρεψε κάπως στην πεζή και άχαρη πραγματικότητα. Μα ο φόβος έμεινε.

Για μένα δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Οι καραντίνες ήταν η παρηγοριά μου, τώρα θα μου έλειπαν. Είχα αρχίσει να μιλάω μόνος μου και να βλέπω φαντάσματα. Σκεφτόμουν πολύ σοβαρά την αυτοκτονία. Σε όλο αυτό το αδιέξοδο θα ήταν μια κάποια λύση. Δεν έβρισκα κάποιο νόημα να συνεχίσω όλη αυτή τη μεγάλη φάρσα της ύπαρξης, να παρατείνω τη μπλόφα τη ζωής. Δεν υπήρχε και κάτι να με κρατήσει σ’ αυτήν. Το θολωμένο μου μυαλό προσπαθούσε να βρει τον καλύτερο τρόπο, τον πιο θεαματικό, κάτι που θα έκανε εντύπωση και θα προξενούσε τον γενικό θαυμασμό. Που τουλάχιστον θα μ’ έβγαζε απ’ την ασημαντότητά μου. Θα έπαυα, έστω και την ύστατη ώρα, να είμαι ένα μεγάλο μηδενικό, όπως και τόσοι άλλοι, βέβαια. Έστω και την τελευταία στιγμή, κάποιοι θα έδειχναν λίγο ενδιαφέρον για το άτομό μου, έστω μια περιέργεια. Σίγουρα έπρεπε να αφήσω και μία μακροσκελή επιστολή για να εξηγήσω τους λόγους του απονενοημένου διαβήματος. Έτσι κι αλλιώς, τον τελευταίο καιρό είχαν αυξηθεί πολύ οι αυτόχειρες. Τελικά κατέληξα. Την ώρα που σουρουπώνει θα έπεφτα απ’ την ταράτσα της πολυκατοικίας και θα γινόμουν χίλια κομματάκια στον πεζόδρομο, ενώ προηγουμένως θα είχα βάλει φωτιά και θα έκαιγα το διαμέρισμά μου. Να μην έμενε τίποτα πίσω που θα θύμιζε το πέρασμά μου απ’ τον μάταιο τούτο κόσμο. Την αβλαβή μου διέλευση. Διπλό το ευχάριστο θέαμα για το σαρκοβόρο και αιμοδιψές κοινό. Μα αποδείχτηκα δειλός. Κάθε φορά έβρισκα χίλιες δικαιολογίες για να αναβάλλω την απόφαση που θα με λύτρωνε. Ότι πλέον ήμουν αρκετά μεγάλος, έλεγα στον εαυτό μου, για να αυτοκτονήσω και έπρεπε να υπομείνω το πεπρωμένο μου. Ότι ενδεχομένως να έπαιρνα και κάποιους άλλους στο λαιμό μου που δεν έφταιγαν σε τίποτα. Περαστικοί διαβάτες ή ανυποψίαστοι γείτονες θα γίνονταν οι παράπλευρες απώλειες της απελπισμένης πράξης μου. Και θα ήμουν πλέον πολύ νεκρός για να βασανίζομαι από τύψεις. Ναι, αυτό θα ήταν πολύ άδικο και δεν το άντεχα. Αν και σε διαρκή κατάσταση μεθυστικής χαύνωσης, διατηρούσα ακόμη κάποια ελάχιστα ίχνη ηθικής.

Μέχρι που ήρθε ο καρκίνος για να δώσει τη λύση του δράματος. Και ως δια μαγείας τα άλλαξε όλα. Φοβόμουνα να πεθάνω και γαντζώθηκα απ’ τη ζωή. Έτρεξαν στους γιατρούς να με βοηθήσουν. Ευτυχώς, είχα προλάβει, είπαν. Έπρεπε να μου αφαιρέσουν το πνευμόνι, αλλά δεν πειράζει, ζούσα και με το ένα. Εκείνο δεν είχε πειραχτεί πολύ, με λίγες ακτινοβολίες και χημειοθεραπείες θα το σώζανε. Ο καθηγητής που με ανέλαβε, εγνωσμένου κύρους και αξίας, ήταν αισιόδοξος. Με το αζημίωτο, βέβαια. Έδωσα ένα χοντρό φακελάκι, με έβαλαν στο νοσοκομείο ως επείγον περιστατικό, έγινε η εγχείριση και όλα πήγαν καλά. Μου ευχήθηκαν «σιδερένιος», μου έδωσαν κάτι φάρμακα και μετά από μια βδομάδα με ξαπόστειλαν κακήν κακώς, για να αδειάσει το κρεβάτι και να πάρει σειρά ο επόμενος. Προσωρινά, την είχα σκαπουλάρει. Είχα πάρει παράταση.

Για νοσοκόμα έψαξα στις μικρές αγγελίες της εφημερίδας. Μέχρι να αναρρώσω πλήρως, έπρεπε να βρω ένα άτομο να με φροντίζει. Είδα τρεις τέσσερις και διάλεξα εκείνη. Ήταν δώρο θεού με όλες τις χάρες του κόσμου. Ανύπαντρη, λίγο πάνω απ’ τα σαράντα, όμορφη, έξυπνη και ευγενική ψυχή. Με το μελαγχολικό της χαμόγελο μου έδωσε κουράγιο και με βοήθησε να συνέλθω. Ζούσε μόνη της σε μια γκαρσονιέρα. Της είπα, αν ήθελε, να έρθει να μείνει μαζί μου. Το σπίτι ήταν αρκετά ευρύχωρο για να χωρέσει και τους δύο. Δέχτηκε. Νομίζω, με είχε συμπαθήσει κι αυτή. Μετά από λίγο καιρό, αφού είχα γίνει εντελώς περδίκι, ήρθε στο δωμάτιό μου και εκμεταλλευόμενη τη θλίψη μου με αποπλάνησε. Από κείνο το βράδυ κοιμόμασταν μαζί. Απέναντί της εξαρχής ήμουν ειλικρινής. Δεν ένιωθα πόθο γι’ αυτήν, ούτε ήμουν ερωτευμένος, απλά τη συμπαθούσα και νομίζω ότι μπορούσα να την αγαπήσω. Το ίδιο και κείνη, μου είπε. Αν και είκοσι χρόνια μικρότερή μου, η ζωή την είχε κιόλας κουράσει. Δηλαδή η μοναξιά. Και αυτή πλέον έψαχνε έναν άνθρωπο να ακουμπήσει πάνω του και να γαληνέψει. Ούτε αυτή ήθελε παιδιά. Ο κόσμος που ζούσαμε δεν ευνοούσε την αναπαραγωγή του είδους μας. Και δεν υπήρχε λόγος να αυξήσουμε τη δυστυχία του σύμπαντος, να πάρουμε άλλους στο λαιμό μας, μόνο και μόνο για να σπρώξουμε παρά πέρα τις ζωούλες μας. Μόνοι οι δυο μας θα πορευόμαστε μέχρι το τέλος, με αγάπη και συμπόνια. Από δω και μπρος μας περίμενε μια απλή, λιτή και ήσυχη ζωή. Τουλάχιστον, στα βασικά συμφωνούσαμε.

Αυτό ήταν το τελευταίο σημείωμα και κλείνει απότομα χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Πλέον, τα μάγια είχαν λυθεί, δεν υπήρχε λόγος να ξαναγράψω. Έσβησα το λάπτοπ και βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε βάλει ψύχρα και σιγά σιγά ο μπλε ουρανός έπαιρνε το χρώμα της νύχτας. Από αύριο ο καιρός θα άλλαζε. Έφευγε το φθινόπωρο κι ερχόταν ο δύσκολος παγερός χειμώνας. Όμως, πάντα διατηρούσα τις ελπίδες μου για όμορφες λιακάδες και χαμογελαστούς ήλιους με δόντια να ζεσταίνουν τα κουρασμένα μου κόκαλα. Το άδειο σούρουπο ξεψυχούσε ηρωικά και πένθιμα και πλησίαζε η μεγάλη νύχτα. Μα πλέον δεν ήμουν μόνος και δεν φοβόμουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου