Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Ο ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗ

Ήταν ξαφνικό και απρόσμενο. Άγριο. Κανείς δεν το περίμενε, και μάλιστα σε κοινή θέα, στη μέση του δρόμου. Όλοι κοιτούσαν αποσβολωμένοι. Κανείς δεν αντέδρασε, κανείς δεν προσπάθησε να εμποδίσει το μοιραίο. Εκείνος για πολύ ώρα βάδιζε ξυπόλυτος πάνω κάτω, με τα χέρια σταυρωμένα στην πλάτη, έξω από την τράπεζα, εκεί που πρόσφατα είχαν πέσει νεκρά τα φιλαράκια του. Φαινόταν σκεφτικός και αναποφάσιστος. Και νευρικός, σαν αγρίμι στο κλουβί. Οι περαστικοί δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Έριχναν μια λοξή ματιά και προσπερνούσαν αδιάφοροι. Πολλοί απ’ αυτούς τον ήξεραν και ότι από καιρό του είχε λασκάρει η βίδα κι έκανε παλαβομάρες. Όμως, κατά βάθος ήταν ακίνδυνος, ούτε μυρμήγκι δεν μπορούσε να πειράξει. Ξαφνικά, μετά από ώρα, πέταξε από πάνω του το μαύρο παλτό, έμεινε ολόγυμνος και μουγκρίζοντας άρχισε να κατουράει έξω απ’ την πόρτα του καταστήματος. Για να ξεπλύνει το αίμα των φίλων του. Προκλήθηκε πανδαιμόνιο, ο κόσμος τρόμαξε  απ’ το θέαμα, σοκαρίστηκε. Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν στη μέση του δρόμου και κοιτούσαν. Και τότε έγινε το κακό. Εκείνη σαν σίφουνας πετάχτηκε απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο, διέσχισε τον δρόμο και έτρεξε κατά πάνω του. Κρατούσε ένα σιδερένιο λοστό και άρχισε να τον χτυπάει από πίσω με μανία στο κεφάλι. Εκείνος σωριάστηκε χάμω. Συνέχισε να τον χτυπάει μέχρι που κουράστηκε. Πέταξε το αιματοβαμμένο λοστάρι κάτω και έφυγε τρέχοντας, ας ήτανε κουτσή. Ο νεκροθάφτης ήταν ήδη νεκρός, με το κεφάλι λιωμένο και τα λίγα μυαλά του κολλημένα στην τζαμαρία της τράπεζας.      

Το έμαθα απ’ την τηλεόραση και ταράχτηκα. Και στεναχωρέθηκα, σφίχτηκε το στομάχι μου. Πολλοί μαζεμένοι θάνατοι τελευταία. Ο χάρος είχε βγει παγανιά και πλησίαζε προς το μέρος μου, με κύκλωνε από παντού. Οι ειδήσεις είπαν για μια αποτρόπαιη και φρικιαστική αδελφοκτονία. Ένας περαστικός σήκωσε από κάτω το μακρύ του παλτό και τον σκέπασε. Από σεβασμό. Αμέσως ειδοποιήθηκε το ασθενοφόρο που παρέλαβε τη σωρό του νεκρού. Η αστυνομία πήγε στο σπίτι της κουτσής και την συνέλαβε. Εκείνη δεν αντιστάθηκε. Ήταν ψύχραιμη και τους περίμενε. Είχε ήδη ετοιμάσει την τσάντα της με λίγα πράγματα, τα πιο απαραίτητα. Μετά τον χαμό του κοντού ήρθε για όλους η καταστροφή, σκέφτηκα. Ακόμα και η μπεμπέκα άλλαξε κινητό και εξαφανίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση. Και η καλή μου η γειτόνισσα τα μάζεψε κι έφυγε μέσα στη μαύρη νύχτα για την πρωτεύουσα, ούτε ένα γεια δεν είπε, ούτε ένα σημείωμα. Είχα μείνει ολομόναχος. Τα τελευταία χρόνια, μετά το θάνατο της μαμάς, αυτοί ήταν οι άνθρωποί μου, που κάπως με νοιάζονταν, που όποτε χανόμουν ρωτούσαν ανήσυχα αν ζούσα ή αν πέθανα. Κι ας ήμασταν άλλοι κόσμοι. Κι ας με γνώριζαν τόσο λίγο. Τώρα είχε απομείνει μόνο η κουτσή, μα κι αυτή μακριά μου, πίσω απ’ τα κάγκελα, και μάλλον για όλη την υπόλοιπη ζωή της.

Πήγα και την είδα. Την είχαν στο ψυχιατρείο της φυλακής και την χαπακώνανε πρωί βράδυ για να είναι ήρεμη. Πράγματι, ήταν απαθής, χαμένη στον κόσμο της. Την ρώτησα για τον αδερφό της και τότε φάνηκε κάπως το μάτι της να πεταρίζει, σαν να συνερχόταν από λήθαργο. Δεν άντεχε να τον βλέπει άλλο να ξεφτιλίζεται, είπε. Μετά τον θάνατο του κοντού, κι αυτός πήρε την κάτω βόλτα. Τον περιμάζεψε στο σπίτι. Δεν έπαιρνε τα φάρμακά του και βρισκόταν εκτός εαυτού. Κατουριόταν και χεζόταν πάνω του, σαν να το έκανε επίτηδες για να την μουρλάνει. Καμιά φορά έβγαινε στο δρόμο γυμνός. Τη νύχτα στον ύπνο του ούρλιαζε. Δεν ήθελε να γυρίσει στο τρελάδικο, ούτε να ζήσει άλλο. Σε στιγμές νηφαλιότητας κλαίγοντας της ζητούσε να τον βοηθήσει να τελειώνει από αυτή τη γαμημένη ζωή. Εκείνος ήταν δειλός, δεν μπορούσε να το κάνει. Δυστυχώς, δεν τα είχε εντελώς χαμένα και δεν άντεχε άλλο όλη αυτή την ξεφτίλα. Κάθε μέρα όλο και χειροτέρευε. Τον λυπόταν. Και δεν τον άντεχε άλλο, την είχε κουράσει. Έκανε αυτό που έπρεπε, το καλύτερο για όλους. Και δεν μετανιώνει.

Φεύγοντας σκέφτηκα ότι δεν ήξερα πολλά πράγματα για κείνη και τον αδερφό της, δηλαδή ότι μου είχε πει ο κοντός. Κατάγονταν από ένα μακρινό χωριό του βορρά. Από εκεί έφυγαν πολύ μικρά, ολομόναχα, πεταμένα από γονείς και συγγενείς. Χωρίς οικογένεια. Και άγνωστο που περιπλανήθηκαν και πώς κατέληξαν εδώ, σ’ αυτή την πόλη. Γαμημένες ζωές εξαρχής και τελεσίδικα. Κι ας λένε ότι γουστάρουν οι ηθικολόγοι για σκουπίδια της κοινωνίας και τα ρέστα. Όταν μετά από δυο βδομάδες πήγα να την ξαναδώ μου είπαν ότι δεν ήταν πλέον εκεί. Πριν δυο μέρες είχε βάλει τέλος στη ζωή της. Την βρήκαν κρεμασμένη στις τουαλέτες να τους κοιτάζει αδιάφορα, με μια ειρωνική απάθεια.  

Πήγα αμέσως στο νεκροτομείο, λάδωσα τον υπεύθυνο και την είδα. Την είχαν βάλει δίπλα στον κοντό, τον ψηλό και τον χοντρό, στους δικούς της ανθρώπους. Και λίγο παραπέρα ο αδερφός της με το παραμορφωμένο κρανίο. Περιμένανε να περάσει ο καιρός για να πεταχτούν στον μεγάλο λάκκο. Όχι βέβαια πως τους ένοιαζε. Την ζωή τους την έζησαν όπως μπορούσαν και σε κανέναν δεν χρωστούσαν τίποτα. Όσο για  μένα, είχα μείνει ολομόναχος. Πλέον, το μόνο που περίμενα ήταν μια θέση στο πλάι τους, στα αζήτητα του νεκροτομείου, χωρίς κανένας να μας επισκέπτεται και να ταράζει τη γαλήνη μας. Ξεχασμένοι απ’ όλους. Σαν να μη ζήσαμε ποτέ. Χωρίς να αφήσουμε απογόνους, διαιωνίζοντας το όνομα των γεννητόρων μας και τη δυστυχία του είδους μας. Χωρίς κοινωνική προσφορά, χωρίς πλούτο και τιμές. Και σύντομα κανείς δεν θα μας θυμόταν. Αυτά σκεφτόμουν καπνίζοντας μέσα στον παγωμένο θάλαμο, όταν είδα τον κοντό κάπως να μου χαμογελά. Ο γαμημένος μπάσταρδος! Ήταν έτοιμος να ανοίξει τα μάτια και να ριχτεί στην αγκαλιά μου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου