Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΩΝ ΕΥΝΟΥΧΩΝ


Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που σκέφτηκα σοβαρά να αυτοκτονήσω, να βάλω τέλος σε μια άθλια και ανώφελη ύπαρξη, τόση απελπισία με είχε πιάσει. Είχα κουραστεί να με κυνηγούν, να με χτυπούν και να με βρίζουν. Όχι ακριβώς μ’ αυτή τη σειρά, πλέον δεν ήξερα τι με ενοχλούσε περισσότερο. Μα για να προχωρήσω στη σωτήρια λύση, πρώτα έπρεπε να συνέλθω και να αναλάβω δυνάμεις. Προς το παρόν ήμουν παντελώς ανήμπορος. Ούτε να μιλήσω μπορούσα ούτε να κουνηθώ, όχι να κόψω σύριζα το λαιμό μου ή να φουντάρω από κάνα ψηλό μπαλκόνι. Βρισκόμουν ακίνητος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, φασκιωμένος με γάζες και επιδέσμους, χτισμένος με γύψο και διάφορα ευγενή μέταλλα και κοιτούσα απελπισμένος το ταβάνι. Όλο το σώμα μου πονούσε και με το νοσηλευτικό προσωπικό επικοινωνούσα μόνο με νεύματα γεμάτα σημασία. Ειλικρινά ήθελα να πεθάνω, μα δεν γινόταν. Στο νοσοκομείο είχαν όλοι βαλθεί να μου σώσουν τη ζωή.

Δεν κατάλαβα πώς έγινε, έμοιαζε με τρομερό εφιάλτη. Κοιμόμουν στρωματσάδα μέσα σε ένα κατάφυτο παρτέρι του σταθμού των τρένων, ολομόναχος, όταν με ξύπνησαν απότομα τα κτηνώδη ουρλιαχτά τους. Με είχαν ξετρυπώσει μέσα στη μαύρη νύχτα και μπράβο τους. Ήταν καμιά δεκαριά, μια τρομερή ομάδα κρούσης, θηριώδεις και μεγαλόσωμοι, με ξυρισμένα κεφάλια, ντυμένοι στα μαύρα και κρατούσαν στις χερούκλες τους εκτυφλωτικούς φακούς, χοντρές αλυσίδες, μαχαίρια, σιδερογροθιές και λοστάρια. Μούγκριζαν σαν ουρακοτάγκοι. Ένας μόνο κατάφερνε κάπως να μιλήσει ανθρώπινα (ήταν ο αρχηγός τους;) και μου έκανε μια αδιάκριτη ερώτηση. Αν μου τα έχουν κόψει ή αν έχω ακόμα πουλί και μπάμπαλα. «Έχεις πούτσο και αρχίδια, ρε μαλάκα;» φώναξε ο σιχαμένος μέσα στο αυτί μου και με ξεκούφανε. Με έζωσαν τα μαύρα φίδια. Όχι, του απάντησα, δηλαδή ναι, και ενστικτωδώς προσπάθησα να ξεφύγω απ’ τον κλοιό. Με άρπαξαν απ’ το λαιμό και με ξεβράκωσαν στη μέση του δρόμου. Αφού είδαν αυτό που θέλανε, άρχισαν όλοι μαζί να με χτυπούν, μάλλον για πολύ ώρα. Δεν είμαι σίγουρος, γιατί λιποθύμησα σχεδόν αμέσως και δεν θυμόμουν τι έγινε μετά. Πρέπει και να με σοδόμισαν, αν και ούτε για αυτό είμαι απόλυτα βέβαιος. Ξύπνησα ύστερα από μέρες στο νοσοκομείο και πονούσα ολόκληρος. Είχα τα μαύρα μου τα χάλια και ήμουν φασκιωμένος σαν μπαταρισμένη μούμια. Μα στάθηκα πολύ τυχερός, είπαν οι γιατροί, είχα άγιο, με σπασμένα κόκαλά, πειραγμένα ζωτικά όργανα και εσωτερική αιμορραγία, λίγο ακόμα και θα πέθαινα. Όμως, πέρα από κάθε ζοφερή πρόβλεψη, ζούσα ακόμα. Πέσανε όλοι πάνω μου, με εγχείρισαν και γλύτωσα, σύντομα θα γινόμουνα καλά, πιο δυνατός κι από πριν. Μόνο που χρειαζόταν κουράγιο και θέληση, είπαν, δεν έπρεπε να με πάρει από κάτω, σε τέτοιες δύσκολες περιπτώσεις η καλή ψυχολογία είναι το άλφα και το ωμέγα. Τους άκουγα κουρασμένος και αδιάφορος. Γιατί να μπουν σε όλον αυτό τον κόπο και δεν μ’ άφησαν να ψοφήσω σαν το σκυλί στην άκρη του δρόμου;

Νύχτα μέρα πάνω απ’ το προσκεφάλι μου ήταν η όμορφη νοσοκόμα που είχα γνωρίσει στο σπίτι της ηλικιωμένης κυρίας. Ήθελα να τη στείλω  κι αυτή στο διάολο, μα δεν μπορούσα. Εκείνη έφταιγε για τα χάλια και την κατάντια μου. Αν δεν με έδιωχνε κακήν κακώς μετά τον θάνατο της γριάς, δεν θα πάθαινα τίποτα. Τώρα σίγουρα ένιωθε τύψεις και ενοχές. Ρύθμιζε τη ροή του ορού, μου χάιδευε τους επιδέσμους στο κεφάλι και όταν με καληνύχτιζε μου έδινε κι από ένα πεταχτό φιλάκι στο μάγουλο. Ήταν όλο γλύκες και νάζια προσπαθώντας να μου φτιάξει τη διάθεση και να μου ανυψώσει το καταρρακωμένο μου ηθικό. Ούτε ο μεγάλος της έρωτας να ‘μουνα ή το μικρό της αγοράκι, τόση περιποίηση, στοργή και αγάπη μου έδειχνε. Και σίγουρα δεν ήταν απλά και μόνο από επαγγελματική ευσυνειδησία. Με κανάκευε, με φρόντιζε και με προστάτευε, μα δεν με τουμπάριζε με τίποτα, η σκύλα. Δεν της ανταπέδωσα ούτε ένα χαμόγελο, ούτε ένα βλέμμα συμπάθειας, την κοιτούσα σχεδόν με μίσος. Τα βράδια, όταν έσβηναν τα φώτα κι έμενα ολομόναχος, έρχονταν στο νου μου οι εικόνες του ξυλοδαρμού και δεν μπορούσα να κλείσω μάτι, παρά τα παυσίπονα και τα υπνωτικά που μου ‘διναν με το τσουβάλι. Δεν ξέρω γιατί μου επιτέθηκαν, εγώ δεν είχα πειράξει κανέναν, ούτε καν τους γνώριζα. Και γιατί τους πείραξε που ήμουνα ευνούχος; Τιμωρήθηκα και πλήρωσα, κι ας μη θυμάμαι το λόγο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα. Όλα μου φαίνονταν παράλογα και εφιαλτικά, μόνο που δεν μπορούσα να ξυπνήσω. Μάλλον ήταν λάθος μου να επιστρέψω στην πόλη και με την πρώτη ευκαιρία έπρεπε να την κοπανήσω, αλλιώς δεν θα την έβγαζα καθαρή. Με αυτές τις άσχημες σκέψεις μ’ έπαιρνε ο ύπνος αργά το πρωί, λίγο πριν να φέξει.

 Ξαφνικά ένα απόγευμα άνοιξε η πόρτα του θαλάμου και μπήκε μέσα ο άγιος φύλακάς μου, ο ωραίος μπάτσος. Ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασα μέσα στο νοσοκομείο. Ήρθε από πάνω μου, κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι και πλησίασε το στόμα του στο αυτί μου σαν να ‘θελε να το γλύψει. Εδώ μέσα και οι τοίχοι έχουν αυτιά, ψιθύρισε και ίσα που τον άκουσα. Κατάλαβα και του έκανα ένα νεύμα. Εκείνος με είχε βρει μισοπεθαμένο στην άκρη του δρόμου, μα πώς το έμαθε καλύτερα να μη ρωτάω, λες και μπορούσα. Τον τελευταίο καιρό είχαν αγριέψει τα πράγματα. Τις νύχτες ομάδες τραμπούκων και παρακρατικών προκαλούν το φόβο και τον τρόμο σε άστεγους, λαθρομετανάστες και λοιπούς φτωχοδιάβολους. Μόλις πέσει ο ήλιος η πόλη ερημώνει, δεν κυκλοφορεί ψυχή έξω. Η αστυνομία τους ξέρει, μα κάνει τα στραβά μάτια, εντολές άνωθεν, βλέπεις, έχουν την κάλυψη της κυβέρνησης. Τρομοκρατούν τον κοσμάκη και ξεσπούν την οργή και το μίσος τους πάνω στους πιο αδύναμους, τους ευνούχους. Έχετε γίνει οι αποδιοπομπαίοι τράγοι του καθεστώτος, είπε. Όλα άρχισαν τον τελευταίο μήνα και κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει το πογκρόμ. Πολλοί από σας έχουν χάσει τη ζωή τους κι άλλοι παλεύουν στα νοσοκομεία να σωθούν έστω και ως παραπληγικοί και παράλυτοι. Επομένως, σε γενικές γραμμές, εγώ είχα σταθεί τυχερός, κατέληξε.

Η επίσκεψή του μου αναπτέρωσε το ηθικό. Μέχρι και το μίσος μου για την κοπέλα ξέχασα. Έκανα έξι μήνες να αναρρώσω για τα καλά και η νοσοκόμα με πήγε πάλι στο σπίτι της και έγινε η αποκλειστική μου. Πονούσα ακόμα, μα υποφερτά. Δεν μου έλειπε τίποτα, είχα και του πουλιού το γάλα. Και κάθε απόγευμα με έβγαζε στο μπαλκόνι να αγναντεύω το κάστρο και ολόκληρη την πόλη από ψηλά μέχρι τη θάλασσα και τα απέναντι βουνά πέρα μακριά. Περπατούσα ακόμα με δυσκολία, μα δεν μου ήταν δύσκολο να στηριχτώ στα κάγκελα, να σηκωθώ όρθιος και να φουντάρω στο κράσπεδο. Όμως πλέον δεν το σκεφτόμουν κι επιπλέον ήμουν χαμηλά, το πολύ να έσπαζα κάνα πόδι ή τη λεκάνη κι άντε πάλι ταλαιπωρίες με εγχειρίσεις και νοσοκομεία. Σκεφτόμουν συνέχεια την απόδρασή μου απ’ την πόλη, με ποιο τρόπο θα έφευγα, κι έπαιρνα δυνάμεις. Ίσως να ζητούσα και τη βοήθεια του φίλου μου, αφού αυτός ήξερε πρόσωπα και πράγματα. Μόνος μου θα ήταν απίθανο να τα καταφέρω.

 Ένα πρωινό χάζευα τη φωτογραφία στο σαλόνι και την ρώτησα. Το παιδί στη μέση ανάμεσα στις δυο γυναίκες ήμουν εγώ, είπε. Μου έδειξε και τη μητέρα μου, η άλλη ήταν η γριά σε νεότερη ηλικία. Την άκουγα σχεδόν αδιάφορος, χωρίς ίχνος συγκίνησης. Δεν μου θύμιζαν τίποτα, πάντως το αγόρι μου έμοιαζε στο βλέμμα, μπορεί να ήμουν πράγματι εγώ. Αυτό ήταν το μυστικό που ήθελε να μου αποκαλύψει η ηλικιωμένη κυρία, μα δεν πρόλαβε, αφού ξαφνικά πέθανε. Δεν ήξερα αν έπρεπε να την πιστέψω, μα δεν είχε μεγάλη σημασία. Έτσι όμως κάποιες περίεργες συμπτώσεις είχαν αρχίσει να εξηγούνται, να μπαίνουν τα πράγματα σε μια λογική σειρά. Ο αστυνόμος ήξερε; Την ρώτησα, μα δεν μου απάντησε ξεκάθαρα. Ίσως, είπε, μα για να σιγουρευτώ έπρεπε να τον ρωτήσω ο ίδιος. Σύντομα θα μας έκανε επίσκεψη. Τις επόμενες μέρες καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Αγωνιούσα να τον ξαναδώ. Τελικά, αυτός ο άνθρωπος ήταν το πεπρωμένο μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου