Σάββατο απόγευμα γινόταν,
μετά τη γενική καθαριότητα του σπιτιού. Έμπαινε στην τουαλέτα, γδυνόταν και
περίμενε τη μητέρα του να τον σαπουνίσει καλά, δύο και τρεις φορές, στα μαλλιά,
στα αυτιά και σ’ όλα τα επίμαχα σημεία του άτριχου κορμιού του, να φύγει η βρώμα,
η γάνα κι η ιδρωτίλα της βδομάδας, να γίνει και πάλι λαμπερός κι αστραφτερός,
φορώντας τα καλά του για μια βόλτα στην πλατεία ή στο κέντρο της πόλης, για ένα
γλυκό του κουταλιού ή μια πορτοκαλάδα. Ο πατέρας συνήθως έλειπε, ήταν στο καφενείο
και μετά θα πήγαινε βόλτα με τους φίλους του, επιστρέφοντας στο σπίτι αργά το
βράδυ. Όμως, εκείνη τη μέρα δεν μένανε
ολομόναχοι. Τους έκανε επίσκεψη η φίλη της μαμάς, η καλύτερη και η μοναδική, πολύ
σεμνότυφη και θεούσα, γεροντοκόρη βέβαια και μεγαλοκοπέλα της εκκλησίας, που
είχε τα μαλλιά της μαζεμένα κότσο και φορούσε πάντα μία σκουρόχρωμη φούστα,
μακριά μέχρι τον αστράγαλο, μη και φανεί η γάμπα της και σκανδαλίσει τον
ανδρικό πληθυσμό της πόλης. Κρίμα, γιατί ήταν νοστιμούλα, με ωραία χαρακτηριστικά
προσώπου, αλλά και σωστές αναλογίες σώματος. Όμως, πίστευε πολύ στη θρησκεία, αληθινά,
με αυταπάρνηση, κι έτσι πήγαινε χαμένη. Μακάρι, τουλάχιστον, να ανταμειβόταν
πλουσιοπάροχα στην επόμενη, αιώνια ζωή.
Ο πατέρα του δεν την χώνευε
με τίποτα, μετά βίας την ανεχόταν, κάνοντας τα στραβά μάτια, για το χατίρι της
γυναικούλας του, να ‘χει κι αυτή έναν άνθρωπο να λέει τον πόνο και τον καημό της.
Όμως, ο μικρός τη συμπαθούσε, κι όχι μόνο γιατί του ‘φερνε γλυκά και σοκολάτες.
Πριν κάμποσα χρόνια, όταν αυτός ήταν ακόμα νιάνιαρο, τεσσάρων πέντε χρονών, και
ήθελε μετά μανίας να γίνει παπάς, του είχε κάνει δώρο έναν καφέ, γυαλιστερό απ’
το λούστρο, ξύλινο σταυρό (τον είχε φτιάξει κατά παραγγελία ένας γείτονας
μαραγκός) κι ένα χρυσαφένιο θυμιατήρι, και γύριζε με αυτά πέρα δώθε μέσα στα
δωμάτια και λιβάνιζε ψέλνοντας τροπάρια δικής του εμπνεύσεως για να ξορκίσει το
κακό. Δηλαδή, το παιδί είχε φάει άγριο κόλλημα. Μπράβο, αγόρι μου, του λέγανε
κάτι θειάδες και γριές γειτόνισσες της συμφοράς, το επιβράβευαν και με το
παραπάνω, όταν μεγαλώσεις θα γίνεις ένας καλός άνθρωπος του θεού. Και η θεούσα φίλη
της μαμάς καμάρωνε για το δημιούργημά της. Μόνο ράσο και καλυμμαύχι που δεν
φόρεσε τότε το παιδί, μα γρήγορα του πέρασε η λόξα, ξέχασε την νηπιακή ιερατική
του κλίση, μεγαλώνοντας μπήκαν άλλες ιδέες και σχέδια στο αθώο πλην ευφάνταστο μυαλουδάκι
του, όπως συμβαίνει συνήθως με τα παιδιά σ’ αυτές τις τρυφερές ηλικίες.
Ευτυχώς, γιατί ο πατέρας του είχε φρικάρει εντελώς (δεν συμπαθούσε τους παπάδες
και τους λοιπούς ρασοφόρους) και κάθε φορά που τον έβλεπε να λιβανίζει και να
ιερουργεί τον κοίταζε με μισό μάτι. Από τότε δεν χώνεψε τη φίλη της μαμάς, όμως
ίσως να ‘χε κι άλλους, πιο προσωπικούς λόγους. Μόνο που όποτε ήταν να τους επισκεφτεί
η δεσποσύνη της, φρόντιζε να λείπει απ’ το σπίτι, δηλαδή κάθε Σάββατο απόγευμα.
Εκείνη πάλι σίγουρα θα πικράθηκε για την ξαφνική αλλαγή πλεύσης του αγοριού, μα
προσπάθησε να μην το δείξει, πνίγοντας τον καημό της. Ούτε βέβαια το σχολίασε
και με τα χρόνια το ζήτημα ξεχάστηκε τελείως.
Εκείνο το απόγευμα το παιδί περίμενε τη μητέρα του καθισμένο
μέσα στη γεμάτη μπανιέρα για το καθιερωμένο λουτρό. Ξαφνικά και τελείως απροειδοποίητα
άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας και σαν σίφουνας μπήκε μέσα η θεούσα, σήκωσε την
μακριά της φούστα, κατέβασε τη λευκή δαντελωτή της κυλότα και στρογγυλοκάθισε αμέριμνη
πάνω στη λεκάνη. Ξαλάφρωνε για ώρα, βγάζοντας κάθε τόσο βαθιούς αναστεναγμούς
και βογγητά άπλετης ανακούφισης. Παραλίγο, αν δεν προλάβαινε θα ‘σκαγε η φούσκα
της και θα τα ‘κανε πάνω της, θα πάθαινε χοντρή νίλα η κακομοίρα. Πάνω στην
ανάγκη και τη φούρια της, ούτε που πρόσεξε την πονηρή παρουσία του μικρού. Μα
κι αυτός διατηρώντας την ψυχραιμία του δεν έβγαλε άχνα, χαμηλωμένος και
κρυμμένος πίσω απ’ την γαλάζια πλαστική κουρτίνα με τα λουλουδάκια, υποβρυχίως,
σχεδόν βυθισμένος μέσα στο νερό. Η καρδούλα του χτυπούσε δυνατά, έτοιμη να
σπάσει απ’ την αγωνία κι ένα ευχάριστο λίγωμα ένιωθε να ποτίζει το στενό και
άτριχο στήθος του. Η φίλη της μαμάς είχε λοιπόν και κρυφά κάλλη. Είχε μείνει
ενεός, βλέποντας τα όμορφα γαλακτερά της μπούτια, κι όταν τελείωσε και σηκώθηκε
να σκουπιστεί, αποκαλύφθηκε μπροστά στα έκθαμβα μάτια του (είχαν πεταχτεί έξω
απ’ το εξαίσιο θέαμα) η ασπριδερή και τροφαντή της κωλάρα σε όλο της το
μεγαλείο, σχεδόν μέσα στα μούτρα του. Έτσι να έκανε το χεράκι του, θα μπορούσε
να την αγγίξει, να την χουφτώσει και να την πασπατέψει. Ευτυχώς, δεν το τόλμησε
και η φίλη της μαμάς δεν πήρε χαμπάρι το μπανιστήρι του. Αφού τελείωσε, με
αργές κινήσεις σήκωσε την κυλότα της, κατέβασε τη φούστα, έβγαλε έναν τελευταίο
βαθύ αναστεναγμό και βγήκε ξαλαφρωμένη και ανακουφισμένη απ’ την τουαλέτα. Ο
μικρός έμεινε μόνος και ταραγμένος, ερεθισμένος, αναψοκοκκινισμένος και
αποσβολωμένος να περιμένει, χαϊδεύοντας μέσα στο νερό ασυναίσθητα το πουλί του.
Σ’ αυτή τη φάση τον βρήκε η
μητέρα του, όταν μπήκε στο μπάνιο, μα στην αρχή δεν κατάλαβε τίποτα, δεν υποψιάστηκε
κάτι το περίεργο. Όπως κάθε φορά, άρχισε να τον σαπουνίζει και να τον πλένει και με το σφουγγάρι να τον ξεπετσιάζει να φύγει η γάνα, η
βρώμα και η ιδρωτίλα της βδομάδας, μα κείνος πρώτη φορά δεν ένιωθε ούτε πόνο ούτε
σφίξιμο ούτε ανυπομονούσε να τελειώσει το μαρτύριο. Ακουμπούσε κι έπιανε τη
μητέρα του απ’ όπου μπορούσε, αποφεύγοντας το βλέμμα της, για να μην προδοθεί η
ντροπή και η ταραχή του. Μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, ήταν πάνω απ’ τις
δυνάμεις του. Εκείνη κάποια στιγμή κατάλαβε μα δεν είπε τίποτα, ότι ξαφνικά,
μέσα σε ένα απόγευμα, ο κανακάρης της είχε ωριμάσει απότομα, είχε γίνει πρόωρα άντρας.
Τον ξέπλυνε στα γρήγορα, του είπε να ντυθεί και βγήκε από την τουαλέτα. Τότε
μόνο εκείνος ηρέμησε κι άρχισε να παίζει με δύναμη το πετρωμένο κατακόκκινο
εργαλείο του. Μέχρι που έχυσε με γλύκα και με πόνο. Μουγκρίζοντας.
Ήταν η πρώτη του φορά και
ένιωσε σαν να ξαναγεννήθηκε. Η μητέρα του δεν τον μπανιάρισε ξανά, πλέον είχε
μεγαλώσει, του είπε, θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του με τους αφρούς, τα
σαπούνια και τα νερά. Γνώριζε τι έπρεπε να κάνει. Έτσι, από κείνη τη μέρα,
άρχισε να τον παιδεύει και να τον βασανίζει το φλέγον ζήτημα. Έπαθε ξαφνικό
παροξυσμό. Το σκεφτόταν όλη μέρα, στο σπίτι, στο σχολείο, στον ύπνο και στον
ξύπνιο, συνέχεια και παντού. Είχε αγριέψει για τα καλά και πλέον, κυνηγούσε
αυτός τα κορίτσια στο σχολείο και τη γειτονιά, να τα αγγίξει για λίγο, να τα
χουφτώσει, να χώσει το χέρι του κάτω από τις φούστες (θα το πω στην κυρία,
φώναζαν εκείνες τσαντισμένες) να ξεμοναχιάσει τις πιο εύκολες και να παίξουν το
γιατρό και τη νοσοκόμα, να τριφτεί πάνω τους και να νιώσει τη γλύκα του
κολλώδους υγρού. Το εσώρουχό του ήταν πάντα λεκιασμένο και το άλλαζε σε καθημερινή
βάση. Αλλά και με τις πιο μεγάλες γυναίκες και τις γριές ακόμα δεν κώλωνε, το
μάτι του γαρίδα και το χέρι του πάντα έτοιμο για αθώα δήθεν, κατά λάθος και
ανεπαίσθητα αγγίγματα. Δεν άφηνε θηλυκό
σε χλωρό κλαρί, είχε ξεσαλώσει τελείως. Και όποτε μπορούσε κι έβρισκε την
ευκαιρία, ξεμοναχιαζόταν και αυνανιζόταν διαρκώς. Ειδικά μέσα στην μπανιέρα,
κάτω απ’ το νερό, μία και δύο και τρεις φορές. Πλέον, το λουτρό κρατούσε πολύ
ώρα και οι γυναίκες έμπαιναν για την ανάγκη τους πριν από αυτόν και τον
κοιτούσαν με άλλο μάτι. Τώρα ήξεραν ότι δεν είχαν να κάνουν απλά με ένα
δωδεκάχρονο παιδί και ήταν πολύ προσεχτικές στις κινήσεις και τα φερσίματά τους.
Είχε κερδίσει ανεπιστρεπτί το σεβασμό τους.
Μα μ’ όλα αυτά, με τούτα και
με κείνα, είχε ρέψει τελείως, είχε μείνει ο μισός και μαύροι κύκλοι είχαν
σχηματιστεί στα μάτια του απ’ το ξενύχτι και την αδυναμία. Περνούσε μια
ατέλειωτη ηδονική κόλαση. Μέχρι που ξεκίνησαν οι επισκέψεις στην κρεβατοκάμαρα
της μαμάς και το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο, για να καταλήξει στο λουτρό
αίματος, τον ακρωτηριασμό, την αμνησία και την εξορία. Στη σκληρή τιμωρία θεών
και ανθρώπων. Κι όμως, το φταίξιμο δεν ήτανε δικό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου