Η ώρα πήγε έξι τα μπούτια
μου τα σέξι. Έχει μείνει λίγο από το ανοιξιάτικο φως της μέρας. Αυτή την εποχή
το απόγευμα σουρουπώνει αργά. Είμαι διψομανής και σαλιάρης. Περπατάω και φτύνω
συνέχεια στο δρόμο όπου βρω. Ανάμεσα στο τσιμέντο και την άσφαλτο. Φοβάμαι μη
φάω κάνα πρόστιμο και δεν έχω να το πληρώσω. Αν και προτιμώ να ποτίζω τα δεντράκια
της πόλης μήπως και μεγαλώσουν μια στάλα τα καημένα. Και τα φυτά και τα λουλούδια
μέσα στα παρτέρια και τους κήπους. Δεν το κρύβω. Είμαι ένας φανατικός οικολόγος
του άστεως. Από παιδί έχω σιελόρροια μα τώρα τα πράγματα έχουν χειροτερέψει.
Είμαι ακράτητος σαν παλιόγερος. Βέβαια έχω μια σοβαρή δικαιολογία. Διψάω συνέχεια
και πίνω πολύ νερό. Πηγαίνω παντού με ένα μπουκαλάκι στο χέρι. Γι’ αυτό ίσως
και το σπέρμα μου είναι νερουλό. Και τα ούρα μου λευκά και αραιά. Κατουριέμαι. Πάσχω
από συχνοουρία. Κάθε τόσο ψάχνω τουαλέτες και σκοτεινές γωνιές για να αδειάσω
την κύστη μου. Να φύγει το βάρος. Να ανακουφιστώ. Μα πιο πολύ φτύνω κι όποιον
πάρει ο χάρος. Γεμίζω τα πεζοδρόμια με φλέματα και χλαπάτσες. Χρωματιστές ροχάλες
σκατουλένιες από πικρούς καφέδες. Χα χα. Μου αρέσει. Μου προκαλεί την ύψιστη ηδονή.
Οι περαστικοί με κοιτούν με μίσος και αηδία. Και με φόβο. Αν και συνήθως είμαι
προσεκτικός. Δεν έχω πετύχει ποτέ κανέναν τους. Δεν τους έχω λερώσει ούτε καν
τα υποδήματά τους. Δεν στοχεύω κατά πάνω τους. Δεν τους βάζω στο σημάδι. Μου
είναι παντελώς αδιάφοροι.
Σήμερα έχει βάλει πολύ κρύο.
Ο βοριάς τσούζει. Δεν είναι όμως και τόσο παγωμένος ώστε να γίνουν οι ροχάλες
μου χοντρές χαλαζόπετρες. Μόνο που παίρνουν απρόβλεπτες πορείες. Φυσάει πολύ. Μια
πλαστική σακούλα περνάει από μπροστά μου χορεύοντας. Και άλλα μικροαντικείμενα
ταξιδεύουν προς άγνωστη κατεύθυνση. Συνήθως χαρτάκια και σκουπιδάκια. Ο αέρας δυναμώνει
και τα παρασέρνει. Σε λίγο μπορεί να πετάξω κι εγώ. Να με πάρει και να με σηκώσει.
Γίνεται θύελλα και ανεμοστρόβιλος. Τα
μαλλιά της κοπέλας στο απέναντι πεζοδρόμιο ανεμίζουν ακανόνιστα και άτσαλα σαν
κουρελιασμένη σημαία. Οι ροχάλες μου δεν καταλαβαίνουν από εμπόδια. Δεν
σκαμπάζουν από κακοκαιρία. Ταξιδεύουν μακριά πετώντας σαν ζαλισμένα θαλασσοπούλια.
Μία παραλίγο να πετύχει έναν αμέριμνο γεράκο που δεν έφταιξε σε τίποτα. Περνάει
ξυστά πάνω απ’ το ξεφλουδισμένο του κεφάλι. Δεν φταίω εγώ. Δεν τον είχα βάλει στο
σημάδι. Δεν ήθελα ούτε να τον βλάψω ούτε να τον προσβάλω. Δεν μου έκανε τίποτα.
Είναι αδύναμος και άκακος. Ευτυχώς δεν το παίρνει χαμπάρι. Έχει άγνοια του κινδύνου.
Ούτε ο δυνατός αέρας φαίνεται να τον ενοχλεί. Κάθεται ολομόναχος στο παγκάκι
χαζεύοντας. Είναι βυθισμένος στις σκέψεις του. Στις θολές εικόνες του μυαλού
του. Πάντως αν τον πετύχαινα θα ξαφνιαζόταν κάπως σαν να τον τράβηξαν δυνατά απ’
το μανίκι. Τότε θα ήμουν αποφασισμένος να τρέξω κοντά του και να του ζητήσω
συγνώμη. Να βγάλω απ’ τη τσέπη μου ένα χαρτομάντιλο και να του σκουπίσω το
κούτελο. Μπορεί και να μην με έβριζε. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ζήτημα
χαρακτήρα. Να δεχόταν και αυτό το άσχημο περιστατικό με στωικότητα και
καρτερία. Να το θεωρούσε μονάχα ένα ακόμα ατύχημα στην έρημη ζωή του. Σίγουρα
θα του είχαν συμβεί και χειρότερα. Ίσως και να χαμογελούσε ευγενικά. Δεν πειράζει
παιδί μου. Σε ευχαριστώ πολύ. Μόνο πρόσεχε λιγάκι. Θα μου μιλούσε ήρεμα για να
διώξει τις τύψεις και τις ενοχές από πάνω μου. Θα τον βοηθούσα σε ότι και να
μου ζητούσε. Θα του καθάριζα με χαρτομάντιλο την καράφλα. Ήταν αρκετά ηλικιωμένος.
Μπορεί να ήταν και πατέρας μου. Θα του έδειχνα τον απαιτούμενο σεβασμό. Χωρίς καμία
αυστηρότητα. Δεν θα με ένοιαζε καν το παρελθόν του. Κι αυτός ένας θνητός είναι
που έχει μπει στην τελική ευθεία. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Όμως κάποιος έρχεται
φουριόζος απ’ την αντίθετη κατεύθυνση. Παγώνω. Είναι γνωστός μου και του
χρωστάω δανεικά. Πριν από πολύ καιρό με είχε διευκολύνει. Μην ανησυχείς φίλε
μου. Θα σου τα επιστρέψω με την πρώτη ευκαιρία. Δεν πρόκειται να σου τα φάω.
Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Μόνο μια μικρή πίστωση χρόνου ζητάω και θα τα έχεις
και με το παραπάνω. Να σου δώσω και τόκο αν θέλεις. Έτσι του είχα πει για να
τον ψήσω και τα εννοούσα. Δεν κορόιδευα. Έδωσα και το λόγο της τιμής μου. Υποσχέθηκα.
Μετά εξαφανίστηκα από προσώπου γης. Έχασε τα ίχνη μου. Άλλαξα και τηλέφωνο. Έγινα
καπνός. Με βλέπει και με θυμάται. Με αναγνωρίζει πίσω απ’ τις μαλλούρες και τα
γένια μου. Το καμουφλάζ δεν έχει πετύχει. Γίνεται έξαλλος κι έρχεται κατά πάνω
μου με άγριες διαθέσεις. Αρχίζει να με βρίζει χυδαία. Την μάνα μου και τον
πατέρα μου. Με μουτζώνει και με τα δυο του χέρια. Να ρε παλιόπουστα. Πάρ’ τα να
μην στα χρωστάω. Καταριέται την ώρα και τη στιγμή που μου έδωσε τα χρήματα για
να με βοηθήσει. Που πιάστηκε κορόιδο. Που αποδείχτηκε μαλάκας με περικεφαλαία. Ζαρώνω
σε μια γωνιά και περιμένω τα χειρότερα. Σκέφτομαι να του πετάξω το μπουκάλι στη
μούρη μα δεν θα ‘χει αποτέλεσμα. Είναι πλαστικό και σχεδόν άδειο. Θα το πάρει ο
άνεμος μακριά. Έχω λουφάξει. Είναι χειροδύναμος και φοβάμαι μη με πλακώσει στο
ξύλο. Μη γίνω ξεφτίλα στη μέση του δρόμου. Κινδυνεύει να χαθεί και η ελάχιστη
αξιοπρέπεια που μου έχει απομείνει. Τουλάχιστον να με βουτήξει μονάχα από το
γιακά και να με τσαλακώσει λιγάκι. Αυτό
μπορούσα να το ανεχτώ. Μη γίνουμε θέαμα. Θα του ζητούσα και συγνώμη. Θα του πω
ότι δεν φταίω. Δεν είχα πρόθεση. Μα έμεινα άνεργος. Έχασα τη δουλειά μου και
είμαι άφραγκος. Τελείως ρέστος. Τι να κάνω. Σκέφτομαι να το σκάσω μα έχω μουδιάσει
ολόκληρος. Τα πόδια μου δεν με υπακούν και δεν πρέπει να κάνω χειρότερα τα πράγματα.
Θα κάτσω στα αβγά μου και θα υπομείνω τη μοίρα μου. Είναι ζήτημα τιμής και
αξιοπρέπειας. Πάντως σίγουρα θα γίνω περίγελως και ξεφτίλα της κοινωνίας. Παρ’
όλο που δεν μου αξίζει τέτοια τύχη. Δεν είμαι κακός άνθρωπος.
Πλησιάζει και άλλο. Τώρα
βρίσκεται μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής. Κι εγώ απέναντί του χλωμός και
αδύναμος κρατώντας την ανάσα μου. Τρέμοντας. Έχω μουδιάσει ολόκληρος. Φτου σου ρε
ξεφτιλισμένε μου λέει κι αρχίζει να γεμίζει το στόμα του με σάλιο. Με φτύνει
κατάμουτρα μα για καλή μου τύχη φυσάει αντίθετα. Στα δικά σου ρε αρχίδα. Τον
καταριέμαι ολόψυχα και η ευχή μου πιάνει γιατί είμαι σαββατογεννημένος. Η ροχάλα
φρενάρει και σταματά απότομα στη μέση της διαδρομής. Μετά αλλάζει κατεύθυνση
και επιστρέφει κατά πάνω του. Τον πετυχαίνει στο δόξα πατρί. Παραλίγο να του
βγάλει το μάτι του το αλλήθωρο. Να τον στραβώσει. Αν είχαμε παγετό και θερμοκρασία
υπό το μηδέν αυτό θα γινόταν. Μία μεγάλη χαλαζόπετρα θα του άνοιγε το κεφάλι
στα δύο για να μάθει να φέρεται καλύτερα και να είναι πιο ευγενικός. Μα στέκεται
τυχερός. Μόνο που τον πιτσιλίζει λιγάκι. Ξαφνιάζεται μα δεν τον έφτυσα εγώ. Είμαι
έτοιμος να βάλω τα γέλια και να το σκάσω προς άγνωστη κατεύθυνση. Η τρομάρα έχει
φύγει από πάνω μου. Πρέπει να πάρω γρήγορα την απόφαση. Να πάρω τον πούλο και
να το βάλω στα πόδια. Και για λίγο καιρό να εξαφανιστώ από προσώπου γης. Μέχρι
να με ξεχάσει ο γαμημένος ο αρχίδης.
Ξαφνικά μου ‘ρχεται μια
μακρινή θολή εικόνα στο μυαλό. Θυμάμαι στην
τελευταία τάξη του λυκείου τον διπλανό μου στο θρανίο να σηκώνεται από τη θέση
του και να φτύνει στην πλάτη τον θεολόγο που πέταγε με στόμφο τις μαλακίες του
δεξιά κι αριστερά. Όλοι παγώσαμε. Εκείνος δεν κατάλαβε τίποτα. Συνέχισε να ρητορεύει
και να μας κουνάει το δάκτυλο απειλητικά. Ούτε που θυμάμαι τι μπούρδες μας
έλεγε. Μάλλον περί ηθικής και μεταφυσικής. Πάνω στο αντικείμενό του. Όμως η στάμπα
από τη ροχάλα ήταν ανεξίτηλη. Έμεινε για καιρό στο σακάκι του αξιοσέβαστου
κύριου καθηγητή για να μας θυμίζει τις αρλούμπες του. Ο συμμαθητής μου ήταν δυο
χρόνια μεγαλύτερος. Αυτός μου έμαθε να φτύνω. Είχε χάσει χρονιές. Ζωηρό παιδί
μα καλό και έξυπνο. Κατά βάθος ευαίσθητο και φιλότιμο. Κρίμα. Δεν πρόλαβε να
αποφοιτήσει. Χαμένο πήγε και δαύτο. Μετά από λίγους μήνες σκοτώθηκε με το μηχανάκι
του. Οδηγούσε πιωμένος. Δεν είδε την κλειστή στροφή του δρόμου κι έπεσε με
ταχύτητα πάνω σε μια κολώνα. Έμεινε στον τόπο. Σε λίγες μέρες θα άρχιζαν οι
εξετάσεις του καλοκαιριού. Επιτέλους θα έπαιρνε το απολυτήριο.
Ο δανειστής μου σκούπισε την
φτυσιά από τη μάπα του και με βούτηξε απ’ το λαιμό. Αμέσως μου κόπηκε το γέλιο
κι έχασα το χρώμα μου. Άρχισα πάλι να τρέμω. Είναι έξω φρενών. Αν με καθαρίσει
στο δικαστήριο θα έχει πολλά ελαφρυντικά. Είναι και καλός νοικοκύρης. Έχει
οικογένεια και δικιά του δουλειά. Βγάζει πολλά χρήματα. Οι ένορκοι μπορεί και
να τον απαλλάξουν. Να ρίξουν όλο το φταίξιμο σε μένα. Με απειλεί. Θα σε πνίξω
ρε πούστη με τα ίδια μου τα χέρια. Θα σε καρυδώσω. Δεν βρέθηκε άνθρωπος να με κοροϊδέψει
εμένα. Να μου φάει λεφτά. Κάνε την προσευχή σου. Εκείνη τη στιγμή σκίστηκαν οι
ουρανοί στη μέση κι άρχισαν να πέφτουν καρεκλοπόδαρα.
