Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Η ΡΟΧΑΛΑ

Η ώρα πήγε έξι τα μπούτια μου τα σέξι. Έχει μείνει λίγο από το ανοιξιάτικο φως της μέρας. Αυτή την εποχή το απόγευμα σουρουπώνει αργά. Είμαι διψομανής και σαλιάρης. Περπατάω και φτύνω συνέχεια στο δρόμο όπου βρω. Ανάμεσα στο τσιμέντο και την άσφαλτο. Φοβάμαι μη φάω κάνα πρόστιμο και δεν έχω να το πληρώσω. Αν και προτιμώ να ποτίζω τα δεντράκια της πόλης μήπως και μεγαλώσουν μια στάλα τα καημένα. Και τα φυτά και τα λουλούδια μέσα στα παρτέρια και τους κήπους. Δεν το κρύβω. Είμαι ένας φανατικός οικολόγος του άστεως. Από παιδί έχω σιελόρροια μα τώρα τα πράγματα έχουν χειροτερέψει. Είμαι ακράτητος σαν παλιόγερος. Βέβαια έχω μια σοβαρή δικαιολογία. Διψάω συνέχεια και πίνω πολύ νερό. Πηγαίνω παντού με ένα μπουκαλάκι στο χέρι. Γι’ αυτό ίσως και το σπέρμα μου είναι νερουλό. Και τα ούρα μου λευκά και αραιά. Κατουριέμαι. Πάσχω από συχνοουρία. Κάθε τόσο ψάχνω τουαλέτες και σκοτεινές γωνιές για να αδειάσω την κύστη μου. Να φύγει το βάρος. Να ανακουφιστώ. Μα πιο πολύ φτύνω κι όποιον πάρει ο χάρος. Γεμίζω τα πεζοδρόμια με φλέματα και χλαπάτσες. Χρωματιστές ροχάλες σκατουλένιες από πικρούς καφέδες. Χα χα. Μου αρέσει. Μου προκαλεί την ύψιστη ηδονή. Οι περαστικοί με κοιτούν με μίσος και αηδία. Και με φόβο. Αν και συνήθως είμαι προσεκτικός. Δεν έχω πετύχει ποτέ κανέναν τους. Δεν τους έχω λερώσει ούτε καν τα υποδήματά τους. Δεν στοχεύω κατά πάνω τους. Δεν τους βάζω στο σημάδι. Μου είναι παντελώς αδιάφοροι.

Σήμερα έχει βάλει πολύ κρύο. Ο βοριάς τσούζει. Δεν είναι όμως και τόσο παγωμένος ώστε να γίνουν οι ροχάλες μου χοντρές χαλαζόπετρες. Μόνο που παίρνουν απρόβλεπτες πορείες. Φυσάει πολύ. Μια πλαστική σακούλα περνάει από μπροστά μου χορεύοντας. Και άλλα μικροαντικείμενα ταξιδεύουν προς άγνωστη κατεύθυνση. Συνήθως χαρτάκια και σκουπιδάκια. Ο αέρας δυναμώνει και τα παρασέρνει. Σε λίγο μπορεί να πετάξω κι εγώ. Να με πάρει και να με σηκώσει. Γίνεται θύελλα και ανεμοστρόβιλος.  Τα μαλλιά της κοπέλας στο απέναντι πεζοδρόμιο ανεμίζουν ακανόνιστα και άτσαλα σαν κουρελιασμένη σημαία. Οι ροχάλες μου δεν καταλαβαίνουν από εμπόδια. Δεν σκαμπάζουν από κακοκαιρία. Ταξιδεύουν μακριά πετώντας σαν ζαλισμένα θαλασσοπούλια. Μία παραλίγο να πετύχει έναν αμέριμνο γεράκο που δεν έφταιξε σε τίποτα. Περνάει ξυστά πάνω απ’ το ξεφλουδισμένο του κεφάλι. Δεν φταίω εγώ. Δεν τον είχα βάλει στο σημάδι. Δεν ήθελα ούτε να τον βλάψω ούτε να τον προσβάλω. Δεν μου έκανε τίποτα. Είναι αδύναμος και άκακος. Ευτυχώς δεν το παίρνει χαμπάρι. Έχει άγνοια του κινδύνου. Ούτε ο δυνατός αέρας φαίνεται να τον ενοχλεί. Κάθεται ολομόναχος στο παγκάκι χαζεύοντας. Είναι βυθισμένος στις σκέψεις του. Στις θολές εικόνες του μυαλού του. Πάντως αν τον πετύχαινα θα ξαφνιαζόταν κάπως σαν να τον τράβηξαν δυνατά απ’ το μανίκι. Τότε θα ήμουν αποφασισμένος να τρέξω κοντά του και να του ζητήσω συγνώμη. Να βγάλω απ’ τη τσέπη μου ένα χαρτομάντιλο και να του σκουπίσω το κούτελο. Μπορεί και να μην με έβριζε. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ζήτημα χαρακτήρα. Να δεχόταν και αυτό το άσχημο περιστατικό με στωικότητα και καρτερία. Να το θεωρούσε μονάχα ένα ακόμα ατύχημα στην έρημη ζωή του. Σίγουρα θα του είχαν συμβεί και χειρότερα. Ίσως και να χαμογελούσε ευγενικά. Δεν πειράζει παιδί μου. Σε ευχαριστώ πολύ. Μόνο πρόσεχε λιγάκι. Θα μου μιλούσε ήρεμα για να διώξει τις τύψεις και τις ενοχές από πάνω μου. Θα τον βοηθούσα σε ότι και να μου ζητούσε. Θα του καθάριζα με χαρτομάντιλο την καράφλα. Ήταν αρκετά ηλικιωμένος. Μπορεί να ήταν και πατέρας μου. Θα του έδειχνα τον απαιτούμενο σεβασμό. Χωρίς καμία αυστηρότητα. Δεν θα με ένοιαζε καν το παρελθόν του. Κι αυτός ένας θνητός είναι που έχει μπει στην τελική ευθεία. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.   

Όμως κάποιος έρχεται φουριόζος απ’ την αντίθετη κατεύθυνση. Παγώνω. Είναι γνωστός μου και του χρωστάω δανεικά. Πριν από πολύ καιρό με είχε διευκολύνει. Μην ανησυχείς φίλε μου. Θα σου τα επιστρέψω με την πρώτη ευκαιρία. Δεν πρόκειται να σου τα φάω. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Μόνο μια μικρή πίστωση χρόνου ζητάω και θα τα έχεις και με το παραπάνω. Να σου δώσω και τόκο αν θέλεις. Έτσι του είχα πει για να τον ψήσω και τα εννοούσα. Δεν κορόιδευα. Έδωσα και το λόγο της τιμής μου. Υποσχέθηκα. Μετά εξαφανίστηκα από προσώπου γης. Έχασε τα ίχνη μου. Άλλαξα και τηλέφωνο. Έγινα καπνός. Με βλέπει και με θυμάται. Με αναγνωρίζει πίσω απ’ τις μαλλούρες και τα γένια μου. Το καμουφλάζ δεν έχει πετύχει. Γίνεται έξαλλος κι έρχεται κατά πάνω μου με άγριες διαθέσεις. Αρχίζει να με βρίζει χυδαία. Την μάνα μου και τον πατέρα μου. Με μουτζώνει και με τα δυο του χέρια. Να ρε παλιόπουστα. Πάρ’ τα να μην στα χρωστάω. Καταριέται την ώρα και τη στιγμή που μου έδωσε τα χρήματα για να με βοηθήσει. Που πιάστηκε κορόιδο. Που αποδείχτηκε μαλάκας με περικεφαλαία. Ζαρώνω σε μια γωνιά και περιμένω τα χειρότερα. Σκέφτομαι να του πετάξω το μπουκάλι στη μούρη μα δεν θα ‘χει αποτέλεσμα. Είναι πλαστικό και σχεδόν άδειο. Θα το πάρει ο άνεμος μακριά. Έχω λουφάξει. Είναι χειροδύναμος και φοβάμαι μη με πλακώσει στο ξύλο. Μη γίνω ξεφτίλα στη μέση του δρόμου. Κινδυνεύει να χαθεί και η ελάχιστη αξιοπρέπεια που μου έχει απομείνει. Τουλάχιστον να με βουτήξει μονάχα από το γιακά και να με τσαλακώσει λιγάκι.  Αυτό μπορούσα να το ανεχτώ. Μη γίνουμε θέαμα. Θα του ζητούσα και συγνώμη. Θα του πω ότι δεν φταίω. Δεν είχα πρόθεση. Μα έμεινα άνεργος. Έχασα τη δουλειά μου και είμαι άφραγκος. Τελείως ρέστος. Τι να κάνω. Σκέφτομαι να το σκάσω μα έχω μουδιάσει ολόκληρος. Τα πόδια μου δεν με υπακούν και δεν πρέπει να κάνω χειρότερα τα πράγματα. Θα κάτσω στα αβγά μου και θα υπομείνω τη μοίρα μου. Είναι ζήτημα τιμής και αξιοπρέπειας. Πάντως σίγουρα θα γίνω περίγελως και ξεφτίλα της κοινωνίας. Παρ’ όλο που δεν μου αξίζει τέτοια τύχη. Δεν είμαι κακός άνθρωπος.

Πλησιάζει και άλλο. Τώρα βρίσκεται μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής. Κι εγώ απέναντί του χλωμός και αδύναμος κρατώντας την ανάσα μου. Τρέμοντας. Έχω μουδιάσει ολόκληρος. Φτου σου ρε ξεφτιλισμένε μου λέει κι αρχίζει να γεμίζει το στόμα του με σάλιο. Με φτύνει κατάμουτρα μα για καλή μου τύχη φυσάει αντίθετα. Στα δικά σου ρε αρχίδα. Τον καταριέμαι ολόψυχα και η ευχή μου πιάνει γιατί είμαι σαββατογεννημένος. Η ροχάλα φρενάρει και σταματά απότομα στη μέση της διαδρομής. Μετά αλλάζει κατεύθυνση και επιστρέφει κατά πάνω του. Τον πετυχαίνει στο δόξα πατρί. Παραλίγο να του βγάλει το μάτι του το αλλήθωρο. Να τον στραβώσει. Αν είχαμε παγετό και θερμοκρασία υπό το μηδέν αυτό θα γινόταν. Μία μεγάλη χαλαζόπετρα θα του άνοιγε το κεφάλι στα δύο για να μάθει να φέρεται καλύτερα και να είναι πιο ευγενικός. Μα στέκεται τυχερός. Μόνο που τον πιτσιλίζει λιγάκι. Ξαφνιάζεται μα δεν τον έφτυσα εγώ. Είμαι έτοιμος να βάλω τα γέλια και να το σκάσω προς άγνωστη κατεύθυνση. Η τρομάρα έχει φύγει από πάνω μου. Πρέπει να πάρω γρήγορα την απόφαση. Να πάρω τον πούλο και να το βάλω στα πόδια. Και για λίγο καιρό να εξαφανιστώ από προσώπου γης. Μέχρι να με ξεχάσει ο γαμημένος ο αρχίδης.

Ξαφνικά μου ‘ρχεται μια μακρινή θολή εικόνα στο μυαλό. Θυμάμαι στην τελευταία τάξη του λυκείου τον διπλανό μου στο θρανίο να σηκώνεται από τη θέση του και να φτύνει στην πλάτη τον θεολόγο που πέταγε με στόμφο τις μαλακίες του δεξιά κι αριστερά. Όλοι παγώσαμε. Εκείνος δεν κατάλαβε τίποτα. Συνέχισε να ρητορεύει και να μας κουνάει το δάκτυλο απειλητικά. Ούτε που θυμάμαι τι μπούρδες μας έλεγε. Μάλλον περί ηθικής και μεταφυσικής. Πάνω στο αντικείμενό του. Όμως η στάμπα από τη ροχάλα ήταν ανεξίτηλη. Έμεινε για καιρό στο σακάκι του αξιοσέβαστου κύριου καθηγητή για να μας θυμίζει τις αρλούμπες του. Ο συμμαθητής μου ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος. Αυτός μου έμαθε να φτύνω. Είχε χάσει χρονιές. Ζωηρό παιδί μα καλό και έξυπνο. Κατά βάθος ευαίσθητο και φιλότιμο. Κρίμα. Δεν πρόλαβε να αποφοιτήσει. Χαμένο πήγε και δαύτο. Μετά από λίγους μήνες σκοτώθηκε με το μηχανάκι του. Οδηγούσε πιωμένος. Δεν είδε την κλειστή στροφή του δρόμου κι έπεσε με ταχύτητα πάνω σε μια κολώνα. Έμεινε στον τόπο. Σε λίγες μέρες θα άρχιζαν οι εξετάσεις του καλοκαιριού. Επιτέλους θα έπαιρνε το απολυτήριο.

Ο δανειστής μου σκούπισε την φτυσιά από τη μάπα του και με βούτηξε απ’ το λαιμό. Αμέσως μου κόπηκε το γέλιο κι έχασα το χρώμα μου. Άρχισα πάλι να τρέμω. Είναι έξω φρενών. Αν με καθαρίσει στο δικαστήριο θα έχει πολλά ελαφρυντικά. Είναι και καλός νοικοκύρης. Έχει οικογένεια και δικιά του δουλειά. Βγάζει πολλά χρήματα. Οι ένορκοι μπορεί και να τον απαλλάξουν. Να ρίξουν όλο το φταίξιμο σε μένα. Με απειλεί. Θα σε πνίξω ρε πούστη με τα ίδια μου τα χέρια. Θα σε καρυδώσω. Δεν βρέθηκε άνθρωπος να με κοροϊδέψει εμένα. Να μου φάει λεφτά. Κάνε την προσευχή σου. Εκείνη τη στιγμή σκίστηκαν οι ουρανοί στη μέση κι άρχισαν να πέφτουν καρεκλοπόδαρα. 



Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ

Η ώρα είχε πάει πέντε. Έβγαινα τρέχοντας από την τράπεζα κι έπεσα πάνω του. Τσουγκρίσαμε τις μύτες μας. Πήγα να τον ποδοπατήσω. Γκαντεμιά. Ζήτησα συγνώμη χωρίς να τον κοιτάξω κατάματα μα εκείνο το ζουλάπι με αναγνώρισε. Μάλλον δεν ήμουν αρκετά μεταμφιεσμένος. Ούτε και είχα αλλάξει πολύ από την ένδοξη φοιτητική μας εποχή. Αν φορούσα μαύρα γυαλιά ηλίου ίσως να τη σκαπουλάριζα κάπως. Μπορεί να ξεγλιστρούσα αθόρυβα απ’ το πλάι του. Τώρα όμως την πάτησα. Σήμερα έπεφτα απ’ το κακό στο χειρότερο. Κάποια άτομα θα ευχόμουν να μην τα ξανασυναντούσα ποτέ στο σύντομο βίο μου. Μάταια. Τούτη η μέρα ήταν πεπρωμένη. Γεμάτη συμφορές και ανακατωσούρες. Ακόμη κι ο ουρανός είχε γίνει κατάμαυρος. Ήταν έτοιμος να ρίξει κατράμι και πίσσα. Που ‘σαι ρε κολλητέ. Χαθήκαμε. Χρόνια και ζαμάνια. Ο παλιός συμφοιτητής με είχε πιάσει  από τα μπράτσα και με ταρακουνούσε άγρια. Δεν με άφηνε να φύγω. Μου ‘ριξε και μια δυνατή στην πλάτη. Φαινόταν τρελός από τη χαρά του. Με κοιτούσε έκπληκτος και με τα μάτια γουρλωμένα. Αυτός δεν το πίστευε κι εγώ βρισκόμουν σε πλήρη σύγχυση. Αναρωτιόμουν ποιος ήταν ο μαλάκας που βρισκόταν μπροστά μου. Μέχρι που ηρέμησα κάπως και τον θυμήθηκα.

Κοντός χοντρός καραφλός. Χι χι. Ολέθριο σουλούπι πενηντάρη. Σαν γιουβαρλάκι με γυαλιά. Αν και από τα νιάτα του έτσι ήταν. Και ατσούμπαλος. Μέτριος στα μαθήματα της σχολής. Παραπέρα με μηδενική προσωπική και κοινωνική ζωή. Βλεπόμασταν αραιά και πού μόνο στα αμφιθέατρα και της αίθουσες διδασκαλίας. Τελικά κατάφερε να γίνει κι αυτός οικονομολόγος. Κουτσά στραβά όλοι θα έπαιρναν το πτυχίο τους κάποτε. Ήταν το μόνο σίγουρο. Έστω με μια μικρή καθυστέρηση. Κανείς δεν χάνεται. Έτσι κι αλλιώς το επάγγελμα είχε μεγάλη πέραση. Κι ακόμα έχει. Αρχικά έπιασε δουλειά σε μια τράπεζα σαν λογιστάκος. Κατόπιν αναβαθμίστηκε σε τμηματάρχη. Μάθαινα τα νέα του από κοινούς γνωστούς και γελούσαμε με την καρδιά μας. Παντρεύτηκε. Έκανε και δύο παιδιά. Αργότερα εξελίχθηκε σε μεγάλο λαμόγιο. Δεν περιμέναμε τέτοια εξέλιξη. Το γιουβαρλάλι ξεψάρωσε απότομα και μας άφησε άφωνους. Δικτυώθηκε για τα καλά αποκτώντας χρήσιμες επαφές με σημαντικούς οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες του τόπου. Μέσα σε μια νύχτα έγινε ο άνθρωπος για όλες τις παλιοδουλειές τους. Ο λακές που υπηρετούσε πρόθυμα και αγόγγυστα τα αφεντικά του. Είχε τους λόγους του. Κατά περιόδους ακούγονταν διάφορα γι’ αυτόν. Σε όλα μέσα ο κολλητός. Μπλέχτηκε στο μεγάλο σκάνδαλο του χρηματιστηρίου αλλά και σε άλλες κομπίνες μικρότερου βεληνεκούς. Είχε καταχραστεί και δημόσιο χρήμα. Οι περισσότερες υποθέσεις του κουκουλώθηκαν. Συνήθως αθωωνόταν με βούλευμα και εισαγγελική εντολή. Συχνά πυκνά τον έβλεπα στην τηλεόραση. Εμφανιζόταν στα κανάλια. Η φάτσα του φιγουράριζε στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων. Είχε γίνει διάσημος. Πρώτο όνομα. Τελικά κάποια στιγμή δικάστηκε. Δεν θυμάμαι γιατί. Έκανε για λίγο και φυλακή. Τον περισσότερο καιρό έμενε στην πρωτεύουσα. Προσπάθησε να χαθούν τα ίχνη του μέσα στην μεγάλη πόλη. Ποιος ξέρει. Μπορεί αργότερα να άλλαξε και ονοματεπώνυμο. Τώρα μάλλον είχε λουφάξει μέχρι να ξεχαστούν τα πράγματα. Έκανε προσωρινά τον ψόφιο κοριό μα παρέμενε ένας μεγάλος αριβίστας. Κάποτε αυτό το γελοίο και τιποτένιο ανθρωπάκι θα μπορούσαμε να τον δούμε να γίνεται και υπουργός. Να φτάνει ακόμα και στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Όλα ήταν πιθανά. Και θα ρίχναμε πάλι μεγάλα γέλια.

Μου είπε ότι έχει γυρίσει μόνιμα στη μικρή μας  πόλη και δουλεύει στην εταιρεία που μέχρι πρότινος ήμουνα κι εγώ. Άκου συμπτώσεις. Ήρθε δυο μήνες αφότου με είχαν απολύσει. Γι’ αυτό και δεν συναντηθήκαμε. Τον βόλεψε κάποιος βουλευτής γνωστός του αφεντικού. Ξέρεις πως γίνονται αυτά. Έβαλε τα γέλια και εγώ τον κοιτούσα ξαφνιασμένος. Μυστήριο τρένο. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν μου λέει αλήθεια ή ψέματα. Αν σοβαρολογεί ή με περιπαίζει και σπάει πλάκα με την πάρτη μου. Έμαθε για την περίπτωσή μου και στεναχωρήθηκε. Να με απολύσουν οι αχρείοι ύστερα από δέκα χρόνια στη δουλειά. Να με πετάξουν στο δρόμο σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Δυστυχώς αυτοί είναι οι νόμοι της αγοράς. Πάντως αν ήθελε θα μπορούσε να μεσολαβήσει να με ξαναπροσλάβουν. Να πάρω τη θέση του πίσω. Έχει άκρες και γνωριμίες. Ξέρει χρήσιμους ανθρώπους που κατέχουν τα μεγάλα πόστα. Αν και το αφεντικό είναι πυρ και μανία μαζί μου. Δεν θέλει να ακούει ούτε το όνομά μου. Όμως όλα γίνονται. Δεν πρέπει να απελπίζομαι. Για όλους έχει ο θεός. Κι εκείνος πέρασε δύσκολες καταστάσεις. Ίσως κάτι να άκουσα. Μα δεν το έβαλε κάτω. Δεν έσκυψε το κεφάλι. Είναι αγωνιστής της ζωής. Πάλεψε με θεούς και δαίμονες για να ορθοποδήσει και πάλι. Να ξεκινήσει από την αρχή. Μου τα ‘λεγε τόσο σοβαρά και με τέτοιο στόμφο που παραλίγο να βάλω τα γέλια μπροστά του. Ή να αρχίσω να κλαίω απ’ τη τσαντίλα. Με τα χίλια ζόρια συγκρατήθηκα. Όμως δεν ήξερα αν θα πρέπει να θυμώσω ή να τον λυπηθώ.  

Μου είπε και άλλα ηρωικά και δακρύβρεχτα. Στα όρθια. Στη μέση του δρόμου. Θα με προσκαλούσε για καφέ μα ήταν βιαστικός. Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν μπορούν να περιμένουν. Όλη μέρα τρέχει και δεν φτάνει. Είχε χωρίσει κιόλας. Η γυναίκα του τον άφησε. Πήρε και τα παιδιά μαζί της. Τώρα είναι μόνος του. Αυτό δεν το ήξερα μα δεν λυπήθηκα ιδιαίτερα. Δεν πειράζει. Δεν τον φοβάμαι. Θα βρει άλλη. Κυκλοφορούν πολλές ηλίθιες στην πιάτσα. Κάποια θα καταφέρει να τυλίξει. Να την θαμπώσει με την ομορφιά και την εξυπνάδα του. Αυτά σκεφτόμουν μα δεν του τα είπα. Κράτησα το στόμα μου κλειστό και επτασφράγιστο. Όχι τόσο από ευγένεια όσο από βαρεμάρα. Ήθελα να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα. Είχα κι εγώ τα δικά μου τρεχάματα. Έτσι κι αλλιώς δεν μου έπεφτε λόγος. Ας έκανε ότι ήθελε. Ας έκοβε και το λαιμό του. Χέστηκα. Αν και τέτοια λαμόγια επιβιώνουν σε όλες τις καταστάσεις. Στο τέλος την βγάζουν πάντα καθαρή. Δεν πάνε ποτέ χαμένα. Είναι χρήσιμα αντικείμενα. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουν και ξανά προς τη δόξα τραβούν.

Ευτυχώς για μένα δεν ρώτησε πολλά πράγματα. Μάλλον από τακτ. Για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Μόνο αν παντρεύτηκα. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Έκανες την καλύτερη. Γλύτωσες από πολλούς μπελάδες. Γυναίκες. Πεταμένα λεφτά. Σπουδαία λόγια από ένα μεγάλο και έμπειρο άνδρα. Σοφές κουβέντες από ένα χοντρομαλάκα με περικεφαλαία. Όπως το πάρει κανείς. Του χαμογέλασα με συγκατάβαση και τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη. Όμως κρίμα που ήταν βιαστικός. Δεν είχε χρόνο να τα πουν κάπου με την άνεσή τους. Να θυμηθούνε και τα παλιά. Τη χαμένη τους νιότη. Μα δεν έπρεπε να χαθούνε. Με χαιρέτησε βιαστικά κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ευτυχώς. Φτηνά τη γλύτωσα. Και δεν ζήτησε καν τον αριθμό του τηλεφώνου μου.


Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

ΤΟ ΔΑΝΕΙΟ

Η ώρα κοντεύει τέσσερις και η τράπεζα είναι ακόμα ανοιχτή. Βλέπω κόσμο μέσα. Και σήμερα ο ναός του χρήματος έχει μπόλικη δουλειά. Τέρμα οι λούφες και οι τεμπελιές των υπαλλήλων. Κομμένα τα αραλίκια και με τα δύο πόδια πάνω στο τραπέζι. Τώρα κάτω τα κεφάλια και τα σκυλιά δεμένα. Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Οι ανοικτές υποθέσεις φαίνονται ατέλειωτες. Κυρίως διακανονισμοί χρεών. Οι τόκοι είναι υπέρογκοι. Κάποιοι μιλάνε για νόμιμη τοκογλυφία και ζητούν κούρεμα επιτακτικά. Είναι απαιτητικοί. Κάποτε μας κυνηγάγατε για να υπογράψουμε την θανατική μας καταδίκη. Βάλε μια τζίφρα εδώ και πάρε τα μετρητά. Έτσι μας λέγατε. Μας είχατε ταράξει στα τηλέφωνα και στα παρακάλια και μας σκοτίζατε τα αρχίδια κάθε μέρα παλιοκαργιόληδες τραπεζίτες. Θέλατε το καλό μας. Πάρε πάσα φίλε μου και κάνε παιχνίδι. Να έχουμε χρήματα να χαλάμε και να σκορπάμε και να το παίζουμε μάγκες. Να αγοράζουμε ότι γουστάρουμε και να ταξιδεύουμε όπου μας κάνει κέφι. Μέχρι και τους παγωμένους πόλους. Με ξένα κόλλυβα να κάνουμε γάμους και μνημόσυνα γραβατωμένες και αρωματισμένες λουμπίνες. Κουστουμαρισμένοι ξεκολιάρηδες περιωπής. Δικαιολογημένος ο εκνευρισμός κι η αγανάκτησή τους. Τώρα παραπονιούνται και κλαίνε με μαύρο δάκρυ μα τότε δεν είχαν προσέξει τα πολύ μικρά γράμματα στο τέλος της σελίδας. Έμοιαζαν με ψείρες. Δεν φαίνονταν ούτε με μεγεθυντικό φακό.

Έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους μα χάνουν άδικα τον καιρό τους. Μιλάνε σε κουφούς. Πίσω από τα γκισέ και τα γραφεία οι υπάλληλοι εξυπηρετούν ακατάπαυστα. Ιδρώνουν έντιμα τα πουκάμισά τους. Ψάχνουν τα χαρτιά τους και κοιτάζουν τους υπολογιστές εξηγώντας στους πελάτες τα καθέκαστα. Είναι όλοι τους σοβαροί και μετρημένοι. Κάθε τόσο σκάει κάνα δυσερμήνευτο και διφορούμενο χαμόγελο. Σίγουρα σε κάθε συμφωνία διακυβεύονται σπουδαία και μεγάλα πράγματα.  Το κατάστημα δεν έχει κατεβάσει ακόμα ρολά. Αυτό ονομάζεται διευρυμένο ωράριο. Κάτι σαν να τα εφημερεύοντα φαρμακεία. Μη χάσουν κάνα πελάτη. Σε λίγο μπορεί και να διανυκτερεύουν. Για όλα τους έχω ικανούς. Κρίμα μόνο για τους εργαζόμενους. Πολύ τους λυπάμαι. Ωραίο το κουστούμι και η γραβάτα μα το σπίτι τους δεν τους βλέπει καθόλου. Ακούνε και τα μπινελίκια τους από τους αγανακτισμένους πελάτες. Τρώνε καμιά φορά και τις σφαλιαρίτσες τους τις σβουριχτές από τους πιο οξύθυμους και ευερέθιστους. Όλα μέσα στο πρόγραμμα είναι. Στα αρνητικά του επαγγέλματος. Ως ένα βαθμό δικαιολογούνται. Μπαίνει σε άμεσο κίνδυνο η σωματική τους ακεραιότητα. Ενδεχομένως και η ίδια τους η πολύτιμη ζωούλα. Από εκείνους που βρίσκονται με τη θηλιά στο λαιμό και την πλάτη στον τοίχο. Από όσους κινδυνεύουν να χάσουν την περιουσία τους ή να μπούνε φυλακή. Το περιβάλλον είναι ανθυγιεινό στα όρια της τοξικότητας. Κι όμως χαμογελούν. Μα το βράδυ για να κοιμηθούν παίρνουνε χάπια. Δεν γίνεται αλλιώς. Πολύ τους λυπάμαι τους κακόμοιρους.  

Μα κι εγώ ο αργόσχολος και ανεπρόκοπος πελάτης είμαι. Έχω πολύ χρόνο για πέταμα και διαβολεμένη όρεξη να σπάσω λίγη πλάκα με κάποιον από αυτούς τους εκπροσώπους και στυλοβάτες του υγιούς καπιταλιστικού συστήματος της υποανάπτυκτης χώρας μας. Όχι παίζουμε. Δεν φταίω εγώ. Εκείνοι μου είπαν να έρθω γρήγορα. Με ειδοποίησαν τηλεφωνικώς να περάσω να κανονίσω την υπόθεσή μου που εκκρεμεί εδώ και ένα χρόνο. Δεν χωρούσε άλλη αναβολή. Να βιαστώ μη χάσω την προσφορά. Για το καλό μου. Για να μην μπλέξω με την δικαιοσύνη. Σχεδόν προσπάθησαν να με τρομοκρατήσουν. Η τακτική τους είναι γνωστή και στις περισσότερες περιπτώσεις αποδίδει καρπούς. Εγώ έβαλα τα γέλια και τους έκλεισα στα μούτρα. Άμα μπορέσω θα περάσω. Μη μου σπάτε τα αρχίδια. Έχω κι άλλες δουλειές. Πολλά τρεχάματα. Έτσι τους είπα και τους έσπασα τον τσαμπουκά. Στο τέλος με παρακάλεσαν κιόλας γιατί μέχρι τώρα τους είχα γράψει στα παπάρια μου. Δεν καταδεχόμουν καν να τους απαντήσω. Τώρα αυτοί με έχουν ανάγκη. Χα χα. Χε χε. Δεν υπάρχει τίποτα να μου αρπάξουν και να μου κατασχέσουν για να βγάλουν τη ζημιά. Είναι όλο γλύκες. Θέλουν να μιλήσουμε για το κούρεμα του δανείου μου. Ήταν καταναλωτικό μα δεν θυμάμαι άλλες λεπτομέρειες. Δηλαδή για πιο λόγο το είχα πάρει. Κάτι πρέπει να ήθελα να αγοράσω. Αυτοκίνητο μάλλον αλλά μετάνιωσα και τα έφαγα από δω κι από κει. Κάτι πλήρωνα στην αρχή μα με το που έμεινα άνεργος πάπαλα. Πήραν τα αρχίδια μου. Και φυσικά με βαρβάτο επιτόκιο. Ληστρικό. Όχι παίζουμε. Είχα όρεξη λοιπόν να τους δουλέψω λιγάκι. Να σπάσω την πλάκα μου με την πάρτη τους. Είχα λίγη ώρα για δωρεάν διασκέδαση. Να ξεχάσω κι εγώ τα προβλήματά μου.

Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα στο υποκατάστημα. Πήγα κατ’ ευθείαν σε μία κοπέλα στις πληροφορίες και τις εξήγησα τι ήθελα. Μου χαμογέλασε ευγενικά και μου έδειξε έναν νεαρό στο βάθος. Αυτός ήταν ο υπεύθυνος για τα κόκκινα δάνεια. Με εκείνον είχα μιλήσει στο τηλέφωνο. Απλά δεν θυμόμουν το όνομά του. Τον πλησίασα και του συστήθηκα. Είμαι ο τάδε και τα λοιπά και τα λοιπά. Με θυμήθηκε και μου χάρισε ένα πλατύ επαγγελματικό χαμόγελο. Ήταν ευγενέστατος. Μετά μου είπε να καθίσω και άρχισε να ψαχουλεύει βιαστικά ένα βουνό με χαρτιά. Βρήκε την υπόθεσή μου κάπου στη μέση και την ανέσυρε στην επιφάνεια. Μέχρι πρότινος ήμουν τυπικός στις υποχρεώσεις μου. Γνώριζε ότι πλέον είμαι άνεργος μα τουλάχιστον παίρνω ένα επίδομα. Έχω ένα μικρό εισόδημα. Από αυτό θα μπορούσα να τους δίνω κάτι. Έτσι είπε ο αναιδέστατος. Έσκασα ένα πονηρό χαμόγελο και του μίλησα έξω από τα δόντια ήρεμα και απλά. Άμα θέλω. Μα πρέπει και να φάω. Αυτά που παίρνω  δεν φτάνουν ούτε για ζήτω. Βλέπεις. Ούτε να κουρευτώ δεν μπορώ. Να περιποιηθώ κάπως τον εαυτό μου. Να σουλουπωθώ λιγάκι. Τουλάχιστον είναι ακατάσχετο. Κάτι είναι κι αυτό. Δεν μπορούν να το πειράξουν. Να μου το κλέψουν. Είχα το πάνω χέρι. Έτσι κι αλλιώς το κεφάλαιο το είχα ξοφλήσει. Μόνο τα ληστρικά τοκοχρεολύσια είχαν απομείνει να πληρωθούν. Είστε κλέφτες και απατεώνες. Είχα σκοπό να ρίξω μπόλικο βρισίδι. Όχι από τσαντίλα. Για τον χαβαλέ. Ο υπάλληλος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται μα συγκρατιόταν. Είχε γίνει κατακόκκινος. Χι χι. Χο χο. Δοκίμαζα τις αντοχές του. Δεν είχε πολλές επιλογές. Μου πρότεινε ένα γενναίο κούρεμα που όμως θα εξαρτιόταν από τη συμπεριφορά μου. Μείωσε και την μηνιαία δόση μα έπρεπε να είμαι εντάξει στην υποχρέωσή μου και να πληρώνω τακτικά. Αν μάλιστα είχα και κάποια σοβαρή ασθένεια η αντιμετώπισή μου θα ήταν και πιο ευνοϊκή. Το κούρεμα θα ήταν μεγαλύτερο. Η τράπεζα είναι ευαίσθητη απέναντι σε σοβαρά προβλήματα υγείας των πελατών της. Όταν τον άκουσα να λέει τέτοια πράγματα τρελάθηκα και χτύπησα ξύλο. Παραλίγο να κάνω και το σταυρό μου για να ξορκίσω το κακό. Εγώ ο άθεος. Ήθελε να με πεθάνει ο καργιόλης. Πάντως έδειξε κατανόηση στο πρόβλημά μου. Ένιωσα απέναντί του μεγάλη ευγνωμοσύνη μα δεν μπορούσα να του υποσχεθώ τίποτα. Ούτε να ορκιστώ σε τίποτα. Κρίμα μόνο που ξεχείλιζα από υγεία και δύναμη. Για να μην τον κακοκαρδίσω του είπα ότι θα προσπαθήσω να είμαι συνεπής στην πληρωμή της δόσης βαστώντας με δυσκολία τα γέλια μου. Ο νεαρός μου είχε φτιάξει το κέφι μα δεν ήθελα και α τον προσβάλω. Κατά βάθος μου ήταν πολύ συμπαθής.

Έκανα στα γρήγορα κάτι έξυπνες σκέψεις και κατέληξα στο εξής συμπέρασμα. Τελικά οι τραπεζίτες ήταν ψιλικατζήδες και φτωχομπινέδες. Τελείως για λύπηση. Για πέταμα. Γαμώ τις σπουδές και τα πτυχία που έχουν. Στη θέση τους δεν θα με ενοχλούσα ξανά. Δεν θα έμπαινα στον κόπο. Θα ήμουν άρχοντας. Θα ξηγιόμουν γενναιόδωρα και αλέστα. Σιγά τη χασούρα που θα είχαν. Ψιλολόγια τους χρώσταγα. Δεν θα πήγαιναν και για πτώχευση. Μα για αυτούς πιο πολύ πρέπει να ‘ταν ζήτημα τιμής. Σαν να τους είχα σκοτώσει την μάνα. Σαν να τους είχα προσβάλει θανάσιμα. Ήθελαν να βγάλουν απ’ τη μύγα ξίγκι. Βέβαια αν κάναν όλοι σαν κι εμένα το μαγαζί θα πήγαινε για φούντο. Έτσι θα σκέφτηκαν. Είναι πολύ προβλέψιμοι. Βέβαια δεν ήμουν και η μοναδική περίπτωση. Μα τι φταίω. Λες και επιδίωξα εγώ να χάσω τη δουλειά μου. Ότι δεν μπόρεσα να βρω καινούργια είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Δεν τους πέφτει λόγος. Είμαι και πενήντα χρονών. Δεν είναι εύκολο. Υπάρχει φουλ ηλικιακός ρατσισμός στη χώρα μας και παντού. Όλοι το λένε και το φωνάζουν. Θάνατος στους μεσήλικες και στους κωλόγερους. Ζήτω στη νεολαία. Τόπος στα νιάτα, Χα χα. Γι’ αυτό και δεν προσπάθησα καν. Ο κόσμος έχει γεμίσει από ακμαίους και νεότατους λογιστές και φοροτεχνικούς που μπορούν να δουλεύουν νύχτα και μέρα υπάκουα σαν τα σκυλιά και μάλιστα για λίγα ψίχουλα. Τι να με κάνουν εμένα που εκτός των άλλων έχω και τις απαιτήσεις μου. Τους καταλαβαίνω. Μπαίνω στη θέση της εργοδοσίας. Σίγουρα θα τους ήμουν ασύμφορος. Μα πιο πολύ απρόθυμος και αδιάφορος. Μου αρκεί λοιπόν τούτο το γλίσχρο επίδομα αλληλεγγύης που παίρνω από την κρατική πρόνοια και να πάνε όλοι τους να κουρευτούν. Να γαμηθούν πατόκορφα και να μην με ξαναενοχλήσουν. Δεν έχω την ανάγκη τους. Αρκετά με ξεζούμισαν οι παλιόπουστες. Είχα πάρει πλέον τις αποφάσεις μου. Δεν θα εκτελούσα ξανά μισθωτή εργασία. Στην ανάγκη θα προτιμούσα να ζητιανέψω ή να κλέψω. Μα από αφεντικά και νταβατζήδες είχα χορτάσει τόσα χρόνια. Και πλέον είχα απαλλαγεί οριστικά.   

Τώρα ο υπάλληλος με κοιτούσε απογοητευμένος και συνοφρυωμένος. Είχε καταπιεί όλη την δίκαιη οργή του. Και τη γλώσσα του. Δεν μιλούσε. Είχε σταματήσει το κήρυγμα και τις νουθεσίες. Για το καλό μου πάντα. Δεν ένιωθε πια ούτε λίγη αγανάκτηση που θα ταίριαζε στη θέση του και στα καθήκοντά του ως ρυθμιστής κόκκινων και μαύρων δανείων. Στο βάθος ίσως και να ένιωθε κάποια συμπάθεια προς το πρόσωπό μου. Εγώ πάντως είχα ξεθυμάνει. Δεν είχα κάτι άλλο να πω ούτε σε κείνον ούτε και στον εαυτό μου. Μάλλον η κουβέντα μας είχε φτάσει στο τέλος της. Πάντως δέχτηκα την διευκόλυνση της τράπεζας και τον ευχαρίστησα. Έπρεπε να υπογράψω κάποια χαρτιά για τον διακανονισμό του χρέους. Μου τα άφησε μπροστά μου και άρχισα να τα διαβάζω προσωπικά. Ειδικά τις υποσημειώσεις και τα ψιλά γράμματα. Δεν ήθελα να την ξαναπατήσω. Άργησα λιγάκι μα στο τέλος έβαλα φαρδιά πλατιά την τζίφρα μου. Χαιρετηθήκαμε θερμά και σηκωθήκαμε όρθιοι. Ο υπάλληλος έδειχνε κουρασμένος αλλά και ανακουφισμένος. Σαν να έφυγε κάποιο βάρος από πάνω του. Ήταν ολοφάνερο πως ήθελε να με ξεφορτωθεί μια ώρα αρχύτερα. Το γρηγορότερο. Αγγαρεία έκανε. Ήταν έξυπνος. Καταλάβαινε ότι είχε μπροστά του ένα καμένο χαρτί. Μια χαμένη υπόθεση. Πλέον κάθε διακανονισμός ήταν άχρηστος. Χάσιμο χρόνου και άσκοπη σπατάλη ενέργειας. Ενώ αν υπήρχε κάποια προσημείωση τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Αν μπορούσαν να μου κατασχέσουν κάτι θα με είχαν εκείνοι στο χέρι κι εγώ θα τους παρακαλούσα γονατιστός. Όμως ήμουν άκληρος και ενάντια σε κάθε μορφή ιδιοκτησίας. Δεν είχα τίποτα στο όνομά μου για να μου πάρουν. Ούτε απογόνους για να τους κληρονομήσω τα χρέη μου. Δεν είχα τίποτα να χάσω και τίποτα να μου πάρουν. Θα έφευγα σαν κύριος από την τράπεζα. Όπως ήρθα. Νικητής.

Έριξα μια τελευταία ματιά τριγύρω. Το υποκατάστημα είχε αδειάσει από πελάτες. Είχαν όλοι φύγει. Η ώρα είχε προχωρήσει. Οι δείκτες του μεγάλου ρολογιού ψηλά στον τοίχο έτρεχαν γοργά. Το μαγαζί σε λίγο θα έκλεινε. Τελικά ο ναός του χρήματος δεν διανυκτέρευε. Δεν είχε γίνει ακόμη ούτε νοσοκομείο ούτε φαρμακείο. Οι υπάλληλοι τακτοποιούσαν τα γραφεία τους και έκλειναν τους υπολογιστές τους. Έχωναν βιαστικά τους φακέλους και τα χαρτιά τους μέσα στα συρτάρια και τους φωριαμούς και τα κλείδωναν προσεκτικά. Ο ταμίας πίσω από τον γκισέ τεντώθηκε και χασμουρήθηκε ελαφρά. Κάποιος άλλος έβγαλε τα γυαλιά του κι έτριψε τα μάτια του. Ήταν κατακόκκινα. Άλλη μία γεμάτη και παραγωγική μέρα για τους εργαζόμενους έφτανε αισίως στο τέλος της. Είχαν κάνει το καθήκον τους και είχαν ήσυχη την συνείδησή τους. Δούλευαν πολύ σκληρά για το ψωμί τους. Έστω και καθισμένοι σε αναπαυτικές καρέκλες. Δεν έχει σημασία. Ξόδευαν την πολύτιμη φαιά ουσία τους και τον χρόνο τους. Και τα νιάτα τους. Δεν θα καταλάβουν πότε θα φτάσουν στη σύνταξη. Πότε θα γεράσουν και θα γίνουν χούφταλα. Πότε θα πεθάνουν. Καλύτερα. Μα σε λίγο θα επέστρεφαν επιτέλους στα σπιτάκια τους για να ξεκουραστούν. Γι’ αυτούς τώρα αυτό έχει μόνο σημασία. Όλα τα άλλα είναι αμπελοφιλοσοφίες. Ανυπομονώντας να φτάσει επιτέλους το σαββατοκύριακο. Οι καριέρες είναι για τους εθελόδουλους και τα ρομπότ. Έστω τους πιο ικανούς. Τους πιο κυνικούς. Εγώ ήμουν ο τελευταίος τους πελάτης. Και ο πιο δύσκολος. Έπρεπε να ξεκουμπιστώ αμέσως από κει μέσα. Τρέχοντας.

Τράβηξα για την έξοδο. Και τότε έγινε το αναπάντεχο. Τρεις οπλισμένοι κουκουλοφόροι μπήκαν μέσα φωνάζοντας ληστεία. Φοβερό και τρομερό. Λούφαξα σε μια άκρη και περίμενα να τελειώσουν την δουλειά τους. Οι υπάλληλοι άλλαξαν δέκα χρώματα. Χέστηκαν πάνω τους. Ο ταμίας πίσω απ’ το γκισέ δεν αντιστάθηκε. Τα χρήματα δεν ήταν πολλά. Τα έβαλαν σε ένα σάκο και εξαφανίστηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Μετά ειδοποιήθηκε η αστυνομία.  Όποτε ληστεύουν τους αρχικλέφτες αγαλλιάζει η ψυχή μου. Ηδονίζομαι. Πόσο μάλλον να είσαι και παρόν. Να το βλέπεις σε ζωντανή μετάδοση. Σαν γκανγκστερική ταινία. Σκέφτηκα να τους ζητήσω δανεικά. Μπορεί και να μου δίνανε. Τα έκοψα για καλά παιδιά. Όμως αποδείχτηκαν πρωτάρηδες και ερασιτέχνες. Έστω και με μπόλικο θράσος. Νεαροί ήταν. Γύρω στα είκοσι. Μετά από λίγες ώρες τους έπιασαν. Μάλλον τους ταυτοποίησαν από τις κάμερες ασφαλείας. Ίσως και από κάνα πρόθυμο περαστικό που έδωσε τις κατάλληλες πληροφορίες. Τουλάχιστον δεν βρέθηκαν τα κλοπιμαία. Κάπου πρόλαβαν να τα καταχωνιάσουν. Τα πιστόλια που κρατούσαν αποδείχτηκαν ψεύτικα.