Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Ο ΛΟΓΙΣΤΗΣ

Η ώρα είχε πάει πέντε. Έβγαινα τρέχοντας από την τράπεζα κι έπεσα πάνω του. Τσουγκρίσαμε τις μύτες μας. Πήγα να τον ποδοπατήσω. Γκαντεμιά. Ζήτησα συγνώμη χωρίς να τον κοιτάξω κατάματα μα εκείνο το ζουλάπι με αναγνώρισε. Μάλλον δεν ήμουν αρκετά μεταμφιεσμένος. Ούτε και είχα αλλάξει πολύ από την ένδοξη φοιτητική μας εποχή. Αν φορούσα μαύρα γυαλιά ηλίου ίσως να τη σκαπουλάριζα κάπως. Μπορεί να ξεγλιστρούσα αθόρυβα απ’ το πλάι του. Τώρα όμως την πάτησα. Σήμερα έπεφτα απ’ το κακό στο χειρότερο. Κάποια άτομα θα ευχόμουν να μην τα ξανασυναντούσα ποτέ στο σύντομο βίο μου. Μάταια. Τούτη η μέρα ήταν πεπρωμένη. Γεμάτη συμφορές και ανακατωσούρες. Ακόμη κι ο ουρανός είχε γίνει κατάμαυρος. Ήταν έτοιμος να ρίξει κατράμι και πίσσα. Που ‘σαι ρε κολλητέ. Χαθήκαμε. Χρόνια και ζαμάνια. Ο παλιός συμφοιτητής με είχε πιάσει  από τα μπράτσα και με ταρακουνούσε άγρια. Δεν με άφηνε να φύγω. Μου ‘ριξε και μια δυνατή στην πλάτη. Φαινόταν τρελός από τη χαρά του. Με κοιτούσε έκπληκτος και με τα μάτια γουρλωμένα. Αυτός δεν το πίστευε κι εγώ βρισκόμουν σε πλήρη σύγχυση. Αναρωτιόμουν ποιος ήταν ο μαλάκας που βρισκόταν μπροστά μου. Μέχρι που ηρέμησα κάπως και τον θυμήθηκα.

Κοντός χοντρός καραφλός. Χι χι. Ολέθριο σουλούπι πενηντάρη. Σαν γιουβαρλάκι με γυαλιά. Αν και από τα νιάτα του έτσι ήταν. Και ατσούμπαλος. Μέτριος στα μαθήματα της σχολής. Παραπέρα με μηδενική προσωπική και κοινωνική ζωή. Βλεπόμασταν αραιά και πού μόνο στα αμφιθέατρα και της αίθουσες διδασκαλίας. Τελικά κατάφερε να γίνει κι αυτός οικονομολόγος. Κουτσά στραβά όλοι θα έπαιρναν το πτυχίο τους κάποτε. Ήταν το μόνο σίγουρο. Έστω με μια μικρή καθυστέρηση. Κανείς δεν χάνεται. Έτσι κι αλλιώς το επάγγελμα είχε μεγάλη πέραση. Κι ακόμα έχει. Αρχικά έπιασε δουλειά σε μια τράπεζα σαν λογιστάκος. Κατόπιν αναβαθμίστηκε σε τμηματάρχη. Μάθαινα τα νέα του από κοινούς γνωστούς και γελούσαμε με την καρδιά μας. Παντρεύτηκε. Έκανε και δύο παιδιά. Αργότερα εξελίχθηκε σε μεγάλο λαμόγιο. Δεν περιμέναμε τέτοια εξέλιξη. Το γιουβαρλάλι ξεψάρωσε απότομα και μας άφησε άφωνους. Δικτυώθηκε για τα καλά αποκτώντας χρήσιμες επαφές με σημαντικούς οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες του τόπου. Μέσα σε μια νύχτα έγινε ο άνθρωπος για όλες τις παλιοδουλειές τους. Ο λακές που υπηρετούσε πρόθυμα και αγόγγυστα τα αφεντικά του. Είχε τους λόγους του. Κατά περιόδους ακούγονταν διάφορα γι’ αυτόν. Σε όλα μέσα ο κολλητός. Μπλέχτηκε στο μεγάλο σκάνδαλο του χρηματιστηρίου αλλά και σε άλλες κομπίνες μικρότερου βεληνεκούς. Είχε καταχραστεί και δημόσιο χρήμα. Οι περισσότερες υποθέσεις του κουκουλώθηκαν. Συνήθως αθωωνόταν με βούλευμα και εισαγγελική εντολή. Συχνά πυκνά τον έβλεπα στην τηλεόραση. Εμφανιζόταν στα κανάλια. Η φάτσα του φιγουράριζε στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων. Είχε γίνει διάσημος. Πρώτο όνομα. Τελικά κάποια στιγμή δικάστηκε. Δεν θυμάμαι γιατί. Έκανε για λίγο και φυλακή. Τον περισσότερο καιρό έμενε στην πρωτεύουσα. Προσπάθησε να χαθούν τα ίχνη του μέσα στην μεγάλη πόλη. Ποιος ξέρει. Μπορεί αργότερα να άλλαξε και ονοματεπώνυμο. Τώρα μάλλον είχε λουφάξει μέχρι να ξεχαστούν τα πράγματα. Έκανε προσωρινά τον ψόφιο κοριό μα παρέμενε ένας μεγάλος αριβίστας. Κάποτε αυτό το γελοίο και τιποτένιο ανθρωπάκι θα μπορούσαμε να τον δούμε να γίνεται και υπουργός. Να φτάνει ακόμα και στα ανώτατα πολιτικά αξιώματα. Όλα ήταν πιθανά. Και θα ρίχναμε πάλι μεγάλα γέλια.

Μου είπε ότι έχει γυρίσει μόνιμα στη μικρή μας  πόλη και δουλεύει στην εταιρεία που μέχρι πρότινος ήμουνα κι εγώ. Άκου συμπτώσεις. Ήρθε δυο μήνες αφότου με είχαν απολύσει. Γι’ αυτό και δεν συναντηθήκαμε. Τον βόλεψε κάποιος βουλευτής γνωστός του αφεντικού. Ξέρεις πως γίνονται αυτά. Έβαλε τα γέλια και εγώ τον κοιτούσα ξαφνιασμένος. Μυστήριο τρένο. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν μου λέει αλήθεια ή ψέματα. Αν σοβαρολογεί ή με περιπαίζει και σπάει πλάκα με την πάρτη μου. Έμαθε για την περίπτωσή μου και στεναχωρήθηκε. Να με απολύσουν οι αχρείοι ύστερα από δέκα χρόνια στη δουλειά. Να με πετάξουν στο δρόμο σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Δυστυχώς αυτοί είναι οι νόμοι της αγοράς. Πάντως αν ήθελε θα μπορούσε να μεσολαβήσει να με ξαναπροσλάβουν. Να πάρω τη θέση του πίσω. Έχει άκρες και γνωριμίες. Ξέρει χρήσιμους ανθρώπους που κατέχουν τα μεγάλα πόστα. Αν και το αφεντικό είναι πυρ και μανία μαζί μου. Δεν θέλει να ακούει ούτε το όνομά μου. Όμως όλα γίνονται. Δεν πρέπει να απελπίζομαι. Για όλους έχει ο θεός. Κι εκείνος πέρασε δύσκολες καταστάσεις. Ίσως κάτι να άκουσα. Μα δεν το έβαλε κάτω. Δεν έσκυψε το κεφάλι. Είναι αγωνιστής της ζωής. Πάλεψε με θεούς και δαίμονες για να ορθοποδήσει και πάλι. Να ξεκινήσει από την αρχή. Μου τα ‘λεγε τόσο σοβαρά και με τέτοιο στόμφο που παραλίγο να βάλω τα γέλια μπροστά του. Ή να αρχίσω να κλαίω απ’ τη τσαντίλα. Με τα χίλια ζόρια συγκρατήθηκα. Όμως δεν ήξερα αν θα πρέπει να θυμώσω ή να τον λυπηθώ.  

Μου είπε και άλλα ηρωικά και δακρύβρεχτα. Στα όρθια. Στη μέση του δρόμου. Θα με προσκαλούσε για καφέ μα ήταν βιαστικός. Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν μπορούν να περιμένουν. Όλη μέρα τρέχει και δεν φτάνει. Είχε χωρίσει κιόλας. Η γυναίκα του τον άφησε. Πήρε και τα παιδιά μαζί της. Τώρα είναι μόνος του. Αυτό δεν το ήξερα μα δεν λυπήθηκα ιδιαίτερα. Δεν πειράζει. Δεν τον φοβάμαι. Θα βρει άλλη. Κυκλοφορούν πολλές ηλίθιες στην πιάτσα. Κάποια θα καταφέρει να τυλίξει. Να την θαμπώσει με την ομορφιά και την εξυπνάδα του. Αυτά σκεφτόμουν μα δεν του τα είπα. Κράτησα το στόμα μου κλειστό και επτασφράγιστο. Όχι τόσο από ευγένεια όσο από βαρεμάρα. Ήθελα να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα. Είχα κι εγώ τα δικά μου τρεχάματα. Έτσι κι αλλιώς δεν μου έπεφτε λόγος. Ας έκανε ότι ήθελε. Ας έκοβε και το λαιμό του. Χέστηκα. Αν και τέτοια λαμόγια επιβιώνουν σε όλες τις καταστάσεις. Στο τέλος την βγάζουν πάντα καθαρή. Δεν πάνε ποτέ χαμένα. Είναι χρήσιμα αντικείμενα. Μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουν και ξανά προς τη δόξα τραβούν.

Ευτυχώς για μένα δεν ρώτησε πολλά πράγματα. Μάλλον από τακτ. Για να μη με φέρει σε δύσκολη θέση. Μόνο αν παντρεύτηκα. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Έκανες την καλύτερη. Γλύτωσες από πολλούς μπελάδες. Γυναίκες. Πεταμένα λεφτά. Σπουδαία λόγια από ένα μεγάλο και έμπειρο άνδρα. Σοφές κουβέντες από ένα χοντρομαλάκα με περικεφαλαία. Όπως το πάρει κανείς. Του χαμογέλασα με συγκατάβαση και τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη. Όμως κρίμα που ήταν βιαστικός. Δεν είχε χρόνο να τα πουν κάπου με την άνεσή τους. Να θυμηθούνε και τα παλιά. Τη χαμένη τους νιότη. Μα δεν έπρεπε να χαθούνε. Με χαιρέτησε βιαστικά κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ευτυχώς. Φτηνά τη γλύτωσα. Και δεν ζήτησε καν τον αριθμό του τηλεφώνου μου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου