Η ώρα κοντεύει τέσσερις και
η τράπεζα είναι ακόμα ανοιχτή. Βλέπω κόσμο μέσα. Και σήμερα ο ναός του χρήματος
έχει μπόλικη δουλειά. Τέρμα οι λούφες και οι τεμπελιές των υπαλλήλων. Κομμένα τα
αραλίκια και με τα δύο πόδια πάνω στο τραπέζι. Τώρα κάτω τα κεφάλια και τα
σκυλιά δεμένα. Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Οι ανοικτές υποθέσεις φαίνονται
ατέλειωτες. Κυρίως διακανονισμοί χρεών. Οι τόκοι είναι υπέρογκοι. Κάποιοι μιλάνε
για νόμιμη τοκογλυφία και ζητούν κούρεμα επιτακτικά. Είναι απαιτητικοί. Κάποτε
μας κυνηγάγατε για να υπογράψουμε την θανατική μας καταδίκη. Βάλε μια τζίφρα
εδώ και πάρε τα μετρητά. Έτσι μας λέγατε. Μας είχατε ταράξει στα τηλέφωνα και
στα παρακάλια και μας σκοτίζατε τα αρχίδια κάθε μέρα παλιοκαργιόληδες τραπεζίτες.
Θέλατε το καλό μας. Πάρε πάσα φίλε μου και κάνε παιχνίδι. Να έχουμε χρήματα να
χαλάμε και να σκορπάμε και να το παίζουμε μάγκες. Να αγοράζουμε ότι γουστάρουμε
και να ταξιδεύουμε όπου μας κάνει κέφι. Μέχρι και τους παγωμένους πόλους. Με
ξένα κόλλυβα να κάνουμε γάμους και μνημόσυνα γραβατωμένες και αρωματισμένες
λουμπίνες. Κουστουμαρισμένοι ξεκολιάρηδες περιωπής. Δικαιολογημένος ο
εκνευρισμός κι η αγανάκτησή τους. Τώρα παραπονιούνται και κλαίνε με μαύρο δάκρυ
μα τότε δεν είχαν προσέξει τα πολύ μικρά γράμματα στο τέλος της σελίδας. Έμοιαζαν
με ψείρες. Δεν φαίνονταν ούτε με μεγεθυντικό φακό.
Έχουν όλο το δίκιο με το
μέρος τους μα χάνουν άδικα τον καιρό τους. Μιλάνε σε κουφούς. Πίσω από τα γκισέ
και τα γραφεία οι υπάλληλοι εξυπηρετούν ακατάπαυστα. Ιδρώνουν έντιμα τα
πουκάμισά τους. Ψάχνουν τα χαρτιά τους και κοιτάζουν τους υπολογιστές εξηγώντας
στους πελάτες τα καθέκαστα. Είναι όλοι τους σοβαροί και μετρημένοι. Κάθε τόσο
σκάει κάνα δυσερμήνευτο και διφορούμενο χαμόγελο. Σίγουρα σε κάθε συμφωνία διακυβεύονται
σπουδαία και μεγάλα πράγματα. Το
κατάστημα δεν έχει κατεβάσει ακόμα ρολά. Αυτό ονομάζεται διευρυμένο ωράριο.
Κάτι σαν να τα εφημερεύοντα φαρμακεία. Μη χάσουν κάνα πελάτη. Σε λίγο μπορεί
και να διανυκτερεύουν. Για όλα τους έχω ικανούς. Κρίμα μόνο για τους εργαζόμενους.
Πολύ τους λυπάμαι. Ωραίο το κουστούμι και η γραβάτα μα το σπίτι τους δεν τους
βλέπει καθόλου. Ακούνε και τα μπινελίκια τους από τους αγανακτισμένους πελάτες.
Τρώνε καμιά φορά και τις σφαλιαρίτσες τους τις σβουριχτές από τους πιο
οξύθυμους και ευερέθιστους. Όλα μέσα στο πρόγραμμα είναι. Στα αρνητικά του
επαγγέλματος. Ως ένα βαθμό δικαιολογούνται. Μπαίνει σε άμεσο κίνδυνο η σωματική
τους ακεραιότητα. Ενδεχομένως και η ίδια τους η πολύτιμη ζωούλα. Από εκείνους
που βρίσκονται με τη θηλιά στο λαιμό και την πλάτη στον τοίχο. Από όσους κινδυνεύουν
να χάσουν την περιουσία τους ή να μπούνε φυλακή. Το περιβάλλον είναι ανθυγιεινό
στα όρια της τοξικότητας. Κι όμως χαμογελούν. Μα το βράδυ για να κοιμηθούν παίρνουνε
χάπια. Δεν γίνεται αλλιώς. Πολύ τους λυπάμαι τους κακόμοιρους.
Μα κι εγώ ο αργόσχολος και ανεπρόκοπος
πελάτης είμαι. Έχω πολύ χρόνο για πέταμα και διαβολεμένη όρεξη να σπάσω λίγη
πλάκα με κάποιον από αυτούς τους εκπροσώπους και στυλοβάτες του υγιούς
καπιταλιστικού συστήματος της υποανάπτυκτης χώρας μας. Όχι παίζουμε. Δεν φταίω
εγώ. Εκείνοι μου είπαν να έρθω γρήγορα. Με ειδοποίησαν τηλεφωνικώς να περάσω να
κανονίσω την υπόθεσή μου που εκκρεμεί εδώ και ένα χρόνο. Δεν χωρούσε άλλη
αναβολή. Να βιαστώ μη χάσω την προσφορά. Για το καλό μου. Για να μην μπλέξω με
την δικαιοσύνη. Σχεδόν προσπάθησαν να με τρομοκρατήσουν. Η τακτική τους είναι
γνωστή και στις περισσότερες περιπτώσεις αποδίδει καρπούς. Εγώ έβαλα τα γέλια
και τους έκλεισα στα μούτρα. Άμα μπορέσω θα περάσω. Μη μου σπάτε τα αρχίδια.
Έχω κι άλλες δουλειές. Πολλά τρεχάματα. Έτσι τους είπα και τους έσπασα τον
τσαμπουκά. Στο τέλος με παρακάλεσαν κιόλας γιατί μέχρι τώρα τους είχα γράψει
στα παπάρια μου. Δεν καταδεχόμουν καν να τους απαντήσω. Τώρα αυτοί με έχουν
ανάγκη. Χα χα. Χε χε. Δεν υπάρχει τίποτα να μου αρπάξουν και να μου κατασχέσουν
για να βγάλουν τη ζημιά. Είναι όλο γλύκες. Θέλουν να μιλήσουμε για το κούρεμα
του δανείου μου. Ήταν καταναλωτικό μα δεν θυμάμαι άλλες λεπτομέρειες. Δηλαδή για
πιο λόγο το είχα πάρει. Κάτι πρέπει να ήθελα να αγοράσω. Αυτοκίνητο μάλλον αλλά
μετάνιωσα και τα έφαγα από δω κι από κει. Κάτι πλήρωνα στην αρχή μα με το που
έμεινα άνεργος πάπαλα. Πήραν τα αρχίδια μου. Και φυσικά με βαρβάτο επιτόκιο.
Ληστρικό. Όχι παίζουμε. Είχα όρεξη λοιπόν να τους δουλέψω λιγάκι. Να σπάσω την
πλάκα μου με την πάρτη τους. Είχα λίγη ώρα για δωρεάν διασκέδαση. Να ξεχάσω κι
εγώ τα προβλήματά μου.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα
μέσα στο υποκατάστημα. Πήγα κατ’ ευθείαν σε μία κοπέλα στις πληροφορίες και τις
εξήγησα τι ήθελα. Μου χαμογέλασε ευγενικά και μου έδειξε έναν νεαρό στο βάθος.
Αυτός ήταν ο υπεύθυνος για τα κόκκινα δάνεια. Με εκείνον είχα μιλήσει στο
τηλέφωνο. Απλά δεν θυμόμουν το όνομά του. Τον πλησίασα και του συστήθηκα. Είμαι
ο τάδε και τα λοιπά και τα λοιπά. Με θυμήθηκε και μου χάρισε ένα πλατύ
επαγγελματικό χαμόγελο. Ήταν ευγενέστατος. Μετά μου είπε να καθίσω και άρχισε
να ψαχουλεύει βιαστικά ένα βουνό με χαρτιά. Βρήκε την υπόθεσή μου κάπου στη
μέση και την ανέσυρε στην επιφάνεια. Μέχρι πρότινος ήμουν τυπικός στις
υποχρεώσεις μου. Γνώριζε ότι πλέον είμαι άνεργος μα τουλάχιστον παίρνω ένα
επίδομα. Έχω ένα μικρό εισόδημα. Από αυτό θα μπορούσα να τους δίνω κάτι. Έτσι
είπε ο αναιδέστατος. Έσκασα ένα πονηρό χαμόγελο και του μίλησα έξω από τα δόντια
ήρεμα και απλά. Άμα θέλω. Μα πρέπει και να φάω. Αυτά που παίρνω δεν φτάνουν ούτε για ζήτω. Βλέπεις. Ούτε να
κουρευτώ δεν μπορώ. Να περιποιηθώ κάπως τον εαυτό μου. Να σουλουπωθώ λιγάκι. Τουλάχιστον
είναι ακατάσχετο. Κάτι είναι κι αυτό. Δεν μπορούν να το πειράξουν. Να μου το κλέψουν.
Είχα το πάνω χέρι. Έτσι κι αλλιώς το κεφάλαιο το είχα ξοφλήσει. Μόνο τα
ληστρικά τοκοχρεολύσια είχαν απομείνει να πληρωθούν. Είστε κλέφτες και
απατεώνες. Είχα σκοπό να ρίξω μπόλικο βρισίδι. Όχι από τσαντίλα. Για τον
χαβαλέ. Ο υπάλληλος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται μα συγκρατιόταν. Είχε γίνει
κατακόκκινος. Χι χι. Χο χο. Δοκίμαζα τις αντοχές του. Δεν είχε πολλές επιλογές.
Μου πρότεινε ένα γενναίο κούρεμα που όμως θα εξαρτιόταν από τη συμπεριφορά μου.
Μείωσε και την μηνιαία δόση μα έπρεπε να είμαι εντάξει στην υποχρέωσή μου και
να πληρώνω τακτικά. Αν μάλιστα είχα και κάποια σοβαρή ασθένεια η αντιμετώπισή
μου θα ήταν και πιο ευνοϊκή. Το κούρεμα θα ήταν μεγαλύτερο. Η τράπεζα είναι
ευαίσθητη απέναντι σε σοβαρά προβλήματα υγείας των πελατών της. Όταν τον άκουσα
να λέει τέτοια πράγματα τρελάθηκα και χτύπησα ξύλο. Παραλίγο να κάνω και το
σταυρό μου για να ξορκίσω το κακό. Εγώ ο άθεος. Ήθελε να με πεθάνει ο
καργιόλης. Πάντως έδειξε κατανόηση στο πρόβλημά μου. Ένιωσα απέναντί του μεγάλη
ευγνωμοσύνη μα δεν μπορούσα να του υποσχεθώ τίποτα. Ούτε να ορκιστώ σε τίποτα. Κρίμα
μόνο που ξεχείλιζα από υγεία και δύναμη. Για να μην τον κακοκαρδίσω του είπα
ότι θα προσπαθήσω να είμαι συνεπής στην πληρωμή της δόσης βαστώντας με δυσκολία
τα γέλια μου. Ο νεαρός μου είχε φτιάξει το κέφι μα δεν ήθελα και α τον προσβάλω.
Κατά βάθος μου ήταν πολύ συμπαθής.
Έκανα στα γρήγορα κάτι
έξυπνες σκέψεις και κατέληξα στο εξής συμπέρασμα. Τελικά οι τραπεζίτες ήταν
ψιλικατζήδες και φτωχομπινέδες. Τελείως για λύπηση. Για πέταμα. Γαμώ τις
σπουδές και τα πτυχία που έχουν. Στη θέση τους δεν θα με ενοχλούσα ξανά. Δεν θα
έμπαινα στον κόπο. Θα ήμουν άρχοντας. Θα ξηγιόμουν γενναιόδωρα και αλέστα. Σιγά
τη χασούρα που θα είχαν. Ψιλολόγια τους χρώσταγα. Δεν θα πήγαιναν και για
πτώχευση. Μα για αυτούς πιο πολύ πρέπει να ‘ταν ζήτημα τιμής. Σαν να τους είχα
σκοτώσει την μάνα. Σαν να τους είχα προσβάλει θανάσιμα. Ήθελαν να βγάλουν απ’
τη μύγα ξίγκι. Βέβαια αν κάναν όλοι σαν κι εμένα το μαγαζί θα πήγαινε για
φούντο. Έτσι θα σκέφτηκαν. Είναι πολύ προβλέψιμοι. Βέβαια δεν ήμουν και η
μοναδική περίπτωση. Μα τι φταίω. Λες και επιδίωξα εγώ να χάσω τη δουλειά μου. Ότι
δεν μπόρεσα να βρω καινούργια είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Δεν τους πέφτει
λόγος. Είμαι και πενήντα χρονών. Δεν είναι εύκολο. Υπάρχει φουλ ηλικιακός
ρατσισμός στη χώρα μας και παντού. Όλοι το λένε και το φωνάζουν. Θάνατος στους
μεσήλικες και στους κωλόγερους. Ζήτω στη νεολαία. Τόπος στα νιάτα, Χα χα. Γι’
αυτό και δεν προσπάθησα καν. Ο κόσμος έχει γεμίσει από ακμαίους και νεότατους
λογιστές και φοροτεχνικούς που μπορούν να δουλεύουν νύχτα και μέρα υπάκουα σαν
τα σκυλιά και μάλιστα για λίγα ψίχουλα. Τι να με κάνουν εμένα που εκτός των
άλλων έχω και τις απαιτήσεις μου. Τους καταλαβαίνω. Μπαίνω στη θέση της
εργοδοσίας. Σίγουρα θα τους ήμουν ασύμφορος. Μα πιο πολύ απρόθυμος και
αδιάφορος. Μου αρκεί λοιπόν τούτο το γλίσχρο επίδομα αλληλεγγύης που παίρνω από
την κρατική πρόνοια και να πάνε όλοι τους να κουρευτούν. Να γαμηθούν πατόκορφα
και να μην με ξαναενοχλήσουν. Δεν έχω την ανάγκη τους. Αρκετά με ξεζούμισαν οι
παλιόπουστες. Είχα πάρει πλέον τις αποφάσεις μου. Δεν θα εκτελούσα ξανά μισθωτή
εργασία. Στην ανάγκη θα προτιμούσα να ζητιανέψω ή να κλέψω. Μα από αφεντικά και
νταβατζήδες είχα χορτάσει τόσα χρόνια. Και πλέον είχα απαλλαγεί οριστικά.
Τώρα ο υπάλληλος με κοιτούσε
απογοητευμένος και συνοφρυωμένος. Είχε καταπιεί όλη την δίκαιη οργή του. Και τη
γλώσσα του. Δεν μιλούσε. Είχε σταματήσει το κήρυγμα και τις νουθεσίες. Για το
καλό μου πάντα. Δεν ένιωθε πια ούτε λίγη αγανάκτηση που θα ταίριαζε στη θέση
του και στα καθήκοντά του ως ρυθμιστής κόκκινων και μαύρων δανείων. Στο βάθος
ίσως και να ένιωθε κάποια συμπάθεια προς το πρόσωπό μου. Εγώ πάντως είχα
ξεθυμάνει. Δεν είχα κάτι άλλο να πω ούτε σε κείνον ούτε και στον εαυτό μου.
Μάλλον η κουβέντα μας είχε φτάσει στο τέλος της. Πάντως δέχτηκα την διευκόλυνση
της τράπεζας και τον ευχαρίστησα. Έπρεπε να υπογράψω κάποια χαρτιά για τον
διακανονισμό του χρέους. Μου τα άφησε μπροστά μου και άρχισα να τα διαβάζω
προσωπικά. Ειδικά τις υποσημειώσεις και τα ψιλά γράμματα. Δεν ήθελα να την
ξαναπατήσω. Άργησα λιγάκι μα στο τέλος έβαλα φαρδιά πλατιά την τζίφρα μου.
Χαιρετηθήκαμε θερμά και σηκωθήκαμε όρθιοι. Ο υπάλληλος έδειχνε κουρασμένος αλλά
και ανακουφισμένος. Σαν να έφυγε κάποιο βάρος από πάνω του. Ήταν ολοφάνερο πως
ήθελε να με ξεφορτωθεί μια ώρα αρχύτερα. Το γρηγορότερο. Αγγαρεία έκανε. Ήταν
έξυπνος. Καταλάβαινε ότι είχε μπροστά του ένα καμένο χαρτί. Μια χαμένη υπόθεση.
Πλέον κάθε διακανονισμός ήταν άχρηστος. Χάσιμο χρόνου και άσκοπη σπατάλη
ενέργειας. Ενώ αν υπήρχε κάποια προσημείωση τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Αν
μπορούσαν να μου κατασχέσουν κάτι θα με είχαν εκείνοι στο χέρι κι εγώ θα τους παρακαλούσα
γονατιστός. Όμως ήμουν άκληρος και ενάντια σε κάθε μορφή ιδιοκτησίας. Δεν είχα
τίποτα στο όνομά μου για να μου πάρουν. Ούτε απογόνους για να τους κληρονομήσω
τα χρέη μου. Δεν είχα τίποτα να χάσω και τίποτα να μου πάρουν. Θα έφευγα σαν
κύριος από την τράπεζα. Όπως ήρθα. Νικητής.
Έριξα μια τελευταία ματιά
τριγύρω. Το υποκατάστημα είχε αδειάσει από πελάτες. Είχαν όλοι φύγει. Η ώρα
είχε προχωρήσει. Οι δείκτες του μεγάλου ρολογιού ψηλά στον τοίχο έτρεχαν γοργά.
Το μαγαζί σε λίγο θα έκλεινε. Τελικά ο ναός του χρήματος δεν διανυκτέρευε. Δεν
είχε γίνει ακόμη ούτε νοσοκομείο ούτε φαρμακείο. Οι υπάλληλοι τακτοποιούσαν τα
γραφεία τους και έκλειναν τους υπολογιστές τους. Έχωναν βιαστικά τους φακέλους
και τα χαρτιά τους μέσα στα συρτάρια και τους φωριαμούς και τα κλείδωναν
προσεκτικά. Ο ταμίας πίσω από τον γκισέ τεντώθηκε και χασμουρήθηκε ελαφρά. Κάποιος
άλλος έβγαλε τα γυαλιά του κι έτριψε τα μάτια του. Ήταν κατακόκκινα. Άλλη μία γεμάτη
και παραγωγική μέρα για τους εργαζόμενους έφτανε αισίως στο τέλος της. Είχαν
κάνει το καθήκον τους και είχαν ήσυχη την συνείδησή τους. Δούλευαν πολύ σκληρά
για το ψωμί τους. Έστω και καθισμένοι σε αναπαυτικές καρέκλες. Δεν έχει
σημασία. Ξόδευαν την πολύτιμη φαιά ουσία τους και τον χρόνο τους. Και τα νιάτα
τους. Δεν θα καταλάβουν πότε θα φτάσουν στη σύνταξη. Πότε θα γεράσουν και θα
γίνουν χούφταλα. Πότε θα πεθάνουν. Καλύτερα. Μα σε λίγο θα επέστρεφαν επιτέλους
στα σπιτάκια τους για να ξεκουραστούν. Γι’ αυτούς τώρα αυτό έχει μόνο σημασία.
Όλα τα άλλα είναι αμπελοφιλοσοφίες. Ανυπομονώντας να φτάσει επιτέλους το
σαββατοκύριακο. Οι καριέρες είναι για τους εθελόδουλους και τα ρομπότ. Έστω
τους πιο ικανούς. Τους πιο κυνικούς. Εγώ ήμουν ο τελευταίος τους πελάτης. Και ο
πιο δύσκολος. Έπρεπε να ξεκουμπιστώ αμέσως από κει μέσα. Τρέχοντας.
Τράβηξα για την έξοδο. Και
τότε έγινε το αναπάντεχο. Τρεις οπλισμένοι κουκουλοφόροι μπήκαν μέσα φωνάζοντας
ληστεία. Φοβερό και τρομερό. Λούφαξα σε μια άκρη και περίμενα να τελειώσουν την
δουλειά τους. Οι υπάλληλοι άλλαξαν δέκα χρώματα. Χέστηκαν πάνω τους. Ο ταμίας πίσω
απ’ το γκισέ δεν αντιστάθηκε. Τα χρήματα δεν ήταν πολλά. Τα έβαλαν σε ένα σάκο
και εξαφανίστηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Μετά ειδοποιήθηκε η αστυνομία. Όποτε ληστεύουν τους αρχικλέφτες αγαλλιάζει η
ψυχή μου. Ηδονίζομαι. Πόσο μάλλον να είσαι και παρόν. Να το βλέπεις σε ζωντανή
μετάδοση. Σαν γκανγκστερική ταινία. Σκέφτηκα να τους ζητήσω δανεικά. Μπορεί και
να μου δίνανε. Τα έκοψα για καλά παιδιά. Όμως αποδείχτηκαν πρωτάρηδες και ερασιτέχνες.
Έστω και με μπόλικο θράσος. Νεαροί ήταν. Γύρω στα είκοσι. Μετά από λίγες ώρες
τους έπιασαν. Μάλλον τους ταυτοποίησαν από τις κάμερες ασφαλείας. Ίσως και από
κάνα πρόθυμο περαστικό που έδωσε τις κατάλληλες πληροφορίες. Τουλάχιστον δεν
βρέθηκαν τα κλοπιμαία. Κάπου πρόλαβαν να τα καταχωνιάσουν. Τα πιστόλια που
κρατούσαν αποδείχτηκαν ψεύτικα.
Ρεαλιστικότατο με έντονο καυστικό χιούμορ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή