Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗ

   «Θα επιζήσουμε κι αυτό το καλοκαίρι!» φώναζε το φάντασμα της πόλης, μες στο καταμεσήμερο, μα δεν τον άκουγε κανείς. Καθόταν μόνος στο παγκάκι, πλάι στο χαλασμένο σιντριβάνι, και έτρωγε πασατέμπους με τα φλούδια. Ψηλός, αδύνατος, με γκρίζα γένια και μακριά μαλλιά, φορούσε πάντα, χειμώνα-καλοκαίρι, ένα μαύρο παλτό κουμπωμένο μέχρι πάνω, και στο χέρι του κρατούσε το ξύλινο κοντάρι. Γύρω του μαζεύονταν οι σκύλοι και τα  περιστέρια και τον  ρωτούσαν που θα πάει φέτος διακοπές. «Θα επιζήσουμε κι αυτό το καλοκαίρι!», τους φώναζε αυτός  και χτυπούσε το σκήπτρο του με δύναμη στο πυρωμένο κράσπεδο.
   Ποτέ δεν έβγαζε από πάνω του το μαύρο παλτό, το θεωρούσε  γρουσουζιά. Είχε χρόνια να πλυθεί και μύριζε άσχημα, μα ήταν από γνήσιο εγγλέζικο κασμίρι, πράμα φίνο και απέθαντο, χωρίς μπαλώματα και τρύπες. Από έναν θείο του ναυτικό το κληρονόμησε, όταν πέθανε. Τον θυμάται ακόμα. Αυτός του άνοιξε τον λάκκο και τον έχωσε μέσα, αυτός τον σκέπασε μετά, με τα ίδια του τα χέρια, τότε που ήταν νεκροθάφτης, και μάλιστα, ο καλύτερος απ’ όλους, τον προτιμούσαν όλοι οι παπάδες. Δούλευε μόνο μεσημέρι και έφτιαχνε τους πιο όμορφους λάκκους, τους πιο βαθείς, τους πιο τετράγωνους, τους πιο ίσιους. Και αν καμιά φορά είχε απορία για το μέγεθος, έμπαινε ο ίδιος μέσα, ξάπλωνε και τους μετρούσε με το μπόι του. Ποτέ δεν λάθεψε.
   «Θα επιζήσουμε κι αυτό το καλοκαίρι» φώναζε στα σβουρίκια των δέντρων που του έκαναν συντροφιά τις νύχτες. Ξάπλωνε στο παγκάκι, πλάι στο άνυδρο σιντριβάνι, και κοίταζε τα αστέρια. Τα παιδιά με τα χλωμά πρόσωπα και τις άδειες κόγχες ξενυχτούσανε  μαζί του. Μαζεύονταν πιο πέρα, γύρω απ’ το μπρούτζινο άγαλμα με τις ξεραμένες κοτσιλιές που συνήθως κρατούσε μια σακούλα με αποφάγια στο χέρι, πίνανε μπύρες και κουβεντιάζαν ως αργά. Κοίταζαν από μακριά τον νεκροθάφτη, μα δεν πλησίαζαν κοντά του. Κάποτε, χωρίς λόγο, τα είχε πάρει στο κυνήγι, κι από τότε τον φοβόντουσαν.
   Εκείνο το πρωινό κάτι περίεργο συνέβη στην πλατεία. Δυο κοπρόσκυλα είχαν αρπάξει στα δόντια τους το μαύρο παλτό και το τραβούσαν με μανία. Ο νεκροθάφτης βρισκόταν παραδίπλα, ολόγυμνος, πεσμένος ανάσκελα μέσα σ’ ένα θάμνο. Κοιτούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα τον καυτό ήλιο και τις μαύρες σκιές που πετούσαν στον αέρα. Οι δυο σκύλοι τον πλησίασαν αργά, με προσοχή. Άρχισαν να κλαψουρίζουν και να γλύφουν τη μουσούδα του. Ήταν ήρεμος, δεν κουνιότανε καθόλου. Αργότερα μαζεύτηκαν γύρω του και τα χλωμά παιδιά με τις άδειες κόγχες και φέρανε κίτρινα γαρίφαλα, χιλιάδες κίτρινα γαρίφαλα, που σκέπασαν το γυμνό κορμί μέχρι το κεφάλι. Για κάμποση ώρα τον παρατηρούσαν σιωπηλοί. Μετά έφυγαν. Έμεινε μόνο ένα μικρό αγόρι δώδεκα χρόνων. Φαινόταν πολύ στεναχωρημένο απ’ το συμβάν, μα δεν έκλαιγε. Τον κοιτούσε σιωπηλό και ανέκφραστο, μέχρι που βράδιασε. Τότε έσκυψε από πάνω του και του έκλεισε τα μάτια. Το παλτό του μακαρίτη βρισκόταν πεταμένο  παραδίπλα, σωστό κουρέλι. Τόσος κόσμος το είδε, μα κανείς δεν του έδωσε σημασία. Το σήκωσε από κάτω και το μέτρησε στο μπόι του. Του πήγαινε μεγάλο, μα αποφάσισε να το κρατήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου