Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΤΟΥ ΠΑΡΚΟΥ

    Οι σκύλοι του πάρκου κοιμούνται όλη μέρα και τίποτα δε χαλάει τα  όνειρά τους. Ούτε τα μικρά παιδιά που παίζουνε αμέριμνα στο χώμα, ούτε οι γέροντες που  παραμιλάνε μόνοι στα παγκάκια, ούτε τα ζευγαράκια που φιλιούνται με πάθος πίσω απ’ τα φυλλώματα. Είναι τεμπέληδες και ηδονικοί σαν γάτες, αλανιάρηδες. Δεν φυλακίζονται σε μακρόστενα μπαλκόνια, ούτε τους σέρνουν με το ζόρι απ’ το λαιμό, δεν απαντάνε σε χαδιάρικα ονόματα. Αυτοί δεν κάνουν φιόγκο το μαλλί τους, ούτε ψεκάζονται με όμορφα αρώματα. Οι σκύλοι του πάρκου δεν είναι ευνούχοι, ούτε φλώροι.
   Όταν ξυπνούν αργά το απόγευμα, στέκονται ανόρεχτα στα πόδια τους, ανακλαδίζονται για ώρα και σαν πεινάσουν  χώνουν  τις μουσούδες στα  σκουπίδια και ζγαρλεύουν. Δεν έχουν συγγενείς και φίλους, δεν σκέφτονται να κάνουν οικογένεια, είναι μοναχικοί, και μεταξύ τους ακόμα σπάνια κουβεντιάζουν. Πολλοί τους λένε κυνικούς, ότι δεν νοιάζονται για τίποτα και για κανέναν. Μα αυτοί είναι βέβαιοι πως, ότι και να γίνει, η γη θα συνεχίσει να γυρίζει.
  Η βόλτα τους στο πάρκο αρχίζει πάντα τα μεσάνυχτα. Ψάχνουν για σάρκες  απαλές και σφριγηλές, γλύφουν σκιές, φιλούν φαντάσματα, ευλαβικά τα προσκυνούν σαν τις εικόνες όλη νύχτα, ώσπου ο ήλιος να τους βρει βρικόλακες κατάκοπους, τυραννισμένους,  κουλουριασμένους σαν τα φίδια να ποτίζουν με πικρούς χυμούς τα αιωνόβια δέντρα. Και οι πιο γέροι απ’ αυτούς λίγο πιο πέρα, άτριχοι, ξεδοντιασμένοι και καμπούρηδες αρκούνται μόνο να κοιτάζουν.  
   Μα κείνο το βράδυ τα δέντρα ποτίστηκαν με σάπιο αίμα και σπέρμα χαλασμένο. Από νωρίς οι σκύλοι αλυχτούσαν τρομαγμένοι. Ο ουρανός είχε γεμίσει κόκκινους καπνούς, τα δακρυγόνα κόβανε την ανάσα, οι μύτες καίγανε, τα μάτια κλαίγανε απ’ τον πόνο. Άντρες μαυροντυμένοι με καλυμμένα πρόσωπα και ξυρισμένα κεφάλια κρατούσαν ρόπαλα, πέτρες και μαχαίρια και χτυπούσαν τους σκύλους με μανία. Αυτοί έτρεχαν να ξεφύγουν. Οι πιο πολλοί τα κατάφεραν. Το μάτι εξασκημένο στο σκοτάδι, τα πόδια έβγαζαν φτερά, ήξεραν τις καβάτζες, ακόμη και  στα δέντρα σκαρφαλώναν, μέχρι την κορυφή για να σωθούν.
   Μόνο τα γέρικα σκαριά δεν ξέφυγαν. Το πρώτο φως τα βρήκε σωριασμένα,  κουφάρια ακέφαλα, χωρίς πνοή, γεμάτα τρύπες. Ήρθαν οι σκουπιδιάρηδες, τα μάζεψαν, τα έκαναν πολτό και ύστερα τα πέταξαν σε μια χωματερή γεμάτη όρνια. Μεγάλες μάνικες ξέπλυναν τα κόκκινα  δέντρα και το πάρκο καθάρισε όπως πρώτα.  Τίποτα πια δεν θύμιζε την χτεσινή επιδρομή και τα αποτρόπαια εγκλήματα.
   Οι σκύλοι διώχτηκαν κακείν κακώς. Το πάρκο φράχτηκε με ψηλά αδιαπέραστα κάγκελα και φωτίστηκε από δυνατούς προβολείς, τα βράδια ερήμωσε. Τώρα το φυλάνε μαυροντυμένοι άντρες με ξυρισμένα κεφάλια  και καλυμμένα πρόσωπα.
   Οι σκύλοι του πάρκου αλυχτάνε ακόμα τρομαγμένοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου