Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

ΣΕ ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗ*

Στον Γιάννη Βαΐτσα

   Φίλε, τα χρόνια πέρασαν και η καρδιά μας γέρασε. Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, συναλλαγές, φριχτές ανταποδόσεις, έγνοιες μικρές και λύπες μας εκούρασαν, θολώσανε τα μάτια και ο νους μας. Λειώσαμε και τελειώσαμε σαν στήλες στα γραφεία, ανδρείκελα της μοίρας ξεχασμένα, με αισθήσεις διάχυτες και σώμα τρύπιο, φαγωμένο που στη θύμιση πονά. Νύχτα αξημέρωτη υπήρξε η ζωή μας που η αγάπη άργησε, προσπέρασε, δεν έφτασε ποτέ. Τίποτα πλέον φίλε δεν μας σώνει. Κι όπου κι αν πάμε, μια βαριά σκιά από πάνω μας σαν σύννεφο ακολουθεί.
   Είχαμε την κακιά την ώρα μέσα μας. Ρηγάδες που πολέμησαν για ανύπαρχτα βασίλεια, τώρα γυρίζουμε στα ακάθαρτα του δρόμου με τα φτερά σπασμένα, μάτι θολό και βήμα τσακισμένο, ωχροί, λεροί κι ασήμαντοι, καθένας μόνος του από άλλο δρόμο. Και πόσο νέοι φτάσαμε ως εδώ, πόσο γρήγορα, γιατί βιαστήκαμε, δε μάθαμε, κανέναν δε ρωτήσαμε, σ’ αυτό το έρημο νησί στο χείλος της αβύσσου, σέρνοντας μαζί  στο φθονερό καταφύγιο την αιώνια πληγή.
   Το ξέρεις φίλε πια καλά, όταν οι άνθρωποι θέλουν να σε πονέσουν σκαρφίζονται χιλιάδες τρόπους. Πέταξε το όπλο μακριά και τρέξε, σωριάσου πρηνής, φυλάξου από τα γύναια και το μαστροπό λαό σου, τα χάχανα του κόσμου μη σε αγγίζουν. Φυλάξου απ’ όλους. Μόνο τα όνειρά σου κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά σου, μην τα προδίδεις, των συνετών δεν είναι τόσο ωραία.
   Και να γράφεις φίλε, να ταξιδεύεις. Εμείς δεν έχουμε άλλο τρόπο, δεν έχουμε άλλη γη. Δικά μας παιδιά οι λέξεις, απ’ το αίμα και απ’ το σπέρμα μας βγαλμένες.

*ο τίτλος είναι παρμένος από ποίημα του Κώστα Καριωτάκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου