Η νύχτα ήταν καθημερινή, μοναξιάρικη
και συφοριασμένη. Σαν κλούβιο αβγό. Το μπαρ της κουτσής άδειο, μ’ ένα πελάτη
μόνο, έτσι, για δείγμα. Η αφεντικίνα έλειπε σε κάποια δουλειά και είχε αφήσει στο
πόδι της μια «υπάλληλο», καλή και όμορφη κοπέλα, που βαρούσε μύγες
ψαχουλεύοντας βαριεστημένα το κινητό της. Ο κοντός με είχε παρακαλέσει να ‘χω
το νου μου μη γίνει καμιά άσχημη, κι αν χρειαστεί να τον ειδοποιήσω. Είχε κι
αυτός μια επείγουσα δουλειά μαζί με τα υπόλοιπα καλόπαιδα. Δέχτηκα να τον
εξυπηρετήσω χωρίς να ρωτήσω λεπτομέρειες. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχα τίποτα
καλύτερο να κάνω. Είχε και την πλάκα του. Θα το ‘παιζα προστάτης και νονός της
νύχτας, έστω περιστασιακός και αναπληρωματικός. Δεν είναι εύκολος ρόλος, ούτε
του χαρακτήρα μου, μα η βραδιά φαινόταν ήσυχη και τζούφια, θα κλείναμε νωρίς.
Καθόμουν στη γνώριμη θέση μου, στην άκρη της μπάρας, πλάι στη τζαμαρία και χάζευα
έξω τους περαστικούς. Παραπέρα στεκόταν μια μυστήρια μάπα, κάπνιζε και έπινε το
ποτό του. Δεν τον είχα ξαναδεί. Πάνω κάτω στα χρόνια μου (στην ύποπτη ηλικία
των πενηνταφεύγα) καραφλός, με λίγα σγουρά μαλλιά στην περιφέρεια και γυαλιά
μυωπίας. Σοβαρός κύριος, καλοντυμένος, μα το βλέμμα του σκοτεινό και ύποπτο. Κάθε
τόσο κοιτούσε με αδημονία το ρολόι του, έριχνε και κάνα βλέφαρο προς την πόρτα
του μαγαζιού. Και σε μένα. Περιμένοντας τον κοντό.
Κάποια στιγμή ρώτησε την
κοπέλα. Δυστυχώς, δεν ήξερε αν θα ερχόταν απόψε, του απάντησε. Κάπως κατσούφιασε,
κάνοντας μια περίεργη γκριμάτσα και με κοίταξε κατ’ ευθείαν στα μάτια, ζητώντας
βοήθεια, μήπως μπορούσα εγώ κάπως να τον διαφωτίσω. Άρπαξα στον αέρα την
ευκαιρία να του πιάσω κουβέντα. Όχι πως είχα διάθεση για τσιλάγρα, μα μ’ έτρωγε
η περιέργεια για το καινούργιο φρούτο που φύτρωσε ξαφνικά σήμερα το βράδυ στο
μαγαζί. Μου ήταν παντελώς άγνωστος και ήθελα να τον ξεψαχνίσω, στα όρια της αδιακρισίας,
που λένε, κι όσο βέβαια θα μου ‘δινε ο ίδιος το δικαίωμα. Δεν είχα όρεξη για
άσκοπες παρεξηγήσεις νυχτιάτικα. Απ’ την άλλη, πώς ήξερα ότι δεν είναι κάνας
χαφιές, βαλτός απ’ την ασφάλεια; Έπρεπε να είμαι προσεχτικός. Του είπα ότι απόψε
ο κοντός είχε μια σοβαρή δουλειά, μάλλον δεν θα ‘ρχόταν καθόλου. Κατσούφιασε
ακόμα πιο πολύ, σχεδόν τον λυπήθηκα. Το ποτήρι του είχε αδειάσει, όπως και το
δικό μου, και προσφέρθηκα να τον κεράσω. Έκανα νόημα στην κοπέλα να φέρει δυο
ποτά και μετά απ’ την πρόσκλησή του (μ’ ένα νεύμα μου ‘δειξε το διπλανό σκαμπό)
πήγα και κάθισα μαζί του.
Του συστήθηκα με όλες τις
επισημότητες ως επιστήθιος φίλος του διαβόητου κοντού, ως ο πλέον έμπιστος άνθρωπος
του μαγαζιού. Η δήλωσή μου πρέπει να τον εντυπωσίασε, αν και δεν είχε κανένα
λόγο να με πιστέψει και να με εμπιστευτεί, ούτε κι εγώ βέβαια για όσα θα μου
αράδιαζε κατόπιν. Για μια στιγμή μ’ έκοψε και με μέτρησε πίσω από τα μυωπικά
του γυαλιά και χαμογέλασε. Ήταν κι αυτός φίλος του κοντού. Γνωρίστηκαν στη
φυλακή, κάτω από κάπως περίεργες και αντίξοες συνθήκες. Δεν τον ξέρει πολύ καιρό,
μα ήδη τον λογαριάζει για δικό του άνθρωπο, είπε. «Πράγματι, ο κοντός είναι
πολύ κοινωνικό άτομο, κάνει εύκολα φιλίες», επιβεβαίωσα την κρίση του, χαμογελώντας
όσο πιο φυσικά μπορούσα. Δεν ήθελα να πάρει τα λόγια μου ως ειρωνεία. Δηλαδή
έτσι όπως πραγματικά ήταν.
Από τότε που ο κοντός άρχισε
να μπαινοβγαίνει συχνότερα στα ευαγή ιδρύματα, στο μαγαζί έσκαγαν μύτη διάφορα
φυντάνια. Εδώ έπαιρνε την αλληλογραφία του, διεκπεραίωνε τις υποθέσεις του και
κανόνιζε τις δουλειές του. Όμως, πλέον, οι μπάτσοι και οι ασφαλίτες τον είχαν
βάλει για τα καλά στο μάτι. Διακίνηση σκληρών ναρκωτικών, μαστροπείες γυναικών,
προστασία μαγαζιών, το παιχνίδι είχε χοντρύνει πολύ κι αυτός δεν έπαιρνε τις
απαραίτητες προφυλάξεις. Είχε πάρει την κάτω βόλτα και τα ρουθούνια του καμένα
απ’ την κόκα. Κάθε τόσο κάνανε ντου στο μαγαζί και τον μπουζουριάζανε, όμως
μετά από λίγες μέρες ήταν και πάλι ελεύθερος. Τον καθάριζε, μου ‘χε πει, μια εισαγγελέας,
παλιά γνωστή του, δίχως να προχωρήσει σε λεπτομέρειες. Την πηδούσε; Την
εκβίαζε; Τη λάδωνε; Ποιος ξέρει, για όλα τον είχα ικανό. Πάντως, είχε τις άκρες
του και μέχρι σήμερα την έβγαζε καθαρή. Και μεσ’ τη φυλακή όλοι τον σέβονταν
και τον υπολήπτονταν. Αυτό είχε σημασία.
Ο τύπος τσούγκρισε το ποτήρι
του και ευχήθηκε στην υγειά μας. Μου πρόσφερε και τσιγάρο. Ήταν φυλακή και
βγήκε σήμερα με άδεια και διανυκτέρευση, λόγω καλής διαγωγής. Δεν είχε πολλές
ελεύθερες ώρες στη διάθεσή του ακόμη. Το πρωί, με το πρώτο φως, έπρεπε να μπει
πάλι μέσα. Πήγε να δει για λίγο τη γριά μάνα του και κατόπιν ήρθε εδώ,
ψάχνοντας τον κοντό. Χωρίς να τον ρωτήσω, άρχισε να μου λέει την ιστορία του. Η
μοναξιά και το πιοτό είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. Και σίγουρα μου ‘δειχνε
εμπιστοσύνη, μάλλον το ‘χε η φάτσα. Εφόσον βέβαια μου θα έλεγε την αλήθεια.
Στην προηγούμενη ζωή του ήταν
φιλόλογος, διορισμένος σε γυμνάσιο. Παντρεμένος, είχε και δύο παιδιά, ένα αγόρι
κι ένα κορίτσι. Ο διάολος τον έβαλε να μπλεχτεί με μια μικρούλα μαθήτριά του.
Ήταν η πρώτη φορά που τσιλημπούρδιζε με ανήλικη, άβγαλτος μα και άτυχος. Η
μικρή καμαρώνοντας το έκανε βούκινο σε όλο το σχολείο, τους την έστησαν και τους
έπιασαν στα πράσα, ολόγυμνους μέσα στο αυτοκίνητο, πάνω στα φιλιά και τα χάδια,
δεν πρόλαβαν καν να ολοκληρώσουνε την πράξη. Αυτή έφταιγε. Τον προκαλούσε συνέχεια
στο μάθημα και στα διαλλείματα του είχε γίνει κολλιτσίδα, δεν τον άφηνε σε
χλωρό κλαρί. Το πουτανάκι ήταν πειρασμός και όχι βέβαια καμιά παρθένα. Παρά την
ηλικία της ήταν ξεβγαλμένη. Πιάστηκε σαν μαλάκας και καλά να πάθει. Πήρε όλη
την ευθύνη πάνω του, όπως και έπρεπε, δίχως ελαφρυντικά και δικαιολογίες. Του
πέρασαν χειροπέδες, έγινε δίκη και καταδικάστηκε κάμποσα χρονάκια φυλακή για
ασέλγεια ανηλίκου. Έχασε τη δουλειά του και η γυναίκα του πήρε διαζύγιο, μαζί
με την επιμέλεια των παιδιών. Οι συγγενείς του γύρισαν την πλάτη, ξεφτίλισε δήθεν
το ένδοξο όνομά τους, και μόνο η μάνα του έμεινε δίπλα του και του
συμπαραστάθηκε. Τι να κάνει η κακομοίρα η γριά, μοναχοπαίδι τον είχε. Κι έμεινε
πικραμένη και ολομόναχη, απ’ το μαράζι του θα πάει. Ο πατέρας του ήταν από
χρόνια πεθαμένος.
Την πρώτη του μέρα στη
φυλακή δεν πρόκειται να την ξεχάσει ποτέ. Μπήκε συνοδεία με τον φύλακα
βαστώντας τις κουβέρτες του και κάποια ατομικά είδη. Στο διάδρομο τον περίμεναν
όλοι οι κρατούμενοι της πτέρυγας παραταγμένοι σε δυο σειρές δεξιά και αριστερά.
Δεν κατάλαβε τον λόγο. Ίσως θέλανε να τον υποδεχτούνε για το καλωσόρισμα, όχι
βέβαια με επευφημίες και μπράβο, όμως τουλάχιστον με ένα καλό και συμπονετικό
λόγο, να γνωριστούνε, να δώσουνε τα χέρια, να του ευχηθούνε καλή διαμονή και τα
ρέστα. Πλανιόταν πλάνη οικτρά, αν και αμέσως, απ’ την έκφραση των προσώπων τους
(σοβαρή, ειρωνική και εκδικητική) άρχισαν να τον ζώνουν τα μαύρα φίδια. Ήταν
έθιμο για τους νεοεισερχόμενους στην «υψηλή κοινωνία», κάτι σαν τελετουργία μύησης
(αργότερα το πληροφορήθηκε) που, παρότι ξεπερασμένο και παρωχημένο, σε κάποιες
φυλακές ίσχυε ακόμα, ίσως για να σε τρομάξουν και να σου σπάσουν εξαρχής τον
τσαμπουκά. Όμως, εκείνη τη στιγμή δεν πήγε το μυαλό του στο κακό. Προχώρησε
ανυποψίαστος ρίχνοντας μια λοξή ματιά στον φύλακα γεμάτη απορία, σαν να του
‘λεγε «τι θέλουν τώρα όλοι αυτοί;». Αυτός του χαμογέλασε, παρέμεινε πλάι στην
πόρτα και του έκανε νόημα να προχωρήσει μόνος. Κάτι κατάλαβε, μα έπρεπε να
κρατήσει την ψυχραιμία του. Και ότι επακολούθησε θα το θυμάται σε όλη την
υπόλοιπη ζωή του, μέχρι να πεθάνει.
Προχώρησε στο διάδρομο
κοιτώντας μπροστά και μακριά, κανένα λοξό βλέμμα προς όλους αυτούς τους
ουρακοτάγκους. Και όταν έφτασε στη μέση περίπου άκουσε μια βραχνή τρομακτική
φωνή. «Ήθελες να γαμήσεις και κοριτσάκι, κύριε καθηγητά!» Ήταν το σύνθημα.
Όρμησαν όλοι πάνω του σε έναν κύκλο και άρχισαν να τον χτυπούν με χέρια και με
πόδια, ουρλιάζοντας σαν πρωτόγονοι αγριάνθρωποι. Πυξ λαξ και οδάξ, που λέγανε
και οι αρχαίοι, μα αυτός ούτε κατά διάνοια σκέφτηκε να ανταποδώσει. Έπεσε χάμω
στο πάτωμα, κουλουριάστηκε και προσπάθησε να προφυλαχτεί, να φάει όσες
λιγότερες γινόταν, μέχρι να ξεθυμάνει η οργή τους και περάσει η μπόρα, μα πιο
πολύ το κεφάλι του. Όταν κουράστηκαν να τον χτυπούν, σταμάτησαν και περίμεναν
να σηκωθεί. Αυτός έμενε κάτω, δεν ήξερε τι θα επακολουθήσει. Τουλάχιστον,
περίμενε τους φύλακες να έρθουν να τον βοηθήσουν, κάποιος να τον βγάλει απ’ τη
δύσκολη κατάσταση. Ήταν λοιπόν εξόχως ηθικά στοιχεία οι συγκρατούμενοί του. Δεν
ανέχονταν τέτοια παραπτώματα, όπως η σεξουαλική συνεύρεση με κοριτσάκια.
Τουλάχιστον αν τον αφήναν να τους εξηγήσει. Τώρα τον περιμένανε να σηκωθεί
όρθιος για την συνέχεια. Κι αυτός βογκούσε και βαριανάσαινε στο πάτωμα. Δεν
ήξερε τι να κάνει. Όμως, έπρεπε να πάρει μια απόφαση.
Τότε κάποιος έσκυψε και
κόλλησε την άθλια και σιχαμερή του μούρη στο πρόσωπό του. «Σήκω αγόρι μου, δεν
θα σε πειράξουμε», είπε και σαν παλιόσκυλο τον έγλυψε με τη γλιτσιασμένη και
βρωμερή του γλώσσα στο μάγουλο. Τότε το ποτήρι ξεχείλισε. Θόλωσε. Με τα μάτια
κλειστά, χωρίς να βλέπει γύρω του, τον άρπαξε και του δάγκωσε δυνατά το αυτί, με μανία,
μέχρι που το έκοψε σύρριζα και το έφτυσε μακριά. Γέμισε αίματα. Οι άλλοι στην
αρχή ξαφνιάστηκαν, τρόμαξαν. Όμως, γρήγορα συνήλθαν απ’ την έκπληξη και άρχισαν
πάλι να τον βαρούν, προσπαθώντας να τους ξεκολλήσουν. Όμως, δεν τον άφηνε ρούπι
απ’ τα χέρια του. Όσο πιο πολύ ούρλιαζε, τόσο τον έσφιγγε. Με εκδικητική ηδονή
άρχισε να τον δαγκώνει στο σαγόνι και να του μασουλάει το μάγουλο. Ήταν ο
άτυχος που θα πλήρωνε τη νύφη για όλους. Θα τον κατασπάραζε ολόκληρο, έτσι είχε
αποφασίσει. Όμως, καθώς άρχιζε να του δαγκώνει τον μαλακό και εύγευστο λαιμό,
ένιωσε ένα βαρύ λοστάρι στο κεφάλι του κι έχασε τις αισθήσεις του.
Μετά από μέρες άνοιξε τα
μάτια του στο νοσοκομείο της φυλακής. Το κεφάλι του πονούσε ακόμη. Το πρόσωπο
και όλο του το κορμί ήτανε μπαταρισμένο, γεμάτο γάζες, επιδέσμους και γύψους,
δεν τα ένιωθε. Είχε πάθει γερό στραπάτσο κι έκανε μήνες να συνέλθει. Το
περισσότερο ξύλο το έφαγε αφότου λιποθύμησε. Στο παρά πέντε τη γλύτωσε, είπαν
οι γιατροί, χαροπαλεύοντας για μέρες. Για τον διευθυντή των φυλακών το συμβάν
έπρεπε να καλυφθεί και θεωρήθηκε ως μη γενόμενο. Δεν συνέφερε κανέναν να βγει
προς τα έξω, φυσικά περισσότερο απ’ όλους τον ίδιο, που είχε βλέψεις για τα
ανώτερα κλιμάκια της δικαιοσύνης. Μόνο του υποσχέθηκε ότι δεν θα έχει παραπέρα
συνέπειες και ότι από δω και στο εξής θα φρόντιζε να μην ξανασυμβούν παρόμοια
έκτροπα. Δηλαδή, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. «Τουλάχιστον, δεν θρηνήσανε θύματα»,
του είπε κάπως ανακουφισμένος. Ο μισοφαγωμένος κρατούμενος στο τσακ την γλύτωσε
κι αυτός. Τον προλάβανε, παρά την ακατάσχετη αιμορραγία που είχε στην καρωτίδα,
του την είχε κόψει. Όταν συνήλθε κάπως τον επισκέφθηκε και ο κοντός. Είχε δει
όλο το συμβάν από τον δεύτερο όροφο της πτέρυγας. Πλέον ήταν υπό την προστασία
του, δεν είχε να φοβάται τίποτα και κανέναν. Αυτός δεν είπε τίποτα, ούτε ένα
ευχαριστώ. Μόνο τον ρώτησε γιατί τόσο ενδιαφέρον για το πρόσωπό του και τι
ανταλλάγματα ζητούσε. Δεν ήθελε τίποτα, η προστασία γινόταν αφιλοκερδώς. «Απλά,
γιατί σε συμπάθησα, ρε κανίβαλε!» είπε κι έσκασε στα γέλια. Γέλασε και κείνος,
όσο μπορούσε, μέσα απ’ το φασκιωμένο πρόσωπο, αλλά πόνεσε. Από τότε γίνανε
φίλοι και του ‘μεινε το παρατσούκλι. Όλοι μέσα στη φυλακή τον φωνάζανε κανίβαλο
και το σκεφτόντουσαν πολύ προτού τον πλησιάσουν. Επιπλέον, ο κοντός είχε τα
μέσα και τον πήρε μαζί του, στο ίδιο κελί. Δεν είχε παράπονο. Πλέον, στη φυλακή
περνά ζωή και κότα. Παρ’ όλο που ο φίλος του πήρε πάλι απολυτήριο.
Επιτέλους, η λογοδιάρροια
του κανίβαλου είχε τελειώσει. Δεν ήξερα τι από όλα αυτά να πάρω στα σοβαρά.
Απλά ίσως ήθελε να με εντυπωσιάσει. Πάντως, δεν έμοιαζε με κανίβαλο, αν και τα
σιγανά ποταμάκια πρέπει να φοβάσαι. Κοίταξα καλύτερα το πρόσωπό του. Κανένα
σημάδι, ουδεμία παραμόρφωση, με τίποτα δεν θύμιζε στραπατσαρισμένη φάτσα. Τι να
πρωτοπιστέψεις. Παρ’ όλα αυτά δεν μίλησα, δεν είχα τίποτα να ρωτήσω ή να πω. Τσουγκρίσαμε
πάλι τα ποτήρια μας. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκαν στο μαγαζί
αγκαζέ ο κοντός με την κουτσή. Πήγαιναν πέρα δώθε τρεκλίζοντας, βάρκα γιαλό,
σημάδι ότι ήταν από πιωμένοι έως και μαστουρωμένοι. Παρ’ όλη τη σούρα του ο
φίλος μας τον αναγνώρισε. «Που ‘σαι ρε κανίβαλε; Ζεις; Δεν πέθανες ακόμη;» είπε και πρόλαβε να βουτήξει στην αγκαλιά του.
Προτού σωριαστεί φαρδύς πλατύς στο πάτωμα και γελάσει και το παρδαλό κατσίκι.
Και κατάλαβα πως η πραγματική βραδιά τότε ξεκίναγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου