Τους άνοιξα την πόρτα με
μισή καρδιά. Συνηθισμένοι βέβαια από ψυχρές υποδοχές και ξινισμένες φάτσες.
Όπως και σε πολλούς άλλους, κάθε επαφή με τα όργανα της τάξης και του νόμου μού είναι απεχθής. Και μόνο στο
άκουσμα της λέξης «ασφάλεια» μου έρχεται αναγούλα, είμαι έτοιμος να ξεράσω. Βέβαια,
μια δουλειά είναι κι αυτή, καθ’ όλα χρήσιμη για το κοινό καλό, μα για μένα
πλέον είναι καθαρά ζήτημα αισθητικής. Ήτανε δύο, με πολιτικά. Ο ένας στην
ηλικία μου, ο άλλος όχι πάνω από τριάντα. Παραδόξως, ο μικρός ήταν όμορφος και
ερωτεύσιμος. Χαραμιζόταν στην υπηρεσία διώξεως εγκληματιών, κακοποιών και
λοιπών αντικοινωνικών στοιχείων. Μακριά ξανθά μαλλιά, γαλάζια μάτια, τατουάζ
στα χέρια, σκουλαρίκια στα αυτιά. Όλο δροσιά και νιάτα. Δεν μιλούσε καθόλου,
μόνο κοίταζε εξεταστικά το χώρο κι εμένα. Φαινόταν έξυπνος, τσακάλι. Μα πάνω
από όλα ήταν όμορφος. Τον κοίταζα κι εγώ, επίμονα. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πού
το έχω ξαναδεί αυτό το ζουμερό καυλάκι. Καθίσαμε στο σαλόνι. Αν ήθελαν, μπορούσαν να καπνίσουν, τους είπα.
Εγώ όχι. Μετά την τελευταία περιπέτεια της υγείας μου αποφάσισα να το κόψω. Η
επίσκεψη ήταν καθαρά φιλική, είπε ο μεγάλος. Ήξεραν ότι ακόμα δεν είχα συνέλθει
για τα καλά, μα έπρεπε να μου κάνουν κάποιες ερωτήσεις για το περιστατικό. Αν
και όλα τα ήξεραν. Δεν ξαφνιάστηκα από την παρουσία τους, τους περίμενα. Με είχε
προειδοποιήσει η γειτόνισσα από δίπλα. Πιο πριν ήταν εδώ. Μα μόλις χτύπησε το
θυροτηλέφωνο και κατάλαβα ποιοι είναι, την έδιωξα κακήν κακώς. Καλύτερα να μην
την έβρισκαν στο σπίτι μου.
Κι όμως, της έχω μεγάλη
υποχρέωση. Η κακομοίρα μου συμπαραστάθηκε πολύ στην κακοτυχία μου. Ξημερώματα
Σαββάτου με βρήκε έξω από την πόρτα μου, σε άθλια κατάσταση, σωριασμένο κατάχαμα
και με περιμάζεψε. Αυτή μου τα είπε, εγώ δεν θυμόμουν τίποτα. Η προηγούμενη
νύχτα ήταν καταστροφική. Έγινα παπί απ’ τη βροχή, ήπια τον αγλέουρα στο μπαρ
της κουτσής και άρπαξα ένα γερό κρύωμα. Στην αρχή δεν του ‘δωσα σημασία. Φταρνιζόμουνα
μόνο και είχα λίγα ρίγη. Ένα απλό συνάχι, που με λίγο ύπνο και κάνα ντεπόν θα
περάσει, σκέφτηκα. Μα τα ήδη ταλαιπωρημένα μου πνευμόνια δεν άντεξαν, τρύπησαν
και σκίστηκαν στα δύο. Δυο μέρες προσπαθούσε με εντριβές και γιατροσόφια να με
συνεφέρει, δίχως αποτέλεσμα. Ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει, κι εγώ να ξυπνήσω
απ’ τον λήθαργο. Τρόμαξε πολύ και τη Δευτέρα φώναξε το γιατρό. Το πρωί, την ώρα
της ληστείας. Με εξέτασε και διέγνωσε βαριά καραμπινάτη πνευμονία. Έπρεπε να
μεταφερθώ επειγόντως στο νοσοκομείο. Κακώς άργησε να τον φωνάξει. Ήδη είχε
χαθεί πολύτιμος χρόνος και κινδύνευε η ζωή μου, της είπε. Εκείνη, και μόνο στη
σκέψη ότι μπορούσα να πεθάνω, και μάλιστα εξαιτίας της, δεν άντεξε και ξέσπασε
σε κλάματα. Ήταν πονόψυχη η έρμη, καλή καρδιά. Ευτυχώς, με προλάβανε. Κάθισα
δέκα μέρες μέσα κι αυτή συνέχεια στο πλευρό μου, στιγμή δεν έφυγε από δίπλα
μου. Ήταν γερό στραπάτσο. Ακόμα δεν είχα συνέλθει για τα καλά.
Οι μπασκίνες ήρθαν στο
νοσοκομείο την επόμενη του συμβάντος. Με βρήκαν εκεί, στο κρεβάτι του πόνου, με
τον ορό στη μύτη, να κοιμάμαι. Ο πυρετός επέμενε, συνέχιζα να ψήνομαι, μα είχα
ατράνταχτο άλλοθι, το επιβεβαίωνε και ο γιατρός που με είχε εξετάσει. Εκτός κι
αν θεωρούσαν, πράγμα απίθανο, ότι ήμουν ο εγκέφαλος της σπείρας και κινούσα τα
νήματα από μακριά και νοερά, με τηλεπάθεια. Την ρώτησαν αν ήξερε κάτι. Γνώριζαν
τις σχέσεις της με τον κοντό, εμένα και τους άλλους, το μπουρδέλο και το μπαρ
της κουτσής. Όλα τα ήξεραν, ότι βράζαμε στο ίδιο καζάνι. Ναι, δεν το αρνήθηκε,
τα ήξερε τα παιδιά, μα για τη ληστεία όχι, είχε μαύρα μεσάνυχτα. Μόνο όσα είπαν
οι ειδήσεις, τους είπε και εκείνοι έφυγαν χωρίς να επιμείνουν, να γίνουν
πιεστικοί, φορτικοί και αδιάκριτοι, όπως συνηθίζουν. Ίσως να τους έπεισε ότι
έλεγε την αλήθεια. Ίσως πάλι να σεβάστηκαν τον χώρο και την κατάσταση του
ασθενούς. Ούτε την κάλεσαν στην αστυνομία για να δώσει επίσημη κατάθεση. Και τι
να τους έλεγε; Πράγματι δεν γνώριζε τίποτα. Είχε μείνει έξω απ’ το κόλπο. Ο κοντός
δεν την εμπιστευόταν. «Δεν κάνει για τέτοιες δουλειές. Είναι αφελής και ελαφρόμυαλη,
της ξεφεύγουν λόγια. Το μυαλό της είναι κούφιο και συνέχεια στην πούτσα!» είχε
πει ο αρχηγός και γελάσαμε. Δεν είχε κι άδικο. Πάντως, η γειτόνισσα με βοήθησε
πολύ και της το χρωστάω. Έχει καλή ψυχή.
Ο μπάτσος θαύμασε την
τεράστια βιβλιοθήκη του πατέρα με τα πολλά βιβλία και απόρησε αν όλα αυτά τα έχω διαβάσει. Δεν
του απάντησα και χωρίς άλλες περιστροφές μπήκε αμέσως στο ψητό. Είχαν βάσιμες
υποψίες ότι ήμουν κι εγώ στο κόλπο. Το αρνήθηκα μετά βδελυγμίας. Δεν ήξερα τίποτα.
Κι εγώ απ’ τις εφημερίδες έμαθα τα καθέκαστα. Το θέμα ήταν πρωτοσέλιδο για
πολλές μέρες. Βούιξαν και τα τοπικά κανάλια της τηλεόρασης. Τα παιδιά ήταν απλά
γνωστοί, ένα «γεια» λέγαμε, τίποτα παραπάνω. Με κοίταξαν καχύποπτα και
διερευνητικά. Δεν πρέπει να έγινα και πολύ πιστευτός, μα στα αρχίδια μου. Δεν είχαν
τίποτα να μου προσάψουν. Εδώ πήγα να πεθάνω, τι μου τσαμπουρνάνε οι καργιόληδες
για ληστείες και κουραφέξαλα. Είχα και ατράνταχτο άλλοθι. Εκτός κι αν τα μαθαίνανε
από αλλού. Μα πλέον δεν υπήρχε κανείς να τους μιλήσει για το άτομό μου. Ίσως
μόνο η κουτσή, μα αυτή είναι τάφος. Δεν της παίρνεις κουβέντα ούτε με τα
χειρότερα βασανιστήρια.
Η αλήθεια είναι ότι είχα
βρεθεί μια φορά στις συναντήσεις τους, στην τελευταία. Εκεί έμαθα για τις
λεπτομέρειες της δουλειάς. Ο κοντός κι ο ψηλός ήταν η ομάδα κρούσης. Θα
μπαίνανε στην τράπεζα μεταμφιεσμένοι σε παπάδες, ενώ ο χοντρός θα τους περίμενε
απ’ έξω και θα τους έκανε νόημα αν κάτι πήγαινε στραβά. Εμένα με θέλανε πιο
πέρα, στη γωνία, για τσίλιες. Θα ήμουν μακριά και δεν θα χρειαζόταν να
μασκαρευτώ, κανείς δεν θα με υποψιαζόταν. Αν έσκαγαν παρ’ ελπίδα τίποτα
μηχανόβια καρακόλια θα σφύριζα κλέφτικα στο χοντρό κι αυτός στους άλλους για να
γίνουνε μπουχός. Στο κόλπο βασικός μέτοχος ήταν ο ταμίας της τράπεζας, παλιός
φίλος του κοντού, γύρευε ποια χρέη είχε να καλύψει. Εκείνος τους είχε δώσει όλες
τις απαραίτητες πληροφορίες. Δηλαδή ότι κάθε Δευτέρα η τράπεζα κάνει παραλαβή
μετρητών και είναι φίσκα στο παραδάκι, ειδικά τώρα που θα δώσει στον κοσμάκη το
δώρο χριστουγέννων, ότι δεν υπάρχει ειδική ασφάλεια φύλαξης, ότι το κλειδάκι
για την έξοδο κινδύνου απ’ την πίσω μεριά το είχε στο γραφείο του ο
υποδιευθυντής του καταστήματος και ότι έπρεπε να μεταμφιεστούν και να γίνουν
αγνώριστοι, αφού ο χώρος ήταν γεμάτος με κάμερες παρακολούθησης. Ο κοντός είχε
κάνει δυο αναγνωριστικές επισκέψεις στο κατάστημα για να ανοίξει τάχα μου λογαριασμό.
Το σχέδιο ήταν απλό και εύκολο και αυτό ήταν που με ανησυχούσε περισσότερο. Με
ζώνανε τα μαύρα φίδια, μα όταν μου ζήτησε να τους βοηθήσω παραμέρισα τις
επιφυλάξεις μου και δέχτηκα, έστω και με μισή καρδιά. «Χρειάζονται άνθρωποι της
εμπιστοσύνης, και πού να βρεθούν την σήμερον ημέρα!» σχολίασε θυμόσοφα ο κοντός
για να με πείσε. Δέχτηκα, όχι βέβαια για τα λεφτά, δεν καιγόμουνα γι’ αυτά, απλά
γιατί του χρωστούσα πολλές χάρες, ένιωθα υποχρέωση απέναντί του και μια φορά
που κι αυτός με χρειάστηκε, δεν μπορούσα να τον κρεμάσω. Του ζήτησα μόνο το
λιγότερο επικίνδυνο πόστο. Δεν είχα ξαναμπλεχτεί σε τέτοιου είδους
παλιοδουλειές και φοβόμουνα μη χάσω την ψυχραιμία μου, κάνω καμιά μαλακία και
τους πάρω όλους στο λαιμό μου. «Εντάξει, τσιλιαδόρος», είπε και δώσαμε τα
χέρια.
Μετά συζητήσανε κάποιες
ψιλολεπτομέρειες, πιο πολύ για το χρονοδιάγραμμα της επιχείρησης, ξέθαψε κι ένα
στραπατσαρισμένο χαρτί, το σχεδιάγραμμα με τις διαδρομές, που είχε καταχωνιάσει στην κωλότσεπη. Η πίσω
πόρτα της τράπεζας έβγαζε σε ένα στενό κι εκεί θα τους περίμενε μια κλεμμένη
μηχανή για να την κοπανήσουν με τα φράγκα, όμως αυτά δεν με αφορούσαν. Οι άλλοι
είχανε περπατήσει την περιοχή τριγύρω και ξέρανε επακριβώς το πού και το πώς. Επομένως,
ήμασταν έτοιμοι. «Άντε, και καλή αντάμωση στα γουναράδικα!» μας ευχήθηκε χαμογελώντας
ο αρχηγός και είπαμε μέχρι να γίνει η δουλειά και για κάμποσο καιρό μετά να μην
κυκλοφορούμε μαζί και δίνουμε στόχο. Ούτε να βρισκόμαστε παρέα σε μαγαζιά και
σπίτια, γιατί και η τείχη έχουν αφτιά. Και φυσικά ούτε τηλεφωνήματα. Το βράδυ
μόνο για ένα ποτό στην κουτσή, το σαββατοκύριακο ξεκούραση και χαλάουα να
στρώσει η επιδερμίδα μας και τη Δευτέρα χτυπάμε στο ψαχνό, βουτάμε το παραδάκι
και γράφουμε ιστορία. Όπλα θα κουβαλούσαν πιο πολύ για εκφοβισμό και αχρείαστα
να ‘ναι. Έτσι κι αλλιώς, ήταν παπάδες, ευλογημένοι άνθρωποι του θεού. Μα καμιά
φορά χρειάζονται κι αυτά. Χωμένα μέσα στους μαύρους φακέλους, πλάι στο
ευαγγέλιο και το ψαλτήρι. Για το ευχέλαιο.
Όλα πήγανε κατά διαόλου, δεν
μπορούσαν να γίνουνε χειρότερα, κι ο καλός θεός δεν βοήθησε καθόλου, μα δεν
έφταιγε ο κοντός. Την τελευταία στιγμή ο ταμίας πρέπει να φοβήθηκε και να
μίλησε, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Τους
περιμένανε με ανοιχτές αγκάλες κι αυτός εκείνη τη μέρα δεν πήγε στη δουλειά του. Ούτε καν σκέφτηκαν να αναβάλουν τη
δουλειά επειδή έλειπα εγώ. Ήξεραν ότι είμαι τάβλα στο κρεβάτι. Βέβαια, κι εγώ
να ‘μουνα μαζί τους δεν θα άλλαζε τίποτα. Όταν οι τρεις παπάδες βρέθηκαν έξω
απ’ την τράπεζα, σε χρόνο ρεκόρ, ξεφύτρωσαν περιπολικά από όλες τις μεριές και
τους περικύκλωσαν. Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Οι σειρήνες έσκουζαν σαν
δαιμονισμένες, οι οδηγοί παρατούσαν τα αμάξια τους στη μέση του δρόμου και
τρέχανε αλλόφρονες να σωθούν, το ίδιο και οι περαστικοί. Η υπόθεση μύριζε
μακελειό. Οι φίλοι μου προσπάθησαν να μπουν μέσα στην τράπεζα για να προφυλαχτούν,
μα η πόρτα δεν άνοιγε. Έμειναν στο πεζοδρόμιο απροστάτευτοι να κοιτάζουν με
τρόμο και απόγνωση ο ένας τον άλλο. Τους ζήτησαν να παραδοθούν, μα δεν
υπάκουσαν. Ήταν σκέτη αυτοκτονία. Έβγαλαν τα όπλα απ’ τους φακέλους και ο κοντός
άρπαξε μια άτυχη γυναικούλα που δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί απ’ το πεδίο
μάχης. Πράξη απελπισίας που δεν συγκίνησε τους μπάτσους. Άρχισαν να τους
γαζώνουν από όλες τις μεριές. Μετά από λίγο σωριάστηκαν και οι τέσσερις χάμω
νεκροί. Δεν γλύτωσε κανένας. Πάντως, μετά από λίγες μέρες, ο ταμίας βρέθηκε κι
αυτός νεκρός, πεταμένος σε ένα χαντάκι, λίγο έξω απ’ το σπίτι του. Τότε
ψυλλιάστηκα ότι ο κοντός πρέπει να είχε κι άλλους συνεργούς. Αυτούς μάλλον
έψαχνε η αστυνομία.
Οι μπάτσοι δεν επέμειναν
στην ανάκριση, μάλλον λόγω της κατάστασής μου. Φαινόμουν ακόμη πολύ χλωμός και
αδύναμος και χρειαζόμουνα ξεκούραση. Μου έδωσαν την κάρτα τους για να τους τηλεφωνήσω,
σε περίπτωση που θυμόμουν κάτι. Ακόμα και η πιο ασήμαντη πληροφορία, είπαν,
μπορεί να βοηθήσει στην εξιχνίαση μιας υπόθεσης. Κούνησα το κεφάλι μου
συγκαταβατικά και τους ξεπροβόδισα μέχρι την πόρτα. Όταν έφυγαν, ήπια ένα
ντεπόν και βγήκα στο μπαλκόνι. Ο κρύος αέρας είχε δυναμώσει. Κάτω στο
πεζοδρόμιο επικρατούσε νεκρή φύση. Στο βάθος φαίνονταν τα ψηλά δέντρα του δημοτικού
πάρκου και η φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ένα μεγάλο βαπόρι, βγαίνοντας απ’ το νέο
λιμάνι, έπαιρνε ανοιχτή στροφή και ξεμάκραινε στα δυτικά. Για να καθαρίσω τον
ταλαιπωρημένο μου φάρυγγα, έβηξα κι έριξα μια παχιά κίτρινη ροχάλα γεμάτη πίσσα
και φλέματα. Έφυγε με δύναμη ψηλά και προσγειώθηκε πλάι σε μια νεραντζιά,
παραλίγο να την πετύχω. Με είχανε πιάσει τα νεύρα μου και το τελευταίο τσιγάρο του
πακέτου μου εδώ και αρκετή ώρα στριφογύριζε στα χέρια μου. Τελικά έδειξα δύναμη
και δεν το άναψα. Το μύρισα, το σάλιωσα και το πέταξα κι αυτό στον πεζόδρομο,
σπονδή στον άγνωστο χαρμάνη της νικοτίνης, ας μην έχει στηθεί ακόμη το μνημείο
του. Όσο δυνάμωνε ο αέρας τόσο σιγούρευα τις αποφάσεις μου. Θα το έκοβα μαχαίρι
το γαμημένο. Προτού με κόψει εκείνο.
Την τελευταία φορά, πριν
κάνα εξάμηνο, που πήγα στον πνευμονολόγο για έναν ύποπτο βήχα που επέμενε, είδε
στην ακτινογραφία κάτι περίεργες σκιές, μα δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. «Καπνίζεις
πολύ, πρέπει να το ελαττώσεις», είπε μόνο. Είχε βρει τα πνευμόνια μου λίγο
πειραγμένα κι έδειχνε προβληματισμένος. Ήταν γνωστός της κουτσής, εκείνη μου
τον σύστησε, και το ενδιαφέρον του μου φάνηκε ειλικρινές. «Θα προσπαθήσω,
γιατρέ, θα κάνω ότι μπορώ», του υποσχέθηκα με όση ειλικρίνεια μου είχε
απομείνει. Αν και πιο πριν του είχα κρύψει μια παλιά πνευμονία που είχα περάσει
στο γυμνάσιο και ότι στην οικογένειά μας υπήρχε βεβαρημένο ιστορικό καρκίνου.
Να ‘χουμε να λέμε στην επόμενη επίσκεψη, σκέφτηκα.
Μπήκα πάλι μέσα, έκλεισα πίσω
μου την μπαλκονόπορτα και κατέβασα και τα ρολά. Ένιωθα πολύ κουρασμένος. Μα δεν
μπορούσα να τους βγάλω απ’ το μυαλό μου, ο ξαφνικός τους θάνατος, και με τέτοιο
τρόπο, με είχε σοκάρει. Ειδικά για τον κοντό, που πήγε σαν το σκυλί στα αμπέλι.
Για τους άλλους δεν πολυνοιάστηκα,
χαμένα κορμιά ήταν, θεός σχωρέστους. Και δεν μπορώ να καταλάβω τι τους έβρισκε
και τους έκανε παρέα. Κι όμως, θα μπορούσαν να παραδοθούν, μα δεν το έκαναν. Θα
ζούσε και η γυναικούλα που πλήρωσε τη νύφη χωρίς να φταίει και την κλαίνε τώρα
τα παιδάκια της. «Παράπλευρη απώλεια» θα
την χαρακτήριζαν οι αστυνομικές αρχές και το θέμα θα έκλεινε εκεί. Μα ο φίλος
μου δεν τα υπολόγισε σωστά. Σίγουρα δεν ήθελε να ξαναπάει φυλακή, μα το μυαλό
του δεν δούλεψε όπως έπρεπε. Αιφνιδιάστηκε κι έχασε την ψυχραιμία του. Μπορεί
να ήταν και φτιαγμένος, ποιος ξέρει. Ήθελε μια ηρωική έξοδο ή ένα άδοξο τέλος,
ποιος ξέρει. Τώρα έπρεπε να γίνει και η κηδεία τους, κάποιος να τους θάψει κι
αυτούς. Είχαν περάσει τόσες μέρες, θα είχανε βρικολακιάσει να περιμένουν στον
κατεψυγμένο νεκροθάλαμο. Για τους άλλους δεν ξέρω, μα ο κοντός δεν είχε κανένα
συγγενή, ήταν παιδί του ορφανοτροφείου. Μάλλον το πτώμα του θα έμενε στα
αζήτητα. Με την κουτσή δεν ήταν παντρεμένοι. Μα τώρα εκείνη θα τράβαγε όλο το
λούκι. Έπρεπε να της τηλεφωνήσω, να της συμπαρασταθώ, να την δω κι από κοντά.
Σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές θα χρειαζόταν τη βοήθειά μου. Μα δεν πρόλαβα να
τελειώσω τις σκέψεις και χτύπησε το τηλέφωνο. Με είχε προλάβει εκείνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου