Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ (Η ΜΠΕΜΠΕΚΑ)

Ένα τέταρτο ήμουν στημένος στην είσοδο και βαρούσα επίμονα το κουδούνι της. Δεν απαντούσε, η εξώπορτα της πολυκατοικίας δεν άνοιγε. Την πήρα και στο κινητό, τίποτα πάλι. Κάθε τόσο έριχνα και καμιά παχιά ροχάλα γεμάτη νικοτίνη στο πεζοδρόμιο, απλά και μόνο για να μου φύγει η τσαντίλα.  Ήμουν κι άτυχος. Τόση ώρα δεν μπήκε ούτε βγήκε κανείς, τουλάχιστον να φτάσω μέχρι το διαμέρισμά της, να δω τι συμβαίνει. Συνήθως, διατηρώ την ψυχραιμία μου σε κάθε αναποδιά, μα τώρα μου ‘ρχόταν να πάρω σβάρνα όλα τα κουμπιά στο θυροτηλέφωνο και να γίνει ο χαμός. Κάπου έπρεπε να ξεθυμάνω. «Θα τη γαμήσω την πουτάνα την ξεσκισμένη», σκέφτηκα, κάπως φωναχτά, γιατί το ηλικιωμένο ζευγάρι, χούφταλα περιωπής, που περνούσαν από δίπλα μου αγκαζέ (στήριζε ο ένας τον άλλον για να μην πέσουν) ταράχτηκαν και γύρισαν ταυτόχρονα τα σταφιδιασμένα κεφάλια τους προς το μέρος μου. Τα γεροντάκια με κοίταξαν φοβισμένα. Τους καλησπέρισα με χαμόγελο και ευγένεια και τους ρώτησα μήπως κατά τύχη έμεναν εδώ. «Δυστυχώς, όχι» μου απάντησαν σχεδόν με μια φωνή. «Δεν πειράζει, καλή σας νύχτα», τους ευχήθηκα και από μέσα μου τους ξαπόστειλα κι αυτούς στον αγύριστο. Τα χούφταλα ήταν καλοντυμένα και περιποιημένα, διακοσίων χρόνων και βάλε η σούμα, και σίγουρα θα πήγαιναν επίσκεψη σε κάποιο φιλικό σπίτι συνομήλικων δεινοσαύρων που επιβίωσαν κι αυτοί, μάλλον από λάθος, μετά τον τελευταίο μεγάλο κατακλυσμό. Ίσως πάλι να πήγαιναν στα παιδιά τους για να θαυμάσουν τα αγαπημένα τους εγγονάκια, τα καημένα τα μογγολάκια που τους είναι ολόφτυστα, φυσικά με λιγότερες ρυτίδες και ζάρες. Όμως, εμένα τι με ένοιαζε; Είχα να ασχοληθώ με σοβαρότερα προβλήματα. Είχε πάει εννιάμιση, και όσο η ώρα προχωρούσε τόσο πιο μαλάκας ένιωθα.

Έριξα άλλη μια παχιά ροχάλα στο δρόμο, έκανα άλλη μια κλήση στο τηλέφωνο, άναψα τσιγάρο και μεταβολή για το σπίτι. Τσάμπα οι τόσες προετοιμασίες, χαλασμένο το σημερινό βράδυ, τελείως γαμημένη η κατάσταση. Δεν μου ‘το ‘χε ξανακάνει η παλιομούνα, μέχρι τώρα ήταν εντάξει στα ραντεβού μας. Πρώτη φορά μ’ έστηνε μ’ αυτόν τον τρόπο, στη ψύχρα, απροειδοποίητα. Δεν μ’ είχε συνηθίσει σε λαδιές. Συνήθως, με το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού άκουγα την πόρτα της εισόδου ν’ ανοίγει, την έσπρωχνα κι έμπαινα μέσα. Όμως κι εγώ άψογος, πάντα στην ώρα μου, λίγο μετά της εννιά, να έχουν κλείσει τα μαγαζιά της γειτονιάς, να έχει λιγοστέψει η κίνηση του δρόμου, να μη δίνουμε στόχο και σχολιάζουν οι γειτόνοι. Η κακομοίρα ντρεπόταν, λες και όλοι σ’ αυτή τη σκατούπολη δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουν παρά να ασχολούνται με την πάρτη μας, για το αν γαμιόμαστε στα τέσσερα ή κουβεντιάζουμε για τον καιρό και την πολιτική κατάσταση πίνοντας καφέ. Ή ότι θα μπορούσαν να μαντέψουν σε ποιο από τα σαράντα τόσα διαμερίσματα της πολυκατοικίας πηγαίνω νυχτερινή επίσκεψη καλοντυμένος, σικάτος και αρωματισμένος, με την ανθοδέσμη στο χέρι, σαν φλώρικος γαμπρός του κερατά. Πάντως, εκείνη φοβόταν μη γίνει σούσουρο κι έπαιρνε όλες τις δυνατές προφυλάξεις, κάθε φορά με την ίδια αγωνία μη με δούνε να μπαίνω στο ανσασέρ, να πατάω το κουμπί του πέμπτου, να βγαίνω στον μακρόστενο σκοτεινό διάδρομο, να ψαχουλεύω στα τυφλά τον διακόπτη, να ανάβω επιτέλους το φως, να φτάνω έξω απ’ την πόρτα της και να χτυπάω συνθηματικά το κουδούνι, τρεις φορές διακοπτόμενα, με τον ίδιο κάθε φορά τρόπο, διαφορετικά εκείνη την ώρα δεν άνοιγε σε κανέναν που να χαλούσε ο κόσμος. Ο σκοπός ήταν ιερός. Λες και όλοι οι ένοικοι του ορόφου δεν είχαν με τι άλλο να σκοτώσουν το χρόνο τους κι έστηναν μάτι να δουν με ποιον γαμιέται κάθε Παρασκευή βράδυ τον τελευταίο χρόνο η, κατά τ’ άλλα, σεβάσμια και αξιοπρεπής κυρία εισαγγελέας εφετών. Χαζά πράγματα δηλαδή.

Την ώρα που κατηφόριζα, στρίβοντας τη γωνία, χτύπησε το μαραφέτι. Επιτέλους, ήταν εκείνη. «Που είσαι γαμώ το μουνί μου;» της φώναξα και κοίταξα τριγύρω μην ακούγομαι πάλι. Δεν της είχα ξαναμιλήσει έτσι, μα είχα φορτώσει άγρια κι είχαν ανάψει τα λαμπάκια μου. Ζήτησε χίλιες φορές συγνώμη κλαψουρίζοντας. Πρώτη φορά την άκουγα τόσο αναστατωμένη. Στο σπίτι ήταν, μα κάτι συνέβη και δεν μπορούσε να μου μιλήσει. Θα μου τα εξηγούσε όλα από κοντά. «Νυχτερινά καψώνια», σκέφτηκα, έκανα πάλι μεταβολή και τράβηξα τον ανήφορο. «Δεν κάνει να γυρίζεις πίσω!» άκουσα ξαφνικά την αυστηρή φωνή της μητέρας, ένα θαμπό φλασάκι της μνήμης σαράντα χρόνια πίσω, όταν ήμουνα παιδάκι. Πώς μου ‘ρθε τώρα αυτό; Ήταν προληπτική και μερικές φορές απότομη, μα σίγουρα ήθελε το καλό μου. Συνέχισα την πορεία μου. «Δεν μ’ ακούς και θα φας το κεφάλι σου!» την ξανάκουσα, αυτή τη φορά με κάπως πιο λυπημένη φωνή, πιο σπασμένη, φανερώνοντας μια έγνοια. Είχε χρόνια να εμφανιστεί μπροστά μου, από τότε που πέθανε, μα δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα τον ανήφορο και η μακρινή αναλαμπή έσβησε και χάθηκε. Ξαφνικά, όπως είχε έρθει.

Δεν χρειάστηκε να ξαναχτυπήσω το κουδούνι. Μπήκα φορτσάτος, φουριόζος και φουλαριστός, μαζί με μια χοντρή μεσόκοπη κυρία. Ήταν ιδρωμένη και στα χέρια της κρατούσε δυο παραφουσκωμένες σακούλες με ψώνια. Δυσκολευόταν να ανοίξει με τα κλειδιά της την πόρτα. Προσφέρθηκα να τη βοηθήσω, μα αρνήθηκε ευγενικά. «Ευχαριστώ πολύ, μπορώ και μόνη μου» είπε σκάζοντας με το ζόρι ένα χαμόγελο. Δεν επέμεινα, αν και τελικά κατάφερε να ανοίξει. Στο ασανσέρ μας πρόλαβε την τελευταία στιγμή, λίγο πριν κλείσει η πόρτα, ένα κοντό ξερακιανό γεροντάκι, καλοστεκούμενο και κοτσονάτο, γεμάτο ενέργεια, σφρίγος και ζωηράδα, παρά το παράωρο της ηλικίας του. Η χοντρέλω τον καλησπέρισε, εγώ δεν τον  ήξερα, πρώτη φορά τον έβλεπα και του πέταξα ένα ξερό «γεια σας». Μου είχε κακοφανεί που είχα στριμωχτεί τόσο άσχημα εκεί μέσα. Έπρεπε να πάω με τα πόδια, θα έκανα και ζέσταμα πριν το μεγάλο ματς. Η πολυκατοικία ήταν πολύ παλιά, από τις πρώτες που χτιστήκανε μεταπολεμικά στην πόλη, γεγονός που εξηγούσε και το μέγεθος του ασανσέρ. Με βάση τις εργοστασιακές του περιγραφές χωρούσε μόνο τρία άτομα ή διακόσια δέκα κιλά συνολικού βάρους, έτσι έγραφε ένα ταμπελάκι δίπλα στα κουμπιά, δηλαδή μόνο τη χοντρή, οι άλλοι περισσεύαμε. Εκείνη, στριμωγμένη κολλητά στον καθρέφτη, μας είχε γυρίσει επιδειχτικά την κωλάρα της στα μούτρα μας. Δεν έφταιγε η κακομοίρα. Έτσι όπως μπήκε φουλαριστή, με τα μεγάλα της βυζόμπαλα για προφυλακή, σφήνωσε στα πλαϊνά τοιχώματα του ανελκυστήρα και δεν μπόρεσε να γυρίσει προς το μέρος μας. Ήταν και οι σακούλες που εμποδίζανε. Μας κοιτούσε αγχωμένη μέσα απ’ τον καθρέφτη και προσπαθούσε να χαμογελάσει, να φανεί κάπως αισιόδοξη, παρά τη στριμόκωλη κατάσταση, ότι στο τέλος θα πάνε όλα καλά, δηλαδή ότι θα ξεφρακάρουμε από κει μέσα σώοι και αβλαβείς, μα δεν της έβγαινε, μόνο ένας βαθύς αναστεναγμός. Εγώ και το γεροντάκι είχαμε περιοριστεί στην άλλη άκρη, στο χείλος του γκρεμού και ίσα που οι πλάτες μας δεν ακουμπούσανε στην πόρτα. Από πάνω, είχα και το άγχος να μην τσουρομαδηθεί η κωλοανθοδέσμη της μπεμπέκας. Γενικά, δεν είμαι κλειστοφοβικός, μα για μια στιγμή ένιωσα ότι το οξυγόνο της καμπίνας θα σωνόταν και το πρόσωπό μου έγινε κατακίτρινο σαν κέρινο ομοίωμα. Μ’ έπιασε σύγκρυο και μου κόπηκε η ανάσα, όχι τόσο επειδή θα πέθαινα από ασφυξία (κάπου έχω διαβάσει ότι είναι γλυκός θάνατος) αλλά γιατί προηγουμένως θα σωριαζόταν πάνω μου και θα με συνέθλιβε ο θεόρατος όγκος της φαλκονέρας. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος φόβος μου.

Το γεροντάκι μας ρώτησε πού πάμε. Ευτυχώς, εκείνη θα κατέβαινε στο δεύτερο και μετά θα ήμασταν πιο άνετα, μόνο λίγη υπομονή χρειαζόταν. Εγώ του είπα στον πέμπτο, λίγο πριν απ’ τον έναστρο ουρανό. Πάτησε τα κουμπιά και το ταλαιπωρημένο κουβούκλιο ξεκίνησε τον ανήφορο αγκομαχώντας. Τα χρειάστηκα πάλι, πάνιασα. Φοβήθηκα ότι θα πάθαινε βλάβη και θα σταμάταγε κάπου στο ενδιάμεσο των ορόφων. «Μην ανησυχείς, είναι γερό σκαρί, αντέχει!» χαμογέλασε το κοτσονάτο γερόντιο, που μάλλον είχε οσμιστεί τους φόβους μου. Του χαμογέλασα κι εγώ και για να πάρω λίγο θάρρος και δύναμη  κόλλησα πίσω απ’ τη χοντρή, ακουμπώντας το αριστερό μου χέρι στα καπούλια της. Κάπως ταράχτηκε, ρίγησε, μα δεν έβγαλε άχνα, τήρησε αξιοπρεπή σιωπή. Ένιωθε το χνώτο και τη βαριά μου ανάσα στο σβέρκο της και ανατρίχιαζε σύγκορμη. Ήμουν μόνο λίγους πόντους μακριά απ’ τον αφράτο, ροδαλό και μυρωδάτο λαιμό της, έτοιμος να της κόψω μια ξεγυρισμένη δαγκωματιά και να τη βρικολακιάσω νυχτιάτικα, μα συγκρατήθηκα. Κοιταχτήκαμε πονηρά μέσα απ’ τον καθρέφτη και το στρουμπουλό και αθώο προσωπάκι της άρχισε να αλλάζει χρώμα. Κοκκίνιζε ντροπαλά και αυτό με κάβλωνε ακόμα πιο πολύ. «Είναι λίγο στριμωχτά εδώ μέσα» της είπα, όσο μπορούσα πιο αδιάφορα, για την καθησυχάσω και συνέχιζα να τρίβω πάνω κάτω το ερεθισμένο μου πούτσο (όλο και μεγάλωνε) πάνω στην κωλάρα της, σαν προθέρμανση για τον αγώνα που θα ‘ρχιζε σε λίγο στο κρεβάτι της μπεμπέκας. Δεν απάντησε, μόνο συνέχισε να κοκκινίζει, να αναστενάζει βαθιά και να χαμογελά συνεσταλμένα, σαν μαθητριούλα. Πλέον, μου είχε φύγει όλη η τσαντίλα, είχα ξεχάσει τους φόβους και τα άγχη μου, ήμουνα φουλ καυλωμένος και ασυγκράτητος και το μόνο που επιθυμούσα εναγωνίως και σφόδρα ήταν να γαμήσω σκληρά και εξακολουθητικά την μπεμπέκα μου μέχρι θανάτου, όσο άντεχα, μία και δύο και τρεις φορές από όλες τις μπάντες. Η κωλάρα της χοντρέλως με είχε ανάψει ανεπανόρθωτα.     

Τελικά το ταλαίπωρο ασανσέρ κατάφερε με τα χίλια ζόρια να φτάσει στο δεύτερο. Βγήκαμε έξω και της κάναμε χώρο να περάσει. Βγήκε με την όπισθεν, μας καληνύχτισε κι εγώ της έκλεισα με νόημα το μάτι. Ξαφνικά έγινε κατακόκκινη σαν παντζάρι και άρχισε να τρέμει ολόκληρη μαζί με τις σακούλες, έτοιμη να σωριαστή στο πάτωμα. Το έμπειρο γεροντάκι πρέπει κάτι να κατάλαβε, γιατί αμέσως μου είπε να μπούμε πάλι μέσα, ακόμα είχαμε πολύ ανηφόρα μπροστά μας. Μου συστήθηκε δια χειραψίας και όλους τους τύπους. Ήταν ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ισόβιος στα καθήκοντά του και από πάντα, τουλάχιστον εδώ και τριάντα συναπτά έτη, δηλαδή από τότε που πήρε σύνταξη και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη στεριά. Στα νιάτα του υπήρξε καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού, παντρεμένος με δυο παιδιά, μεγάλα πλέον, είχε και εγγόνια, μα όλοι τους ζούσαν μακριά του, στο εξωτερικό. Αυτός έμενε εδώ με τη γυναίκα του. Με κοίταξε διερευνητικά. Δεν με είχε ξαναδεί στην πολυκατοικία. Με ρώτησε πού πήγαινα, πιο πολύ από περιέργεια παρά από φόβο ή αδιακρισία. Η φάτσα μου, αλλά ακόμα πιο πολύ η εμφάνισή μου, δεν πρέπει να του δημιούργησαν άσχημα προαισθήματα, να μ’ έκοψε για μούτρο. «Είμαι ξάδελφος της κυρίας εισαγγελέως και καμιά φορά έρχομαι και την βλέπω», του είπα. Το μάτι του καρφώθηκε στην ανθοδέσμη που κρατούσα. «Ναι, της αρέσουν πολύ τα λουλούδια της ξαδέλφης μου», συμπλήρωσα με ένα ύποπτο χαμόγελο.  

Επιτέλους, φτάσαμε στον πέμπτο και δεν πρόλαβα να του συστηθώ. Βγήκα πρώτος, άναψα το φως του διαδρόμου και κράτησα την πόρτα να βγει και κείνος. Ανταλλάξαμε τις καληνύχτες, χάρηκα για τη γνωριμία και τα ρέστα και λίγο πριν απομακρυνθεί, τάχα μου αδιάφορα, τον ρώτησα για τη χοντρή. «Το καλύτερο τσιμπούκι της πολυκατοικίας!», μου ψιθύρισε συνομωτικά στο αυτί. Τις έβαζε όλες κάτω, ακόμη και τις φοιτητριούλες που είχανε. Δεν περίμενα τέτοια απάντηση. Έμεινα κάγκελο να τον κοιτάζω σαν μαλάκας. Σίγουρα κάτι παραπάνω θα ήξερε. «Τελικά εδώ έχει μπόλικο ψωμί», σκέφτηκα και το ανακάλυπτα ο παπάρας μετά από έναν ολόκληρο χρόνο πηγαινέλα, γαμώ τις προφυλάξεις μου μέσα και της μυστικοπάθειες της μπεμπέκας. «Τις καλησπέρες μου στη ξαδέλφη σας», είπε στο τέλος και μπήκε στο διαμέρισμά του. Είχα μείνει προβληματισμένος και σκεφτικός στη μέση του διαδρόμου, κοιτάζοντας την πόρτα του και ακούγοντας να την διπλοκλειδώνει. Μέχρι που το φως του διαδρόμου ξανάσβησε.

***

Χτύπησα τρεις φορές διακοπτόμενα, συνθηματικά όπως πάντα, και η πόρτα άνοιξε αμέσως. Της χαμογέλασα και της πρόσφερα το μπουκέτο με τα λουλούδια, όπως κάθε φορά. «Μαντάμ, αυτά είναι για σας!» είπα και κείνη έπεσε στην αγκαλιά μου κλαψουρίζοντας. Κόλλησε πάνω μου σαν στρείδι. «Μου ‘λειψες», ψιθύρισε λιγωτικά μέσα στο αυτί μου, λες και είχε να με δει κάνα χρόνο και με φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. Πήγε να δικαιολογήσει την αργοπορία της, μα της έκλεισα με το χέρι το στόμα. Εκείνη τη στιγμή δεν ήθελα ν’ ακούσω κουβέντα. «Αργότερα αυτά», της είπα κάπως αυστηρά και υπάκουσε σαν φρόνιμη σκυλίτσα. Ως συνήθως έμπαινα σε σκηνικό θεάτρου για να παίξω το ρόλο μου. Το διαμέρισμα υποφωτιζόταν και κείνη φορούσε το κόκκινο διάφανο φόρεμα στο χρώμα της φωτιάς. Από μέσα ίσα που αχνοφαίνονταν οι ζαρτιέρες και τα μαύρα της δαντελωτά εσώρουχα. Τα μαλλιά της πάντα βαμμένα κόκκινα προς το βυσσινί και τα χείλη της μαβιά, όπως και τα μακριά της νύχια. Μωβ, στο χρώμα του θανάτου. Με πήρε απ’ το χεράκι και με οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα, σαν να ‘μπαινα για πρώτη φορά και δεν ήξερα τα κατατόπια. Το χέρι μου ξέφυγε απότομα απ’ το δικό της και χούφτωσε άγρια το κωλομέρι της. Για άλλη μια φορά διαπίστωνα ότι για την ηλικία της κρατιέται σε άριστη καβλωτική κατάσταση. Την κοίταξα με νόημα βαθιά μέσα στα μάτια. Πήγε πάλι κάτι να πει, αλλά την έπιασα δυνατά απ’ τη μέση και της βούλωσα το στόμα μ’ ένα βαθύ ασφυκτικό γλωσσόφιλο. Πάντα από την είσοδο άρχιζα τα προκαταρκτικά. Εγώ έκανα κουμάντο κι εκείνη υπάκουε πειθήνια. Αναστέναξε. «Σήμερα είσαι πολύ βίαιος!», ψιθύρισε με λαγνεία. «Αφού το ξέρεις, με φτιάχνεις άγρια πουτανάκι μου!» δικαιολογήθηκα απαλά και χαϊδευτικά. Δεν έλεγα ψέματα, απλά της έκρυβα το περιστατικό του ασανσέρ. Τη σήκωσα στην αγκαλιά μου και μπήκαμε στο δωμάτιο που κοιμότανε μόνη της τα βράδια πάνω στο τρίδιπλο κρεβάτι. Εκεί που τον τελευταίο χρόνο τη γαμούσα ανελλιπώς, βρέξει χιονίσει, χειμώνα καλοκαίρι, κάθε Παρασκευή βράδυ.

Μου την πάσαρε γενναιόδωρα ο κοντός. Δώρο, μου είπε, έστω και μεταχειρισμένο, μα σε καλή κατάσταση. Δεν ξέρω πόσο καιρό την πηδούσε, ούτε τον ρώτησα. Δεν μ’ ένοιαζε καν ότι ήταν από τρίτο ή τέταρτο χέρι και κάποιας ηλικίας, γύρω στα εξήντα. Να την έβλεπα πρώτα κι αν μου άρεσε θα του έκανα τη χάρη. Τα υπόλοιπα περί δώρου και τρίχες κατσαρές τα άκουγα βερεσέ. «Μην ανησυχείς, η μπεμπέκα θα σ’ αρέσει, σίγουρα» είπε με νόημα. Εκείνος την βάφτισε έτσι, για λόγους εχεμύθειας, είπε, μην εκθέσουμε και το κορίτσι. Μου άρεσε και το κράτησα. «Και από πάνω πληρώνει και καλά!» συμπλήρωσε για να με δελεάσει ακόμα πιο πολύ. Όχι ότι είχα οικονομικό πρόβλημα, αλλά, όπως και να το κάνεις, ένα επιπλέον εισόδημα, μαύρο και άκοπο, είναι πάντοτε ευπρόσδεκτο. Το χρήμα ουδέποτε μ’ έκανε σκλάβο του, μα και ποτέ δεν υποτίμησα την αξία του. Τον εμπιστευόμουνα τον κοντό. Πλέον, ήξερε πολύ καλά τα γούστα μου. Εκείνος ήθελε να ξεκόψει μαζί της για πολλούς και διαφόρους λόγους. Κατ’ αρχάς του το ζήτησε η ίδια, όπως και να της βρει αντικαταστάτη. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς άντρα, ούτε βέβαια να γυρίζει στους δρόμους ψάχνοντας. Είχε προβλήματα με την υπηρεσία της. Πάμπολλες φορές τον είχε ξελασπώσει απ’ τις διωκτικές αρχές, αλλά την τελευταία φορά εκτέθηκε ανεπανόρθωτα. Έγινε σκάνδαλο γύρω απ’ το όνομά της, έπρεπε λοιπόν να ξεκόψουν. Όχι ότι πήγαινε για καριέρα και υψηλά οφίτσια, μα δεν ήθελε να βρεθεί και κατηγορούμενη και να την διώξουν κακήν κακώς απ’ την υπηρεσία. Λίγα χρόνια είχαν μείνει μέχρι την σύνταξη, έκανε υπομονή. Απ’ την άλλη πάλι, ο κοντός είχε βαρεθεί να γαμάει τόσα χρόνια το ίδιο κρέας. Επιπλέον, είχε και προβλήματα με τον πούτσο του. Απέναντί μου ήταν ειλικρινής και αποκαλυπτικός και μπράβο του, είχε αρχίδια. Εγώ στη θέση του δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ξεφουρνίσω τέτοια πράγματα, έστω και σε φίλο, άνθρωπο της εμπιστοσύνης μου. Μέρα με τη μέρα έπαιρνε όλο και περισσότερη κόκας και πλέον δεν του σηκωνόταν όπως παλιότερα. Μεγαλώνουμε κιόλας, «μην κοιτάς που εσύ διατηρείσαι και φαίνεσαι δέκα χρόνια μικρότερος», μου είπε στο τέλος για να με κολακέψει και να με κάνει να δεχτώ. «Υπό δοκιμή», του είπα, συμφώνησε και δώσαμε τα χέρια. Πάντως, εκείνον τον είχε πάρει η κάτω βόλτα, από όλες τις απόψεις. Χωρίς σταματημό.

Μπήκαμε στο δωμάτιο της καύλας και της φλογισμένης σάρκας, όπως το ήξερα, ίδιο και απαράλλαχτο. Κάτι μεταξύ θεατρικού σκηνικού και οίκου ανοχής προπολεμικού γούστου και φινέτσας. Άλλος κόσμος, μαγικός και κατακόκκινος, φωτισμένος χαμηλά από δύο θερμά πορτατίφ. Στους τοίχους υπήρχαν δυο πίνακες ζωγραφικής με γυμνά φιλήδονα συμπλέγματα κι ένας τεράστιος καθρέφτης να καλύπτει σχεδόν ολόκληρη τη δεξιά πλευρά της ερωτικής μας φωλιάς, πολλαπλασιάζοντας επικίνδυνα τις πρόστυχες επιθυμίες και τους ανεκπλήρωτους πόθους μας. Την πέταξα με δύναμη στο κρεβάτι. Εκείνη με κοίταξε κάπως φοβισμένα. Σήμερα έδειχνε κάπως πιο εύθραυστη, πιο ευάλωτη, πιο ανήσυχη. Καρφί δεν μου καιγόταν. Ήταν η μικρή μου ελαφίνα και θα την έτρωγα ολόκληρη. Αρχικά σκέφτηκα να της σκίσω στα δύο τα αραχνοΰφαντο φόρεμα, μα αμέσως το μετάνιωσα. Θα ήταν κρίμα. Ακριβό ρούχο γεμάτο αναμνήσεις, ύστερα από πενήντα και πλέον γαμίσια. Άρχισα να πετάω τα ρούχα μου μακριά, πέφτοντας πάνω της με ορμή. Φιλούσα τον όμορφο λεπτό λαιμό και έγλυφα τη ρόγα της που όλο και σκλήραινε και μεγάλωνε μέσα στο στόμα μου. Ταυτόχρονα, το χέρι μου ξεκινούσε τη χαμηλή του πτήση, πάντα απ’ τον αστράγαλο, ανέβαινε αργά προς τα πάνω, ανασηκώνοντας το λεπτό φόρεμα για να καταλήξει σε πρώτη φάση μέσα απ’ την κυλότα της  να χαϊδεύει το στενό νεανικό της κωλαράκι. Αναστέναζε όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο βαθιά κι έβγαζε κάτι σιγανές πνιγμένες φωνούλες «έτσι αγόρι μου, έτσι αγάπη μου, έτσι». Τα αχ και βαχ όλο και δυνάμωναν, κι εγώ όλο και πιο πολύ καύλωνα και άρχιζα να μουγκρίζω αγριεμένος και να βιάζω το καβλωμένο της κορμί. Το κτήνος είχε ξυπνήσει για τα καλά μέσα μου, το άρρωστο ζώο είχε προσωρινά θεραπευτεί. Ήμασταν ολόγυμνοι και το κορμί μου πάνω απ’ το δικό της και τα χείλη μου βεντούζα στα δικά της και τα δόντια μου να δαγκώνουν εναλλάξ τις τεράστιες καβλωμένες ρόγες και να γλύφω τη διογκωμένη κλειτορίδα και το ξυρισμένο φύλο και να χώνω βαθιά τα δάχτυλά μου μέσα στην υγρή και άπληστη μουνάρα και να τη βυθομετρώ. Και εκείνη να πιπιλά τον πούτσο μου κάγκελο με τα μαβιά της τσιμπουκόχειλα, τα δάχτυλά της να χαϊδεύουν τους μηρούς και τα κωλομέρια μου. Και ξαφνικά, εντελώς απροειδοποίητα, να της τον χώνω με δύναμη μέχρι τον πάτο. Να βογγάει και να κλυδωνίζεται ολόκληρη απ’ τους σπασμούς της μήτρας της, να βογγάω και να τρέμω κι εγώ μαζί της, και να ολοκληρώνω μέσα της για ώρα πολύ πονώντας και ουρλιάζοντας «χύνω, γαμιόλα μου, χύνω, πουτάνα μου!» Και να τελειώνει και κείνη μαζί μου μ’ έναν κορυφαίο οργασμό τσιρίζοντας και δαγκώνοντας τον ώμο μου, χώνοντας τα νύχια της βαθιά στην πλάτη μου για να σχηματιστούν δυο συμμετρικά πεντάγραμμα σε τόνο μέτζο σοπράνο σι μπε μολ. Στον τόνο της καβλωμένης της φωνής.

Δεν ξέρω τελικά τι ωφελούν όλες αυτές οι δήθεν προφυλάξεις που παίρνει η πριμαντόνα μου, αφού κάθε φορά οι φωνές και οι τσιρίδες της ακούγονταν σ’ ολόκληρη την εξαώροφη πολυκατοικία και τη γύρω περιοχή. Ειδικά τέτοια ώρα, έντεκα παρά, μέσα στην ησυχία της νύχτας. Δηλαδή, ο κόσμος το ‘χει τούμπανο κι εμείς ψηλό καμάρι. Έκανε σαν να τη σφάζανε, σίγουρα τριγύρω οι γείτονες πολύ θα το γλεντούσαν. «Δεν μπορώ να το ελέγξω, μου βγαίνει αυθόρμητα, αγόρι μου!», προσπάθησε να δικαιολογηθεί, όταν την ρώτησα  στις αρχές της σχέσης μας. Της είχα προτείνει, έτσι για πλάκα, να ηχομονώσει το δωμάτιο της ακολασίας. «Μη φοβάσαι μπεμπέκα μου, η αιώνια ζωή στην κόλαση κάπως έτσι θα είναι, σαν την κρεβατοκάμαρά σου, φωτιά και λάβρα, και θα μας τσουρουφλίζει ο πόθος και η καύλα, και για να δροσιζόμαστε θα γαμιόμαστε σαν φίδια σε άγριες παρτούζες αξημέρωτες, μαζί με τους άλλους κολασμένους, αρσενικούς και θηλυκούς και όλους τους ενδιάμεσους. Και οι διαβόλοι κι οι τριβόλοι θα παίρνουν μάτι απ’ την κλειδαρότρυπα και θα το ρίχνουν στο μινάρισμα. Ακόμα κι αυτός ο περιβόητος αρχηγός τους, ο κακός δαίμονας, ο σατανάς, ο βελζεβούλης, κι όπως αλλιώς τον λένε, θα ζηλεύει και θα σκάει απ’ το κακό του, γιατί οι υπηρεσιακοί κανονισμοί δεν θα του επιτρέπουν να συμμετέχει στο μεγάλο πατιρντί της αιώνιας νύχτας. Όπως και οι άλλοι, οι άγιοι, οι αναμάρτητοι, οι καθαροί, οι εξαγνισμένοι και αμόλυντοι,  οι καθωσπρέπει του παράδεισου, που χάψανε αμάσητο το παραμυθάκι της εκκλησίας, με τους οποίους δεν θα ‘χουμε πολλά παρεδώσε μην τους διαφθείρουμε τάχα μου, κι εκείνοι θα ‘ναι διαρκώς σε νηστεία, στέρηση και προσευχή, εις τον αιώνα τον άπαντα, αμήν. Γιατί εμείς οι κολασμένοι θα γαμιόμαστε και θα χύνουμε, μπεμπέκα μου, και θα ξαλαφρώνουμε, και μετά θα τρώμε και θα πίνουμε και θα μαστουριάζουμε, και θα διονυσιαζόμαστε και θα ‘ρχόμαστε στο τσακίρ κέφι με κιθάρες και μπουζούκια και βιολιά, και να οι καινούργιες κάβλες, και να πάλι τα γαμίσια, σε όλες τις στάσεις κι απ’ όλες τις μεριές, και όλα και πάλι απ’ την αρχή, μια ατέλειωτη αιώνια επιστροφή εις τον αιώνα τον άπαντα, αμήν. Τέτοιες μαλακίες της έλεγα, κανονικό παραλήρημα τρελού, πάντα μετά την πράξη κάνοντας τσιγάρο, και στο τέλος έκανα τρεις φορές τον σταυρό μου, ξεκαρδιζόμουνα στα γέλια και της έσκαγα ένα τρυφερό φιλάκι στο μάγουλο. «Ωραία θα ‘ναι», μου απαντούσε κάπως μελαγχολικά και κούρνιαζε κάτω απ’ τη μασχάλη μου, και χωνόταν όλο και πιο βαθιά μέσα στην αγκαλιά μου, που εκείνες τις στιγμές της ερωτικής χαλάρωσης άνοιγε, μεγάλωνε, γινόταν τεράστια, ικανή να χωρέσει όλους τους αγγέλους και διαβόλους του σύμπαντος κόσμου και ολόκληρης της οικουμένης. Τα πάντα όλα. Μα το ‘ξερα, συμφωνούσε μόνο και μόνο για να μη μου χαλάσει το όνειρο και τη μαγεία της στιγμής και με κακοκαρδίσει. Στην πραγματικότητα δεν πίστευε σε αιώνιες ζωές, κόλασες και παράδεισους και άλλες παρόμοιες ιστοριούλες, παραμυθάκια για μικρά και φοβισμένα παιδιά. Φυσικά, ούτε κι εγώ, μα θα ‘ταν ωραία, αν υπήρχαν. Έστω και εξόριστοι δια παντός στο πυρ το εξώτερο. Εις τους αιώνες τους άπαντες. Αμήν.

Πλέον, είχαμε ανταλλάξει υγρασίες και θερμότητες και καθόμασταν ανάσκελα ο ένας δίπλα στον άλλο, αφυδατωμένοι και χαλαροί, καπνίζοντας και κοιτάζοντας ήρεμα το ταβάνι. Έσπασα πρώτος τη σιωπή και την υγιεινή ταβανοθεραπεία, ρωτώντας την γιατί μ’ έστησε και μ’ άφησε να περιμένω τόση ώρα σαν ξυλάγκουρο έξω απ’ την πολυκατοικία. Της τηλεφώνησε η κόρη της και μιλήσανε κοντά δυο ώρες. Ήτανε σε άσχημη κατάσταση, έκλαιγε συνέχεια και της ράγισε την καρδιά. Ο γάμος της αντιμετώπιζε προβλήματα. Ο άντρας της την απατάει και θέλει να χωρίσει. «Μου ‘κανε την ψυχολογία σκατά», είπε και ακούμπησε το κεφάλι στο στήθος μου. «Μπεμπέκα μου, ακολουθεί τα χνάρια σου», σκέφτηκα, μα το κράτησα για τον εαυτό μου. «Μην απελπίζεσαι, μπορεί να τα ξαναβρούν. Πολιτισμένοι άνθρωποι είναι, μορφωμένοι, με τόσες σπουδές και πτυχία», προσπάθησα να την παρηγορήσω ότι μαλακία μου ερχόταν στο κεφάλι. «Μακάρι», είπε προβληματισμένη, χωρίς να το πολυπιστεύει, και μου φίλησε τρυφερά τη ρόγα. Μου είχε μιλήσει για την κόρη της. Δυναμική γυναίκα, μα και ευαίσθητη, ίδια η μαμά της. Είχε σπουδάσει οικονομικά και διοίκηση επιχειρήσεων και ζούσε στο εξωτερικό με τον άντρα της και το πεντάχρονο αγοράκι τους. Δούλευαν στην ίδια πολυεθνική εταιρεία. Αυτό από μόνο του δημιουργούσε προβλήματα, προστριβές και ζήλιες. Έπαιζε λοιπόν ξανά η ίδια κασέτα. Και η μπεμπέκα είχε παντρευτεί έναν συνάδελφό της, ο πρώτος και μεγάλος της έρωτας, από τα φοιτητικά τους χρόνια στη νομική. Μαζί μπήκαν στο δικαστικό σώμα, μαζί και στις έδρες των δικαστηρίων, όλα μαζί τα κάνανε. Μόνο τις περιστασιακές ερωμένες κρατούσε για την πάρτη του. Μια δυο τρεις κουράστηκε να ανέχεται το κέρατο και τον χώρισε. Και να πεις ότι ήταν καμιά γυναίκα βήτα διαλογής. Προκλήθηκε μέγα σκάνδαλο, μα έτσι κι αλλιώς την είχε κάνει ξεφτίλα σε όλη την πόλη, παντού την σχολιάζανε, κι αυτός το ‘παιζε ο μέγας και ανεπανάληπτος γαμίκος του χωριού, ο συνοικιακός γκόμενος της συμφοράς. Κι άντε μετά να ασκείς εξουσία και να καταδικάζεις ανθρώπους, μοιράζοντας τις ποινές σαν τα στραγάλια. Ο μαλάκας δεν την σεβάστηκε, τον έσερνε ο πούτσος του κι αυτόν. Μέχρι που μπλέχτηκε και σε ένα μεγάλο σκάνδαλο χρηματισμού και διαφοράς έντιμων συνειδήσεων, τον ξήλωσαν απ’ το σώμα κι από τότε τον πήρε ο κατήφορος. Πήγαινε για τα πολλά, έχασε και τα λίγα. Τώρα φυτοζωεί κάπου χαμένος μέσα στην πρωτεύουσα, μπεκρουλιάζοντας και αναπολώντας τα περασμένα μεγαλεία του. Η κόρη τους ούτε που θέλει να ακούσει για αυτόν κι έκοψε κάθε επαφή μαζί του.

Σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο και βρήκα την ευκαιρία να ανοίξω τη μπαλκονόπορτα. «Μη βγαίνεις, μπορεί να σε δει κάνα μάτι!» μου λέει τρομαγμένη κάθε φορά, μα έχω πολύ ώρα να φτύσω κι έχει μπουκώσει ο οισοφάγος μου. Δεν ξέρω τι γίνεται, κάτι δεν πάει καλά με τον οργανισμό μου. Ποτέ δεν έβγαζα τόσο σάλιο. Βγήκα έξω κι άφησα την πηχτή βιταμινούχα μου ροχάλα να πέσει στα λουλούδια της ζαρντινιέρας, να πάρουν κι αυτά τα καημένα λίγο πάνω τους που έχουν μαραζώσει. Ξαφνικά αναρίγησα. Ήμουν ξυπόλυτος και τσιτσίδι, τότε μόνο το συνειδητοποίησα, νιώθοντας την υγρή νύχτα να μου περονιάζει τα κόκαλα. Κοίταξα ψηλά. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, δίχως φεγγάρια και λαμπερά αστέρια, μόνο με πυκνά μαύρα σύννεφα και δυσοίωνα προμηνύματα για καταιγίδες και άγριες νεροποντές. Ήδη στο βάθος αριστερά, πέρα απ’ την παλιοβούνας και τη βεράσοβας, στην ηρωική λιμνοθάλασσα, είχε αρχίσει να αστράφτει και να βροντά. Από εκεί μας έρχονται όλοι οι κατακλυσμοί. Μα κόντευε δώδεκα. Σε λίγο θα ‘πρεπε να φύγω.

 «Έλα μέσα παιδάκι μου, θα ξυλιάσεις!» με τράβηξε απότομα απ’ το χέρι. «Καλά, δεν βλέπεις τον κωλόγερο απέναντι που σε παίρνει μάτι;» Όχι, δεν τον είχα προσέξει. Μια καθισμένη σκιά μέσα στο σκοτεινό μπαλκόνι και μια κάφτρα που κάθε τόσο αναβόσβηνε. Απολάμβανε το θεσπέσιο θέαμα καπνίζοντας. Σίγουρα, είχε ακούσει και τις τσιρίδες της νωρίτερα. Παρά την ηλικία του, πρέπει να είχε φτιαχτεί άγρια ο πορνόγερος. «Ας τον να κοιτάζει, ο σαλιάρης» της είπα και την τράβηξα στην αγκαλιά μου. Είχε προλάβει να ξανακλείσει την μπαλκονόπορτα και να κατεβάσει τα ρολά. Ξέφυγε με μια απότομη κίνηση και με πήρε από τα μούτρα. «Άκου να σου πω, δεν θα με ξεφτιλίζεις εσύ, εδώ είναι γειτονιά, τους ξέρω και με ξέρουν όλοι.» Είχε πάρει το αυστηρό υπηρεσιακό της ύφος, είχε φορέσει τη μάσκα του αδέκαστου και ακριβοδίκαιου δικαστικού λειτουργού και μου τα ‘χωνε κανονικά, σαν να με περνούσε από δίκη. «Ας τον να κοιτάζει, στη μούνα σου, μανάρα μου!», επέμεινα εγώ, για να την τσαντίσω ακόμα πιο πολύ και να γίνει παιχνίδι. «Ας τον να παίρνει μάτι νυχτιάτικα με τηλεσκόπιο υπερύθρων και να καβλώνει, έτσι κι αλλιώς όλα κόκκινα είναι εδώ μέσα, και που ξέρεις, στο τέλος κάτι μπορεί να καταφέρει.» Γελούσα δυνατά και την είχα εξαγριώσει. «Μερικές φορές γίνεσαι και πολύ μαλάκας!» είπε και μου γύρισε τσαντισμένη την πλάτη. Με είχε ξανακαβλώσει, η πουτάνα, ειδικά όπως την είδα από πίσω. Την άρπαξα απ’ το σβέρκο και την πέταξα ξανά στο κρεβάτι. Είδε το μάτι μου να γυρίζει ανάποδα και τα χρειάστηκε η μπεμπέκα. Ήμουν πολύ πιστευτός και ίσως δεν κατάλαβε ή να ξέχασε ότι συνέχιζα το θεατρικό κι ότι μπαίναμε στην επόμενη σκηνή του έργου. Όρμησα πάνω της, της άνοιξα τα χέρια διάπλατα και την ακινητοποίησα. «Άσε με, με πονάς!» φώναξε. Με ερέθισε ακόμα πιο πολύ. Μα, έτσι κι αλλιώς, όποτε έχω όρεξη για δεύτερο ημίχρονο γίνομαι ακόμα πιο βίαιος, έτσι, για το σασπένς της υπόθεσης.  «Σκάσε μωρή καργιόλα, ξεσκισμένη, ξεκωλιάρα, χαμούρα!» Άρχισα ένα υβρεολόγιο που όλο και πιο πολύ με άναβε κι εκείνη την έκανε υπάκουη και υποτακτική. Έριχνα δαγκωματιές σ’ ολόκληρο το κορμί της, στα χείλια, στο μουνί της, στις ρόγες, παντού. Είχε παραδοθεί τελείως και σπαρταρούσε ξανά από κάβλα. Τον πήρε πάλι στο στόμα της, κι αν τόλμαγε, ας τον δάγκωνε, η παλιομούνα. Δεν τόλμησε. Την γύρισα απ’ την άλλη, την έστησα στα τέσσερα, την πίεσα στην πλάτη να χαμηλώσει, τούρλωσε το ασπριδερό αφράτο κωλαράκι της και το ξέσκισα κανονικά και με τον νόμο. Είχε πιαστεί από τα κάγκελα του κρεβατιού και βόγγαγε σαν να τη σφάζανε. «Έτσι, σκίσε με, άντρα μου!» μουρμούραγε. Στο τέλος έχυσα μέσα στην τρύπα της.

Τελικά, ο κοντός είχε δίκιο. Η μπεμπέκα ήταν ο τύπος μου και με κάβλωνε αβέρτα. Μα πλέον δεν είμαι τριαντάρης και για να γαμήσεις από πίσω στενή ακαλλιέργητη τρυπούλα στα πενηνταφεύγα χρειάζεσαι σκληρό πούτσο και τη βοήθεια της επιστήμης. Για κάθε ενδεχόμενο, έστω και μόνο για ψυχολογικούς λόγους, για ασφάλεια. Για να είσαι σίγουρος ότι ο ανδρισμός σου την τελευταία στιγμή, την πιο μεγάλη ώρα, δεν πρόκειται να σε προδώσει. Και από επαγγελματική ευσυνειδησία, βέβαια. Για να γίνει σωστά η δουλειά, τέλεια, όπως πρέπει. Πάντως η επιθυμία ως προαπαιτούμενο υπήρχε. Πήρα και την άδεια απ’ τον καρδιολόγο. Η καρδιά μου δούλευε ρολόι, δεν θα ‘χα κανένα πρόβλημα αν έπαιρνα ένα μπλε χαπάκι κάθε Παρασκευή πριν από κάθε συνάντηση. «Αν και δεν φαίνεσαι να το ‘χεις ανάγκη, φαίνεσαι πολύ ντούρος!», με διαβεβαίωσε, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. Τσίφτης ο τύπος, μου αναπτέρωσε το ηθικό. «Προσπαθούμε πάντα για το καλύτερο, γιατρέ μου, για το κάτι παραπάνω!» του είπα με νόημα, σαν να ‘παιρνα μέρος σε πρωτάθλημα, και γελάσαμε κι οι δύο. Γελάσαμε πολύ.      

Κι όμως, πρώτη φορά την γαμούσα από πίσω. Δεν το σχολιάσαμε το γεγονός, μα ούτε έδειξε να ενοχλείται. Και ούτε ήξερα αν είχε στο παρελθόν παρόμοιες εμπειρίες. Είχα ξεχάσει να ρωτήσω τον κοντό. Ήξερα μόνο ότι σε γενικές γραμμές οι γυναίκες το απεχθάνονται και οι πουτάνες το κοστολογούν διπλά. Βλέπεις, το καλό γαμίσι πρέπει να πληρώνεται αδρά. Πήγα κι εγώ στο μπάνιο, κατούρησα, έκανα ένα καυτό ντουζ να ξεπετσιάσω την ταλαιπωρημένη μου σάρκα, ένιωσα ένα ελαφρύ τσούξιμο στην πλάτη απ’ τις πεντάγραμμες νυχιές της και στο τέλος σκουπίστηκα με μια μεγάλη κίτρινη πετσέτα που βρήκα κρεμασμένη. Κοίταξα για λίγο τη φάτσα μου στον καθρέφτη. Για την ηλικία μου καλά κρατιόμουν. Είχε δίκιο ο κοντός, μικρόδειχνα. Βγήκα απ’ το μπάνιο, φόρεσα τα ρούχα μου βιαστικά, την αγκάλιασα, τη φίλησα και τράβηξα για την πόρτα. Είχε αφήσει τα χρήματα πάνω στο μπουφέ, δίπλα στο τηλέφωνο. Όπως κάθε φορά. «Σήμερα βλέπω διπλή ταρίφα» παρατήρησα με κέφι. Το άξιζα, είπε, και με το παραπάνω. Με αποκάλεσε ξανά «αγόρι μου», κι ένιωσα το μητρικό της χάδι στο μάγουλό μου. «Α, ξέχασα να σου πω, στο ασανσέρ, όπως ανέβηκα, γνώρισα τον διαχειριστή σας.» Ξαφνικά, το βλέμμα της άλλαξε, κάπως σκοτείνιασε. «Μην ανησυχείς, του είπα ότι πηγαίνω να κάνω λίγη παρέα στη ξαδέλφη μου, που την έχει φάει η πολύ δουλειά και η μοναξιά. Μου ‘πε να σου μεταβιβάσω και τις καλησπέρες του.» Για τη χοντρή δεν της είπα κουβέντα. Μου χαμογέλασε, κάπως πιο ήρεμη τώρα. «Σε ευχαριστώ ξάδερφε!» είπε με νάζι και μου χάιδεψε ξανά το μάγουλο. Χωρίζαμε χαρούμενοι, σχεδόν ευτυχισμένοι μετά από ένα  θεϊκό γαμήσι, το καλύτερο που είχαμε κάνει, παρ’ όλες τις αναποδιές. Μόνο που δεν ξέραμε ότι ήταν και το τελευταίο μας, ότι δεν θα ξανασυναντιόμασταν ποτέ. Όμως, δεν πρέπει να παραπονιόμαστε, έτσι είναι η ζωή. Τα όμορφα πράγματα κρατάνε λίγο.  

Βγήκα στο σκοτεινό διάδρομο του πέμπτου κι έφτασα ψηλαφητά μέχρι το ασανσέρ. Απόλυτη νέκρα στην πολυκατοικία, οι γειτόνοι κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου. Μόνο τη στιγμή που έβγαινα, ένας νεαρός ντελιβεράς έψαχνε τα κουδούνια με μια πίτσα στο χέρι. Η ώρα είχε πάει μία και φαίνεται ότι κάποιοι πεινούσαν. Ξαφνικά γουργούρισε και το δικό μου στομάχι, μα κείνη τη στιγμή άρχισε να ρίχνει καρεκλοπόδαρα και το ξέχασα. Ο νεαρός, μπαίνοντας μέσα, γαμωσταύρισε την αποψινή γκαντεμιά του.  Τι να του κάνω. Όλα τα επαγγέλματα έχουν δυσκολίες και τα απρόοπτά. Μα ο βιοπορισμός είναι ιερός και δεν σηκώνει κριτική. Δεν πειράζει. Μικρός είναι ακόμα, δεν έχει ανάγκη. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά στην απέναντι πολυκατοικία. Η σκιά του γεροξούρη βρισκόταν ακόμα στη θέση της και η καύτρα απ’ το τσιγάρο του σημάδευε τα χείλη του. Έριξα άλλη μια φρέσκια ροχάλα στο δρόμο ανάμεσα στα παρκαρισμένα αμάξια, άναψα τσιγάρο και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Αργά και προσεχτικά, μη φάω καμιά σούπα.

***

Μπορεί σήμερα να βράχηκα απ’ τον πουστρόκαιρο, να κινδυνεύω να αρπάξω άγρια πούντα και να κρεβατωθώ για τα καλά, μα σε γενικές γραμμές δεν έχω παράπονο. Το επάγγελμα έχει κινδύνους και απρόοπτα μα μου πάει γάντι. Έτσι με σύστησε ο κοντός στη μπεμπέκα, ως συνοδό κυριών, έναν ευσυνείδητο και εχέμυθο επαγγελματία. Και υιοθέτησα το παραμυθάκι, διανθίζοντάς το με δικές λεπτομέρειες, ψεύτικες και μυθοπλαστικές. Την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε, για να την εντυπωσιάσω, της είπα ότι είχα κάνει πολλά και διάφορα επαγγέλματα, από όλα περαστικός, για ένα φεγγάρι μόνο. Γκαρσόνι, μπάρμπαν, βενζινάς, ντελιβεράς, σεκιουριτάς και κούριερ, μέχρι περιπτεράς και ρεσεψιονίστ ξενοδοχείου γαμιστρώνας έψιλον κατηγορίας σε νυχτερινή βάρδια. Δηλαδή, όλα τα ευαγή και χρήσιμα επαγγέλματα. Μόνο λεκανάς σε μπουρδέλο δεν είχα διατελέσει. Και μου το λέγαν οι δικοί μου, συγγενείς και φίλοι. Αφού έχεις όλα τα φόντα, πήγαινε στο πανεπιστήμιο, σπούδασε κάτι, μάθε μία τέχνη τουλάχιστον. Αργότερα θα το μετανιώσεις και θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Εγώ τίποτα, αγύριστο κεφάλι, δεν άκουγα κανέναν, της έλεγα, ήθελα από νωρίς να γνωρίσω την αλητεία και την περιπέτεια της ζωής. Μα ούτε και το μετάνιωσα. Ίσως πάλι να μην έχει φτάσει ακόμα το περιβόητο και καταστροφικό «αργότερα». Τελικά, μετά από πολλές δοκιμές και λάθη, βρήκα την πραγματική μου κλήση. Πλέον, με καμάρι δήλωνα επαγγελματίας συνοδός κυριών, μεσόκοπων και καλοφτιαγμένων, αλλά άμα λάχει και κυρίων, ως επί το πλείστον ηλικιωμένων, εφόσον έχουν τον τρόπο τους και πληρώνουν καλά. Δηλαδή, το τερπνόν μετά του ωφελίμου, ζιγκολό πολυτελείας και εσκόρτ για όλα τα γούστα. Δεν το κρύβω, ούτε ντρέπομαι γι’ αυτό. Ανέκαθεν υπήρξα σεξομανής, με αγριεμένη και ατιθάσευτη λίμπιντο, που κάθε τόσο ξεχείλιζε, η καύλα βαρούσε κόκκινο και με τρέλαινε και ήμουν ικανός για αλλεπάλληλους άγριους βιασμούς, κι όποιον πάρει ο χάρος. Ευτυχώς, τώρα που ασκώ το αρχαιότερο των επαγγελμάτων έχω έρθει στα ίσα μου. Επιπλέον, πέρα του ταλέντου και της κλίσης μου στο εν λόγω λειτούργημα, λόγω της εμπειρίας που έχω αποκτήσει, έχω σχεδόν τελειοποιηθεί, πλησιάζω την αριστεία. Οσονούπω θα δικαιούμαι βραβείο από την πολιτεία και τους επίσημους θεσμούς του κράτους.

Δεν ξέρω αν η παρατεταμένη εξομολόγησή μου έγινε πιστευτή και αν η μπεμπέκα εντυπωσιάστηκε, πάντως γέλασε πολύ. Δεν ξέρω γιατί τα τόσα χάχανα, μα ούτε και με νοιάζει. Αν της αποκάλυπτα την αληθινή προηγούμενη ζωή μου, ότι ήμουν ένας μικρός και ασήμαντος δημόσιος υπάλληλος, τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Σίγουρα θα χαλιόταν, θα με περιφρονούσε και, ανεξαρτήτως ερωτικών επιδόσεων (έτσι κι αλλιώς, γεμάτος ο κόσμος από αρσενικές πορτοκαλιές που κάνουν ζουμερά και νόστιμα πορτοκάλια) δεν θα ‘θελε να με ξαναδεί στα μάτια της. Κι αυτό το κατάλαβα απ’ την περιφρόνηση και αηδία που ένιωθε όταν μιλούσε για τη δικιά της δουλειά, που κάνει υπομονή λίγα χρόνια ακόμη μέχρι να βγει στη σύνταξη. Πάντως, η μπεμπέκα είναι σε πολλά ξεχωριστή περίπτωση. Πληρώνει καλά και πάντα τοις μετρητοίς, χωρίς σπαστικά παζάρια και τσαλίμια, κι αν μείνει πέραν του δέοντος ευχαριστημένη ξηγιέται γενναιόδωρα διπλή ταρίφα και δώρο χριστουγέννων από πάνω, χωρίς ποτέ να της το ζητήσω. Επιπλέον είναι εύκολη περίπτωση, βολική. Ούτε βιτσιόζικες ανωμαλίες θέλει, ούτε και βόλτες, επιδείξεις, φιγούρες, «κοιτάτε μας γειτόνισσες» και σούρτα φέρτα σε γνωστούς και φίλους και άλλα παρόμοια, κουραστικά και ανούσια. Ούτε μητρομανής είναι, απλά δεν αρκείται μόνο στο δονητή της. Ένα καλό βδομαδιάτικο γαμήσι το έχει απόλυτη ανάγκη, τι πιο κανονικό, υγιές και φυσιολογικό. Να χαρεί η μούνα της, να ξεχαρμανιάσει, να πάρει φωτιά το στερημένο της κορμάκι, τώρα που μπορεί και προλαβαίνει, προτού θαφτεί κάτω από τη μαύρη γη, μαραθεί και σαπίσει και το κατασπαράξουν οι σκώληκες οι ανθρωποφάγοι. Μόνο που συγχρόνως θέλει και το παραμυθάκι της, να ‘χει λίγο μαγεία και όνειρο η υπόθεση, να παίρνει φωτιά η φαντασία της. Το σενάριο δεν είναι απαιτητικό, αντίθετα απλό και χιλιοπαιγμένο, σχεδόν κλασικό, εναλλάξ και σε διπλή παραλλαγή. Τη μια να το παίζω ευγενικός και καθωσπρέπει κύριος που επισκέπτεται μια πουτάνα πολυτελείας για να αδειάσει τα φλόκια του, την άλλη ο αγαπημένος ανιψιός που επισκέπτεται τη μοναχική θεία, προσφάτως χειρευάμενη, για να την παρηγορήσει. Πάντα κρατώντας στο χέρι την αδυναμία της, ένα μπουκέτο μαύρα τριαντάφυλλα τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο. Είναι η μοναδική της ανωμαλία. Τα μαύρα λουλούδια την κάνουν ευτυχισμένη. Δηλαδή, έλα μουνί στον τόπο τους, να πούμε. Τελικά, η μπεμπέκα μυρίζει πολύ θάνατο. Ίσως γι’ αυτό μ’ αρέσει και την βρίσκουμε τόσο ωραία οι δυο μας. Και βέβαια πληρώνει τοις μετρητοίς.

Οι ουρανοί είχαν ανοίξει για τα καλά κι έριχναν καρεκλοπόδαρα και οι γυαλοκαθαριστήρες γύριζαν τρελαμένοι πέρα δώθε. Κατεβαίναμε τον κεντρικό δρόμο που φωτιζόταν απαλά με το θερμό κίτρινο της νύχτας. Ήταν σχεδόν άδειος. Λίγα μόνο αμάξια κυκλοφορούσαν κι ένα συνεργείο του δήμου προσπαθούσε να μας φτιάξει τη διάθεση, κρεμώντας ψηλά στις κολώνες και τα καλώδια πολύχρωμα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Τώρα όμως κι αυτοί είχαν λουφάξει στην άκρη κάτω από ένα υπόστεγο περιμένοντας να κόψει η μπόρα. Για τη μικρή μας επαρχιακή πόλη ο διπλός αυτός δρόμος της μιάμισης λωρίδας λογίζεται για λεωφόρος. Συνδέει την απάνω χώρα, την γραφική και παραδοσιακή, με την κάτω, την πολύβουη και εμπορική και φέρει το όνομα κάποιου παλιού ντόπιου πολιτικού της βασιλικής παράταξης, που κατά τον μεσοπόλεμο έφτασε να γίνει μέχρι και πρωθυπουργός του έθνους, όμως μετά τη μικρασιατική καταστροφή κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία της πατρίδας και μαζί μ’ άλλους πέντε εκτελέστηκε δια τυφεκισμού. Δηλαδή, αθλιότητες. Το ‘φαγε το κεφάλι του ο μαλάκας και καλά να πάθει. Όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες, που λέει και ο σοφός λαός. Τουλάχιστον, το όνομά του έγινε δρόμος και γράφτηκε στα βιβλία της επίσημης ιστορίας, έστω και ως προδότης δήθεν. Δεν είναι λίγο. Ο τύπος κέρδισε την αθανασία.

Δεν μένει πολύ μακριά η μπεμπέκα, συνήθως γυρνάω σπίτι με τα πόδια. Σήμερα όμως αναγκάστηκα να πάρω δύο ταξί, και στο πήγαινε και στο έλα. Το άκουσα στην τηλεόραση ότι θα χάλαγε ο καιρός, μα κοίταξα τον ουρανό και δεν το πολυπίστεψα. Συνήθως, οι μετεωρολόγοι πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους, δεν τους εμπιστεύομαι καθόλου. Ούτε ομπρέλα δεν πήρα μαζί μου, αν και μ’ αυτόν τον κατακλυσμό πάλι λούτσα θα γινόμουνα. Ήδη ένιωθα κάτι ύποπτα ρίγη να με διαπερνούν. Τους ταρίφες τους αποφεύγω, ειδικά το βράδυ που σου κοτσάρουν διπλή ταρίφα. Δεν γουστάρω τις ξινισμένες τους φάτσες κι από πάνω να στο παίζουν και ξερόλες επί παντός επιστητού. Δηλαδή, μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και κώλος φινιστρίνι. Κουραστικά πράγματα. Τουλάχιστον ο πρώτος δεν με ενόχλησε, αραδιάζοντας κοινότοπες παρλαπίπες για την οικονομία ή τα πολιτικά. Σε όλη τη διαδρομή έμεινε σιωπηλός, ακούγοντας στο σπινό ειδήσεις απ’ το ραδιόφωνο. Όμως, ο δεύτερος δεν ήταν το ίδιο διακριτικός. Άκουγε τραγούδια της τρελής καψούρας και σιγοψιθύριζε ευδιάθετος το σκοπό τους. Κάθε τόσο μου ‘ριχνε κλεφτές ματιές απ’ τον καθρέφτη μήπως και τσιμπήσω και μ’ αρχίσει στη τσιλάγρα. Μούγγα εγώ. Απόφευγα το βλέμμα του χαζεύοντας δήθεν αδιάφορα έξω. Τελικά δεν κρατήθηκε. «Κωλόκαιρος σήμερα, φίλε μου» είπε, λες και μ’ ήξερε από χτες, μα και πάλι δεν του ‘δωσα χνώτα και κάπως στραβομουτσούνιασε. Μετά από λίγο του είπα να χαμηλώσει το ράδιο γιατί με πονούσε το κεφάλι μου. Μου ‘ριξε πάλι ένα βλοσυρό βλέμμα μαχαιροβγάλτη, ξίνισε τα μούτρα του, αποφάσισε στα γρήγορα να μην με σφάξει και χάσει το μεροκάματο και με μισή καρδιά το έκλεισε τελείως. Μου ‘ρθε να του σκάσω μία στην καράφλα να δει τον ουρανό σφοντύλι, μα κρατήθηκα. Έξω η νεροποντή είχε σταματήσει και ο βρεγμένος δρόμος γυάλιζε όμορφα. Κοντεύαμε να φτάσουμε, μα ήθελα λίγο να περπατήσω για να ξεμουδιάσω. Του είπα να σταματήσει στο φανάρι απέναντι απ’ τα δικαστήρια. Το γραφείο της μπεμπέκας, ακριβώς δίπλα στον εισαγγελέα υπηρεσίας, ήταν θεοσκότεινο. Τον πλήρωσα, «κράτα και τα ρέστα», του είπα, με καληνύχτησε μ’ ένα δουλικό χαμόγελο ευτυχίας, άνοιξα την πόρτα και βγήκα πάλι έξω στην υγρή νύχτα.   

Είχε μπόλικη υγρασία, όμως τουλάχιστον το πολύ κρύο είχε σπάσει. Μπήκα στον πεζόδρομο της πλατείας, χαζεύοντας τα μαγαζιά δεξιά κι αριστερά. Η ώρα είχε πάει τρεις και τα περισσότερα ήταν κλειστά, ένα δύο ήταν ακόμα στα μαζέματα και τα γκαρσόνια πετούσαν τα σκουπίδια στους κάδους. Πέρασα αφηρημένος μπροστά απ’ τον άστεγο και παραλίγο να τον πατήσω. Τσαντίστηκε, και με το δίκιο του. Ήταν χωμένος μέσα στα σκεπάσματα, κάτω απ’ το υπόστεγο της μισοτελειωμένης οικοδομής, μα δεν κοιμόταν ακόμα, μόνο έπινε κρασί σ’ ένα πλαστικό κυπελάκι και κρατούσε στην αγκαλιά του σφιχτά μια μισογεμάτη μποτίλια. Δίπλα του ήταν ξαπλωμένος με βλέμμα απλανές και αδιάφορο ο σύντροφος της τωρινής του ζωής και μοναδικός του φίλος, ένας βρεγμένος κανελής κοπρίτης. «Πρόσεχε λίγο, θα με σκοτώσεις!» φώναξε τσαντισμένος με βαριά σλάβικη προφορά. Μου ‘ριξε και μια άγρια ματιά. Τον ήξερα. Πλησίαζε τα εξήντα κι είχε πολλά χρόνια εδώ. Πλέον, μιλούσε πολύ καλά τη γλώσσα μας, μόνο λίγο σπαστά. Είχε δουλέψει σαν εργάτης σε χωράφια, οικοδομές και αλλού, μα πριν από τέσσερα χρόνια έχασε το πόδι του σε ατύχημα. Από τότε ζει και κοιμάται στο δρόμο ζητιανεύοντας. «Με συγχωρείς, γείτονα, δεν σε είδα», είπα. «Γιατί; Που έχεις το μυαλό σου τέτοια ώρα;» με πήρε από τα αυτιά. Δεν του απάντησα, μόνο χαμογέλασα. Μου ζήτησε τσιγάρο, μάλλον για την ψυχική οδύνη που του προκάλεσα. Έβγαλα το πακέτο απ’ τη τσέπη και του ‘δωσα δύο, μαζί με όσα ψηλά έπιασα. Το πρόσωπό του φωτίστηκε νυχτιάτικα, άπλωσε το χέρι και τα πήρε, μουρμουρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικα, μάλλον στη γλώσσα του. «Το ‘χουν γυρίσει όλοι στον καπνό για οικονομία, πλέον δεν βρίσκεις εύκολα τσιγάρο», σχολίασε. «Μπα, εγώ βαριέμαι να στρίβω», του είπα. «Βράχηκε κι ο σκύλος απόψε», συμπλήρωσα. Το ζωντανό βρωμοκοπούσε από μίλια μακριά. «Την ώρα που έριχνε καταρράκτες, ο κανέλος γαμούσε τη μαύρα λίγο παρακάτω, η μπόρα τους έπιασε πάνω στην πράξη, μα που να σταματήσει, κολλημένος όπως ήταν από πίσω της, βλέπεις, ήταν γλυκό το κοκό», είπε και παραλίγο να σκάσει ένα χαμόγελο στα χείλη του. «Τον σκούπισα, όσο μπορούσα, και τον έχωσα κάτω απ’ τις κουβέρτες να ζεσταθεί. Αν αρρωστήσει και πάθει καμιά πνευμονία τη βάψαμε, δεν περισσεύουν λεφτά για κτηνίατρους. Όμως, κι εσύ να προσέχεις!» είπε με μια υποψία πατρικής έγνοιας. Τον καληνύχτισα και κάνοντας δέκα βήματα έφτασα έξω από την πολυκατοικία μου. Τότε θυμήθηκα πως το μεσημέρι είχαμε πει με τον κοντό και τα άλλα παιδιά να βρεθούμε για ένα τελευταίο ποτό πριν από τη μεγάλη δουλειά. Ξανάχωσα τα κλειδιά στην τσέπη. Είχα τα χάλια μου, κρύωνα και ριγούσα, μα δεν ήταν σωστό να τους στήσω. Τότε το στομάχι μου διαμαρτυρήθηκε με ένα παρατεταμένο γουργουρητό. Τελικά, μια νυχτερινή επίσκεψη στο μπαρ της κουτσής το απαιτούσε η κατάσταση, και μια καυτή βραστούρα επιβαλλόταν για να ζεσταθούν τα σωθικά μου και να έρθουν τα εσωτερικά μου υγρά στα ίσα τους, σε θερμοδυναμική ισορροπία, που λένε και οι σοφοί επιστήμονες. «Η σημερινή νύχτα είναι μεγάλη» σκέφτηκα και συνέχισα με κομμένα πόδια το δρόμο μου.

Έξω απ’ το μπαρ γινόταν φασαρία, ακούγονταν φωνές. «Μη τσαντίζεσαι ρε φίλε, μη το παίρνεις κατάκαρδα, όλες πουτάνες είναι, και οι αδερφές και οι μανάδες μας, όλες το ίδιο είναι!» τραύλιζε με δυσκολία ο τύπος μπερδεύοντας  τα λόγια του. Φαινόταν χάλια απ’ το πιώμα, γύρευε τι προβλήματα κουβαλούσε. Ο χοντρός και ο ψηλός τον πέταγαν έξω σηκωτό. «Μην ξαναπατήσεις εδώ μέσα!» του φώναξε λίγο πιο πίσω ο κοντός και του ‘δωσε μια σφαλιάρα και μια κλωτσιά στον κώλο. Εκείνος πήγε παραπατώντας πέντε μέτρα παραπέρα και σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στο πλακόστρωτο. «Όλες πουτάνες είναι!» ξαναμουρμούρισε μέσα από τα δόντια του, και απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας, χωρίς να δώσει συνέχεια. Ξερωγωτίς ξερωγωτάς ο τύπος και τα ρέστα. «Η ίδια ιστορία κάθε βράδυ, με τον μαλάκα!» είπε ο κοντός, ξεσκόνισε κάπως τα ρούχα του και ίσιωσε με το χέρι τα μαλλιά του. Άλλος ένας πιωμένος φουκαριάρης, που ήθελε να πιάσει κάνα βυζί στο τσάμπα, σκέφτηκα. «Μας την έχει κάνει πολλές φορές αυτός, ίσως και να ‘ναι κάνας χαφιές βαλτός απ’ την ασφάλεια», είπε ο χοντρός γυρνώντας προς το μέρος μου. «Εσύ που εξαφανίστηκες; Τα χάλια σου έχεις!» είπε ο κοντός, ξεχνώντας ότι σήμερα ήταν η μέρα της μπεμπέκας. Είχα ώρα να κοιτάξω τη φάτσα μου στον καθρέφτη, μα για να το λέει ο φίλος μου έτσι πρέπει να ‘ναι. Έβγαινε η ταλαιπωρία και η κούραση ολόκληρης της μέρας. Ο ψηλός ξανάνοιξε την πόρτα του μαγαζιού και μπήκαμε όλοι μέσα για μια τελευταία συνάντηση πριν από τη μεγάλη δουλειά.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου