Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Η ΑΠΟΒΟΛΗ


Θυμάσαι, καλέ μου φίλε και παλιέ συμμαθητή, τις τελευταίες μέρες στο σχολείο; Εγώ ναι, αν κι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Εσύ, πάλι, όχι, κρίμα που τα ‘χεις ξεχάσει. Κάποτε θα σου τα πω, μήπως και. Είχαν κιόλας αρχίσει οι ζέστες, πρόωρα, μες στον Ιούνη, κι εμείς βιαζόμασταν να αφήσουμε τις σάκες, τα μολύβια και τα βιβλία, να μπουγελωθούμε στο προαύλιο και να αρχίσουμε τα μπάνια και τις ηλιοθεραπείες στην παραλία. Ήμασταν ασυγκράτητοι, ειδικά εσύ, που για την ηλικία μας ήσουν πολύ πιο ώριμος και ζωηρός. Σε θαύμαζα, σε ζήλευα και σε αγαπούσα, είναι αλήθεια. Ασυναίσθητα, μπορεί να ‘μουνα και λίγο ερωτευμένος, κρυφά και από τον ίδιο μου τον εαυτό. Βλέπεις, ήμασταν πολύ παιδιά ακόμα, πολύ άγουρα, δεν ξέραμε από τέτοια επικίνδυνα παιχνίδια. Όμως, όχι εσύ. Ήσουν όμορφος και στα διαλλείματα οι κοπέλες σε κυνηγούσαν, μονάχα εσένα, μα συνέχεια τους ξέφευγες, δεν καθόσουν να σε πιάσουν και να σε αγγίξουν, να σε χαϊδέψουν και να σε φιλήσουν, να γίνεις το βαρύτιμο τρόπαιο της νίκης τους. Με γρήγορους και περίτεχνους  τις απόφευγες, σαν χέλι ξεγλιστρούσες ανάμεσά τους, παρ’ όλο που οι περισσότερες ήταν δροσερές και όμορφες, ροδοκόκκινες απ’ την προσπάθεια και την έξαψη. Καθόμουν σε μια γωνιά και σε παρακολουθούσα. Μετά ερχόσουν κουρασμένος, μα χαμογελαστός, δαφνοστεφανωμένος νικητής πλάι μου  να πάρεις μια ανάσα. Ο ιδρώτας σου μοσχοβολούσε, το πρόσωπό σου έλαμπε. Αγναντεύαμε μαζί το τεράστιο κτήριο απέναντι, έτσι μας φαινότανε τότε, τρομακτικό και ατέλειωτο. Το φοβόσουν το γυμνάσιο. Μεγάλο σχολείο με μεγάλα παιδιά και πολλούς δασκάλους, έλεγες, σαν να μην ήθελες άλλο να μεγαλώσεις, να απελευθερωθείς απ’ τα δεσμά και τα χαλινάρια της άγουρης ηλικίας μας. Κι έσβηνε το χαμόγελο απ’ το πρόσωπό σου και τα μάτια σου γίνονταν σκοτεινά και μελαγχολικά. Και τότε σ’ αγαπούσα πιο πολύ, αν και δεν στο ‘λεγα, μα ίσως να το ‘χες καταλάβει. Ξαφνικά χτυπούσε το κουδούνι, το διάλλειμα τέλειωνε και ο παλιόγερος ο επιστάτης φώναζε αγριεμένα να μπούμε γρήγορα στις τάξεις μας. Κι έκανε πολύ ζέστη.

Είχε φτάσει η τελευταία μέρα των μαθημάτων. Μέσα στην αίθουσα γινόταν χαλασμός κυρίου, η δασκάλα είχε χάσει πλέον τον έλεγχο, η τάξη είχε διασαλευθεί ανεπανόρθωτα. Μιλούσε για τους κινδύνους του ήλιου και της θάλασσας, τα μέτρα προστασίας που θα ‘πρεπε να παίρνουμε, μα ήτανε για λύπηση, κανείς δεν της έδινε σημασία. Είχαμε όλοι αποθρασυνθεί. Όμως, εμάς είδε μόνο, μπροστά, κάτω απ’ τη μύτη της, στο πρώτο θρανίο, και μας έβγαλε έξω για παραδειγματισμό. Αυτό είναι άδικο, της πέταξες στο πρόσωπο κατάμουτρα και χτύπησες πίσω σου δυνατά την πόρτα. Μετά ξεσπάσαμε στα γέλια. Παραδόξως, δεν είχαμε φάει ξανά αποβολή, είμασταν καλά παιδάκια, μα τώρα άλλο που δεν θέλαμε. Πάμε να κατουρήσουμε, είπες, αλλά πρόσεχε μη μας δει ο επιστάτης. Ευτυχώς, ο κακομούτσουνος κωλόγερος είχε αράξει μέσα στο κιλικίο και λαγοκοιμόταν. Περάσαμε από μπροστά του και χαμπάρι δεν πήρε. Μπήκαμε μαζί στην ίδια τουαλέτα, παραξενεύτηκα, μα ήθελες κάτι να μου δείξεις. Κοίτα εδώ, μου είπες. Έκλεισες τα μάτια κι άρχισες να χαϊδεύεις το τσουτσούνι σου κι αυτό όλο και φούσκωνε, όλο και μεγάλωνε, όλο και κοκκίνιζε. Τρόμαξα, δεν ήξερα από τέτοια, ούτε μπορούσα να μαντέψω τι σκεφτόσουν εκείνη τη στιγμή. Κάν' το κι εσύ, πρόσταξες, θα σ’ αρέσει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ντρεπόμουν. Τρέμοντας έσφιξα το πουλί μου μέσα στη χούφτα, παραλίγο να το πνίξω, μα όσο και αν το έτριβα δεν γινόταν τίποτα, παρέμενε μικρό και ζαρωμένο. Τότε το έπιασες εσύ και ως εκ θαύματος άρχισε να μεγαλώνει, να γίνεται σαν κόκκινο μανιτάρι και το δικό σου σαν μελιτζάνα, να λαχανιάζουμε, να νιώθουμε μια γλυκιά ταραχή στο στήθος, να βγάζουμε μια ασυναίσθητη κραυγή και να κατουράω για πρώτη φορά ένα πηχτό ασημένιο υγρό. Έτσι μπράβο, μου είπες, τώρα έγινες άντρας. Κι αμέσως έχυσες κι εσύ και το σπέρμα σου τινάχτηκε μακριά και λέρωσε τη λεκάνη και το πάτωμα κι έγιναν όλα μαντάρα. Μετά γέλασες πολύ. Πάμε να φύγουμε, είπες, πριν μας πάρει είδηση ο κωλόγερος. Βγήκαμε σαν κύριοι από τις τουαλέτες, περάσαμε μπροστά απ’ τον κοιμισμένο επιστάτη και σαν κύριοι σταθήκαμε έξω απ’ την τάξη μας, περιμένοντας να χτυπήσει το κουδούνι. Κολλήσαμε το αυτί μας στην πόρτα. Ακουγόταν μόνο η φωνή της κυρίας, μα δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε. Τα υπόλοιπα παιδιά έκαναν απόλυτη ησυχία. Όχι, αυτό είναι άδικο, είπες τότε και γελάσαμε πολύ. Κι αμέσως χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα.      

Ύστερα έφυγες απ’ την πόλη και σε έχασα. Και μεγαλώσαμε, και με ξέχασες, όχι όμως κι εγώ. Οι ζωντανοί χωρισμοί είναι οι χειρότεροι, πονάνε πιο πολύ, μου είχες πει κάποτε, ποιος ξέρει από πού το άκουσες ή το διάβασες. Ήσουν σοφό παιδί. Αν και δεν το κατάλαβα, μου σφηνώθηκε στο μυαλό. Μα σίγουρα και αυτό το ‘χεις ξεχάσει, και καλύτερα. Ίσως κάποτε να στα πω όλα αυτά και να σου φανούν ξένα, περίεργα, μακρινά και απίστευτα. Και τότε να θυμηθείς και να μ’ αγαπήσεις ξανά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου