Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ (ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ)

Όταν έληξε η καραντίνα σταμάτησε και ο υποχρεωτικός περιορισμός μας. Ο καταυλισμός διαλύθηκε, οι έγκλειστοι σκορπίσανε στους πέντε ανέμους και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Εγώ δεν ήξερα που να πάω. Ο χειμώνας πλησίαζε παγωμένος και δριμύς, με ισχυρούς βοριάδες να σφυρίζουν από μακριά, έλεγαν οι ειδικοί. Έπρεπε να βρω ένα σπίτι να προστατευτώ. Αν παρέμενα άστεγος, ανέστιος και πλάνης δεν θα την έβγαζα καθαρή. Όμως, δεν ήξερα τι να κάνω. Απ’ τη στριμώκολη κατάσταση με βγάλανε δυο φιλαράκια, ο χοντρός κι ο λιγνός, όνομα και πράγμα, που γνώρισα τις μέρες της πανδημίας. Ήταν δυνατό ντουέτο και είχανε έξυπνο σχέδιο διαφυγής απ’ την ψωμόλυσσα. Και με συμπαθούσαν. Ας όψεται το γαμημένο το κράτος που εδώ και πολλά χρόνια έχει καταργήσει τα κοινωνικά επιδόματα, τα λαϊκά συσσίτια, τη δωρεάν περίθαλψη και κάθε άλλη βοήθεια προς τους φτωχούς και αναξιοπαθούντες, όπως εμείς, κι έπρεπε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι τους. Έτσι έλεγαν, μα δεν κλαίγονταν γιατί είχαν μια φαεινή ιδέα. Να περιφερόμαστε ως τρίο μινάρε από εκκλησίες σε νεκροταφεία (δόξα το θεό, είχε πολλά η πόλη)  και από κηδείες σε μνημόσυνα (και πάλι δόξα το θεό, μπόλικα κι αυτά, λόγω των θανατηφόρων ιώσεων) και να χορταίνουμε την πείνα μας με κουλουράκια και σπερνά, ζητιανεύοντας και κάνα ψιλό απ’ τους τεθλιμμένους συγγενείς και τους θεοσεβούμενους συμπολίτες μας. Γι’ αυτό ήθελαν και μένα μαζί τους με τη γλυκιά και όμορφη φατσούλα για ξεκάρφωμα, αφού εκείνοι εμφανισιακά είχαν λίγο πολύ τα χάλια τους. Απλά, έπρεπε να παίξουμε καλό θέατρο, να σουλουπωθούμε κάπως, να γίνουμε πιο επίσημοι και στενοχωρημένοι και θα βγάζαμε γερό μεροκάματο. Και η μοιρασιά στα τρία, δίκαια πράγματα.

Αυτά συμφωνήσαμε και το κόλπο δούλεψε στην εντέλεια. Κάθε πρωί, προτού ξεκινήσουμε για τη δουλειά, μελετούσαμε προσεχτικά τα αγγελτήρια των γραφείων κηδειών στις κολώνες και στις γωνίες των δρόμων και καταστρώναμε το σχέδιο δράσης, βασικά το δρομολόγιο που θα ακολουθούσαμε με βάση τις ώρες των τελετών. Τα σαββατοκύριακα προτιμούσαμε τα μνημόσυνα, ήταν και περισσότερα, είχαν και καλύτερα τραπεζώματα. Τις καθημερινές αναγκαστικά ακολουθούσαμε τις κηδείες, όπου έπεφτε και το περισσότερο κλάμα, μπροστά στο μακάβριο θέαμα, αντικρίζοντας κάθε φορά το ανοιχτό φέρετρο, κι ακόμα χειρότερα όταν μέσα είχε ξαπλωμένο ανάσκελα έναν νέο άνθρωπο, τι κι αν ο καημένος μάς ήταν άγνωστος. Για να ξεχάσουμε τον πόνο μας, πρώτα χλαπακιάζαμε μέχρι σκασμού τα κόλλυβα κι ύστερα ο χοντρός περιλάβαινε τα κουλουράκια, ο λιγνός τα κονιάκ (καβάτζωνε στην τσέπη και το περίσσευμα) κι εγώ με την όμορφη λυπημένη φατσούλα έβγαινα στη ζήτα για κάνα ψηλό. Επιπλέον, το ντουέτο, όποτε έβρισκε την ευκαιρία, ψείριζε με καταπληκτική δεξιοτεχνία και ταχύτητα το παγκάρι της εκκλησίας και τον δίσκο υπέρ φτωχών και απόρων, όπως ήμασταν κι εμείς. Δεν είχαν τον θεό τους οι μπάσταρδοι και η δουλειά πήγαινε περίφημα, ποτέ δεν τους πιάσανε. Με τούτα και με κείνα, περνούσαμε ζωή χαρισάμενη. Μονάχα που δεν είχαμε λύσει το πρόβλημα της στέγης, κάπου να κοιμόμαστε μόνιμα και με ασφάλεια. Μόλις σκοτείνιαζε, κρυβόμασταν και αράζαμε όπου βρίσκαμε, με το φόβο πάντα να μας γραπώσουν τα όργανα της τάξης και να μας σύρουν τσουβαλάτους στη μπουζού, σύμφωνα με τους δρακόντειους νόμους περί αλητείας που ίσχυαν στην πόλη μας, μα και σ’ ολόκληρη τη χώρα.

Ώσπου ένα βράδυ, σε μια επιχείρηση σκούπα της αστυνομίας, μας έκαναν τσακωτούς και μας κουβάλησαν στην ασφάλεια. Μόλις θα ξημέρωνε, με συνοπτικές διαδικασίες, θα περνούσαμε αυτόφωρο κι από κει ντουγρού για τη στενή. Οι φίλοι μου δεν είχαν πρόβλημα, θα έβρισκαν κι απάγκιο για το χειμώνα. Έτσι κι αλλιώς, είχαν πάει αρκετές φορές φυλακή και είχαν συνηθίσει στην αιχμαλωσία, δεν τους κακοφαινόταν πια. Εγώ όμως όχι, δεν ήξερα τι θα συναντήσω εκεί μέσα. Και ξαφνικά, λίγο πριν μας φορτώσουν στις κλούβες για την μεταγωγή, εμένα με ξεχώρισαν και μ’ έβγαλαν στην άκρη. Παραξενεύτηκα, όπως και οι φίλοι μου, μα τι να έκανα, τους ευχήθηκα καλή τύχη και γρήγορα να ανταμώσουμε ξανά. Δεν είχα παράπονο, ήταν καλά και ξηγημένα παιδιά και μου φερθήκανε σπαθί και πολύ εντάξει. Σε λίγο τα οχήματα της αστυνομίας ξεκίνησαν για τα δικαστήρια κι εμένα με πήγαν στο υπόγειο και μ’ έκλεισαν σ’ ένα άδειο κελί. Απ’ το φόβο είχα χεστεί πάνω μου, δεν ήξερα τι με περίμενε.

Πέρασε καμιά ώρα έτσι, μόνος στην αγωνία και την αναμονή, όταν έγινε πάλι το θαύμα. Η πόρτα του κελιού άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά μου σαν φάντης μπαστούνης ο φύλακας άγγελός μου, ο όμορφος μπάτσος. Φορούσε πολιτικά, μάλλον δεν ήταν σε υπηρεσία και το βλέμμα του ήταν αγριεμένο. Άρχισε να με κατσαδιάζει, μα δεν με ένοιαζε καθόλου. Ήμουν πολύ χαρούμενος που τον ξανάβλεπα μετά από τόσο καιρό σώο και αβλαβή, σε σημείο που δεν άκουγα τι μου έλεγε. Μόνο ασυναίσθητα ζάρωσα σε μια γωνιά, έκανα τον ψόφιο κοριό και λούστηκα πατόκορφα το χέσιμο. Κατά ένα παράξενο τρόπο, ήξερε όλες τις παλιοδουλειές που έκανα με τον χοντρό και λιγνό, σαν να είχε βάλει ανθρώπους να μας παρακολουθούν ή κάποιο αόρατο μάτι απ’ τον ουρανό. Δεν αρνήθηκα τις κατηγορίες, σκύβοντας μετανοημένος το κεφάλι και κοιτώντας το πάτωμα. Δεν είχαμε άλλη λύση, δικαιολογήθηκα, έπρεπε κι εμείς κάπως να τη βγάλουμε. Θα μου έδινε μια δεύτερη ευκαιρία, είπε, μα ανησυχούσε τι θα έκανα όταν θα με άφηνε ελεύθερο. Ήξερε ότι δεν είχα που να μείνω. Τότε έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα φάκελο. Μέσα είχε τη διεύθυνση μιας ηλικιωμένης κυρίας, η οποία χρειαζόταν βοηθό για το σπίτι. Εκεί θα είχα δωρεάν τροφή και στέγη, μέχρι να βρω κάτι καλύτερο. Τον ευχαρίστησα κι ήμουν έτοιμος να πετάξω τη σκούφια απ’ τη χαρά μου. Ανεβήκαμε μαζί τις σκάλες και με συνόδευσε μέχρι την έξοδο του αστυνομικού μεγάρου. Μου ευχήθηκε καλή τύχη και να προσέχω. Αν με ξανάπιαναν δεν θα είχα άλλη ευκαιρία, θα ήταν η τρίτη και φαρμακερή και κατευθείαν για τη στενή. Θα έκανα ότι μπορούσα, θα προσπαθούσα για το καλύτερο, του υποσχέθηκα, χαμογέλασε και χωρίσαμε ευχαριστημένοι, δίνοντας τα χέρια. Στο δρόμο, πηγαίνοντας για το σπίτι της γηραιάς κυρίας, σκέφτηκα ότι τελικά κι αυτός με συμπαθούσε, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο. Ίσως επειδή είχα όμορφη και συμπαθητική φατσούλα. Επιπλέον, δεν ήμουν και κάνα κωλόπαιδο.

Η ηλικιωμένη κυρία δεν έμενε μόνη της. Την πόρτα άνοιξε μία όμορφη κοπέλα. Ήταν η νοσοκόμα της, είπε, και όπως έμαθα αργότερα ψυχοκόρη και γενική κληρονόμος της. Η γριά δεν είχε παντρευτεί ποτέ και δεν είχε αποκτήσει δικά της παιδιά. Πήρε την κοπέλα απ’ το ορφανοτροφείο, την μεγάλωσε και την σπούδασε. Κι εκείνη της το ανταπέδωσε φροντίζοντάς την. Ήταν θαύμα που σε τέτοια προχωρημένη ηλικία είχε καταφέρει να επιβιώσει μέσα στην πανδημία. Όμως, σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, χρειαζόταν και έναν άντρα το σπίτι για να τις προσέχει. Με τον αστυνόμο ήταν παλιοί γνώριμοι, ίσως να είχαν και κάποια μακρινή συγγένεια, δεν πολυκατάλαβα, και του ανέθεσε να της βρει ένα έμπιστο και εχέμυθο άτομο για υπηρέτη. Κι αυτός διάλεξε εμένα. Σίγουρα λοιπόν με συμπαθούσε και ήθελε να με βοηθήσει. Μα όλα αυτά μου φαίνονταν ακατανόητα, σχεδόν παλαβά. Δεν έβγαζα άκρη.

Και η γριά πρέπει να με συμπάθησε. Βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, σκεπασμένη με μια κουβέρτα. Όταν με αντίκρισε, μου χαμογέλασε. Αφού σε στέλνει εκείνος, σίγουρα είσαι καλό παιδί, είπε. Την ευχαρίστησα ευγενικά. Δίπλα της χαμογελούσε και η νοσοκόμα. Δεν θα είχα δύσκολα καθήκοντα, ούτε και πολλές υποχρεώσεις. Πιο πολύ με ήθελαν για να ξεκουράζω την κοπέλα, να είναι πιο ελεύθερη, να μπορεί να βγαίνει περισσότερο έξω και να λείπει συχνότερα απ’ το σπίτι. Θα είχε τους λόγους της και πράγματι, έδειχνε χλωμή και κουρασμένη, πολύ εξουθενωμένη. Είχε ωραία μέρα κι ο ήλιος έμπαινε φωτεινός απ’ το παράθυρό της. Η ηλικιωμένη κυρία ήθελε να σηκωθεί και να βγει στο μπαλκόνι. Τη βοήθησα, μου φάνηκε βαριά, σχεδόν ασήκωτη, και την έβαλα να καθίσει στο αναπηρικό καροτσάκι. Το τσούλησα και βγήκαμε έξω. Είχε όμορφη θέα, απέναντι το κάστρο και στα αριστερά ολόκληρη η πόλη στο πιάτο. Τότε με ρώτησε αν είχα ξανάρθει στην περιοχή. Όχι, της απάντησα, δεν θυμόμουν κάτι σχετικό. Καθίσαμε αρκετά λεπτά αμίλητοι, αγναντεύοντας την πόλη. Κρυώνω, είπε κάποια στιγμή, μπήκαμε μέσα και τη βοήθησα πάλι να ξαπλώσει. Είπε στην κοπέλα να μου δείξει το δωμάτιο μου και το υπόλοιπο σπίτι κι έκλεισε τα μάτια. Έδειχνε κουρασμένη και αμέσως την πήρε ο ύπνος ροχαλίζοντας. Περνώντας απ’ το σαλόνι περιεργάστηκα το χώρο και το μάτι μου σταμάτησε σε μια φωτογραφία. Δυο γυναίκες περπατούσαν στην πλατεία και στη μέση ένα μικρό αγόρι. Αυτή είναι η κυρία, μαζί με μια φίλη και το παιδί της, πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν σχετικά νέα, μου εξήγησε η κοπέλα. Έλα να σου δείξω τώρα και τα υπόλοιπα. Και μ’ άρπαξε βιαστικά απ’ το μανίκι.

Πράγματι, ο χειμώνας ήτανε βαρύς κι ασήκωτος, σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών, μα δεν περνούσα κι άσχημα με τις γυναίκες. Τις περισσότερες δουλειές τις έκανε η κοπέλα, εγώ ήμουν βοηθητικός. Και όποτε έλειπε απ’ το σπίτι μου έδινε όλες τις απαραίτητες οδηγίες. Η γριά ήταν πολύ ευχαριστημένη μαζί μου, αλλά και η νοσοκόμα. Δεν ήξερα αν έχει φίλο, μα τελευταία έπαιρνε συχνά εξόδους και μερικές μέρες γύριζε αργά στο σπίτι. Ένα βράδυ μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιό μου, ξάπλωσε δίπλα μου κι άρχιζε να με χαϊδεύει. Την κατάλαβα, μα έκανα τον κοιμισμένο. Έβαλε το χέρι της χαμηλά και με ψαχούλεψε στα χαμνά, μα δεν έδειξε να ξαφνιάζεται. Με τη γλώσσα της άρχισε να μου γλύφει την τρύπα και να με ερεθίζει. Καύλωσε κι αυτή κι άρχισε να τρίβεται πάνω μου και να βογκάει, φτάνοντας σε οργασμό. Όταν τέλειωσε, βγήκε από το δωμάτιο κι έκλεισε πίσω της αθόρυβα την πόρτα. Εγώ έμεινα κάπου στη μέση ταραγμένος και αναψοκοκκινισμένος. Με χρησιμοποίησε σαν αντικείμενο ηδονής, μα δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Ίσως κι αυτό να είναι μέσα στα καθήκοντά μου, σκέφτηκα, κι αμέσως ηρέμησα, έπεσαν οι καρδιακοί μου παλμοί και γρήγορα με πήρε ο ύπνος. Την άλλη μέρα το πρωί δεν σχολιάσαμε το γεγονός, ούτε είδα κάτι περίεργο στο βλέμμα της, σαν να μη συνέβη τίποτα. Όμως δεν επαναλήφθηκε ξανά, δεν ξανάρθε βράδυ στο δωμάτιό μου. Ούτε κι εγώ φυσικά πήγα ποτέ στο δικό της. Και το περιστατικό ξεχάστηκε.

Ένα απόγευμα η γριά με φώναξε δίπλα της. Η κοπέλα έλειπε για ψώνια  και ήθελε να μου πει κάτι εμπιστευτικά. Δεν έπρεπε να μου ξεφύγει κουβέντα. Θα μου αποκάλυπτε ένα μεγάλο μυστικό απ’ την προηγούμενη ζωή μου, όχι ακόμα, αλλά την ημέρα του πάσχα, τότε θα ερχόταν η ανάσταση για όλους μας. Και μόνο στη σκέψη ότι με ήξερε από πολύ παλιά, μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας κι άρχισα να τρέμω ολόκληρος. Μα έπρεπε να κάνω υπομονή. Όμως, μπήκε η άνοιξη, ο καιρός βελτιώθηκε, η θερμοκρασία ανέβηκε και μέσα στη μεγάλη βδομάδα των παθών εκείνη ξαφνικά πέθανε ειρηνικά στον ύπνο της και μας άφησε χρόνους. Κι ούτε αναστήθηκε. Από ανακοπή καρδιάς, είπε ο γιατρός, είχε ευτυχισμένο θάνατο. Έτσι, δεν έμαθα ποτέ ποιο ήταν το μυστικό, ούτε τι γνώριζε για μένα. Στην κηδεία της ήταν και ο αστυνόμος οικογενειακώς, με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Φαινόταν πραγματικά στεναχωρημένος, μα δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Μόνο η γυναίκα του που με κοίταζε κάπως περίεργα. Το ίδιο βράδυ η κοπέλα ήρθε στο δωμάτιό μου και κάναμε άγριο και παράφορο σεξ, σαν να μην υπήρχε αύριο. Δεν την ένοιαξε που δεν είχα πούτσα, το ήξερε απ’ την αρχή. Είχα αρχίσει να την ερωτεύομαι και να ελπίζω ότι η συγκατοίκησή μας θα συνεχιζόταν, παρά το θάνατο της γριάς, μπορεί και να παντρευόμασταν, με κουμπάρο τον όμορφο μπάτσο κι έτσι θα λυνόντουσαν τα προβλήματά μου διαμιάς. Όχι πως ήμουν κανένας προικοθήρας της σειράς, μα με αυτές τις όμορφες σκέψεις με πήρε ο ύπνος πλάι στην όμορφη νοσοκόμα.

Όμως, το άλλο πρωί μου ανακοίνωσε με ύφος επίσημο και αυστηρό  ότι δεν χρειαζόταν άλλο τις υπηρεσίες μου κι έπρεπε να της αδειάσω τη γωνιά. Το σπίτι πλέον της ανήκε και όλα τα άλλα περιουσιακά στοιχεία της πεθαμένης. Είχε γίνει σχεδόν πλούσια. Μου ήρθε νταμπλάς. Την παρακάλεσα να με κρατήσει έστω σαν υπηρέτη ή οικιακό βοηθό, και χωρίς μισθό, ως αμοιβή μου μόνο τροφή και στέγη, μα αρνήθηκε κατηγορηματικά. Δεν μπορούσε, είπε, είχε άλλα σχέδια για το μέλλον της. Δεν επέμεινα άλλο, μα ήταν μεγάλη πουτάνα, σκέφτηκα. Έτσι, μου έδωσε μια μικρή αποζημίωση, με ευχαρίστησε για τη συνεργασία και με πέταξε κακήν κακώς στους πέντε δρόμους. Πριν φύγω, μου πέρασε απ’ το νου να την στραγγαλίσω, να την κόψω κομματάκια, να την βάλω σε μια μαύρη σακούλα και να την πετάξω στα σκουπίδια, μα αμέσως έδιωξα μακριά κάθε κακή και αποτρόπαια επιθυμία. Δεν ήμουν κάνα κωλόπαιδο, αλλά και για το ενδεχόμενο ότι κάποιος μπορεί να με παρακολουθούσε.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου