Τετάρτη 3 Μαΐου 2023

ΜΕΡΕΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ

 

Η αυστηρή καραντίνα κράτησε πολύ, σχεδόν ένα τρίμηνο. Την πέρασα στο μεγάλο πάρκινγκ, πλάι στην παραλία και το νότιο πάρκο της πόλης, μαζί με άλλους άστεγους, αλλοδαπούς, λαθρόβιους και αλήτες, με όσους τουλάχιστον είχαν  γλυτώσει τη μπουζού. Μας είχαν μαντρωμένους, μαζί με τα αδέσποτα, γάτες και σκυλιά, αλλά και τα πουλιά που είχαν ξεφύγει απ’ τον μεγάλο αφανισμό. Η τελευταία πανδημία οφειλόταν στη νόσο των ελεύθερων πτηνών, είχαν αποφανθεί με κάθε βεβαιότητα οι ειδικοί και δόθηκε διαταγή να εξολοθρευθούν. Ξαφνικά, γίνανε όλοι κυνηγοί και ότι πετούσε το πυροβολούσαν, η χαρά των δολοφόνων. Κανονική γενοκτονία, επέζησαν μόνο τα πιο έξυπνα, λίγα περιστέρια, κοράκια, κίσσες και κάποια γλαροπούλια, βρίσκοντας προστασία κοντά μας, στην κιβωτό. Κούρνιασαν στα δέντρα του πάρκου, κρύφτηκαν μέσα σε θάμνους και σώθηκαν. Εκεί δεν πλησίαζε κανείς. Μας θεωρούσαν όλους μιάσματα, μολυσμένους και ετοιμοθάνατους, ότι δεν θα την βγάζαμε καθαρή. Μόνο μια φορά τη βδομάδα έρχονταν και μας άφηναν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, από φιλευσπλαχνία, μην τους πουν και άκαρδους, αλλά κατά βάθος μας είχαν ξεγραμμένους, ανθρώπους και ζώα μαζί. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο καταφέραμε να επιβιώσουμε, αλλά ως εκ θαύματος δεν είχαμε ούτε μία απώλεια, δεν πέθανε κανείς. Όσοι αρρώστησαν είχαν ήπια συμπτώματα και  την σκαπούλαραν. Για μας δεν υπήρχαν νοσοκομεία και κλινικές, ήμασταν καμένα χαρτιά. Στην υπόλοιπη πόλη τα πράγματα ήταν σκούρα. Όπως μαθαίναμε, παρά τον καθολικό εγκλεισμό και τα μέτρα προστασίας, είχε αφανιστεί σχεδόν ο μισός πληθυσμός. Φυσικά και κάποιοι απ’ τους άρχοντες και τους υψηλά ιστάμενους του τόπου. Ο ιός δεν έκανε εξαιρέσεις, ήταν σχεδόν δημοκρατικός. Και δίκαιος.

Ο καταυλισμό ήταν περιφραγμένος, μα δεν περνούσαμε κι άσχημα, κάτι σαν διακοπές, να πούμε. Δεν ξέρω με ποιον τρόπο, αλλά μέχρι και ποτά και τσιγάρα και ναρκωτικά υπήρχαν και άλλες παράνομες ουσίες για τους πιο θεριακλήδες, για αυτούς που τα άντεχαν και το ‘λεγε η περδικούλα τους. Εγώ δεν έπινα τίποτα, ούτε καν καφέ για το πρωινό ξύπνημα. Όμως, δεν είχα κανένα παράπονο. Αν και ήμουν καινούργιος και ξενικός, όλοι μου φέρθηκαν πολύ εντάξει. Μεταξύ άλλων, έκανα και κάποιες φιλίες, ήταν καλοί άνθρωποι. Την ημέρα παίζαμε ποδόσφαιρο και άλλα αθλήματα για να κρατιόμαστε σε φόρμα, εγώ τις περισσότερες φορές φύλαγα το τέρμα, κάποιοι κολυμπούσαν, άλλοι λιάζονταν γυμνοί στην παραλία, οι γυναίκες μαγείρευαν και βάζανε μπουγάδα, μερικοί παίζανε με τις γάτες και τους σκύλους, νεαρούς και παιδιά δεν είχαμε, και τη νύχτα γινότανε άγριο γλέντι, διονυσιακό όργιο σαν να μην υπήρχε αύριο. Του μουνιού το πανηγύρι, όλοι μεθυσμένοι και γαμημένοι μέχρι τελικής πτώσης. Εγώ καθόμουνα σε μια άκρη, τους κοίταζα και ζήλευα. Ήθελα, μα δεν μπορούσα. Μέχρι που ένα βράδυ με πλησίασε μια κοπέλα με χαρακωμένο πρόσωπο και σάπια δόντια, ταλαιπωρημένη, στραπατσαρισμένη και σμπαραλιασμένη, όμως κάποτε πρέπει να ήταν πολύ όμορφη. Άρχισε να με χαϊδεύει, με έβρισκε όμορφο, είπε και ήθελε να κάνουμε έρωτα. Της εξήγησα το πρόβλημα, μα δεν την ένοιαζε. Δεν είσαι ο μόνος, μου είπε, οι μισοί σχεδόν εδώ μέσα είναι ξεπουτσιασμένοι και ευνούχοι, δεν τρέχει κάτι, όλα στο μυαλό είναι. Σοφά λόγια, η γκόμενα ήταν περπατημένη, ερχόταν από δρόμο και δεν της έφερα αντίρρηση, ούτε αντίσταση. Την άφησα να μου πάρει την παρθενιά. Τα έκανε όλα μόνη της, εγώ μονάχα ξάπλωσα φαρδύς πλατύς στο στρώμα και απόλαυσα τη συνουσία. Με φίλησε στο στόμα και άρχισε να με γδύνει. Μου ξεκούμπωσε και το παντελόνι και άρχισε να γλύφει την πληγή, μου έβαλε και λίγο δαχτυλάκι και μου άρεσε, ερεθίστηκα, έφτασα σε οργασμό και έχυσα για πρώτη φορά από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου. Πρωτόγνωρο συναίσθημα, μου λύθηκαν τα πόδια και με κυρίευσε μια γλύκα στο στήθος. Έπεσα ξέπνοος στην αγκαλιά της. Μετά μου είπε τι ήθελε να της κάνω, να γίνει και εκείνη και ακολούθησα πιστά τις οδηγίες. Ήταν σκέτη τίγρης, θεριό ανήμερο, καυλιάρα, θερμή γυναίκα. Από τότε ερχόταν κάθε βράδυ και το κάναμε, γίναμε περίπου σαν ζευγάρι. Δίπλα της διδάχτηκα τον αυθεντικό και ολοκληρωμένο έρωτα. Τελικά, ήταν ωραίες οι μέρες της καραντίνας. 

Όμως, παράξενο, απ’ το μυαλό μου δεν μπορούσε να βγει η εικόνα του μπάτσου που συνάντησα στην ασφάλεια, εκείνου του όμορφου αξιωματικού της αστυνομίας που αντίθετα με όλες τις προβλέψεις μου φέρθηκε πολύ εντάξει. Δεν τον είχα ξαναδεί από τότε και δεν ήξερα αν ζει ή αν πέθανε. Όποτε πλησίαζε τον φράχτη περιπολικό για έναν τυπικό έλεγχο, έτρεχα προς το μέρος του και κοίταζα με αγωνία το πλήρωμά του. Ποτέ δεν ήταν μέσα. Γύριζα απογοητευμένος στα φιλαράκια και την κοπέλα μου. Δεν ήθελα να του μιλήσω, να του πω κάτι, είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε, ίσως και να μη με θυμόταν το παλικάρι, με τόσους που συναναστρέφεται κάθε μέρα, απλά να δω ότι είναι ζωντανός ήθελα, ότι δεν κινδυνεύει απ’ τη θανατηφόρα γρίπη, έτσι δυνατός και ρωμαλέος που είναι. Δεν ήξερα ούτε καν το όνομά του για να ρωτήσω τους συναδέλφους του, εφόσον έβρισκα λίγο θράσος κι έπεφτα πάνω σε κάποιον φιλεύσπλαχνο αστυνόμο. Κάθε βράδυ ευχόμουν να έρθει στον ύπνο μου, να τον δω έστω και για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου, να πούμε δυο κουβέντες, μάταια όμως. Ίσως έφταιγε  που σπάνια έβλεπα όνειρα κι έπεφτα στο κρεβάτι ξερός και αποκαμωμένος. Πάντως, είχα ακούσει πως κάμποσοι μπάτσοι είχαν πεθάνει απ’ τον ιό, καλά να πάθουν οι μπινέδες, φώναζαν κάποιοι χαρούμενα, αλλά εγώ στεναχωριόμουν και ανησυχούσα για κείνον. Και δεν τολμούσα να το πω σε κανέναν μη με πάρουν στο ψηλό. Ότι νοιάζομαι για κωλόμπατσους και μπασκίνες και λοιπές αξιοσέβαστες κωλοτρυπίδες του κράτους, της τάξης και της ασφάλειας. Τότε ίσως και να με παίρνανε και για χαφιέ και όπως ήταν αγριεμένοι δεν το ‘χαν σε τίποτα να με λιντσάρουν και να με περάσουν σουβλάκι. Καλά και άγια παιδιά, αλλά μην τους μπει η υποψία. Γι’ αυτό δεν έβγαλα άχνα. 

Μια μέρα με πλησίασε ένας φίλος κρατώντας ένα χαρτί στο χέρι. Είχε πάρει γράμμα απ’ τον φυλακισμένο αδερφό του, μα δεν ήξερε να διαβάζει. Όπως και οι περισσότεροι στον καταυλισμό, ήταν αγράμματος, δεν είχε πάει σχολείο. Ο αδερφός του έμαθε να γράφει κάπως και να διαβάζει εκεί μέσα από έναν συγκρατούμενο. Δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν διαφορετικά, τα τηλέφωνα απαγορεύονταν, το ίντερνετ από καιρό δεν λειτουργούσε για τους πολλούς και μου ζήτησε να του το διαβάσω.

Αγαπιτέ μου αδερφέ ίμε καλά κε το ίδιο ελπίζο κε για σένα. Εδό μέσα ακόμα δεν έχουμε σοβαρά κρούσματα τισ παλιαρόστιασ. Βλέπισ εμίσ τα καθάρματα έχουμε γερί πέτσα κε δεν μασάνε από ιούσ και μικρόβια. Έκσο μαθένουμε γίνετε σφαγί. Πρέπι να ζίσουμε κε να κσανασιναντιθούμε. Δεν ξέρο πότε αλά κάπια στιγμί θα βγο έκσο κε θάρθο να σε βρο. Θάχουμε πολά να πούμε. Τόρα στα γεράματα αναγκάστικα να μάθο γράματα για να σου γράφο. Τα βασικά διλαδί μι περιμένισ πολιτέλιεσ. Ασίνε καλά ένασ σινάδελφοσ που ίμαστε στο ίδιο κελί. Καλό πεδί με βοίθισε πολί και πιστέβο γρίγορα να βελτιοθό. Μου λέι ποσ τα πέρνο τα γράματα κε θα γράπσο κε βιβλίο. Πρέπι να μάθισ κε σι να γράφισ κε να διαβάζισ για να μπορούμε να μιλάμε. Δεν ίνε δίσκολο. Δεν μπορό να σου πο περισότερα. Καταλαβένισ γιατί. ‘Ομοσ θα σου κσαναστίλο γράμα. Αν μπορέσισ γράπσε μου κε σι. Σε φιλό και σε αγαπό πολί. Ο μεγάλοσ σου αδερφόσ.    

Τέλειωσα το γράμμα με πολλές δυσκολίες και κομπιάσματα και κοίταξα τον φίλο μου στα μάτια. Είχε βουρκώσει, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Το δίπλωσα και του το έδωσα στο χέρι. Του είπα, αν ήθελε, να τον μάθω να διαβάζει και να γράφει, δεν θα ήταν μεγάλος κόπος για μένα. Με ευχαρίστησε. Μετά πήρε το τσαλακωμένο χαρτί, το έφερε στα χείλη του και το φίλησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου