Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΟΜΠΡΕΣΕΡ

   Είχε κουραστεί να περπατά και σε κάθε του βήμα φοβόταν ότι θα πέσει. «Κάνε υπομονή, φτάνουμε σε λίγο», του έδινε κουράγιο η θεία και τον κρατούσε γερά απ’ το χέρι. Ο σκοτεινός διάδρομος έμοιαζε ατέλειωτος. Για μια στιγμή μετάνιωσε για όλη αυτή την ταλαιπωρία απ’ το πρωί, μα δεν είχε άλλη επιλογή, ακόμη δεν έπαιρνε αυτός τις αποφάσεις, ούτε καν τον ρωτούσαν. Απ’ την άλλη δεν μπορούσε να μείνει και στο σπίτι με όλον αυτό το θόρυβο και τη σκόνη. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, λοιπόν.
  Επιτέλους, φτάσανε. Όταν μπήκε στο θάλαμο, ζαλίστηκε απ’ την εκτυφλωτική λάμψη και παραλίγο να πέσει κάτω. Το δωμάτιο ήταν ζεστό, φωτεινό, λευκοντυμένο. Οι τοίχοι, τα κρεβάτια, τα λίγα έπιπλα, όλα. Και ο φθινοπωρινός  ήλιος έμπαινε με ορμή απ’ τα μεγάλα παράθυρα. Στο βάθος η μαμά χαμογελούσε. Μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι, σκεπασμένη με μια λεπτή κουβέρτα, κρατούσε ευτυχισμένη στην αγκαλιά της μια πανάσχημη κούκλα, με κλειστά μάτια, λίγες τρίχες στο κεφάλι –καραφλή σχεδόν- και ντυμένη στα ροζ.
Η θεία την πλησίασε, την φίλησε και χάιδεψε το μικρό τέρας. Αυτός, όσο και να του φώναζαν να πλησιάσει κοντά τους, στεκόταν τρομαγμένος στη μέση του θαλάμου. Αν μπορούσε, θα το έβαζε στα πόδια.
   Κάποια στιγμή πέρασε από μπροστά του μια όμορφη κοπέλα -στα άσπρα κι αυτή- με ένα ένα μπωλ γεμάτο σοκολατάκια τυλιγμένα σε ασημόχαρτο. Του πρόσφερε ευγενικά ένα, άρπαξε άλλο ένα από μόνος του και άρχισε να τα ξετυλίγει. Μετά από λίγο, είχε πασαλειφθεί ολόκληρος. Η κοπέλα έσκυψε μπροστά του και με μια χαρτοπετσέτα άρχισε να του καθαρίζει το στόμα και τα χέρια. Μύριζε όμορφα και χαμογελούσε, είναι καλό παιδάκι του έλεγε, μα δεν πρέπει να τρώει πολλά γλυκά γιατί θα πονέσει η κοιλίτσα του και άλλα τέτοια σιχαμερά γλυκόλογα. Στο τέλος του έδωσε ένα φιλάκι στο μάγουλο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Συνέχιζε να την κοιτάει μέσα από τον τοίχο.     
   Τον φώναζαν πάλι. Πλησίασε αργά αργά σαν υπνοβάτης και έπεσε στην αγκαλιά της μαμάς με ένα σφίξιμο στο στομάχι. Είχε μέρες να την δει,  νόμιζε πως αρρώστησε, πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Τον έπιασε το παράπονο, παραλίγο να βάλει τα κλάματα, μα κρατήθηκε και κόλλησε πάνω της με όλη του την δύναμη. Δεν θυμάται πόση ώρα έμειναν έτσι, αγκαλιασμένοι. Κάποια στιγμή η θεία είπε ότι έπρεπε να φύγουν, η μαμά χρειαζότανε ξεκούραση. Θα ερχόντουσαν αύριο πάλι. Αυτός δεν ήθελε να φύγει. Είχε συνηθίσει το δυνατό φως και την γλυκιά ζέστη και αν μπορούσε θα έμενε για πάντα μαζί της μέσα σ’ αυτό το λευκό δωμάτιο. Η μαμά του είπε να μην ανησυχεί. Είναι πολύ καλά και σε λίγες μέρες θα γυρίσει κοντά τους, μαζί με τη μπέμπα. Να είναι καλό παιδί, να ακούει τη θεία και τη γιαγιά του και να μην τις στεναχωρεί.
   Όταν γύρισαν σπίτι οι εργάτες δούλευαν ακόμα. Το κομπρεσέρ είχε σπάσει το πεζοδρόμιο και έμπαινε στον μακρόστενο διάδρομο του σπιτιού. Είχε γεμίσει παντού λακκούβες, χώματα, πέτρες και σκόνη και μια άσχημη οσμή απ’ τον σπασμένο υπόνομο. Στο σαλόνι η γιαγιά καθόταν στην αναπαυτική της πολυθρόνα και η αδερφή του μπουσούλαγε στο πάτωμα. Η γιαγιά φορούσε πάντα μαύρα και δεν έλεγε ποτέ παραμύθια.  Η μπουμπού φορούσε συνήθως ένα κίτρινο ολόσωμο φορμάκι και έπαιζε με τα παιχνίδια της. Αυτός κάθισε σε μια γωνιά και της παρακολουθούσε Κρατούσαν κάτι μικρές κουκλίτσες και έπαιζαν. Δεν του έδιναν σημασία, σαν να ήταν αόρατος. Ούτε η σκόνη τις ενοχλούσε ούτε ο θόρυβος.
   Μόνο αυτός έβλεπε τη συμφορά να πλησιάζει. Το μεγάλο τρυπάνι είχε φτάσει στη μέση του διαδρόμου και έβγαζε άγρια μουγκρητά. Στο πιτς φυτίλι έκανε κομμάτια το πωρ μαντώ, θρύψαλα τον μεγάλο καθρέφτη, αλλά και τις γλάστρες με τα σπαθιά της μαμάς και προχωρούσε ακάθεκτο προς το σαλόνι.
Κρύφτηκε φοβισμένος κάτω από την πολυθρόνα της γιαγιάς, ανάμεσα στα ασπριδερά της μπούτια και τις μπεζ καλτσοδέτες που έφταναν λίγο πάνω από το γόνατο. «Φύγε από δω, θα το πω στον πατέρα σου» του φώναζε, μα αυτός συνέχισε να την χαϊδεύει και να την τσιμπάει. Σταμάτησε μόνο όταν το κομπρεσέρ μπήκε στο σαλόνι και έκανε τη γιαγιά χίλια κομμάτια.

   Όταν το βράδυ γύρισε ο πατέρας απ’ τη δουλειά τον χτύπησε άσχημα. Ήταν η τρίτη φορά που τον έδερνε με τη δερμάτινη ζωστήρα. Και η τελευταία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου