Μνήμη
Μάνου Λοΐζου
Ένα μεσημέρι κάποιου μακρινού σκουριασμένου καλοκαιριού
τον συνάντησε τυχαία στο περίπτερο μέσα σ’ ένα βιβλίο και σε μια φωτογραφία.
«Κοίτα που μ’ έβαλε ο φίλος μου» του παραπονέθηκε και χαμογέλασε πικρά. Έδωσε
απ’ το λιγοστό χαρτζιλίκι του τετρακόσιες δραχμές και το πήρε. Μέχρι εκείνη τη
μέρα γνώριζε μόνο τα τραγούδια του, τα άκουγε και σιγοτραγουδούσε.
«Υπομονή» του ψιθύριζε αυτός. Ένα μικρό
νησί μέσα στη θάλασσα της λύπης. Μόλις το διάβασε πειράχτηκε, παιδί ακόμα μα
ένιωσε συγγενής. Το βλέμμα της μαύρης χολής. Μετά από λίγα χρόνια έφυγε απ’ το
σπίτι και άλλαξε πουκάμισο, άλλαξε ζωή. Στην βιασύνη του τον ξέχασε. Εκείνος
όμως όχι. Τον είδαν μετά από καιρό πάλι κοντά σε κείνο το περίπτερο και τον
γύρευε. Ήθελε να τον ευχαριστήσει μα δεν τον βρήκε. Όταν κουράστηκε να ψάχνει
κάθισε στο απέναντι καφενείο και άναψε τσιγάρο. Ήπιε πολύ ούζο και μέθυσε.
Μόλις βράδιασε, σηκώθηκε σιωπηλός και χάθηκε στο σκοτάδι. Και από τότε δεν
ξαναφάνηκε.
Τον περιμένει χαμογελαστός στην είσοδο. Μέσα γιορτάζουν
τον ερχομό του παλιοί φίλοι, οι γονείς, αγαπημένοι συγγενείς και κάποιοι
αρχαίοι σοφοί. «Καλώς τονε κι ας άργησε! Τι σου ‘λεγα, μικρέ; Λίγη υπομονή
ήθελε.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου