Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΚΙΜΑΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ

    Ξυπνάει μόνος του σε ένα βρωμερό υπόγειο, λίγο πιο πάνω από την κόλαση, ξέσκεπος κι ολόγυμνος. Το σεντόνι τυλιγμένο στο λαιμό, το ξυπνητήρι στριγκλίζει και κάποιος χτυπά επίμονα την πόρτα. Φωνάζει το όνομά του, μα αυτός κρυώνει και  κατουριέται. Το κεφάλι του κουδουνίζει επικίνδυνα από χτες, τα μάτια του μάταια προσπαθεί να τα ανοίξει. Ή ονειρεύεται ή έχει πάθει κάτι σαν μόρα. Δεν τον πιάνει πλέον πανικός, όπως παλιότερα. Είναι προτιμότερο απ’ το να υπνοβατεί με ορθάνοιχτα μάτια, να σκοντάφτει πάνω στα έπιπλα, να ξυπνά απότομα μέσα στη λεκάνη και να μην θυμάται πως βρέθηκε εκεί. Τουλάχιστον τώρα τα θυμάται όλα. Το παράλυτο χέρι του επιτέλους υπακούει και ψάχνει στα τυφλά το μαξιλάρι, πεταμένο κάπου στο πάτωμα, προς το μέρος της. Την ακουμπά λιγάκι, μα δε σαλεύει, σαν να πέθανε.
    Δεν μίλησε, ούτε έδειξε να ενοχλείται απ’ το άγγιγμα. Όλη τη νύχτα, στο πάτωμα ανάσκελα, έσβηνε αργά. Γύρω  της έντεκα κατσαρίδες και κάμποσα σκαθάρια την ξενυχτούσαν, μάλιστα το ένα αυτοκτόνησε για χάρη της. Δεν το έβαζε κάτω. Αγκομαχούσε, τιναζόταν απότομα, μουρμούριζε φράσεις ακατάληπτες, πάλευε να γυρίσει από την άλλη, να σταθεί στα πόδια της, να τινάξει τα σκονισμένα της φτερά και να πετάξει μακριά. Ήταν νέα ακόμα, μπορούσες να την πεις και όμορφη, αφράτη, στρουμπουλή, τα νύχια της περιποιημένα και τα μαλλιά της κόκκινα φρεσκοβαμμένα.  Φορούσε ένα καφεκίτρινο φουστάνι λουλουδιστό και διψούσε ακόμα για ζωή.
   Όλα είχαν συμβεί ξαφνικά και αναπάντεχα. Την προηγούμενη μέρα ήταν ευδιάθετη, χαρούμενη, πήγε την βόλτα της, έκανε τα ψώνια της, αύριο θα έφτιαχνε μπιφτέκια στον φούρνο με πατάτες, όπως κάθε Σάββατο. Είχε βγάλει αποβραδίς τον κιμά να ξεπαγώνει. Αυτός γύρισε αργά στο σπίτι, κλείστηκε αμέσως στο δωμάτιό του, ούτε που μπήκε στον κόπο να της πει μια καληνύχτα ή έστω να δει τι κάνει. Τελευταία η επικοινωνία τους είχε γίνει κάπως τυπική. Σπάνια βλεπόντουσαν, διαφορετικές ώρες τρώγανε, λιγοστές οι κουβέντες τους. Ακόμη και αν τύχαινε να κάτσουν πλάι πλάι, χάζευαν αμίλητοι και αφηρημένοι την τηλεόραση. 
   Η μέρα έμπαινε αργά από τα κατεβασμένα στόρια. Η πρώτη ακτίνα του ήλιου την έβρισκε κατ’ ευθείαν στο ιδρωμένο  μέτωπο και την πύρωνε επικίνδυνα.  Είχε αναψοκοκκινίσει  και ζητούσε  ξέπνοα νερό. Την κοιτούσε με απάθεια, χωρίς λύπη και οίκτο, χωρίς συμπόνια. Κι ας ήξερε πλέον ότι θα έμενε απελπιστικά μόνος, χωρίς αγάπη, ελπίδα και παρηγοριά. Είχε φτάσει πια  η ώρα του τελεσίδικου χωρισμού. Τόσες νύχτες πάλευε χωρίς αποτέλεσμα, δεν μπορούσε άλλο να την βλέπει να βασανίζεται.

   Γι’ αυτό και όταν έγινε πύρινη δάδα και άρχισε να ουρλιάζει, χωρίς να το πολυσκεφτεί, δίχως τύψεις, σήκωσε  το χέρι του ψηλά, άνοιξε διάπλατα την παλάμη και την πατίκωσε με δύναμη. Τυλιγμένη σε μια χαρτοπετσέτα, την πέταξε στα σκουπίδια. Μαζί με τον κιμά του Σαββάτου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου