Είχε βαρύνει από το φαγητό και χάζευε στην
τηλεόραση τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας. Σήμερα έμεινε σπίτι, δεν πήγε
πουθενά, ούτε για έναν καφέ δεν βγήκε. Χρειαζότανε ξεκούραση. Αύριο ξεκινούσε άλλη
μια δύσκολη βδομάδα.
Χτες γιορτάσανε μέχρι αργά όλοι μαζί -γονείς, αδέρφια, πεθερικά- στην κοντινή ταβέρνα την προαγωγή του. Από απλός
ταμίας γινόταν υπεύθυνος δανείων, δεν ήταν μικρό πράγμα. Δούλευε στην τράπεζα
κοντά τέσσερα χρόνια και οι ικανότητές του επιτέλους αναγνωρίζονταν. Δεν τον
ένοιαζαν οι παραπάνω ώρες της δουλειάς,
ούτε οι περισσότερες ευθύνες. Ήταν τριάντα χρονών και λαμπρές προοπτικές
καριέρας ανοίγονταν πλέον μπροστά του.
«Πω, πω, τι πράγματα είναι αυτά; πάει, χάλασε
ο κόσμος», σχολίαζε έκπληκτη η πεθερά του, με το φρύδι της διαρκώς σηκωμένο και
ύφος τριακοσίων και βάλε καρδιναλίων. Το ρεπορτάζ έδειχνε κάποιες γυναίκες
χωρίς πρόσωπο και γδαρμένη τη φωνή να περιγράφουν το οικογενειακό τους δράμα.
Παραδίπλα τα παιδιά τους, με σβησμένα πρόσωπα κι αυτά, έκλαιγαν τρομαγμένα. Η
κοινή γνώμη για άλλη μια φορά παρακολουθούσε σοκαρισμένη την κτηνωδία της
ανθρώπινης φύσης, σχολίαζε η παρουσιάστρια του καναλιού. «Μα υπάρχουν τέτοια
τέρατα που δέρνουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους;» συνέχισε η πεθερά να
απορεί. Ο άντρας της, σιωπηλός, τακτοποιούσε τα κούτσουρα στο τζάκι και η φωτιά κάθε τόσο δυνάμωνε. Η κοπέλα
κρατούσε τρυφερά το χέρι του αρραβωνιαστικού της και χαμογελούσε. Είχαν
πρόσφατα δώσει λόγο, μετά από τρία χρόνια σχέσης, και σύντομα θα
παντρευόντουσαν. Ειδικά τώρα, μετά και
από την προαγωγή του.
«Ντουφέκι χρειάζονται τα καθάρματα» συμπλήρωσε και κείνος, θυμωμένος από την επιείκεια του
νομοθέτη και μετά από λίγο ρεύτηκε σιγανά. Όμως πιο πολύ τον εκνεύριζε η δειλία των θυμάτων. Καλά τα παιδιά, αυτά μπορούσε κάπως να τα
δικαιολογήσει, μα κι αυτές οι γυναίκες, πως ανέχονταν τέτοιες συμπεριφορές; Σ’
αυτό συμφωνούσε και η πεθερά του, μα και η αρραβωνιαστικιά του χαμογελώντας
κουνούσε κι αυτή με συγκατάβαση το κεφάλι. Προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Δεν
μπορείς να βγάλεις άκρη με τους
ανθρώπους, ποιος ξέρει τι κουβαλά ο καθένας μέσα του, έλεγε, έτσι είναι η ζωή,
δύσκολη και επικίνδυνη. Τα παιδιά, αυτά τα αδύναμα πλάσματα λυπόταν πιο πολύ,
που δεν φταίγανε σε τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, αυτή ήταν πάντα των ήρεμων και φυσιολογικών
πραγμάτων. Αυτά του έλεγε και τον χάιδευε για να ηρεμήσει. Η μητέρα της
παρακολουθούσε έκπληκτη και λίγο με δυσφορία. Ήταν αυτά λόγια της μονάκριβης
κορούλας της ή μήπως δεν είχε ακούσει καλά; Μόνο ο πεθερός παραπέρα χάζευε αμίλητος
την φωτιά που κάθε τόσο δυνάμωνε.
Η δημοσιογράφος, φανερά στεναχωρημένη,
μιλούσε τώρα για τα καραβάνια των εξαθλιωμένων προσφύγων από τις χώρες της
ανατολής και μετά από λίγο κάπως τα
έμπλεξε με την συνεχιζόμενη πτώση του χρηματιστηρίου και την αύξηση της
ανεργίας. Ήταν αργά και όλα αυτά
μπερδεύονταν μέσα στο κεφάλι του, μαζί με τα αθλητικά που ακολούθησαν και το
ντέρμπι των αιωνίων που δεν άρχισε καν λόγω αιματηρών επεισοδίων. Ο καιρός αύριο θα είναι αίθριος με λίγες
νεφώσεις στα δυτικά, είπαν στο τέλος, μα τουλάχιστον αυτά δεν τον αφορούσαν
άμεσα. Ρεύτηκε για δεύτερη φορά και ταυτόχρονα η πεθερά του χασμουρήθηκε,
σταυρώνοντας το ορθάνοιχτο στόμα της.
Αυτό ήταν τουλάχιστον ένα ευχάριστο μήνυμα.
Σε λίγο η κωλόγρια με το διαρκώς υψωμένο φρύδι και το αγέρωχο ύφος τριακοσίων και
βάλε καρδιναλίων που είχε μπαστικωθεί απ’ το πρωί στο σπίτι τους θα έδινε
εντολή στον άντρα της για αναχώρηση. Ήταν ώρα για ύπνο και αυτός ο σκυφτούλης ο
άντρας της άχνα δεν θα έβγαζε και θα υπάκουε. Δεν θα πηγαίνανε μακριά, από πάνω
μένανε, μα τουλάχιστον θα μπορούσε επιτέλους να κλειδώσει την πόρτα του. Είναι
αυτός ο άντρας του σπιτιού ή δεν είναι, απορούσε κάποιες φορές. Και μπορεί να
είχε όλους τους γαμημένους διευθυντές και
προϊστάμενους να του σκοτίζουνε
τ’ αρχίδια στη δουλειά, είχε κι αυτόν τον διάολο στο κεφάλι του μόλις γύριζε σπίτι. Μα έφταιγε
κι αυτός. Ας μην έμπαινε σώγαμπρος στο κωλόσπιτο. Μιλιά δεν μπορούσε να βγάλει
εκεί μέσα, κιχ. Μόνο απ’ την αρραβωνιαστικιά του δεν είχε κανένα παράπονο, αυτή
δεν του χάλαγε χατίρι.
Όταν φύγανε οι γονείς, μείνανε τους και κάνανε
έρωτα. Απ’ την αρχή της φάνηκε πολύ βίαιος. Βέβαια είχαν καιρό να βρεθούν στο
κρεβάτι, είχε κι αυτός τρεχάματα με τη δουλειά, κουραζόταν πολύ τελευταία. Όμως
παλιότερα ήταν πιο τρυφερός, πιο μαλακός, την φιλούσε παθιάρικα, την χάιδευε σ’
όλο της το κορμί, της έλεγε γλυκόλογα. Σήμερα όρμηξε πάνω της σαν ταύρος, της
χούφτωσε με δύναμη το βυζί, δάγκωσε τις ρόγες πεινασμένα και έχωσε το χέρι του βαθιά
μέσα στο μουνί της. Ούρλιαξε απ’ τον πόνο, μα κείνος το πέρασε για κραυγή ηδονής
και καύλωσε πιο πολύ. «Μη, σταμάτα, δεν μπορώ!» τον παρακαλούσε κλαίγοντας, μα
ήδη αυτός της είχε σκίσει την κιλότα και είχε μπει μέσα της. Της έριχνε
χαστούκια στο πρόσωπο, της τραβούσε τα μαλλιά και της δάγκωνε τα χείλη μέχρι
που μάτωσαν. Μετά την γύρισε ανάποδα και την γάμησε από πίσω. Την έβριζε χυδαία
και την τραβούσε με δύναμη απ’ τα μαλλιά. «Θα σε φάω καριόλα!» της έλεγε και
δάγκωνε τον αφράτο λαιμό της, κάποια στιγμή της χτύπησε και το κεφάλι στον
τοίχο. Αυτή συνέχιζε να κλαίει και να ουρλιάζει με όλη της τη δύναμη ώσπου λιποθύμησε. Αυτός δεν κατάλαβε τίποτα.
Συνέχισε να την γαμάει με δύναμη μέχρι που έχυσε μέσα στον κώλο της και έπεσε
ξέπνοος επάνω της.
Την άλλη μέρα προφασίστηκε ασθένεια και δεν
πήγε στη δουλειά. Έκλαιγε και την παρακαλούσε
γονατιστός να τον συγχωρέσει. Και οι γονείς της, προπαντός η μάνα της, δεν
έπρεπε να μάθουνε τίποτα. Δεν κατάλαβε πως
θόλωσε ξαφνικά, πως έκανε τέτοια πράγματα, αυτός που τόσο την αγαπούσε.
Δεν θα ξαναγινόταν, έπαιρνε όρκους, φύλαγε σταυρούς. Έπρεπε να τον πιστέψει και
να τον συγχωρέσει.
Μα
αυτή δεν τον συγχώρεσε.