Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα. Ήταν ολομόναχος στο σπίτι και ψόφιος στην κούραση. Δεν πεινούσε, μόνο το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σπάσει. Βρήκε στην κουζίνα κάτι παυσίπονα και τα πήρε. Δεν πρόσεξε, μπορεί να ήταν και ληγμένα. Η σημερινή μέρα πήγε τελείως στραβά. Στη δουλειά το αφεντικό τον είχε παρασκοτίσει. Ύστερα αυτό.
Το έμαθε τυχαία στο δρόμο από έναν παλιό τους συμφοιτητή.  Όλα γύρω του σκοτείνιασαν, ίσα που κρατήθηκε από μια κολώνα να μην πέσει χάμω. Πάει ο φίλος μας, του είπε, σκοτώθηκε σε τροχαίο πριν από δυο χρόνια. Πάντως δεν έφταιγε εκείνος, ένας μαλάκας κάγκουρας πέρασε με κόκκινο και τον πήρε παραμάζωμα. Εκατό μέτρα μακριά τον έστειλε, αλλού αυτός αλλού το μηχανάκι. Ευτυχώς, ο θάνατός του ήταν ακαριαίος -έτσι είπαν οι γιατροί- ούτε που τον κατάλαβε ο φίλος μας.
Είχανε χαθεί από τότε, πέρασαν και τριάντα χρόνια. Κάπου κάπου τον σκεφτότανε, ήθελε να τον ξανάβλεπε, να μάθει νέα του, να θυμηθούνε τα παλιά -όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις- να συνδέσουν και πάλι το  νήμα της ζωής τους. Μα δεν τον πήρε ένα τηλέφωνό, δεν τον έψαξε τόσα χρόνια, αν ζει ή αν πέθανε. Ούτε και κείνος.
Ο παλιός συμφοιτητής ήταν βιαστικός, δεν είπανε πολλά. Αυτοί είχαν κρατήσει μια επικοινωνία, είχαν βρεθεί και από κοντά, δηλαδή ο άλλος ήταν που τον θυμόταν κάπου κάπου για δανεικά κι αγύριστα, μα δε βαριέσαι, ο μακαρίτης είχε παραμείνει αδιόρθωτος, τίποτα δεν είχε καταφέρει. Και τη σχολή την παράτησε στη μέση –ναι, αυτό το θυμότανε κι ο ίδιος- ούτε στο στρατό πήγε, ούτε παντρεύτηκε, ούτε πολυδούλεψε, τίποτα. Μια ζωή του σχοινιού και του παλουκιού. Ευτυχώς που είχε η μάνα του μια ψευτοσύνταξη,  ήταν και το σπίτι δικό τους και κάπως την ψιλοέβγαζε. Αυτή τον έθαψε. Είχε πάει στην κηδεία, λίγος ο κόσμος, μόνο κάτι γερόντια. Μα ένα  περίεργο πράγμα, το πρόσωπό του, παρά τη σύγκρουση,  ανέπαφο, χαμογελαστό και ροδοκόκκινο όπως πάντα, πανέμορφο, και ο χρόνος δεν είχε αφήσει πάνω του σημάδια. «Έφυγε ευτυχισμένος ο μακαρίτης», του είπε στο τέλος χαχανίζοντας ο παλιός συμφοιτητής και του έκλεισε με νόημα το μάτι.
Ήτανε κολλητοί. Σούρες ολονύχτιες στα ουζερί και στα μπαράκια, καυγάδες για τα πολιτικά, κουλτουριτζίδικες κουβέντες για βιβλία και ταινίες, ώρες ατέλειωτες μαζί, αχώριστοι. Ακόμα και όταν τσακώνονταν –μια φορά είχανε παίξει και μπουνιές, δεν θυμάται γιατί- μετά από λίγο τα ξανάβρισκαν, γελούσαν και  αγκαλιάζονταν σαν τα μικρά παιδιά. Δεν έκανε ο ένας μακριά απ’ τον άλλο. Μια-δυο φορές είχε πάει και στο σπίτι του, την είχε γνωρίσει την μητέρα του, καλή γυναίκα. Τον πατέρα του τον είχε χάσει από παιδί, αδέρφια δεν είχε. Ήταν ο κολλητός του. Και όμως, όταν βρέθηκε σε ανάγκη δεν ζήτησε βοήθεια από αυτόν, αλλά από κείνον τον γλοιώδη, τον χοντρομπαλά συμφοιτητή τους,  τον φύτουλα της σχολής, που όλοι τον είχαν του κλώτσου και του μπάτσου τότε. Δεν μπορούσε να καταλάβει.
Το καυτό ντους ξεπέτσιασε το κορμί του και ένιωσε καλύτερα.  Έσταζε ολόγυμνος πάνω στη μοκέτα του καθιστικού. Ευτυχώς που η γυναίκα και η κόρη του λείπαν απόψε σε ένα γιορτάσι και θα αργούσαν να γυρίσουν. Τους το είχε υποσχεθεί, μόλις θα γύριζε από τη δουλειά θα πήγαινε κι αυτός, θα προσπαθούσε να μην αργήσει. Μα η ώρα είχε περάσει. Κάθε τόσο το κινητό αναβόσβηνε. Στην πρώτη τους κλήση το έβαλε στο αθόρυβο, τώρα που έγιναν έντεκα δεν άντεξε άλλο, το έκλεισε τελείως.
Έβαλε ουίσκι και άναψε τσιγάρο. Άρχισε να περπατά με γρήγορο βήμα πάνω κάτω, από το χωλ στο σαλόνι, στροφή και πάλι πίσω, ώσπου ζαλίστηκε. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει με τίποτα. Ήταν όλα πολύ στενάχωρα μέσα σ’ αυτό το τριάρι των ενενήντα τετραγωνικών, τα νεύρα του παρέμεναν τεντωμένα, έτοιμα να σπάσουν. Σταμάτησε στην είσοδο μπροστά στον καθρέφτη και κοιτάχτηκε. Το προικίλι του έμοιαζε με έγγυο στον ένατο μήνα, έπρεπε κάπως να χάσει κιλά. Έσκυψε το κεφάλι του μπροστά μα τα χαμνά του δεν φαίνονταν. Μόνο μέσα απ’ το γυαλί διέκρινε με δυσκολία δυο μικρά  μπαλάκια και μια ζαρωμένη προβοσκίδα. Αν και είχε πολύ καιρό να τα παρατηρήσει,  αυτά δεν έμοιαζαν με τα δικά του. Ακόμα  και όταν τα ψαχούλεψε, πάλι δεν τα αναγνώρισε. Αν τον έσπαζε θα ένιωθε μεγάλη ανακούφιση, μα ύστερα θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις, να απολογηθεί στις γυναίκες, να τις πείσει πως ήταν ατύχημα, πως ήταν λιγάκι απρόσεκτος, σκόνταψε και έπεσε πάνω του με όλα τα κιλά του, γι’ αυτό έγινε θρύψαλα.  Έπρεπε να  δείξει και τις πληγές του, το χαρακωμένο του κορμί για να  πιστέψουν. Πάλι όμως δεν θα την γλύτωνε, ούτε και θα τον λυπόντουσαν. Είναι σκληρές και παμπόνηρες, δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Αυτός στα ψέματα δεν είναι καλός, ποτέ δεν ήταν, θα τον παίρνανε χαμπάρι. Σίγουρα, δεν θα την γλύτωνε. Τώρα μάλιστα που τις είχε στήσει και στο γιορτάσι, που δεν θα πήγαινε καν, και σε λίγο θα γύριζαν μανιασμένες, όλο νεύρα και υποψίες, ναι, σίγουρα δεν θα την γλύτωνε. Έριξε μια χοντρή ροχάλα στο γιαλί και γύρισε να μην τον βλέπει.
 Ξαφνικά θυμήθηκε το δίσκο που του είχε χαρίσει –αν και άφραγκος- σε κάποια γιορτή του. Του άρεσαν πολύ τα ρεμπέτικα. Μάλιστα είχε αγοράσει και ένα μπουζούκι από δεύτερο χέρι και προσπαθούσε να μάθει μόνος του. Εκείνα τα χρόνια, που τα ρεμπέτικα δεν ήταν ακόμα στη μόδα, τότε που όλοι παρίσταναν τους ροκάδες και οι γκόμενες ψοφάγαν για κιθάρες και βιολιά. Όμως αυτός δεν ήταν της μπαλάντας και της καντάδας, τα έβρισκε πολύ φλώρικα για τα γούστα του, έτσι κι αλλιώς δεν είχε ανάγκη από τέτοιες τσιριμόνιες για να ρίχνει τις γυναίκες. Τον βρήκε στο κάτω ράφι χωμένο γεμάτο σκόνες. Τον φύσηξε και τον έβαλε στο πικάπ. Δεν τον είχε ακούσει ποτέ. «Μια φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά…»
Του άρεσαν αυτά τα τραγούδια γιατί μύριζαν έρωτα και θάνατο, έλεγε, έρωτα όμως όχι δήθεν, κοιτάτε μας γειτόνισσες και της τρελλής χαράς, με χαχαχούχα και χλειαρά ερωτόλογα, όχι τέτοιον, αλλά απ’ τον άλλο που σου τρώει τα σωθικά και σιγοβράζεις στο ζουμί σου, τον ανεκπλήρωτο και τον καταστραμένο, τον μοναξιασμένο, του ζωντανού του χωρισμού που είναι χειρότερος και από θάνατο. Όλα τα άλλα είναι για να ξεχνιόμαστε φίλε μου, έλεγε, μόνο για την πούτσα μας, να χύνουμε και να ξεχνάμε ότι κάποτε θα ψοφίσουμε. Και μιλούσε πολύ για θάνατο ο φίλος του, τόσο νέος,  ειδικά κάτι άγρια χαράματα προτού να φέξει που  περπατούσαν στρεκλώντας οι δυο τους στους άδειους δρόμους της πόλης, όταν δεν ήταν και στα καλύτερά του, όλο εκεί την πήγαινε την κουβέντα. «Γιατί ρε φίλε, άδικο έχω, κάποια μέρα όλοι δεν θα πεθάνουμε;» και άλλα παρόμοια έλεγε  κι έγερνε πάνω στον ώμο του ξεσπώντας σε κλάμματα.  Τέτοιες ώρες, άγρια χαράματα, ήταν που σχεδίαζε και την κηδεία του με κάθε λεπτομέρεια. Τόν είχε ορίσει γενικό εντολοδόχο του. Ίσως κάποια μέρα να του τα έδινε και γραμμένα, επίσημα, με σφραγίδες και υπογραφή, όταν θα ήταν πιο νηφάλιος. Όμως τα πράγματα γίνανε αλλιώς.
Στο συρτάρι με τις φωτογραφίες γινότανε χαμός. Όλο έλεγε να τις βάλει σε μια σειρά, σε μια τάξη μα δεν έβρισκε την όρεξη και γρήγορα το ξέχναγε. Έψαξε πολύ ώρα με τσαντίλα και χριστοπαναγίες, ευτυχώς κάποια στιγμή την βρήκε. Παρά τα χρόνια, θυμότανε καλά ότι υπάρχει. Οι δυο τους, εκείνη και μια φίλη της καθισμένοι σε μια καφετέρια να πειράζονται και να τραντάζονται απ’ τα γέλια. Κανείς δεν κοίταζε την κάμερα. Δεν θυμόταν ποιος τους είχε τραβήξει ούτε το μέρος. Γέμισε πάλι το ποτήρι του με ουίσκι, άναψε και άλλο τσιγάρο και ξάπλωσε στον καναπέ. Κάπως είχε αρχίσει να χαλαρώνει. «Πριν το χάραμα μονάχος εξεκίνησα…»
Πάντα τσαντιζόταν που ήταν τόσο ντροπαλός με τις γυναίκες. «Ρε σπασίκλα, σ’ έχει φάει  το μινάρισμα και το διάβασμα» του φώναζε κάθε τόσο. Αυτός δεν διάβαζε καθόλου, ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκε σ’ αυτή την κωλοσχολή, μα ήταν  μουνάκιας,  είχε πολλές κατακτήσεις, ποτέ όμως κάτι το σοβαρό και σίγουρο. Ήθελε την ελευθερία του, έλεγε, και πώς να το κάνουμε, του άρεσε και η ποικιλία. Με κείνη γνωρίστηκαν κάποιες απόκριες. Ήταν πεντ’ έξι χρόνια μεγαλύτερη και μάλλον αυτή πρέπει να τον αποπλάνησε. Ήταν το κάτι άλλο, του ‘λεγε, σκέτη δασκάλα, είχε ξετρελαθεί μαζί της. Δεν είχε ξανακάνει τέτοια πράγματα. «Σκέτη δασκάλα, φίλε μου, σκέτη δασκάλα!», του κοπάναγε συνέχεια και τον τσίτωνε. Είχε αρχίσει να ανάβει. Τον χάιδευε και μεγάλωνε. Το τσιγάρο από ώρα σβηστό, το ποτήρι άδειο. Το βλέμμα του διαπερνούσε τη φωτογραφία, το πικάπ συνέχιζε να παίζει. «Κάνε κουράγιο καρδιά μου, μη τυχόν και μ’ αρρωστήσεις…»
«Έλα και συ ρε, αφού σε γουστάρει. Ξέρεις, καυλώνει με τους ντροπαλούς» του ‘λεγε, μα αυτός δείλιαζε. Μέχρι τότε δεν είχε κάνει τίποτα, ακόμα και σ’ ένα μπουρδέλο που είχανε πάει ένα βράδυ μετά από άγρια σούρα, σκέτη αποτυχία ήτανε, φοβήθηκε και λάκιξε. Τελικά ένα απόγευμα πήγανε στην γκαρσονιέρα της, μόνο για καφέ, έτσι του είχε πει ο κολλητός του για να τον ψήσει. Έβγαλε μια βαθειά ανάσα. Ο δίσκος είχε τελειώσει και μόνο η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Είχε γίνει πέτρα, σκληρός και κατακόκκινος και άρχισε να μουδιάζει γλυκά. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω…
Μετά τις καλησπέρες, τις χαιρετούρες και τα τυπικά βρέθηκαν στο κρεβάτι, ούτε τον καφέ δεν πρόλαβαν να πιουν. Την βάλανε στη μέση, ο ένας από μπροστά, αργά και τρυφερά, με φιλιά και χάδια, ο άλλος από πίσω, γρήγορα και μανιασμένα, με σκαμπίλια και δαγκώματα. Κανείς δεν μιλούσε. Μόνο μουγκρητά και αγκομαχητά άκουγες. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω…
Στο τέλος έμειναν ξέπνοοι να κοιτάζουν το ταβάνι. Αυτή πήγε στην τουαλέτα. «Καλό ήταν;» τον ρώτησε ήρεμος πια και χαμογελαστός και του χάιδεψε τα πυκνά του μαλιά. Πριν προλάβει να απαντήσει τον φίλησε στο στόμα.

Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω! Έσυρε κραυγή θριάμβου και έχυσε στη μνήμη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου