Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΒΓΗΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ


Είμαι με τον μοναχικό άνθρωπο, όποιος κι αν είναι αυτός
                                                                Ζαν Ζενέ

Εκείνη τη μέρα έριχνε διαολεμένο ψιλόβροχο, ασταμάτητα, η υγρασία σου περόνιαζε τα κόκαλα. Στην πύλη δεν με περίμενε κανείς. Ο αρχιφύλακας μου ‘δωσε το χαρτί στο χέρι κι ευχήθηκε «καλή κοινωνία», τυπικά, όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Δεν του ‘πα τίποτα. Έριξα το σάκο στον ώμο και βγήκα έξω. «Στο λιμάνι», έδωσα διαταγή στον ταξιτζή, αν και ήξερα ότι αυτή την ώρα το μπαρ είναι κλειστό και κείνη κοιμάται. Απλά, δεν είχα και που αλλού να πάω. Ευτυχώς που σ’ όλη τη διαδρομή ο οδηγός δεν μ’ ενόχλησε, παρέμεινε μουγγός και άκεφος. Κάποια στιγμή του είπα να κλείσει και το ράδιο και υπάκουσε αμέσως χωρίς αντιρρήσεις και μορφασμούς αποδοκιμασίας. Σίγουρα, ότι είχα μόλις αποφυλακιστεί έπαιξε το ρόλο του. Οι γυαλοκαθαριστήρες γύριζαν αργά και πένθιμα, κι εγώ κοιτούσα απ’ έξω τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους, τα κτίρια, τις πολύχρωμες ομπρέλες, τους βρεγμένους σκύλους, τις στάλες πάνω στο παμπρίζ που κατρακυλούσαν νωχελικά κι αυτές, όπως στα όνειρα. Μα δεν μ’ ένοιαζε.  Μετά από δεκαεφτά χρόνια, ρουφούσα και πάλι βαθειά  τη μυρωδιά της βροχής και τη μπόχα του τσιμέντου, αυτό μου ήταν αρκετό. Έτσι κι αλλιώς, τέτοια ώρα, εκείνη θα κοιμόταν ακόμα.
Ο δρόμος είχε κίνηση, κάναμε καμιά ώρα να φτάσουμε. «Τα ρέστα δικά σου», του είπα,  μόλις μπήκαμε στο στενό και το πρόσωπό του ταρίφα φωτίστηκε. Με ευχαρίστησε, έβαλε μπρος και έφυγε. Το μαγαζί, πράγματι, ήταν ακόμα κλειστό. Κάθισα στο καφενείο απέναντι , πλάι στη τζαμαρία. Ήταν εντελώς άδειο, μόνο το γκαρσόνι με τον δίσκο, ψιλόλιγνο, ευγενικό, γύρω στα είκοσι, μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο, άτριχο στέρνο, χλωμό σαν πτώμα. Άναψα τσιγάρο και παράγγειλα ούζο, διπλοσκέτο, να κάψω το λαρύγγι μου. Το κατέβασα μονοκοπανιά και ζήτησα άλλο ένα, δύο, τρία. Η βροχή επιτέλους είχε σταματήσει. Κόλλησα τη μούρη στο τζάμι και το θολό μου βλέμμα καρφώθηκε στην απέναντι μαρκίζα. Έγραφε Ζετέμ και ήτανε σβηστή. Κι εκείνη έπρεπε να κοιμάται ακόμα. Ξαφνικά, δεν ξέρω πως, έφαγα άγρια φλασιά και αμέσως ξενέρωσα. Νόμισα πως  είχα ξεχάσει το βιβλίο πίσω στο κελί. Κρύος ιδρώτας μ’ έλουσε πατόκορφα και άρχισα τρέμοντας να ψαχουλεύω το σάκο, σχεδόν τον άδειασα. Ευτυχώς, ήταν εκεί, στον πάτο, κάτω κάτω, το πρώτο πράγμα που είχα βάλει μέσα. Θα μουρλαινόμουνα, αν το ‘χανα. Μου το ‘χε χαρίσει ένας υπόδικος, καθηγητής σε λύκειο ήταν, φιλόλογος. Δεν θυμάμαι γιατί τον κατηγορούσαν, μα δεν κάθισε και πολύ μέσα, κάνα μήνα μόνο. «Είναι το ημερολόγιο ενός κλέφτη, διάβασέ το, μπορεί και να σ’ αρέσει» μου είχε πει τη μέρα που έφευγε. Δεν είχα άλλα βιβλία, ούτε ασχολιόμουν με το διάβασμα, μα τούτο το ξετίναξα, πάνω από είκοσι φορές το διάβασα, το ‘μαθα απέξω, ευαγγέλιο και προσευχή. Χαμογέλασα. Το πήρα στα χέρια και το χάιδεψα τρυφερά. Ταλαιπωρημένο κι αυτό απ’ τις κακουχίες και τα βάσανα της φυλακής. Οι σελίδες του κιτρινισμένες, λερωμένες, τσαλακωμένες, κάποιες σκισμένες. Αραιά και που, στα περιθώρια, λίγα ανορθόγραφα καλικαντζάρια, σκόρπια σχόλια και σημειώσεις από έναν σεσημασμένο και δακτυλοδεικτούμενο εχθρό της κοινωνίας, διπλωματούχο πλέον, επίσημα, με σφραγίδες και υπογραφές. Με ένα αφύσικο για τον χαρακτήρα μου κέφι, γελώντας τρανταχτά –το παιδί κοιτούσε τρομαγμένο- το πέταξα με δύναμη προς τα πάνω. Πήγε ψηλά, παραλίγο να χτυπήσει στο ταβάνι και πέφτοντας άνοιξε κάπου στη μέση. Κάποιες σελίδες του σύρθηκαν στο πάτωμα, σχεδόν διαλύθηκε. «Βία ονομάζω μια τόλμη ακατάσχετη που οι κίνδυνοι είναι το πάθος της» είχα υπογραμμίσει στο κάτω μέρος της σελίδας με ένα τρεμάμενο αχνό μολυβάκι, χωρίς περιττά σχόλια. Το επανέλαβα τρεις φορές δυνατά κι ακούστηκε ο αντίλαλος στο άδειο μαγαζί. Το γκαρσόνι συνέχισε να κοιτάζει τρομαγμένο και κείνη τη στιγμή ο χρόνος σταμάτησε. Το ρολόι του τοίχου έδειχνε τέσσερις ακριβώς. Έξω το στενό ήταν έρημο. Εκείνη θα είχε ξυπνήσει και θα έπινε τον καφέ της. Θα ρουφούσε παθιασμένα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και θα προσπαθούσε να συνέλθει απ’ το μεθύσι και τον πελάτη της προηγούμενης  βραδιάς. Εγώ θα συνέχιζα να  πίνω διπλοσκέτα ούζα δυναμωτικά, μέχρι που θα νύχτωνε για τα καλά και το γκαρσόνι θα μ’ έδιωχνε, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, για να κλείσει το καφενείο. Τότε θα γυρνούσα σαν φάντασμα έξω απ’ τα μπαρ και τα καμπαρέ των κολασμένων ψυχών και θα φώναζα δυνατά να με ακούσουν όλοι, ζωντανοί και νεκροί. «Η βία είναι τόλμη, ρε πούστηδες, μεγάλη τόλμη, καριόληδες, μεγάλη τόλμη…»
Το μπαρ τελικά δεν άνοιξε εκείνο το βράδυ ούτε και τα επόμενα. Εκείνη δεν θα εμφανιζόταν ποτέ ξανά μπροστά μου, να τις δώσω, τουλάχιστον, κάποιες εξηγήσεις , να της πω ότι μου είχε λείψει τόσα χρόνια, ότι τελικά ίσως και να την αγαπούσα. Όμως, δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ. Της είχα κόψει το λαιμό με το λεπίδι, σύρριζα, πριν από δεκαεφτά χρόνια. Δεν θυμάμαι για πιο λόγο. Σίγουρα θα ‘μουνα λιώμα, πολύ πιωμένος και κάπως φτιαγμένος, κάτι θα μου ‘κανε και κείνη, δε μπορεί, μα όλα αυτά δεν έχουν πια καμιά σημασία. Ότι έγινε, έγινε. Αργότερα μόνο άκουσα κάποιους μέσα στη φυλακή να λένε ότι είχα τουλάχιστον την ευθιξία, αμέσως μετά το φονικό, να τρέξω ουρλιάζοντας προς στο μπαλκόνι και να φουντάρω απ’ τον πέμπτο. Έτσι είπαν κάποιοι, μα εγώ δεν τους πίστεψα. 

*Περιλαμβάνεται, σε πρώτη μορφή, στη συλλογή μικροαφηγημάτων Πέφτοντας το βιβλίο άνοιξε στη σελίδα 22, εκδ. Το δόντι, Πάτρα, 2018. 



Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

ΠΟΡΤ-ΜΑΝΤΩ


Στα ασημένια του άγκιστρα
κρέμονταν βρώμικα παλτά
και τρύπια καπέλα
κι ένα γκρίζο σακάκι
(οι τσέπες του βαριές γεμάτες κέρματα
δεκάρικα εικοσάρικα νομίζω)
κι οι μαύρες ομπρέλες
με την μεγάλη μύτη παρακάτω
αιώνια βρεγμένες
στράγγιζαν τη λύπη τους.

Μόνο ο καθρέπτης σκεπασμένος
με το λευκό σεντόνι
έμοιαζε άχρηστος

για τους πεθαμένους. 

Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΣ ΓΡΑΦΙΑΣ 4



Θα ‘ρθει μια νύχτα και μεις θα λείπουμε
                                 Γ. Ρίτσος

Οι ποιητές της νύχτας είναι μαύρα πουλιά που ξαγρυπνούν σε καφενεία, ταβέρνες και πλατείες, ώσπου να τους βαρεθούν και τους πετάξουν έξω,  προάγγελοι του χάους -αργά ή γρήγορα θα φτάσει και στη δικιά τους αγαπημένη πολιτεία- προφήτες του ολέθρου, επίμονα αποτυχημένοι αυτόχειρες, σεσημασμένοι λογοκλόποι, πρεζάκηδες της ηδονής και του θανάτου, αθεράπευτοι ρομαντικοί, νοσταλγικοί μπεκρήδες. Δηλαδή μοναχικοί, ασήμαντοι και ξένοι. Γι’ αυτό κανείς πια δεν τους δίνει σημασία, ούτε μια τόσο δα γκριμάτσα αποδοκιμασίας, ούτε ένα σχόλιο δυσμενές, η αδιαφορία του πλήθους ολοκληρωτική και τελεσίδικη. Σαν να μην υπάρχουν. Σπάνια μόνο ακούγεται απ’ το βάθος του δρόμου κάποιο πνιχτό γέλιο, μια αλλόκοτη βρισιά ή ένα μακάβριο ρέψιμο που τους ξενίζει. Έτσι κι αλλιώς το ξέρουν κι οι ίδιοι, κανείς δεν τους χρειάζεται, από παντού περισσεύουν.

Όλη τη νύχτα γυρνούν εδώ και κει αλητεμένοι. Η πόλη τους φαίνεται μικρή, ασήμαντη, φτηνή, δεν τους χωράει. Κι όμως ποτέ δεν σκέφτηκαν να την αφήσουν, να φύγουν μακριά της. Έτσι γυρίζουν στα ίδια μέρη ξανά και ξανά κάνοντας όλο και μικρότερους κύκλους, για να καταλήξουν στο σκοτεινό λιμάνι, στην επικίνδυνη αποβάθρα ή σε κάποια ανισόπεδη γέφυρα στη μέση του πουθενά, την ώρα της απόλυτης γαλήνης, την ώρα της απέραντης λύπης, που και το φεγγάρι απ’ την ντροπή του έχει χαθεί. Σε λίγο τα πρώτα τρένα θα σφυρίξουν απειλητικά περνώντας πάνω απ’ τις διαβάσεις και τα καράβια θα λύσουν τα σχοινιά από τους κάβους. Τότε οι κουρασμένοι ποιητές δεν θα ελπίζουν πια σε τίποτα. Άλλη μια νύχτα θα έχει καταναλωθεί στην προσευχή, άλλη μια βάρδια σπαταλημένη στη μετάνοια. Ποτέ όμως στην ατιμία, τη βλακεία και το ψέμα. Η μόνη τους παρηγοριά.

Και με την πρώτη αχτίδα φωτός θα πετάξουν από πάνω τους τα περιβραχιόνια του πένθους, θα βουτήξουν  στα αφρισμένα κύματα και θα βυθιστούν αμέριμνοι στη λάσπη του βυθού και της σιωπής. Άλλη μια μέρα ο λαμπερός ήλιος θα θριαμβεύσει εις βάρος τους, χωρίς συμπόνια, χωρίς αιδώ. Προσωρινά. Μέχρι το άλλο σούρουπο, το αυριανό σκοτάδι, την καινούργια μάχη. Οι ποιητές της νύχτας θα επιστρέψουν.

*Το βιβλίο με τίτλο «ΑΓΡΥΠΝΙΑ» είναι μια ανθολογία ποιημάτων αυστηρώς προσωπική –θα ήθελα πολύ να τα είχα γράψει ο ίδιος!- και αφιερώνεται στον παλιόφιλο Παναγιώτη Σάββα, τελευταίο (και καλύτερο!) απόγονο της νύχτας. Θα κυκλοφορήσει με τον συνήθη τρόπο τον Ιανουάριο 2019, μόνο για φίλους.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Γ. ΒΑΡΒΕΡΗΣ (1955-2011)


Όσοι χρόνια κολυμπάτε
αμέριμνοι στα μάτια μου
θα βάλω τα κλάματα
και θα σας πνίξω.

Το ηλιακό ρολόι
Όταν ο κύριος Φογκ
ήθελε να δει τι ώρα είναι
έσκυβε από την πολυθρόνα
και κοίταζε το πρόσωπό του στο νερό:
όμορφος παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα
τρυφερός και αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα
λυπημένος και λυπημένος ακριβώς
του απαντούσε το νερό.
Μόνο τη νύχτα
η ώρα ήτανε πάντα
νύχτα.
Όταν μια νύχτα ολόκληρη
σου δίνεται
δεν την ρωτάς ποτέ
τι ώρα είναι.

Ο θάνατος το στρώνει
Μαύρες κουκκίδες
Διάττοντες στο χιόνι
Σήμα μικρό που χάνεται στη θέα
Να κάνει σκι πάνω σε μια νιφάδα
Το βρίσκει άλλη νιφάδα και το λειώνει
Λειώνει κι αυτή
Χιόνι στο χιόνι
Βέρμιο Φτερόλακκα ψηλά βουνά
Ο χρόνος-
Κι ο θάνατος το στρώνει

Η ζωή
Κάτω απ’ το χώμα εδώ η ζωή
μακραίνει
κι όλο χτενίζουμε
του διπλανού μας τα μαλλιά
κι ο ένας του άλλου
κόβουμε τα νύχια.

Και κάθε νύχτα οι πιο παλιοί
νιώθουν του φρέσκου διπλανού ν’ ανασηκώνονται
τα δάχτυλα βαριά
να ψηλαφούνε για ένα χάδι τρυφερό   
τη σάρκα που έμεινε.

Γκάφα σε όνειρο
Ήμασταν λέει καθισμένοι κι οι τρεις όπως παλιά, σ’ ένα
καλό εστιατόριο Κυριακής. Μεσημέρι κι η μητέρα μου είχε
τη σημερινή της ηλικία που δε γνωρίζω ακριβώς, πάντως
άνω των εβδομήντα, εγώ μια αδιάφορη, ας πούμε πάλι
την σημερινή. Όμως ο πατέρας ήταν κάπως πιο νέος
από κείνην, ενώ μου είναι γνωστό το αντίθετο. Το εστιατόριο
με πολύ κίνηση αλλά χωρίς φασαρία και μπροστά μας ήδη
σερβιρισμένα τρία πιάτα που όμως δεν είχαμε παραγγείλει.
Πήρα εγώ το συκώτι, ο μπαμπάς το φιλέτο κι έμεινε για
τη μαμά μια μερίδα αρνάκι.
-Το αρνάκι βλάπτει, παρ’ το εσύ καλύτερα που είσαι
πεθαμένος, είπα στον πατέρα μου.
Με κοίταξε όπως κοιτάζουν οι νεκροί και ξυπνάς.

Ν. ΑΣΙΜΟΣ (1939-1988)



Βαρέθηκα
Βαρέθηκα τη μίζερή μου φύση.
Κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει.
Κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει (αναμφιβόλως),
δε με χωράει ο τόπος, βρε παιδιά.

Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια,
τα δάκρυα να κάνω μπιχλιμπίδια,
τα λόγια μοναχά μας απομείναν (κι οι θεωρίες),
στην πράξη μας γαμάνε οι θεσμοί.

Βαρέθηκα να λέω πως θ’ αλλάξει,
το σύστημα μας έχει επιτάξει,
απόκληρα απομείναμε πουλάκια (κυνηγημένα),
με ξεπουπουλιασμένα τα φτερά.

Βαρέθηκα κι αυτό το μονοπάτι
ακόμα και σαν βρω κάνα κομμάτι,
πως είναι δυνατό να μαστουριάζεις (εξήγησέ μου),
άμα σου περιφράξαν την καρδιά.

Συνέχεια μου έρχεσαι από πίσω.
Δεν έχω πια το σάλιο να σε φτύσω.
Πως γίνεται στον κάθε παλαβιάρη (εξήγησέ μου),
κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν. 

Μπαγάσας
Αφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια
θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λιβάδια,
να ξαναγίνω καβαλάρης
και ξαναέλα να με πάρεις ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και τη χρειάζομαι τη χάρη σου μωρέ.

Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Μιαν ανάσα γυρεύω για να γιάνω.
Δεν το πιστεύω να με χλευάζεις
σαν σε χαζεύω δε χαμπαριάζεις
πρότεινέ μου κάποια λύση
δε θα σου παρακοστήσει.

Και θα σου φτιάχνω τραγουδάκια
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν
για το χαμένο μου αγώνα
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν.

Αφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους
έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους
πώς να ξεφύγω από τη μοίρα
κι έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ.

Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω
κει που κοιμάσαι και αρμενίζεις
ξάφνου αστράφτεις και μπουμπουνίζεις
κι ότι σου ‘ρθει κατεβάζεις
μην θαρρείς πως με ταράζεις.

Της επανάστασης
Είπαμε πως θα καταργήσουμε τα σύνορα
είπαμε πως θα διαλύσουμε το κράτος,
κι αφήσαμε τους εαυτούς τους ίδιους μας
μες στο γλοιωδικό περίβλημά τους.

Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
μια βολεμένη και ευφυής δικαιολογία
διατηρούμε την εσώτερη τη βρώμα μας
μ’ επαναστατική φρασεολογία.

Τα θλιβερά δε σπάσαν τα καλούπια μας
υποχθονιακές ψυχρές προκαταλήψεις
ύπουλα βράζεις μέσα μας αρρώστια μας
αγκομαχάς, για δεν το λες να μας αφήσεις.

Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
μια ξοφλημένη και ευφυής δικαιολογία
διατηρούμε την αισχρότερη μιζέρια μας
μ’ επαναστατική φρασεολογία.

Δύσκολο μονοπάτι σε τραβήξαμε
ατέλειωτο και δεν σε ξεπερνάμε
μας μπόλιασες βουβό μ’ απογοήτευση
κι ίσως ν’ αξίζει μόνο που τολμάμε.

Η επανάσταση αποδείχτηκε ένα όνειρο
σαν ξεχασμένα να τελειώσουν παραμύθια
παρά τα τόσα όνειρά μας που συντρίφτηκαν
μες στα συντρίμμια ολοκληρώνεσαι αλήθεια.

Το φανάρι του Διογένη
Είπα κι εγώ ν’ αλλάξω ζωή,
ν’ αρχίσω καινούργιο παιχνίδι
το ‘ξερα πριν κρατούσα γυμνή
κι αγνή την καρδιά στο λεπίδι
και δεν την είδα την πρώτη ελπίδα,
να γίνει σπέρμα, να σαρκωθεί.

Στο φανάρι του Διογένη
κάθεται ένας νιος και περιμένει
μην τον γκρεμίσουν, κι ας νομίσουν φονιά
που ‘χει τόσο ευαίσθητη καρδιά.
Πια δεν γυρνάνε τα χρόνια πίσω βοριά
νιε μου το φανάρι δεν ‘φελά.

Έτσι κι εγώ θα ψάξω να βρω
βουνίν, φορεσιάν και ντουφέτσι
με δίχως θυμόν και δίχως μιλιάν,
ταφήν να πληρώσω τον κλέφτη
των δεσποτάδων, κυβερνητάδων,
χοντροτζεπάδων και δικαστών.

Άλλος μασάει, κι άλλος σωπαίνει
κι ο σκυφτός λαός να περιμένει
για τα δεσμά μας, δεν φταίει πάντα η σκλαβιά,      
μα η υποταγμένη μας καρδιά.
Μ’ ένα φανάρι ξαναγυρνάς τις νυχτιές
ψάχνεις γι’ ανυπόταχτες ματιές.

Μάρα
Σαν στα παραμύθια που ‘λεγε η γιαγιά
κι όλα τέλειωναν κουφά…
Τη μισή αλήθεια κρύβανε κι αυτά
ψέμα που κυβερνά…

Μάρα Μάρα πήρες μια τρομάρα
κι ήταν μια φορά
που μπήκες καθαρά
και ράγισε η κατάρα.

Άμα θα ‘ρθει η ώρα να ψυχορραγείς
κέντα ρυθμούς ζωής.
Πρέπει να πεθάνεις και να αναστηθείς
ρέντα υπομονής.

Χάρο χάρο σ’ έκανα κουμπάρο
κι ήταν μια φορά
σε ήρεμα νερά
που κάναμε τσιγάρο.

Τα ανθρωπάκια ζούνε δίχως τη ζωή
Μάρα βγες απ’ το κλουβί
κι έλα στη δική μου τη διαδρομή
κι είμαι έρημο πουλί.

Τώρα τώρα πάει κι αυτή η μπόρα
σήμανε αργή
αλλά θα ξαναρθεί
η τελευταία ώρα.

Ο άτριχος πίθηκος
Το ‘χα τρακάρει και το ‘χα αγαπήσει
ήσουν παιδούλα κι όλο ζωντανή
μα ποια σου χάρις και ποιος θα σε γνωρίσει
δεν φτάνει να ‘σαι μοναχά παιδί.
Και στα ντουβάρια ακόμα κι αν μιλάω
την αορτή μου βγάζω στο κλαρί.

Άτριχέ μου πίθηκε, αχανής, ειν’ η μπαμπεσιά σου,
ηρωίνωσες το LSD απ’ την άγνοιάσου
κι απ’ τη δειλία σου που είναι δικαστής.
Εμείς έχουμε ιστορία, πολεμήσαμε στην Τροία
Και συ μου ‘γινες πρεζόνι και σε πήρε το βαγόνι.
Που πας ξυπόλητη μωρή στ’ αγκάθια.

Βρες τη δύναμή σου κι έλα
έλεγχο θέλει κι η τρέλλα
εγώ έχω καθαρίσει
και αυτό ίσως βοηθήσει.

Στην απουσία λιώνω την ουσία
αναστενάρισσά μου μη χαθείς
στο πάντρεμα με την ανυπαρξία
δεν φτάνει να ‘σαι μόνο χασικλής.

Και μια στιγμή να σπάσεις τα ντουβάρια
τη δύναμή σου κράτα σταθερή
άτριχέ μου πίθηκε, η αυγή,
δείχνει τα τσιμέντα
μένει η ύπαρξή σου ορφανή
μένει κι η πατέντα
που σου επέβαλε να μείνεις αριθμός.

Εμείς έχουμε ιστορία πολεμήσαμε στην Τροία
και συ μου ‘γινες πρεζόνι
κούφια η ώρα που μας ζώνει
ανυπερθέτωσαν αι δυσκολίαι…

Όλοι δηλώνετε ιδιότητα
Όλοι δηλώνετε ιδιότητα,
καταναλώνετε ποσότητα,
και μου στερείτε τον ήλιο.
Κι εγώ δεν έχω καν ταυτότητα
κι αν είμαι μια μηδαμινότητα,
φτιάχνω δικό μου βασίλειο.

Αν μου ξηγιόσουνα αλάνικα,
τραγούδια μεξικάνικα
θα σου ‘φτιαχνα πολλά.
Και ξεπερνώ τη Λολομπρίτζιτα,
σαν το ‘ριξα στη βίζιτα,
αντικανονικά.

Δεν χαμπαριάζετε ρε μόμολα,
Όταν σας έδινα το πόμολα,
Να διαλύστε τον τοίχο.
Κολλήσατε στο μποτιλιάρισμα
κι ας σας το ‘χα κάνει χάρισμα,
να ξεπεράστε τον φρίκο.

Κι αν η ζωή σας θέλει βλήματα,
τελειώσανε τα θύματα
και πάλι απ’ την αρχή.
Θε να σε φτιάξω εγώ αθάνατη,
παράτα τη και γάμα τη,
τη σχετική ζωή.

Ρε μη μου πια τους κύκλους τάραττε,
τσιτατοχάφτη τρισκατάρατε
και μια πορδή μου θα φτάσει.
Και σαν ο πεντεφρής σου σε πονεί,
θε να σου βάλω λουκουμόσκονη
να λουκουμιάσει η πλάση.

Εσύ ξεφούσκωνες τα λάστιχα,
σε γράψαν στα κατάστιχα,
των τεντυμποϊστών.
Κι εγώ έχω γίνει γομολάστιχα,
που σβήνει τα τετράστιχα,
ανθρώπων και θεσμών.

Πως μ’ αρρωσταίνει
Πως μ’ αρρωσταίνει αυτή η ζωή.
Πως μου χοντραίνει την ψυχή,
καθυστερώντας την απόφαση,
καθυστερώντας την απόφαση

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Γ. ΧΡΟΝΑΣ (γ. 1948)


Αλεξάνδρεια
Τα χαράματα έφυγαν για την Αλεξάνδρεια
ο Αντίνοος
ο Νίκος
ο Ίβυκος
ο Καραϊσκάκης
ο χορευτής του Σαιντ Ιλαίρ
η Σωτηρία Μπέλλου
ο Χριστός
η Μαίριλυν Μονρόε
ο Γρηγόρης Αυξεντίου
και
ο κιθαριστής των φλαμένκος.

Πάντα είναι Αύγουστος
Πάντα είναι Αύγουστος
Το χώρισμα ανάμεσα στα δωμάτια
Ξύλο μαυρισμένο.
Πάντα η φωτογραφία στον κίτρινο τοίχο
Δείχνει τη συνάντηση στο ποτάμι
Την ώρα που ο ήλιος μετέωρος ανάμεσα
Από δέντρα και άμμο
Ναρκισσεύεται
Στο νερό.
Πάντα φτάνει το τρένο στο σταθμό
Οι πρώτες φωνές στους διαδρόμους, το πρώτο τσιγάρο,
    τα μεγάφωνα
Οι απίστευτες ματιές της Κυριακής για ένα ταξίδι
    στη μυθολογία
Το πλήθος, τα χέρια, τα μέλη, τα μάτια των υπνοτιστών.
Πάντα είναι Αύγουστος
Η μητέρα σου στο  διπλανό δωμάτιο ξερνάει και
    συναγωνίζεσαι
Για τη μετατόπιση ανάμεσα από λίμνες, έλη, νεκρούς
Σε βιβλία χημείας και φυσικής που τα οφείλεις το
    Σεπτέμβρη
Σε σώματα απέραντα ανέπαφων
Που διατηρούνται στη ζωή
Με τη μυθολογία του Αυγούστου

-Ο πατέρας υπέγραψε πριν από λίγο
Δεν μπορείς να φύγεις
Είναι Αύγουστος.

Natura morta
Κάθε μέρα ο ίδιος δρόμος
από το λιμάνι στο σπίτι
ανάμεσα από εργοστάσια, στενά
ύποπτα σινεμά και ξενοδοχεία Ε’ κατηγορίας
Έπειτα η αγωνία για το Σάββατο
-Τέσσερις εργάσιμες μέρες. Τετάρτη, Πέμπτη δεν ήρθες
Το Σάββατο είναι που αργοπεθαίνεις
δίπλα στα παράθυρα, στους δρόμους, στο λιμάνι
στον εξώστη στα ύποπτα σινεμά
Δυο ταινίες
Η μία πολεμική ή γουέστερν
Και να μυρίζει το σινεμά
Και να μυρίζουν τα χέρια σου
Η ανάσα σου να γίνεται σεξ
δίχως εκτόνωση στο διάλειμμα
Και στο τέλος να ‘σαι πάντα εσύ
που να φωνάζεις στο σκοτάδι
-Τα λεφτά μας.

*****

Εκείνος μπροστά κι αυτός από πίσω
    με το πόδι του που σέρνεται
Τον είδε ξανά στα ουρητήρια
Σήμερα Σάββατο περασμένες τρεις
σαν άλλοτε νομίζει ότι δεν θα τον προφτάσει.

*****

Πάνε πια οι βόλτες στα λιμάνια
οι έρωτες, τα βιαστικά φιλιά πίσω από λαμαρίνες
μέσα στις παράγκες, πλάι στα λουτρά
Δωμάτια μικρά, δωμάτια μεγάλα, βοηθητικοί χώροι
    και καρέγλες
φυλάνε καλά κλεισμένες τις αγάπες

Παρατεταμένες κι ανόητες πλέον.

Η πλατεία των σκύλων
Κανείς δεν ξέρει που βρέθηκαν
τόσα σκυλιά χαμένα
τόσοι πιστοί φίλοι χωρίς φίλους.
Ψάχνουνε τα’ αφεντικά τους
κάτω από τις φυλλωσιές
δίπλα στα σκαλιά του ναού
σαν να προσεύχονται
σε άγνωστη θρησκεία
με μαύρους ιερείς
που υπακούουν στην ιατρική από έλεος.

Τα ονόματά τους ποτέ δεν θ’ ακούσουνε
ξανά να τα φωνάζουν οι αγαπημένοι.
Γι’ αυτό σωπαίνουν με τη μουσούδα τους
υγρή στο χώμα.

*****

Μόνο εγώ κι η Λόλα ξέρουμε
πως έτρεξες να φτάσεις το δημόσιο δρόμο
Βρήκαν, λέει, το φουστάνι σου σκισμένο, μόνο το ‘να
σκουλαρίκι στο λαιμό σου, τα τακούνια σου μες στα χωράφια.
Κάποιο κάθαρμα, κάποιο πεσμένο σχήμα ανδρός σε ρήμαξε
κι έτσι που ακουμπάς σαν να γέρνεις στη φωτογραφία
    αυτή
περασμένη σήμερα Τρίτη στις εφημερίδες
Είσαι πεθαμένη.

Αφή ή σκοτάδι
Ξόδεψε τη ζωή του
σε δρόμους και στενά
σε σκοτεινά σοκάκια.
Τώρα οι σάλπιγγες
γι’ αυτόν ηχούν.
Τα λεωφορεία αφήνουν χώρο
να περάσει.

Κοιτάχτε τον,
ψάχνει τόπο σαν τα σκυλιά
να ξαποστάσει.
Κοιτάχτε τον,
ψάχνει μνήμα να μπει μέσα.

Όχι δεν πρέπει
Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε
Πριν από τη δύση του ήλιου
Στο δάσος με τις άδειες κονσέρβες
Γιατί οι επιθυμίες μας είναι πλοία
Που θ’ αράζουν μια νύχτα του χειμώνα
Απέναντι στη Σαλαμίνα ενώ εμείς
Θα ζητάμε τις νυχτερινές βάρδιες
Της Βηρυτού, της Όστιας

Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε
Πριν από τη δύση του ήλιου
Στο δάσος με τις πεταμένες καπότες
Γιατί οι επιθυμίες μας είναι ταβέρνες πρόστυχες
Στο Πέραμα
Που τις νύχτες διαιωνίζουν το είδος με ζεϊμπέκικο
Ενώ εμείς ναύτες σιωπηλοί και δυνατοί
Της θάλασσας παιδιά και του έρωτα
Κατεβαίνουμε αργά τα σκαλιά του πλοίου

Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Οι υπόνομοι των νεκρών επιθυμιών
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Οι υπόνομοι της Νέας Υόρκης
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Η μάνα σου, η μάνα μου στα μαύρα
Στις μέσα κάμαρες εκεί που οι χαμένοι
Παίζουν στην πρέφα και στο τάβλι
Για ένα τσιγάρο
Για έναν καφέ
Τις νεκρές επιθυμίες τους

Εγώ διαλύομαι
Εγώ τεμαχίζομαι
Και συ με καλείς με πρόσκληση
Ανάμεσα σε επισήμους
Να παρακολουθήσω από την εξέδρα
Την κηδεία μου
Το δείπνο
Με τα μέλη τα διάσπαρτα του σώματός μου

Όχι προτιμώ να μην πάω στο δάσος
Με τις άδειες κονσέρβες
Όχι δεν θα πάω στο δάσος
Με τις πεταμένες καπότες
Θα μείνω στις μέσα κάμαρες
Εκεί που αδιάκοπα περνούν
Οι υπόνομοι
Οι υπόνομοι της Νέας Υόρκης
Η μάνα σου, η μάνα μου στα μαύρα
Όχι δεν θα πάω στο δάσος

Μπορεί λοιπόν
Απόψε να βγεις με τους Εβραίους της Νέας Υόρκης

Ο θάνατος του πατέρα μου
Από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι
Κάντε στην άκρη.
Μπορώ να πω πως δεν τον αγαπούσα
Ποτέ δεν τον ήθελα
Πάντα είμαστε αντίπαλοι
Αλλά να, από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι
κάνει ζέστη και τον ξάφελφό μου
πάνω από το φέρετρο είδα που έκλεγε
πιο πολύ από μένα.

*****

Τώρα πέθανα πια. Ησυχάστε.
Το σώμα μου λειώνει πολύ πιο κάτω
από υπόγεια σινεμά και ταβέρνες.
Μόνο να, ο υπόγειος σιδηρόδρομος
    χείμαρρος
τον ύπνο μου ταράζει.

Αναγγελία θέρους
Σε μια κολόνα της ΔΕΗ
είδα το αγγελτήριο του θανάτου σου.
Δεν υπήρχαν συγγενείς που πενθούν· δεν είχες ποτέ.
Μήτε αδέλφια ή παιδιά, αυτό το ήξερα.
Κάποιος γείτονας θ’ αναλάβει τα έξοδα, είχες πει
έχω φροντίσει για όλα.
Σε θυμάμαι να περπατάς κάτω από τα δέντρα
έξω από την εταιρεία υδάτων
Κάποτε έσκυψες σ’ ένα αδέσποτο σκυλί
-τι υφαίνει η μοίρα μας ποιος ξέρει;
Βιαστικά ανέβηκες στο τραμ για τη θάλασσα
Που κολύμπησες βαθιά· γνήσιο παιδί του βυθού.

Αύγουστος, φυσάει, και ο αέρας γεμίζει σκόνη
το δρόμο που πενθεί στην ερημιά του θέρους.