Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

Γ. ΧΡΟΝΑΣ (γ. 1948)


Αλεξάνδρεια
Τα χαράματα έφυγαν για την Αλεξάνδρεια
ο Αντίνοος
ο Νίκος
ο Ίβυκος
ο Καραϊσκάκης
ο χορευτής του Σαιντ Ιλαίρ
η Σωτηρία Μπέλλου
ο Χριστός
η Μαίριλυν Μονρόε
ο Γρηγόρης Αυξεντίου
και
ο κιθαριστής των φλαμένκος.

Πάντα είναι Αύγουστος
Πάντα είναι Αύγουστος
Το χώρισμα ανάμεσα στα δωμάτια
Ξύλο μαυρισμένο.
Πάντα η φωτογραφία στον κίτρινο τοίχο
Δείχνει τη συνάντηση στο ποτάμι
Την ώρα που ο ήλιος μετέωρος ανάμεσα
Από δέντρα και άμμο
Ναρκισσεύεται
Στο νερό.
Πάντα φτάνει το τρένο στο σταθμό
Οι πρώτες φωνές στους διαδρόμους, το πρώτο τσιγάρο,
    τα μεγάφωνα
Οι απίστευτες ματιές της Κυριακής για ένα ταξίδι
    στη μυθολογία
Το πλήθος, τα χέρια, τα μέλη, τα μάτια των υπνοτιστών.
Πάντα είναι Αύγουστος
Η μητέρα σου στο  διπλανό δωμάτιο ξερνάει και
    συναγωνίζεσαι
Για τη μετατόπιση ανάμεσα από λίμνες, έλη, νεκρούς
Σε βιβλία χημείας και φυσικής που τα οφείλεις το
    Σεπτέμβρη
Σε σώματα απέραντα ανέπαφων
Που διατηρούνται στη ζωή
Με τη μυθολογία του Αυγούστου

-Ο πατέρας υπέγραψε πριν από λίγο
Δεν μπορείς να φύγεις
Είναι Αύγουστος.

Natura morta
Κάθε μέρα ο ίδιος δρόμος
από το λιμάνι στο σπίτι
ανάμεσα από εργοστάσια, στενά
ύποπτα σινεμά και ξενοδοχεία Ε’ κατηγορίας
Έπειτα η αγωνία για το Σάββατο
-Τέσσερις εργάσιμες μέρες. Τετάρτη, Πέμπτη δεν ήρθες
Το Σάββατο είναι που αργοπεθαίνεις
δίπλα στα παράθυρα, στους δρόμους, στο λιμάνι
στον εξώστη στα ύποπτα σινεμά
Δυο ταινίες
Η μία πολεμική ή γουέστερν
Και να μυρίζει το σινεμά
Και να μυρίζουν τα χέρια σου
Η ανάσα σου να γίνεται σεξ
δίχως εκτόνωση στο διάλειμμα
Και στο τέλος να ‘σαι πάντα εσύ
που να φωνάζεις στο σκοτάδι
-Τα λεφτά μας.

*****

Εκείνος μπροστά κι αυτός από πίσω
    με το πόδι του που σέρνεται
Τον είδε ξανά στα ουρητήρια
Σήμερα Σάββατο περασμένες τρεις
σαν άλλοτε νομίζει ότι δεν θα τον προφτάσει.

*****

Πάνε πια οι βόλτες στα λιμάνια
οι έρωτες, τα βιαστικά φιλιά πίσω από λαμαρίνες
μέσα στις παράγκες, πλάι στα λουτρά
Δωμάτια μικρά, δωμάτια μεγάλα, βοηθητικοί χώροι
    και καρέγλες
φυλάνε καλά κλεισμένες τις αγάπες

Παρατεταμένες κι ανόητες πλέον.

Η πλατεία των σκύλων
Κανείς δεν ξέρει που βρέθηκαν
τόσα σκυλιά χαμένα
τόσοι πιστοί φίλοι χωρίς φίλους.
Ψάχνουνε τα’ αφεντικά τους
κάτω από τις φυλλωσιές
δίπλα στα σκαλιά του ναού
σαν να προσεύχονται
σε άγνωστη θρησκεία
με μαύρους ιερείς
που υπακούουν στην ιατρική από έλεος.

Τα ονόματά τους ποτέ δεν θ’ ακούσουνε
ξανά να τα φωνάζουν οι αγαπημένοι.
Γι’ αυτό σωπαίνουν με τη μουσούδα τους
υγρή στο χώμα.

*****

Μόνο εγώ κι η Λόλα ξέρουμε
πως έτρεξες να φτάσεις το δημόσιο δρόμο
Βρήκαν, λέει, το φουστάνι σου σκισμένο, μόνο το ‘να
σκουλαρίκι στο λαιμό σου, τα τακούνια σου μες στα χωράφια.
Κάποιο κάθαρμα, κάποιο πεσμένο σχήμα ανδρός σε ρήμαξε
κι έτσι που ακουμπάς σαν να γέρνεις στη φωτογραφία
    αυτή
περασμένη σήμερα Τρίτη στις εφημερίδες
Είσαι πεθαμένη.

Αφή ή σκοτάδι
Ξόδεψε τη ζωή του
σε δρόμους και στενά
σε σκοτεινά σοκάκια.
Τώρα οι σάλπιγγες
γι’ αυτόν ηχούν.
Τα λεωφορεία αφήνουν χώρο
να περάσει.

Κοιτάχτε τον,
ψάχνει τόπο σαν τα σκυλιά
να ξαποστάσει.
Κοιτάχτε τον,
ψάχνει μνήμα να μπει μέσα.

Όχι δεν πρέπει
Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε
Πριν από τη δύση του ήλιου
Στο δάσος με τις άδειες κονσέρβες
Γιατί οι επιθυμίες μας είναι πλοία
Που θ’ αράζουν μια νύχτα του χειμώνα
Απέναντι στη Σαλαμίνα ενώ εμείς
Θα ζητάμε τις νυχτερινές βάρδιες
Της Βηρυτού, της Όστιας

Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε
Πριν από τη δύση του ήλιου
Στο δάσος με τις πεταμένες καπότες
Γιατί οι επιθυμίες μας είναι ταβέρνες πρόστυχες
Στο Πέραμα
Που τις νύχτες διαιωνίζουν το είδος με ζεϊμπέκικο
Ενώ εμείς ναύτες σιωπηλοί και δυνατοί
Της θάλασσας παιδιά και του έρωτα
Κατεβαίνουμε αργά τα σκαλιά του πλοίου

Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Οι υπόνομοι των νεκρών επιθυμιών
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Οι υπόνομοι της Νέας Υόρκης
Στις μέσα κάμαρες εκεί που περνούν
Η μάνα σου, η μάνα μου στα μαύρα
Στις μέσα κάμαρες εκεί που οι χαμένοι
Παίζουν στην πρέφα και στο τάβλι
Για ένα τσιγάρο
Για έναν καφέ
Τις νεκρές επιθυμίες τους

Εγώ διαλύομαι
Εγώ τεμαχίζομαι
Και συ με καλείς με πρόσκληση
Ανάμεσα σε επισήμους
Να παρακολουθήσω από την εξέδρα
Την κηδεία μου
Το δείπνο
Με τα μέλη τα διάσπαρτα του σώματός μου

Όχι προτιμώ να μην πάω στο δάσος
Με τις άδειες κονσέρβες
Όχι δεν θα πάω στο δάσος
Με τις πεταμένες καπότες
Θα μείνω στις μέσα κάμαρες
Εκεί που αδιάκοπα περνούν
Οι υπόνομοι
Οι υπόνομοι της Νέας Υόρκης
Η μάνα σου, η μάνα μου στα μαύρα
Όχι δεν θα πάω στο δάσος

Μπορεί λοιπόν
Απόψε να βγεις με τους Εβραίους της Νέας Υόρκης

Ο θάνατος του πατέρα μου
Από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι
Κάντε στην άκρη.
Μπορώ να πω πως δεν τον αγαπούσα
Ποτέ δεν τον ήθελα
Πάντα είμαστε αντίπαλοι
Αλλά να, από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι
κάνει ζέστη και τον ξάφελφό μου
πάνω από το φέρετρο είδα που έκλεγε
πιο πολύ από μένα.

*****

Τώρα πέθανα πια. Ησυχάστε.
Το σώμα μου λειώνει πολύ πιο κάτω
από υπόγεια σινεμά και ταβέρνες.
Μόνο να, ο υπόγειος σιδηρόδρομος
    χείμαρρος
τον ύπνο μου ταράζει.

Αναγγελία θέρους
Σε μια κολόνα της ΔΕΗ
είδα το αγγελτήριο του θανάτου σου.
Δεν υπήρχαν συγγενείς που πενθούν· δεν είχες ποτέ.
Μήτε αδέλφια ή παιδιά, αυτό το ήξερα.
Κάποιος γείτονας θ’ αναλάβει τα έξοδα, είχες πει
έχω φροντίσει για όλα.
Σε θυμάμαι να περπατάς κάτω από τα δέντρα
έξω από την εταιρεία υδάτων
Κάποτε έσκυψες σ’ ένα αδέσποτο σκυλί
-τι υφαίνει η μοίρα μας ποιος ξέρει;
Βιαστικά ανέβηκες στο τραμ για τη θάλασσα
Που κολύμπησες βαθιά· γνήσιο παιδί του βυθού.

Αύγουστος, φυσάει, και ο αέρας γεμίζει σκόνη
το δρόμο που πενθεί στην ερημιά του θέρους.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου