Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Γ. ΒΑΡΒΕΡΗΣ (1955-2011)


Όσοι χρόνια κολυμπάτε
αμέριμνοι στα μάτια μου
θα βάλω τα κλάματα
και θα σας πνίξω.

Το ηλιακό ρολόι
Όταν ο κύριος Φογκ
ήθελε να δει τι ώρα είναι
έσκυβε από την πολυθρόνα
και κοίταζε το πρόσωπό του στο νερό:
όμορφος παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα
τρυφερός και αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα
λυπημένος και λυπημένος ακριβώς
του απαντούσε το νερό.
Μόνο τη νύχτα
η ώρα ήτανε πάντα
νύχτα.
Όταν μια νύχτα ολόκληρη
σου δίνεται
δεν την ρωτάς ποτέ
τι ώρα είναι.

Ο θάνατος το στρώνει
Μαύρες κουκκίδες
Διάττοντες στο χιόνι
Σήμα μικρό που χάνεται στη θέα
Να κάνει σκι πάνω σε μια νιφάδα
Το βρίσκει άλλη νιφάδα και το λειώνει
Λειώνει κι αυτή
Χιόνι στο χιόνι
Βέρμιο Φτερόλακκα ψηλά βουνά
Ο χρόνος-
Κι ο θάνατος το στρώνει

Η ζωή
Κάτω απ’ το χώμα εδώ η ζωή
μακραίνει
κι όλο χτενίζουμε
του διπλανού μας τα μαλλιά
κι ο ένας του άλλου
κόβουμε τα νύχια.

Και κάθε νύχτα οι πιο παλιοί
νιώθουν του φρέσκου διπλανού ν’ ανασηκώνονται
τα δάχτυλα βαριά
να ψηλαφούνε για ένα χάδι τρυφερό   
τη σάρκα που έμεινε.

Γκάφα σε όνειρο
Ήμασταν λέει καθισμένοι κι οι τρεις όπως παλιά, σ’ ένα
καλό εστιατόριο Κυριακής. Μεσημέρι κι η μητέρα μου είχε
τη σημερινή της ηλικία που δε γνωρίζω ακριβώς, πάντως
άνω των εβδομήντα, εγώ μια αδιάφορη, ας πούμε πάλι
την σημερινή. Όμως ο πατέρας ήταν κάπως πιο νέος
από κείνην, ενώ μου είναι γνωστό το αντίθετο. Το εστιατόριο
με πολύ κίνηση αλλά χωρίς φασαρία και μπροστά μας ήδη
σερβιρισμένα τρία πιάτα που όμως δεν είχαμε παραγγείλει.
Πήρα εγώ το συκώτι, ο μπαμπάς το φιλέτο κι έμεινε για
τη μαμά μια μερίδα αρνάκι.
-Το αρνάκι βλάπτει, παρ’ το εσύ καλύτερα που είσαι
πεθαμένος, είπα στον πατέρα μου.
Με κοίταξε όπως κοιτάζουν οι νεκροί και ξυπνάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου