Τους ακούω
να ‘ρχονται. Πλησιάζουν από παντού. Τα σκυλιά τους γρυλίζουν με τα ρουθούνια
κολλημένα στο έδαφος. Είναι εκπαιδευμένοι και πάνοπλοι, μα κι εγώ πλέον έχω
γίνει τσακάλι. Εφαρμόζω αυστηρή συσκότιση και τους περιμένω. Βλέπω και κάμερες της
τηλεόρασης και δημοσιογράφους, τα κοράκια ήρθαν να καλύψουν ζωντανά τη σύλληψή
μου. Η αγωνία του κοινού έχει κορυφωθεί, η τηλεθέαση χτυπάει απίστευτα ποσοστά.
Απ’ τους καναπέδες τους όλοι παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα. Και οι μπάτσοι
με κυκλώνουν όλο και πιο πολύ. Ο κλοιός σφίγγει, μα είμαι αποφασισμένος να
πουλήσω ακριβά το τομάρι μου. Το ξέρουν βέβαια και είναι προσεκτικοί. Πάντως,
το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται να παραδοθώ. Αν με πιάσουν ζωντανό στα χέρια
τους ξέρω τι με περιμένει. Δεν πιστεύω τις υποσχέσεις που ακούγονται στα
μεγάφωνα, από τέτοια ψέματα ξέρουν καλά. Ανθρώπινη αντιμετώπιση και δίκαιη δίκη,
λένε. Κουραφέξαλα, είναι καθάρματα, σκυλιά ατάιγα, δίχως μπέσα. Όμως, φοβούνται
και λίγο. Εγώ καθόλου. Έχω πάρει τις αποφάσεις μου και τους περιμένω.
Κι
όμως, δεν είχα σκοπό να μπλέξω, με ανάγκασαν. Το μόνο που ήθελα ήταν μια ήσυχη
ζωή, μονάχος στη φωλιά μου, σ’ αυτή την υπόγεια γκαρσονιέρα των είκοσι οκτώ
τετραγωνικών, μακριά απ’ όλους, χωρίς ηρωισμούς και εξάρσεις. Κουραστικά και
άσκοπα ειν’ όλα αυτά και σίγουρα όχι του χαρακτήρα μου. Να περνούσαν ήρεμα τα
χρόνια, ήθελα, και να πήγαινα στο καλό. Να μην με πειράζουν, για να μην τους
πειράξω. Σαν να μην υπάρχω ήθελα να ζω, εντελώς αόρατος. Μέχρι τώρα τα είχα
καταφέρει καλά. Λαθρεπιβάτης, αδιάφορος για όλους, με σχέσεις ρηχές, τυπικές
και ανώδυνες. Όμως με πείραξαν και την πάτησαν, όπως την πάτησα κι εγώ. Το
κεντρί βγήκε απ’ τη θήκη κι έσπειρε τον όλεθρο. Μα δεν γινότανε αλλιώς, αυτή τη
φορά δεν μπορούσα να το αποφύγω. Συνήθως, έδινα τόπο στην οργή. Ξέγραφα απ’ τη
μνήμη μου κάθε δυσάρεστο συμβάν και συνέχιζα την ήσυχη ρουτίνα μου. Μισούσα τη
βία, την έβρισκα ακαλαίσθητη, αποκρουστική, μα αυτή τη φορά το ποτήρι
ξεχείλισε. Η εκδίκηση έπρεπε να είναι σκληρή, η τιμωρία τους διαρκής και
ανελέητη. Χρόνια συσσωρευμένης οργής και μίσους έπρεπε να εκτονωθούν προς την
σωστή κατεύθυνση. Οι φταίχτες έπρεπε να πληρώσουν. Παρόλο που ήξερα ότι, με τον
τρόπο αυτό, αργά ή γρήγορα, υπέγραφα την θανατική μου καταδίκη.
Πριν
από τρεις μήνες άρχισαν όλα. Ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα βρέθηκα στη μέση
του κυκλώνα, τη λάθος στιγμή στο λάθος σημείο. Πάλι είχαν ξεσπάσει ταραχές και
το κέντρο της πόλης είχε μετατραπεί σε πεδίο μάχης. Ο χαμός. Διαδηλώσεις,
πορείες, οδοφράγματα, αναποδογυρισμένα αυτοκίνητα, φωτιές σε κάδους και
μαγαζιά, δακρυγόνα, κυνηγητά κουκουλοφόρων με τις δυνάμεις της τάξης και της
ασφάλειας. Ένας νεκρός και σαράντα πέντε τραυματίες, είπαν αργότερα, κάποιοι
από αυτούς πολύ σοβαρά. Μου είχε κοπεί η ανάσα από τα χημικά, τα μάτια μου
έκαιγαν και πονούσαν, μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι, ούτε να προφυλαχτώ σε
κάποιο μαγαζί, είχαν όλα κατεβάσει ρολά. Τύλιξα το κασκόλ γύρω απ’ το πρόσωπο,
λούφαξα σε μια γωνιά και περίμενα. Τελικά η τάξη αποκαταστάθηκε, η ασφάλεια επανήλθε
δριμύτερη και πήρα το δρόμο για το σπίτι. Είχε βραδιάσει για τα καλά. Λίγο παρακάτω,
υπήρχε μπλόκο της αστυνομίας. Μια κοπέλα ούρλιαζε και την έσερναν καροτσάκι στην
κλούβα. Σταμάτησαν κι εμένα. Δεν φοβήθηκα ιδιαίτερα, ένας τυπικός έλεγχος,
σκέφτηκα. Είχα πάντα μαζί μου ταυτότητα και δεν είχα πειράξει κανέναν. Και το ποινικό
μου μητρώο καθαρότατο, αψεγάδιαστο, ποτέ δεν είχα πάρε δώσε με τον νόμο, πάντα
φυλαγόμουνα, πάντα ήμουνα προσεχτικός. Φορούσαν όλοι κουκούλες και κράνη, δεν
μπορούσες να διακρίνεις φάτσες. Πρώτα μου έκαναν σωματικό έλεγχο, κατόπιν
ζήτησαν τα χαρτιά μου. Κάποιος με ρώτησε
με αυστηρό ύφος που πήγαινα τέτοια ώρα. «Μια βόλτα για καφέ» τους απάντησα
χαμογελώντας. Ήθελα να δείχνω χαλαρός και άνετος, μα μετά από λίγο ο θηριώδης
επικεφαλής είπε ότι έπρεπε να τους
ακολουθήσω στο τμήμα. Πιθανώς κάποια παλιά υπόθεση, ένα ένταλμα που εκκρεμούσε,
κάτι τέτοιο. Απόρησα, μα μπήκα στο
περιπολικό. Ήξερα ότι κάθε διαμαρτυρία και αντίσταση θα ήταν μάταιη και σίγουρα
θα χειροτέρευε τη θέση μου. Σίγουρα κάποια παρεξήγηση είχε γίνει. Μια απλή
συνωνυμία ίσως. Συμβαίνει καμιά φορά.
Στο
τμήμα ο αξιωματικός υπηρεσίας με κατηγόρησε χωρίς περιστροφές ότι είμαι μέλος
τρομοκρατικής οργάνωσης. Πάγωσα, έμεινα κόκαλο να τον κοιτάζω. Μου είπε και το
όνομά της, δεν το είχα ξανακούσει. Πρέπει να ήταν φρέσκια και τον τελευταίο καιρό
δεν παρακολουθώ τις ειδήσεις. Έπρεπε να ομολογήσω τα πάντα και με λεπτομέρειες,
διαφορετικά οι συνέπειες του τρομονόμου –πρόσφατα είχε ψηφιστεί, ούτε αυτό το
γνώριζα- θα ήταν καταπέλτης πάνω μου, πολύ οδυνηρές, είπε. Πλέον είχαν λυμένα
χέρια. «Δεν ξέρω γιατί πράγμα μιλάς», απάντησα
και μάλλον ο ενικός μου τον ενόχλησε. Μου βγήκε αυθόρμητα, όχι ότι
ένιωσα κάποια οικειότητα μαζί τους, περισσότερο σαν άμυνα, ασυνείδητα όμως μπορεί και να ήθελα να τον
προσβάλλω, τουλάχιστον να καταλάβει ότι δεν μιλάει σε κάποιον υφιστάμενό του ή
στο τελευταίο σκουπίδι της κοινωνίας. Σίγουρα, το ύφος μου τον πείραξε. «Δεν
πρόκειται να ξαναδείς το φως του ήλιου!» ούρλιαξε κατακόκκινος μπρος στα μούτρα
μου και αμέσως οι μαντραχαλαίοι με στρίμωξαν στον τοίχο. Μετά απ’ αυτό άρχισα
πραγματικά να φοβάμαι, μα έπρεπε να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Τους ρώτησα αν
έχω συλληφθεί και ζήτησα να τηλεφωνήσω στον δικηγόρο μου. «Πάρτε τον κάτω!»
διέταξε ο αρχιμπάτσος χωρίς να μου δώσει απάντηση. Είχα πανιάσει απ’ τον φόβο
μου, έτρεμα σύγκορμος, δεν μπορούσα να βγάλω λέξη. Με πήραν σηκωτό. Κατεβαίναμε
σκάλες, ατέλειωτες σκάλες, στρίβαμε σε σκοτεινούς διαδρόμους και στο τέλος
καταλήξαμε σε ένα άδειο κελί. Στη φωλιά του κούκου. Έκανε πολύ κρύο εκεί μέσα.
Μου έβγαλαν τα ρούχα, με ξεβράκωσαν τελείως και με έβαλαν να σκύψω, για να με
ψάξουν δήθεν. Κάθονταν γύρω γύρω και χαζογελούσαν. Κάποια στιγμή ένιωσα ένα παγωμένο μέταλλο να ακουμπά
τη γυμνή μου πλάτη, να προχωρά αργά αργά προς τα κάτω και να σταματά ακριβώς στον
πισινό μου. Ρίγησα ολόκληρος. Μου ζήτησαν πάλι να ομολογήσω, μα δεν ήξερα τι να
τους πω, τα είχα χαμένα, ούτε καν ένα πιστευτό ψέμα δεν μπορούσα να σκεφτώ εκείνη
την ώρα για να ηρεμήσουν κάπως. Έμεινα σιωπηλός να κοιτάζω το πάτωμα. Άρχισαν να με βρίζουν και
να με χτυπάνε με τα κλομπ. Έριχναν και κλωτσιές στα πλευρά, στα αρχίδια, παντού.
Χτυπούσαν στα τυφλά και βρίζανε. Είχα κουλουριαστεί σε μια γωνία και προσπαθούσα
να φυλαχτώ. Ούρλιαζα απ’ τους πόνους, ούρλιαζαν κι αυτοί. «Τώρα είναι λυμένα τα
χέρια μας, ρε παλιόπουστες. Θα σας γαμήσουμε όλους, μουνόπανα!» φώναζαν και
χτυπούσαν. Μετά, δεν ξέρω τι έγινε, λιποθύμησα.
Την
άλλη μέρα, πρωί πρωί, άνοιξε η πόρτα του κελιού, μπήκαν μέσα, μου είπαν καλημέρα,
μου δώσανε να πιω νερό, με βοήθησαν να ντυθώ και μου ζήτησαν συγνώμη για την
ταλαιπωρία. Κάποιο λάθος είχε γίνει, ήταν διαβολική η ομοιότητα, μπερδεύτηκαν,
πέρασαν και την ταυτότητά μου για πλαστή, «ξέρεται πως είναι αυτά, όλα μπορούν
να συμβούν στις μέρες μας» είπαν. Μου μιλούσαν πάλι στον πληθυντικό, με
ευγένεια, συμπονετικά, αλλά έφταιγα κι εγώ, είπαν, τους μπέρδεψε το μούσι μου,
δεν υπάρχει στη φωτογραφία της ταυτότητας, καλό θα ήταν να το κόψω, να μη
δημιουργηθούν ξανά παρόμοιες παρεξηγήσεις. «Δυστυχώς, είναι αυτές οι περίεργες
συμπτώσεις που δυσκολεύουν τη δουλειά μας», δικαιολογήθηκαν. Με έβαλαν στο
περιπολικό και μ’ άφησαν πάλι κάπου στο κέντρο. Καλό θα ήταν να ξεχάσω το
περιστατικό, είπαν. Έτσι κι αλλιώς σταβιβλία τους δεν είχε καταγραφεί, σαν να
μην έγινε. Μαφιόζικες καταστάσεις δηλαδή.Είχα τα χάλια μου. Έκαιγα απ’ τον
πυρετό, το κορμί μου έτρεμε ολόκληρο και πονούσε. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος,
σωριάστηκα στο πεζοδρόμιο. Ένας περαστικός κάλεσε τις πρώτες βοήθειες, έφτασε
γρήγορα το ασθενοφόρο και με πήγανε στα επείγοντα. Η διάγνωση ήταν βαριά
πνευμονία. Κάθισα δυο βδομάδες στο νοσοκομείο. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι με
ρώτησαν για τους μώλωπες και τα χτυπήματα στο σώμα μου. Με βάρεσαν φαντάσματα
στον ύπνο μου έλεγα στον ένα, κατρακύλησα απ’ τις σκάλες στον άλλο, βούτηξα απ’
το μπαλκόνι στον τρίτο. Κουνούσαν πάνω κάτω το κεφάλι τους, ίσως να με πέρασαν και
για τρελό, μπορεί όμως και να κατάλαβαν. Πάντως, δεν επέμειναν να μάθουν, ούτε
κάλεσαν την αστυνομία. Δυο βδομάδες ακόμη
έμεινα ξάπλα στο σπίτι. Ευτυχώς στον μεγάλο μου πόνο με βοήθησε η συμπαθητική
κυρία του ισογείου που έμενε ακριβώς πάνω από μένα. Μου έφτιαχνε καμιά σούπα,
μου ψώνιζε τα αναγκαία, μου έδινε τα φάρμακά μου, έκανε και λίγο παρέα τα
απογεύματα. Μόνη έμενε κι αυτή, δεν είχε παρέα, συνταξιούχος του δημοσίου, ο
άντρας της είχε πεθάνει εδώ και χρόνια. Μόνο καμιά φορά που μου έλεγε για τη
ζωή της την έπιανε το παράπονο και έβαζε τα κλάματα και αυτό κάπως μ’ ενοχλούσε.
Όταν συνήλθα
για τα καλά έψαξα το τηλέφωνο ενός παλιού φίλου απ’ το στρατό. Ευτυχώς το είχα
κρατήσει. Μου είχε υποχρέωση κι ήξερα ότι μπορούσα να τον εμπιστευτώ, να
βασιστώ πάνω του. «Ότι θελήσεις αδερφέ μου, και στη φωτιά να πέσω για χάρη σου!»
μου ‘χε πει τότε. Πάντα υπερβολικός ο φίλος. Ήξερα ότι είχε μπλέξει σε παλιοδουλειές,
μα είχε μπέσα και μπορούσε να βοηθήσει. Σήκωσε το τηλέφωνο η μητέρα του και μου
τον έδωσε. Με θυμήθηκε αμέσως, απ’ τη φωνή. Μάλλον κατάλαβε ότι είχα μπλεξίματα
και δεν ρώτησε πολλά. «Έτσι κι αλλιώς, αυτά δεν λέγονται απ’ το τηλέφωνο», είπε.
Συμφώνησα, καλύτερα από κοντά. Στην
καφετέρια δυσκολεύτηκε να με αναγνωρίσει. «Άλλαξες» είπε και μ’ αγκάλιασε
σφιχτά. Χάρηκε που με είδε μετά από τόσα χρόνια. Αυτός δεν είχε αλλάξει πολύ. Είχε
διατηρήσει το χιούμορ του και μια παιδικότητα –συνέχεια γελούσε- η παλιά
ομορφιά βέβαια είχε πλέον ξεφτίσει, η λάμψη των ματιών του είχε χαθεί, τα
μαλλιά του είχαν αραιώσει, είχαν γκριζάρει και κάποιες ρυτίδες είχαν φανεί στο
μέτωπο. Θυμηθήκαμε τα παλιά, τις πλάκες στο στρατό, δεν είχαμε περάσει κι
άσχημα, τότε που κοροϊδεύαμε τους καραβανάδες και γελούσαμε με την καρδιά μας.
Δεν είχαμε συναντήσει και λίγους μαλάκες εκεί μέσα. «Ήμασταν παιδιά», του είπα
κάπως μελαγχολικά και μου απάντησε ότι δεν μας πήραν δα και τα χρόνια, έχουμε
ζωή μπροστά μας. Είχε παντρευτεί, είχε κάνει κι ένα παιδί, είχε χωρίσει -τώρα
είχε άλλη γκόμενα- είχε μπει και φυλακή κάνα δυο φορές, για λίγο. Είχε προλάβει
να τα κάνει όλα και δεν είχε παράπονο απ’ τη ζωή του. Ήταν αισιόδοξος ακόμη.
Θυμηθήκαμε και τότε που τον γλύτωσα απ’ το στρατοδικείο, όταν έχωσε το μαχαίρι
στο λαιμό του Διοικητή. Ήμουν ο
μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, αλλά στην κατάθεση είπα ότι δεν είδα και δεν
άκουσα τίποτα. Άδικα τον κατηγορεί ο Διοικητής, δεν ξέρω τους λόγους, μπορεί να
‘χει προηγούμενα μαζί του, είπα. Ίσως να του πηδάει τη γυναίκα, αυτό δεν το
‘πα. Αφήνιασαν όλοι και τα βάλανε μαζί μου, με απείλησαν με στρατοδικείο, μου
ρίξανε και κάποιες καμπάνες για κάτι ασήμαντες αφορμές, τελικά με ανέλαβε η στρατονομία
για τα περαιτέρω. Πριν προλάβουν να με στριμώξουν, μέσα στο κελί το πρώτο βράδυ
έκοψα τις φλέβες μου. Η απόπειρα της αυτοκτονίας μου τους θορύβησε, γράφτηκε
και στις εφημερίδες, μέχρι και στη βουλή έφτασε το θέμα μου. Φοβήθηκαν και απ’
το νοσοκομείο μ’ έστειλαν στο ψυχιατρείο. Στην κατάθεση είπα ψέματα ότι είχα
βασανιστεί αγρίως απ’ τους στρατονόμους και διάφορα άλλα ευφάνταστα και
προκλητικά που θορύβησαν την ιεραρχία του στρατεύματος. Τελικά η υπόθεσή μου
κουκουλώθηκε και μου δώσαν τρελόχαρτο για σοβαρούς λόγους ψυχασθένειας, όπως έγραψαν,
νομίζοντας πως έτσι με τιμωρούν. Με λίγα λόγια, τελικά, την έβγαλα καθαρή κι από
τότε έγινα πολύ προσεχτικός. Αργότερα, αφού απολύθηκα, έμαθα από τον φίλο μου
ότι αυτόν τον βασάνισαν για να ομολογήσει, μα δεν έσπασε, ήταν από τότε σκληρό
καρίδι. Ετσι, το τρίτο βράδυ, με το που τους είδε να μπαίνουν στο κελί του
όρμησε κατά πάνω τους και τους στραπατσάρησε τα μούτρα.Τρία από αυτά τα
μουνόπανα τα έστειλε στο νοσοκομείο. Επιπλέον, φοβήθηκαν μην κάνει κι αυτός
καμιά τρέλα –είχε ήδη γίνει η δικιά μου απόπειρα- και με συνοπτικές διαδικασίες
του δώσανε κι αυτονού κίτρινο χαρτί. Μόνο λυπήθηκα που δεν βρεθήκαμε μαζί στο
τρελάδικο, στο ίδιο δωμάτιο, σε διπλανά κρεβάτια. Πλάκα θα είχε. «Μου στάθηκες
σαν πραγματικός φίλος» είπε και τα μάτια του βούρκωσαν. Είπαμε κι άλλα, πιο
ευχάριστα. Του είπα κι εγώ κάποια παλιά δικά μου, όχι όμως και τα πρόσφατα
γεγονότα. Μετά μπήκαμε στο ψητό. Έπρεπε να μου βρει ένα πιστόλι με σιγαστήρα
και μπόλικες σφαίρες. Και γρήγορα μάλιστα. Δεν μ’ ένοιαζε αν είχε
ξαναχρησιμοποιηθεί. Έτσι θα μου ερχόταν και πιο φθηνά, είπα.
Δεν με
ρώτησε τι το ήθελα και το ‘φερε μετά από τρεις μέρες στην ίδια καφετέρια μέσα
σ’ ένα κουτί. Δεν ήθελε να μου πάρει λεφτά, ήταν δώρο, επέμεινε. Μείναμε
σιωπηλοί και μελαγχολικοί να καπνίζουμε και να χαζεύουμε τον κόσμο που περνούσε
έξω από την τζαμαρία βιαστικός και αδιάφορος. Κάπου κάπου κοιταζόμασταν και
χαμογελούσαμε. Δεν είχαμε κάτι άλλο να πούμε. Τα νήματα της ζωής μας είχαν και
πάλι διασταυρωθεί μετά από τριάντα χρόνια, δεν ήταν και λίγο. Αποκτούσα και πάλι έναν καλό και έμπιστο
φίλο, την ώρα που τον χρειαζόμουνα, μετά
από τόσα χρόνια εθελούσιας μοναξιάς, όταν σιγά σιγά είχα διώξει όλους τους
ανθρώπους από κοντά μου και είχα κλειστεί στο καβούκι μου. Είχα επιλέξει την μοναξιά,
την ελευθερία να μην δίνω λογαριασμό σε κανέναν για τις πράξεις μου, με
μοναδική παρηγοριά την καλοσύνη των ξένων. Τη χαμογελαστή φουρνάρισσα, την
όμορφη υπάλληλο του σούπερ μάρκετ, τον νεαρό περιπτερά, την καλοκάγαθη μοναχική
γειτόνισσα του ισογείου, τον έντιμο και συμπονετικό διαχειριστή της
πολυκατοικίας, την ευγενική αλλοδαπή καθαρίστρια και τόσους άλλους. Δεν είχα
χάσει την ελπίδα μου για τους ανθρώπους, μονάχα , μεγαλώνοντας και γερνώντας,
δεν τους ήθελα ασφυκτικά κοντά μου, όσο για τους υπόλοιπους μακριά και
αγαπημένοι. Στο τέλος αγκαλιαστήκαμε κι
αποχαιρετιστήκαμε. «Να προσέχεις» μου είπε και «να βρισκόμαστε κάπου κάπου να
τα λέμε». Έτσι υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλον, μα την ίδια στιγμή είχαμε ένα
ισχυρό δυσοίωνο προαίσθημα πως δεν θα ξαναβλεπόμασταν.
Ήταν καθαρά
ζήτημα φιλότιμου, αξιοπρέπειας. Έπρεπε να πληρώσουν. Όλοι τους, όσο
περισσότεροι τόσο το καλύτερο. Αυτοί φταίγανε, που δεν δείχνανε τα πρόσωπά
τους. Τώρα θα πλήρωναν όλοι, αθώοι και φταίχτες. Ξαφνικά, μέσα σε μια νύχτα, έγινα
σκληρός καργιόλης. Ξύρισα τα γένια, έβαλα κολόνιες κι αρώματα και μετά από
πολλά χρόνια φόρεσα κουστούμι και γραβάτα. Νύχτα κυκλοφορούσα επίσημος και
στολισμένος, με ένα μακρύ μαύρο παλτό και τα χέρια στις τσέπες, η αριστερή
τρύπια για να χωράει το όπλο. Όπου τους έβρισκα μονάχους ή το πολύ δυο-δυο,
τους πλησίαζα χαμογελαστός –συνήθως ήταν ευγενικοί και ανταπέδιδαν το χαμόγελο-
και χωρίς δεύτερη κουβέντα τούς πυροβολούσα εξ επαφής και πάντα με απόλυτη
επιτυχία. Δεν αστόχησα ποτέ, κανείς δεν γλύτωσε. Ήμουν ψύχραιμος και
αποφασισμένος, σαν έμπειρος επαγγελματίας, πολλά χρόνια εκτελεστής. Αρχικά
γυρόφερνα το συγκεκριμένο αστυνομικό τμήμα, την αμαρτωλή μαφία που με είχε
ταπεινώσει. Κρυβόμουν στη σκοτεινή γωνιά και τους παρατηρούσα. Κάθε τόσο αμέριμνοι έβγαιναν έξω να καπνίσουν
ή να μιλήσουν με την ησυχία τους στο τηλέφωνο. Προσπαθούσα να θυμηθώ τις φωνές
τους μέσα από τις κουκούλες, μα δεν τα κατάφερνα, όλες μου φαίνονταν ίδιες.
Είχα μόνο συγκρατήσει την αγριοφωνάρα του θηριώδη γορίλα. Ήταν το πρώτο μου
θύμα. Ήρθε προς τη γωνιά μου για να κατουρήσει δίπλα στον κάδο με τα σκουπίδια.
Κακή συνήθεια. Την ώρα που ξεκούμπωνε το παντελόνι και πέφτανε οι πρώτες στάλες
τού κόλλησα το περίστροφο στον ξυρισμένο του σβέρκο. Δεν κατάλαβε τίποτα, δεν
ήθελα να τον ταλαιπωρήσω, παρ’ όλο που δεν του άξιζε ένας ανώδυνος θάνατος. Από
ανθρωπισμό όμως είχα αποφασίσει να μην τους βασανίσω, να μην καταλάβουν τίποτα.
Ακούστηκε ένα στιγμιαίο σφύριγμα –φλοπ- και ο μαντράχαλος σωριάστηκε απαλά,
χωρίς θόρυβο, πάνω στις σακούλες των σκουπιδιών και τα πεταμένα χαρτόκουτα.
Δεν
είχα παράπονο. Πάντα έβρισκα τρόπο να τους ξεμοναχιάζω σε απόμερα δρομάκια και
να τους φυτεύω μια αθόρυβη σφαίρα στο κεφάλι. Τα «φλοπ» του σιγαστήρα έγινε ο
αγαπημένος μου ήχος -κάτι σαν παιδικό παιχνίδι- όταν τον άκουγα ένιωθα
απίστευτη ευχαρίστηση. Αυτοί δεν καταλάβαιναν τίποτα, εγώ όμως το απολάμβανα.
Έτσι, οι εκτελέσεις συνεχίζονταν κανονικά κι είχαν φτάσει στο μαγικό αριθμό
δεκαεπτά. Το παράξενο ήταν ότι οι ειδήσεις της τηλεόρασης, αλλά και στο ίντερνετ,
αναφέρθηκαν μόνο στην πρώτη, εκείνη του επικεφαλής, σε καμία άλλη. Οι αρχές μάλιστα
την είχαν αποδώσει σε τρομοκρατικό χτύπημα εκδίκησης για τον νεκρό των
επεισοδίων και περίμεναν την προκήρυξη από κάποια νεοσύστατη, σύμφωνα με τις
πληροφορίες τους, τρομοκρατική οργάνωση, που βρίσκονταν στα ίχνη της και σύντομα
πίστευαν ότι θα εξαρθρώσουν. Μάλιστα η βαλλιστική έρευνα έδειξε ότι το όπλο του
αποτρόπαιου εγκλήματος είχε ξαναχρησιμοποιηθεί σε δύο ληστείες τραπεζών,
ευτυχώς αναίμακτες. Οι αρχές βρίσκονταν
σε κατάσταση κόκκινου συναγερμού με επαυξημένες περιπολίες στους δρόμους, η πόλη
σχεδόν είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πολιορκίας. Ήταν ζήτημα τιμής για την αστυνομία
να συλληφθούν οι υπαίτιοι και να οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Καλούσαν κάθε νομοταγή
και ευυπόληπτο πολίτη που ήξερε κάτι, που είχε μια σημαντική πληροφορία να τους
βοηθήσει, και πάντα με το αζημίωτο. Ο ευσυνείδητος επαγγελματίας και αστυνομικός
καριέρας που είχε πέσει θύμα της ύπουλης ενέδρας, όπως έλεγαν, είχε γυναίκα και
δύο ανήλικα τέκνα, φωτογραφίες τους έδειξαν στην τηλεόραση –έδωσαν και συνεντεύξεις-
οι οποίες προκάλεσαν την αγανάκτηση αλλά και την συγκίνηση του κοινού. Οι υπαίτιοι
επικηρύχθηκαν με ένα αρκετά σεβαστό ποσό, για όποιον βοηθούσε στη σύλληψή τους.
Επιστρατεύτηκαν πάμπολλοι πληροφοριοδότες, καταδότες και χαφιέδες, μα δε
γνώριζαν ότι είχαν απέναντί τους τον μοναχικό λύκο της στέπας, απρόσβλητο απ’
τα σαΐνια και τα λαγωνικά τους, που δρούσε πάντα μόνος και με άκρα μυστικότητα.
Και ούτε βέβαια τους έστειλα προκήρυξη. Ίσως κάποια στιγμή να κατάλαβαν ότι
όλοι οι φόνοι προέρχονται από ένα μόνο άτομο, άρα πήγαινε στράφι και η υπόθεση
περί τρομοκρατίας. Τότε θα επιστρατεύτηκαν ψυχολόγοι, ψυχίατροι και άλλοι
ειδικοί που είχαν καθήκον να εντοπίσουν και να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά
του κατά συρροή ψυχοπαθή δολοφόνου που του αρέσει να σκοτώνει ένστολους, αθόρυβα,
όσο πατάει η γάτα, έτσι, για πλάκα. Ίσως πάλι να έψαχναν στα αρχεία τους ποιοι
θα μπορούσαν να έτρεφαν τέτοιο απύθμενο μίσος για τους μπάτσους και για πιο
λόγο, μα και στην περίπτωση αυτή δεν θα ‘βγαζαν άκρη, ήταν εκατοντάδες ως και
χιλιάδες τα θύματα της αστυνομικής βίας. Επιπλέον, η δικιά μου περίπτωση δεν
είχε καταγραφεί στα κιτάπια τους. Έτσι τουλάχιστον μου είχανε πει. Σαν να μην
είχε συμβεί ποτέ. Παρ’ όλο που εγώ, απ’ την πλευρά μου, κρατούσα ανοιχτά
τεφτέρια κι είχα ανεξόφλητους λογαριασμούς μαζί τους.
Όμως,
το μίσος και η οργή μου είχε πια ξεθυμάνει. Πίστευα ότι δεκαεφτά πτώματα ήταν
αρκετά, έπρεπε πλέον να επιστρέψω στη ρουτίνα μου. Μου έφτανε ότι όλος ο
κρατικός μηχανισμός είχε χεστεί πάνω του απ’ το φόβο και είχε βρεθεί σε
αδιέξοδο, δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. Ίσως περίμενε από μένα να κάνω τη λάθος
κίνηση. Είχαν όμως δυσκολέψει και τα πράγματα. Οι μπάτσοι είχαν πλέον γίνει
πολύ προσεχτικοί, κινούνταν μες στην πόλη μόνο κατά ομάδες, ποτέ λιγότεροι από
τρεις, και έκαναν διαρκώς ελέγχους στους περαστικούς με τα όπλα σηκωμένα
εναντίον τους. Τρεις μήνες κρατούσε αυτή
η κατάσταση και οι φιλήσυχοι πολίτες δεν τολμούσαν να κυκλοφορήσουν νύχτα στο
δρόμο. Μπορούσαν για το τίποτα να μπλέξουν, κι άντε μετά ν’ αποδείξεις ότι δεν
είσαι ελέφαντας. Το βράδυ η πόλη ερήμωνε, σαν να είχε επιβληθεί απαγόρευση
κυκλοφορίας. Ακόμα και τα αυτοκίνητα στους δρόμους είχαν λιγοστέψει, τα
λεωφορεία πήγαιναν κι ερχόντουσαν σχεδόν άδεια. Υπήρχε ένα γενικό μούδιασμα, μα
και το κράτος είχε πλέον μια καλή δικαιολογία να επιβάλει κάτι σχεδόν σαν
στρατιωτικό νόμο, τουλάχιστον όταν έπεφτε το σκοτάδι. Τον βοηθούσε και το
γεγονός ότι, ανεπίσημα, από στόμα σε στόμα, είχαν αρχίσει να διαρρέουν και όλες
οι άλλες δολοφονίες. Βέβαια, ο εκπρόσωπος τύπου δεν τις επιβεβαίωνε, αλλά
τόνιζε με την πρέπουσα σοβαρότητα ότι η υπόθεση έπρεπε με κάθε μέσο να
διαλευκανθεί, και η κοινή γνώμη, η πάντα σοφή και κυρίαρχη σιωπηλή πλειοψηφία
του καναπέ, συμφωνούσε μαζί του. Έτσι κι αλλιώς, μου είχε μείνει μόνο μια
σφαίρα, και δεν ήθελα να μπλέξω παραπάνω τον παλιό μου φίλο απ’ το στρατό. Μου
αρκούσε ότι ενώ μάλλον γνώριζε, δεν μιλούσε. Από την άλλη, εγώ πλέον ήμουν στην
παρανομία. Τις νύχτες κρατούσα πάντα το πιστόλι στην αριστερή τσέπη –χωρίς σιγαστήρα,
δεν τον χρειαζόμουν πια- όμως απέφευγα τους κεντρικούς δρόμους, τα περιπολικά
και τα μπλόκα της αστυνομίας. Αν ήμουν άτυχος και έπεφτα πάνω τους είχα αποφασίσει
με αυτήν την τελευταία σφαίρα να δώσω τέλος στη ζωή μου. Αυτοί, σίγουρα, θα
προτιμούσαν να με πιάσουν και να με γδάρουν ζωντανό, έστω και βαριά τραυματία,
να μαρτυρήσω στα χέρια τους το γάλα της μάνας τους. Σίγουρα, τέτοιες εντολές είχαν
πάρει, μα δεν θα τους γινόταν το χατίρι. Τις μέρες πάλι συνέχιζα κανονικά τη ζωή
μου, χωρίς το περίστροφο στη τσέπη. Καλημέριζα γειτόνους και μαγαζάτορες, έκανα
τα λιγοστά μου ψώνια, παρακολουθούσα τις ειδήσεις και τα νέα, ειδικά μη πουν
τίποτα για την υπόθεσή μου, διάβαζα και κάνα βιβλίο. Δεν είχα σκοπό να γράψω
κάτι, να αφήσω κι εγώ κάτι στην ανθρωπότητα, ούτε καν ως απολογία. Δεν ένιωθα
τύψεις για ότι είχα κάνει, ούτε μετάνιωνα για τίποτα. Αυτοί φταίγανε για όλα. Με
ανάγκασαν και πλήρωσαν.
Όλον
αυτό τον καιρό της μεγάλης θολούρας και του αναβρασμού αλώνιζα με τα πόδια το
κέντρο της πόλης σαν αφιονισμένος και πάντα εντός δακτυλίου. Μόνο στο πάρκο δεν
πήγαινα. Εκεί είχα πολλούς γνωστούς και τα τελευταία χρόνια η παρουσία μπάτσων
είχε γίνει μόνιμη. Δεν ξέρω πως, αφηρημένος και ασυναίσθητα, χτες το βράδυ
βρέθηκα στην περιοχή. Είχε μόλις σταματήσει να βρέχει και το χώμα ήταν
λασπωμένο. Μια ομάδα με μοτοσυκλέτες βρίσκονταν δίπλα στο φωταγωγημένο σιντριβάνι –κάθε τόσο πετάγονταν νερά προς τα
πάνω- κάπνιζαν και κουβέντιαζαν. Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε ψυχή, το μόνο
που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος απ’ τον ασύρματο. Είχε περάσει σχεδόν μήνας απ’
την τελευταία δολοφονία και μάλλον είχαν κάπως ηρεμήσει, τους έβλεπες πιο
χαλαρούς, σαν να είχαν ξεχάσει τελείως τα πρόσφατα γεγονότα. Δεν υπήρχε πια ο
τρόμος και η ανησυχία των πρώτων εβδομάδων, ακόμα και οι έλεγχοι των πεζών
είχαν ελαττωθεί. Απ’ την άλλη, εγώ είχα πάθει κάτι σαν στερητικό σύνδρομο. Το
χέρι μου μέσα στην αριστερή τσέπη άρχιζε να τρέμει όποτε άγγιζε την σκανδάλη,
ειδικά μπροστά στη θέα των μπάτσων. Κρύος ιδρώτας μ’ έλουζε, μα έπρεπε να συγκρατούμε,
να διατηρώ την ψυχραιμία μου και να μηνξεχνώ ότι δεν είχα άλλες σφαίρες, μία μόνο
για το δικό μου όμορφο κεφάλι. Τα παιδιά αμέριμνα καλαμπούριζαν και γελούσαν.
Ένας χοντρούλης είχε χώσει στο στόμα του ένα σάντουιτς και προσπαθούσε να το μασήσει
χωρίς να πνιγεί.
Και
τότε τον είδα, ψηλός και αδύνατος, να απομακρύνεται από τους άλλους και να χώνεται
μέσα στις σκοτεινές φυλλωσιές και τα πανύψηλα δέντρα. Άρχισα να τρέμω ολόκληρος,
η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, κόντευε να
σπάσει. Δεν έπρεπε, μα δεν μπορούσα να συγκρατηθώ στη θέα ενός ακόμα υποψήφιου
θύματος, του τελευταίου μάλλον. Σαν αίλουρος -έστω και κάπως γερασμένος- και
προσεκτικά να μη με δουν, πήδησα τα κάγκελα και μπήκα στο σκοτεινό πάρκο. Τον
πλησίασα αργά και αθόρυβα. Κατουρούσε. Επικίνδυνη συνήθεια που τη νύχτα συνήθως
σε βάζει σε μπελάδες. Του κόλλησα το περίστροφο στο σβέρκο, ένιωσε το παγωμένο
μέταλλο κι αμέσως πρέπει να κατάλαβε τι τον περίμενε. «Σε παρακαλώ, μη με
σκοτώσεις!» ψιθύρισε με μια ψιλή και τρεμάμενη, σχεδόν παιδική φωνή. Ασυναίσθητα
σήκωσε τα χέρια του ψηλά και το παντελόνι του έπεσε στο λασπωμένο χώμα. Έτρεμε
ολόκληρος, ανάσαινε βαριά, με διακοπές κι από μέσα του έβγαινε ένα υπόκωφο
λυγμικό κλάμα. Ξαφνικά, σαν αστραπή, ο χρόνος πάγωσε. Εγώ, με τον ίδιο ενοχικό
λυγμό, δέκα χρονών παιδάκι έχω αρπάξει ένα εικοσάρικο απ’ το σακάκι του πατέρα,
αυτός έχει ξυπνήσει, μ’ έχει πιάσει στα πράσα και με κοιτάζει βλοσυρός κι
αγριεμένος. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτή η ρωγμή της μνήμης, γρήγορα όμως
ξαναβρήκα την αυτοκυριαρχία μου. «Γύρνα αργά» του είπα με σκληρή και
αποφασιστική φωνή, σαν να τον διέταζε ο προϊστάμενός του, κι αυτός υπάκουσε.
Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Μέσα στο ημίφως είδα το όμορφο βελούδινο πρόσωπο, το
ξανθό εφηβικό τσουλούφι, τα αθώα γαλάζια μάτια. Ήταν νεαρός, σχεδόν παιδί, ούτε
καν είκοσι. Ένα φτωχόπαιδο που βρήκε κάποιο πολιτικό μέσο της συμφοράς και
φόρεσε τη στολή για να φάει ψωμάκι. Χωρίς να μισεί τους κακούς και τους
παράνομους αυτού του κόσμου. Χωρίς να ‘χει κάτι να χωρίσει μαζί μου. Και
σίγουρα θα ήταν η πρώτη του υπηρεσία. Άπειρος ακόμα και απρόσεκτος έπεσε πάνω
μου, στον μεγάλο και ξακουστό εξολοθρευτή. Και οι άλλοι, οι πιο έμπειροι, οι
σύντροφοί του δεν τον προφύλαξαν. Κακιά συνήθεια να κατουράς μόνος σε σκοτεινές
και απόμερες γωνιές. Μα το παιδί αυτό ήταν σίγουρα αθώο και παρθένο, ούτε έρωτα
δεν θα ‘χε προλάβει να κάνει ακόμα. Και άτυχο. Δυστυχώς, δεν ζούμε σ’ ένα δίκαιο
κόσμο, σκέφτηκα, και του κόλλησα το περίστροφο
στο κούτελο. Είχε κοκαλώσει, δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά απ’ το στόμα.
Έκλισε τα μάτια και περίμενε την τελευταία μου σφαίρα να εκσφενδονιστεί με
ταχύτητα και λάμψη και να τρυπήσει διαμπερώς το όμορφο κρανίο. Ναι, είχε απέναντί
του τον εξολοθρευτή άγγελο. Έκανε την προσευχή του και περίμενε.
Δεν
μπόρεσα. Ήταν πολύ όμορφος, πολύ αθώος. Όχι, αυτό το παιδί δεν μου έφταιγε σε
τίποτα. Ας ήξερα ότι θα ήταν ο εκτελεστής μου. Ότι θα δώσει στην υπηρεσία του
τα χαρακτηριστικά μου, θα με ψάξουν και γρήγορα θα με βρουν. Όμως, δεν θα του
κρατούσα κακία. Σίγουρα θα τον είχαν αναγκάσει με απειλές και φοβέρες να
μιλήσει, αλλιώς θα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν ακόμα και για συνένοχο. Στην
αρχή θα τους είπε δεν θυμάμαι, δεν φαινόταν το πρόσωπό του στα σκοτεινά, είχα
φοβηθεί πολύ, μα κάποια στιγμή θα έσπασε. Σίγουρα θα ήθελε να με καλύψει για να
μου ανταποδώσει τη χάρη, όμως, αυτοί έχουν τον τρόπο τους να σε κάνουν να θυμηθείς
και να μάθουν αυτά που χρειάζονται. Η μέθοδός τους είναι αποτελεσματική και το
καλό παιδί, ζωντανό αλλά ανίκανο πλέον για επικίνδυνες νυχτερινές περιπολίες,
θα τρέχει τώρα σε ψυχολόγους και ψυχιατρεία και νωρίς-νωρίς θα κρίνεται
ανίκανος για υπηρεσία, ίσως και για ολόκληρο το αστυνομικό σώμα. Σίγουρα, δεν
έκανε για μπάτσος το παιδί αυτό, η ανάγκη και οι κακοί σύμβουλοι τον έσπρωξαν
στις δαγκάνες τους, αυτοί τον έριξαν στο λάκκο των λεόντων. Ναι, δεν μετανιώνω
που δεν τον σκότωσα. Μέσα στον ασήμαντο και ανωφελή μου βίο έκανα και εγώ άλλη
μια καλή πράξη, βοήθησα κι εγώ έναν συνάνθρωπο. Τουλάχιστον τώρα υπάρχει άλλος
ένας στον κόσμο που θα με θυμάται με ευγνωμοσύνη. Ένα καλό παιδί που δεν θα με
κρίνει αυστηρά -κάθαρμα και αποτρόπαιο τέρας θα πουν- όπως όλοι οι άλλοι. Ένα
παιδί που αντίκρισε πολύ νωρίς το θάνατο κατάματα και ίσως αυτό δώσει άλλο
νόημα στη ζωή του. Έτσι, από την επόμενη μέρα ένα σκίτσο που μου έμοιαζε
θανάσιμα έπαιζε και κυκλοφορούσε στα κανάλια, στις ειδήσεις και στο ίντερνετ,
παντού. Στο δρόμο αρκετοί με κοιτούσαν παράξενα, άλλοι με τρόμο και κάποιοι
σίγουρα θα ειδοποίησαν τις αρχές.
Έχει βραδιάσει
για τα καλά και τους περιμένω. Έχω φορέσει το κουστούμι μου, τη γραβάτα μου και
το μαύρο μου παλτό. Το περίστροφο με τη
μία και μοναδική σφαίρα βρίσκεται χωμένο στην αριστερή μου τσέπη. Χωρίς τον
σιγαστήρα, δεν τον χρειάζομαι πια. Χαϊδεύω απαλά την σκανδάλη και δεν τρέμω. Γενικά
είμαι ήρεμος. Αρχικά, είχα αποφασίσει να περάσω κρυμμένος εδώ μέσα το υπόλοιπο
της ζωής μου, να βγαίνω στον έξω κόσμο μόνο για τα απολύτως απαραίτητα, ας
πούμε μια φορά το μήνα -έτσι κι αλλιώς είμαι ολιγαρκής- αμέσως όμως σκέφτηκα
ότι αργά ή γρήγορα θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μου. Αν μπορούσα θα παγίδευα την
είσοδο, θα έστρωνα ένα βαθύ ναρκοπέδιο για να τους εμποδίσω, μα και πάλι όλες
αυτές οι προετοιμασίες λίγο θα καθυστερούσαν την τελική τους έφοδο. Ξέρω,
λοιπόν, ότι σε λίγο έρχεται το τέλος, τους βλέπω από τις γρίλιες να πλησιάζουν.
Τους ακούω. Αργά ή γρήγορα θα σπάσουν την πόρτα και θα μπουκάρουν μέσα με
ουρλιαχτά, γαβγίσματα, κραυγές πολεμικές και ιαχές. Τα μανιασμένα λυκόσκυλα θα
ορμήσουν κατά πάνω μου και θα μου ξεσκίσουν τις σάρκες, το μαύρο παλτό και το
επίσημο κουστούμι που φύλαγα για την κηδεία μου θα γίνουν κουρέλια, και οι
παπάδες, ξέρεις, δεν σε θάβουν αν δεν έχεις ευπρεπή εμφάνιση και κατάλληλο
ένδυμα. Όμως, αυτή η μικρή λεπτομέρεια
λίγο με νοιάζει πια, το ίδιο και τις δυνάμεις καταστολής. Γι’ αυτούς η αποστολή
τους θα έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία. Τα κανάλια θα μιλούν για άλλον έναν
θρίαμβο της αστυνομίας ενάντια στην τρομοκρατία, ο αρμόδιος υπουργός προστασίας
του πολίτη χαμογελαστός και καμαρωτός θα δίνει συνεντεύξεις –ήταν παρών ο ίδιος
και συντόνισε την όλη επιχείρηση, θα πει- οι νοικοκυραίοι με επευφημίες και
ζητωκραυγές ξαπλωμένοι στον καναπέ τους θα χειροκροτούν, αφού Θα μπορούν και
πάλι να κυκλοφορούν με ασφάλεια τα βράδια, να μασουλάνε ξεροψημένες
μπριζόλες στις ταβέρνες και να πίνουν
χαλαροί και ξέγνιαστοι τα ποτά τους στα μπαρ. Κατόπιν θα αλλάξουν κανάλι για να
δούνε μπάλα και η ζωή τους θα συνεχίσει την όμορφη ρουτίνα τους. Σίγουρα, όλοι
τους θα ‘ναι ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους, τα κατάφεραν και σήμερα, θα
πούνε, δεν είναι δα και για πέταμα, κάτι αξίζουν κι αυτοί. Και σιγά σιγά η πόλη
θα ξαναβρεί τους παλιούς ήσυχους ρυθμούς της. Και τα χρόνια θα περάσουν για
όλους ειρηνικά και ανεπαίσθητα. Μα δεν πρόκειται να τους κάνω το χατίρι. Θα
τους χαλάσω το σόου και η γιορτή τους θα στεφτεί από πλήρη αποτυχία. Θα σπάσουν
την πόρτα της γκαρσονιέρας μου, θα μπουν μέσα, μα δεν θα με βρουν εδώ. Θα έχω
εξαϋλωθεί. Να τους πείτε μόνο ότι πέρασα μια υπέροχη ζωή.