Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ



Τη σκέφτηκα μεσημεριάτικα, μετά το φαγητό, και δεν κρατήθηκα. Βάρεσα μαλακία. Χαλάρωνα στο κρεβάτι διαβάζοντας, μα δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Έκανε ζέστη, ήταν και το βιβλίο κάπως βαρύ, αχώνευτο. Οι ηδονικές αναμνήσεις έμπαιναν απρόσκλητες μέσα στα πολιτικά δοκίμια, οι ουτοπικές ιδέες της κοινωνικής απελευθέρωσης και της εκδίκησης του καλού χόρευαν ανάμεσα σε εικόνες ανεξέλεγκτου πόθου και καύλας. Γρήγορα το παράτησα και άρχισα να χαϊδεύομαι. Χαμηλά και με επιτυχία.

Ήταν η γυναίκα του καλύτερού μου φίλου, του τελευταίου. Από παιδιά γνωριζόμαστε, αδερφός. Εγώ τον πάντρεψα, πριν από κάμποσα χρόνια. Μου το ζήτησε και δεν μπορούσα να αρνηθώ, παρ’ όλο που γνώριζε καλά την απέχθειά μου για εκκλησίες, διάκους και παπάδες. Είναι παραδοσιακός τύπος, αρκετά συντηρητικός. Ήθελε θρησκευτικό γάμο. Μέχρι και το χέρι του παπά φίλησα, και για πολύ καιρό έβλεπα εφιάλτες στον ύπνο μου. Η συνείδησή μου, αυστηρή και πάντα άγρυπνη, με είχε εκδικηθεί. Μα δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, ήταν πολύ καλός φίλος. Αδερφός.

Όμως έλειπε συνέχεια για δουλειές. Αντιπρόσωπος μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας, αλώνιζε τη χώρα ολόκληρη προωθώντας τα προϊόντα της. Από καιρό περίμενε μια προαγωγή, να ηρεμήσει σ’ ένα γραφείο, μα δεν του κάνανε τη χάρη. Έλειπε συνέχεια. Και η γυναίκα του έμενε μόνη. Δεν είχαν και παιδιά, να περνάει κάπως την ώρα της κι αυτή. Καμιά φορά μ’ έπαιρνε τηλέφωνο να βγούμε για καφέ. Επέμενε, κλαψούριζε ότι ένιωθε αφόρητη μοναξιά. Το ψυλλιαζόμουν ότι θα συμβεί το μοιραίο, μα τι να ‘κανα, υπέκυψα. Μόνος είμαι κι εγώ και επιρρεπής στην καλή συνουσία, όταν υπάρχει κιόλας κάποια ψευδαίσθηση συναισθηματικής επαφής. Εντάξει, είμαι σεξομανής, δεν το κρύβω. Τουλάχιστον έτσι θα έλεγε ο μέσος άνθρωπος, ο τυπικός μικροαστός δηλαδή που πηδάει τη γυναικούλα του αργά και που, στην καλύτερη των περιπτώσεων κάθε σαββατόβραδο. Εγώ πάλι θα το ‘θελα κάθε μέρα και δεν το θεωρώ υπερβολή. Σαν βιολογική ανάγκη ας πούμε, όπως το φαγητό. Δεν μ’ αρέσουν οι νηστείες, οι στερήσεις και οι δίαιτες, βλάπτουν το νευροφυτικό. Θέλω κάθε μέρα το φιξάκι μου, κι αφού δεν το ‘χω παίρνω μεθαδόνη. Το μινάρισμα είναι το καλύτερο υποκατάστατο, το πιο εκστατικό, ειδικά αν είναι πετυχημένο. Εκεί που μπερδεύεται η φαντασία με τη μνήμη και όποτε χρειαστεί βοηθάει και η όραση, η αφή, η ακοή, όλες οι εγκεφαλικές λειτουργίες σε δράση.

Και είναι και του γούστου μου η κουμπάρα. Ψηλή, αδύνατη, με σφιχτή γυμνασμένη κωλάρα, μικρά μαζεμένα βυζάκια και αρρενωπότητα στο βλέμμα, έξυπνη γυναίκα και πρώην αθλήτρια που με άναβε απ’ την πρώτη στιγμή που την είδα. Τυχερός ο φίλος μου, έλεγα, μα που ήταν να την χαρεί. Έτρεχε από δω κι από κει πουλώντας μαλακίες στα ανυποψίαστα χαϊβάνια της επαρχίας. Έκανε καριέρα, ήταν επαγγελματίας, έβγαζε λεφτά και ούτε μια μαλακία της προκοπής δεν μπορούσε να τραβήξει. Μα δεν τον κακολογώ παραπάνω γιατί είναι παλιός καλός φίλος, μαζί μεγαλώσαμε, μαζί παίξαμε, μαζί πήγαμε σχολείο, δώδεκα χρόνια στο ίδιο θρανίο. Αδερφός. Όποτε χρειάστηκε ο ένας δίπλα στον άλλο. Παρ’ όλο που μετά το γάμο του χαθήκαμε κάπως. Όμως η κουμπαρομπεμπέκα στις ώρες της μεγάλης μοναξιάς με θυμότανε και δεν μπορούσα να της αρνηθώ.

Εκείνο το βράδυ είχαμε βγει για φαγητό και ποτό και μας πήρε αργά. Την άφησα όπως πάντα έξω απ’ το σπίτι, μα δεν μου είπε καληνύχτα. Ήθελε να ανέβω μαζί της στο διαμέρισμα. Δεν αρνήθηκα. Είχα πιει και λίγο παραπάνω και ήμουν σε τρελό κέφι. Κι αυτή. Μέσα στο ασανσέρ σμίξανε τα υγρά χείλη του επικίνδυνου γκρεμού, κόλησαν τα φλογισμένα σώματα, οι καρδιές χτυπήσαν δυνατά και γρήγορα, τα χέρια άγγιξαν με τέχνη τις καυτές σάρκες, ψαχούλεψαν βαθιά στα απόκρυφα σημεία. Ηφαίστεια έτοιμα να εκραγούν. Ο χρόνος σταμάτησε, όπως και το ασανσέρ στον πέμπτο όροφο. Μετά από λίγο βρεθήκαμε γυμνοί στο υπέρδιπλο κρεβάτι και ο φίλος μάς κοιτούσε χαμογελαστός από την παραλία φορώντας το μαγιό του και κρατώντας μια ρακέτα. Ήταν ωραία. Κοιμήθηκα εκεί, πλάι της κι ένιωσα κάπως τα καλά της οικογενειακής φροντίδας.

Ξαναβρεθήκαμε αρκετές φορές χωρίς να το κάνουμε θέμα. Ήταν πάντα ωραία. Ώσπου σε έναν καβγά τους η κουμπάρα με πρόδωσε, του τα είπε όλα, παρ’ όλο που είχαμε ανταλλάξει όρκους σιωπής ότι δεν θα μάθαινε τίποτα. Να μην πικραθεί και χαλάσουμε τις καρδιές μας. Ο φίλος μου δεν έχασε την ψυχραιμία του. «Ήξερα ότι είσαι μεγάλη καργιόλα!» της είπε. Μα κι αυτός δεν πήγαινε πίσω -σιγανό ποταμάκι- της είχε κάνει τις ατασθαλίες του και τις ξεφούρνισε φόρα παρτίδα. Μπράβο, και δεν του φαινότανε! Σε μένα είπε ότι δεν τον ένοιαζε, τώρα ήμαστε πάτσι. Στο παρελθόν είχε κοτουπώσει μια δυο φορές τη γυναίκα μου –τότε που ήμασταν παντρεμένοι ακόμα- αυτή όμως στάθηκε κυρία, δεν το έκανε βούκινο, απλά με χώρισε αργότερα για άλλους όμως λόγους. Όταν μου τα ‘λεγε στην καφετέρια δεν του ‘πα τίποτα, μόνο του χαμογέλασα και κούνησα με νόημα το κεφάλι. Δεν βαριέσαι, ανθρώπινα πράγματα, πολύ ανθρώπινα, σκέφτηκα.

Με την κουμπάρα δεν ξαναβρεθήκαμε, ούτε για να δοθούν κάποιες εξηγήσεις. Δεν είχε νόημα. Μετά από λίγο καιρό έμαθα ότι χώρισαν, κοινοί συνεναίσει. Δεν τους ξανάδα ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου