Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Η ΞΑΝΘΙΑ




Η μέρα ήταν όμορφη, ανοιξιάτικη. Έπινα καφέ στην πλατεία και ξεφύλλιζα τις πρωινές εφημερίδες. Τώρα που δε δουλεύω, ούτε άλλες σκοτούρες έχω στο κεφάλι μου, κάθε πρωί ξυπνάω κατά τις δέκα –όνειρο ζωής!- κλείνω τα μάτια και χουζουρεύω για κάμποση ώρα στο τεράστιο υπέρδιπλο κρεβάτι μου, τελευταίο απομεινάρι του άδοξου γάμου μου. Τελικά σηκώνομαι, παίρνω ένα κεφάτο πρωινό και στις δώδεκα ξεκινώ τη βόλτα μου, καταλήγοντας για ένα εσπρεσάκι στην κεντρική πλατεία. Κάθομαι πάντα έξω, χειμώνα καλοκαίρι, για να μπορώ να καπνίζω και να χαζεύω καλύτερα τον κόσμο. Ρουφάω άπληστα τη βαβούρα της πόλης, τα κορναρίσματα και το καυσαέριο των αυτοκινήτων δεν μ’ ενοχλούν. Οι νοικοκυραίοι έχουν τελειώσει τις δουλειές τους, τα ψώνια τους, την περατζάδα τους, έχουν πάρει τα παιδιά απ’ το σχολείο και γυρίζουν σπίτι για φαγητό και ξάπλα. Η πόλη αδειάζει σιγά σιγά, μα εγώ και λίγοι ακόμα αργόσχολοι χαραμοφάηδες μένουμε πίσω, μαζεύοντας ήλιο και βροχή. Αναλόγως.

Ο κόσμος τα φέρνει δύσκολα βόλτα, προσωπικά όμως δεν έχω παράπονο. Ανήκω στους προνομιούχους που τρώνε από τα έτοιμα της μαμάς και του μπαμπά, ας είναι αναπαυμένη η ψυχούλα τους εκεί που βρίσκεται. Βέβαια, όπως τα υπολόγισα πρόσφατα με χαρτί και μολύβι, δεν φτάνουν να με βγάλουν για άλλα πενήντα και πλέον χρόνια που φιλοδοξώ να ζήσω. Παρ’ όλο που ζω δίχως υπερβολικές απαιτήσεις και περιττά έξοδα, το φαγητό μου μόνο, τα τσιγάρα μου και λίγο κρασί ή κάνα τσίπουρο στο τέλος της ημέρας για να ζαλίσω το μυαλό και να ‘χω έναν ξέγνοιαστο ύπνο με όμορφα όνειρα. Έτσι, αποφάσισα να πουλήσω το διαμέρισμα. Είναι αρκετά μεγάλο και σε καλή περιοχή και ο μεσίτης πιστεύει ότι θα πιάσει καλά φράγκα, παρ’ όλη την κρίση που περνάμε. Κι όλα αυτά γιατί δεν θέλω να ξαναδουλέψω, αυτό είναι το ζήτημα. Όχι ότι σνομπάρω τον άγιο βιοπορισμό, ούτε θεωρώ αυτούς που εργάζονται μαλάκες, μα δυστυχώς δεν κάνω για καμιά δουλειά, αυτό είναι το συμπέρασμα που έβγαλα αφού εργάστηκα, θέλοντας και μη, για κάμποσα χρόνια. Είμαι από τη φύση μου τεμπέλης και μάλιστα αμετανόητος. Αν και προσπάθησα πολύ βάζοντας όλες μου τις δυνάμεις, δεν κατάφερα να προσαρμοστώ στην τρέχουσα ηθική της εργασίας, δηλαδή ξύπνημα από τ’ άγρια χαράματα, υπακοή στην κάθε εξυπνάδα που θα ξεφουρνίσει ο προϊστάμενος ή το αφεντικό, καλή διάθεση, θετική ενέργεια και εξυπηρέτηση του πελάτη με το πιο χαζοχαρούμενο χαμόγελο στη φάτσα μη και χάσουμε το κελεπούρι. Όλα αυτά τα αηδιαστικά και ανόητα. Δεν μ’ αρέσουν. Προτιμώ να γυρίζω εδώ και κει σαν το τελευταίο παραλυμένο κοπρόσκυλο. Είναι πολύ σύντομη η ζωή για να τη σπαταλώ  παριστάνοντας τον χρήσιμο και τον ωφέλιμο, ας δώσουν σε άλλους τα παράσημα. Δεν είναι μόνο αυτό. Το πατρικό είναι το τελευταίο μου βαρίδι, φορτισμένο με αναμνήσεις που πρέπει, όσο πιο γρήγορα γίνεται, να σβηστούν απ’ τη μνήμη μου. Θέλω να ξεφορτωθώ μια και καλή το παρελθόν και ν’ αρχίσω μια καινούργια ζωή. Να ξαναγεννηθώ. Να μηδενίσω το κοντέρ και να φύγω για την πρωτεύουσα, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω. Και κει, μέσα στο μεγάλο πλήθος, να εξαϋλωθώ. Η πόλη αυτή δεν με χωράει πια, ούτε υπάρχει και κάποιος άνθρωπος να με κρατήσει πίσω.

Εντάξει, υπάρχει και η ξανθιά, μα αυτή είναι προσωρινή, αναλώσιμη, μόνο για ξεκάβλωμα. Δεν την ξέρω πολύ, δυο τρία χρόνια. Σ’ αυτή εδώ την καφετέρια γνωριστήκαμε, μεσημεράκι, τέτοια ώρα. Καθόταν μόνη της παραδίπλα, κάπνιζε κι έπινε ούζα, σκέτα με ξυροκάρπια. Ήμασταν μόνοι μας, οι τελευταίοι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη πριν την ολοκληρωτική καταστροφή, ακόμα και τα περιστέρια μάς είχαν εγκαταλείψει. Μία κοιτούσε την άδεια πλατεία μία εμένα με γρήγορες λοξές ματιές. Ψαχνόταν η κυρία. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, ακόμα κι όταν χαμογελαστή μου ζήτησε αναπτήρα γιατί ο δικός της δεν άναβε. Όσο περνούσε η ώρα και το ποτήρι της άδειαζε οι ματιές της αποκτούσαν άλλο νόημα και υπόσχονταν πράγματα και θαύματα μεσημεριάτικα. Καταλάβαινα που το πήγαινε, μα έκανα τον αδιάφορο. Την έψηνα. Βλέπεις, η επαφή με μια άγνωστη δεν σου τυχαίνει κάθε μέρα, οι γυναίκες είναι ιδιαίτερα προσεκτικές σε κάτι τέτοια, δεν τα συνηθίζουν. Θέλουν τα ραντεβού τους, τα γλυκόλογά τους, τις ευγενικούρες τους, το παραμύθι τους δηλαδή. Να τις πεις ότι είναι κούκλες, ότι νιώθεις πράγματα για αυτές, όμορφα συναισθήματα, ότι τις αγαπάς και θέλεις να προχωρήσει η σχέση τους, ότι εκτιμάς τον χαρακτήρα τους και την προσωπικότητά τους -όλα αυτά τα παπατζιλίκια- να τις βγάλεις για καφέ, φαγητό και χορό, να τις κάνεις και κάνα ακριβό δωράκι στη γιορτή τους, όλα βαρετά και κουραστικά, μόνο και μόνο για να πηδήξεις, κι αυτό με τα χίλια ζόρια. Αυτοί όμως είναι οι κανόνες του παιχνιδιού και δεν μπορείς να τους αλλάξεις, αλλιώς τράβα σε κάνα μπουρδέλο να ξεχαρμανιάσεις. Απ’ την άλλη βέβαια το απρόοπτο έχει και κάποιο ρίσκο, αφού μπορεί να πέσεις σε καμιά θεοπάλαβη και ν’ αρχίζει στα καλά καθούμενα να φωνάζει «βοήθεια, αστυνομία, με βιάζουνε!» ή να τα’ ακούσεις κι από πάνω, «ποιος σου έδωσε τέτοιο δικαίωμα, ρε μαλάκα;» και τα ρέστα. Τα είχα υπόψη μου αυτά τα μπλεξίματα, μα το μουνί σέρνει και καράβι. Και η ξανθιά, παρ’ όλη τη μούρλια της, δεν φαινόταν τέτοιος άνθρωπος. Να γαμηθεί ήθελε μόνο και φυσικά σε μία κυρία δεν πρέπει ποτέ να λες όχι, πέρα από οποιοδήποτε ζήτημα αισθητικής. Σίγουρα, δεν ήταν του γούστου μου, μα για την ηλικία της –πρέπει να μου ‘ριχνε καμιά δεκαριά χρονάκια- κρατιότανε καλά. Κοντοπούτανος στα πενηνταφεύγα με αγριεμένη σκυλόφατσα απ’ την καύλα και το πιώμα, τα χείλη και τα νύχια βαμμένα πουτανέ, μύριζε πατσουλί και φορούσε μαύρο εφαρμοστό κολάν με ψιλοτάκουνα. Την έσωζε η κωλάρα της, η αδυναμία μου και σαν να το ‘ξερε κάποια στιγμή σηκώθηκε όρθια κι έσκυψε προκλητικά μπροστά μου για να σάξει δήθεν τα παπούτσια της. Κατόπιν, κουνάμενη λιγάμενη, τράβηξε για την τουαλέτα του μαγαζιού κοιτάζοντας δυο φορές προς το μέρος μου. Μετά από λίγο σηκώθηκα κι εγώ. Το γκαρσόνι κάτι πρέπει να κατάλαβε, μα δεν έδωσε σημασία και συνέχισε τη δουλειά του. Όταν μπήκα μέσα φρεσκάριζε τα χείλη της στον καθρέφτη. Κοιταχτήκαμε εχθρικά, έτοιμοι για μάχη. Την πλησίασα γρήγορα και χωρίς δεύτερη κουβέντα της έβαλα χέρι. «Όχι εδώ» ψιθύρισε με λαγνεία, μα δεν επέμεινε. Σαν βεντούζα κόλλησα πίσω της και τη φίλησα στο λαιμό. Άρχισε να αναστενάζει, χωρίς προσποίηση, και το κερασένιο κραγιόν έφυγε απ’ το χέρι της. Αναστέναζα κι εγώ βαθιά. Με είχε ανάψει, ερεθίσει και καυλώσει η πουτάνα, όλα μαζί. Την τράβηξα παραμέσα, κλείδωσα την πόρτα και όλα γίνανε πολύ γρήγορα, στα βιαστικά, όπως τα είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου. Όση ώρα μου τον  έγλυφε, το χέρι μου μπαινόβγαινε βαθιά μέσα στο μουνί της. Σαν ψάρι σπαρταρούσε ολόκληρη, τα βογγητά της όλο και δυνάμωναν και κάποια στιγμή απ’ το τσιμπούκι πήγε να πνιγεί. Ο χώρος ήταν στενός, δεν  έδινε πολλές επιλογές, είχαμε και κάποια διαφορά ύψους που δυσκόλευε τα πράγματα. Μου είχε γίνει τούρμπο. Της κατέβασα το κολάν και την κυλότα, κάθισα πάνω στη λεκάνη και ανέβηκε πάνω μου. Αυτή έκανε όλη τη δουλειά, ορμητικά, παθιασμένα, με λύσσα. Στο τέλος είχαμε αγκαλιαστεί σφιχτά και βογκούσαμε κι οι δυο. Έχυσα μέσα της πονώντας. Την ώρα που ο νεαρός του μαγαζιού χτυπούσε την πόρτα και ρωτούσε με αγωνία αν ήμαστε καλά.  

Απλή ξεπέτα ήταν, αλλά κανονίσαμε να βρισκόμαστε κάθε Παρασκευή, τότε μπορούσε. Ερχόταν σπίτι. Αν καμιά φορά τύχαινε κάτι και δεν μπορούσε, μ’ έπαιρνε απ’ το μεσημέρι τηλέφωνο να με ενημερώσει. Δεν είχαμε πολλά λόγια, κατ’ ευθείαν στο ψητό. Ήξερα μόνο πως ήταν παντρεμένη, είχε και δυο παιδιά, μεγάλα πια, είχανε φύγει απ’ το σπίτι. Ο άντρας της είχε μια εταιρεία –δεν μου ‘δωσε περισσότερες λεπτομέρειες- ήταν άνετοι οικονομικά, παρ’ όλη την κρίση των τελευταίων χρόνων, αυτός είχε κάνει τα κουμάντα του και δεν τον άγγιξε. Έχουν καλές σχέσεις, αγαπιούνται και είναι μονιασμένοι, όμως εδώ και χρόνια ο καθένας κάνει τη ζωή του. Είναι εμφανίσιμος, συνομήλικος της και τσιλημπουρδίζει με μικρούλες. «Σίγουρα, γι’ αυτόν είναι πιο εύκολο» διαπίστωνε με κάποια πικρία η ξανθιά. Μόνο, έχουν συμφωνήσει να μη φέρνουν τρίτο άνθρωπο στο σπίτι και το βράδυ να κοιμούνται πάντα μαζί. Δεν ζήλευε ο ένας τον άλλο, αντιθέτως τους άρεσε να διηγούνται τις περιπέτειές τους, τους αναζωογονούσε αυτό, τους άναβε κάπου κάπου και γαμιόντουσαν. Δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό τους να χωρίσουν, όλοι οι άλλοι ήταν περαστικοί απ’ τη ζωή τους. Μοντέρνο αντρόγυνο, σκέφτηκα, προοδευτικό και κατασταλαγμένο, σέβονται τις ανάγκες της σάρκας. Τους ζήλευα. Προχωρούσαν μαζί στη ζωή και την απολάμβαναν χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις. Εγώ ήμουν μόνος. Και περαστικός, όπως το εννοούσε η ξανθιά, ας μην μου το ‘λεγε κατάμουτρα. Η μικρή μου η ξανθούλα. Που όταν η ώρα κόντευε δέκα κάπνιζε ευτυχισμένη το τελευταίο της τσιγάρο και σαν καλή μητερούλα μου χάιδευε στοργικά τα μαλλιά. Κατόπιν, έντρομη κοίταζε το ρολόι –«έχω αργήσει, αγόρι μου!»-  ντυνόταν βιαστικά, ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, μια τελευταία ζεστή αγκαλιά, «θα τα ξαναπούμε και να προσέχεις», ένα ταξί απ’ την πλατεία και πίσω στο σπίτι. Μπάνιο θα έκανε την άλλη μέρα. Έτσι, μυρίζοντας πούτσα, λαμπερή και χαμογελαστή, θα αγκάλιαζε τον άνθρωπό της και θα κοιμόταν ανάλαφρη, σαν πουλάκι. Και κείνος το ίδιο.

Την ώρα που χάζευα τις σφίγγες του σιντριβανιού, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν εκείνη. Μου φάνηκε παράξενο, γιατί δεν ήταν η μέρα μας. Ακουγόταν κλαμένη και φοβισμένη. Ο θείος ήταν με εγκεφαλικό στο νοσοκομείο. Μόλις τώρα το έμαθε, τυχαία, από ένα κοινό τους γνωστό. Τα λόγια της έφταναν μπερδεμένα στ’ αυτί μου, μαζί με λυγμούς και αναφιλητά, απ’ όσα έλεγε τα μισά έπιανα. Της είπα να ηρεμήσει και να μην ανησυχεί. Θα πηγαίναμε μ’ ένα ταξί να τον δούμε.

Ήταν παλιός της γκόμενος. Μια ζωή του σκοινιού και του παλουκιού ο θείος, πλέον πάνω απ’ τα εξήντα, μα το ‘λεγε ακόμα η καρδούλα του. Παντρεμένος, χωρισμένος, είχε και μια κόρη. Ταξίδευε πολύ. Οδηγούσε νταλίκες στο εξωτερικό, μέχρι του διαόλου τη μάνα έφτανε, «όπου γης και πατρίς», έλεγε. Όποτε για λίγο επέστρεφε στα άγια χώματα συναντιόντουσαν -εκτός προγράμματος- έτσι, για να θυμηθούνε τα παλιά, συνήθως, στο μπαρ ενός φίλου του δίπλα στο λιμάνι, με χαμηλά φώτα, καψουροτράγουδα, νερομένα ποτά και γυναίκες που κάνανε κονσομασιόν και πουλούσαν ψεύτικες ελπίδες. Η ξανθιά δεν είχε πρόβλημα, μάλιστα μία απ’ τις κοπέλες ήταν και φίλη της. Την τελευταία φορά, πριν κάνα τρίμηνο, είχα πάει κι εγώ μαζί τους και το είχα γνωρίσει. Ωραίος μάγκας, κεφάτος, καλαμπουριτζής. Έπινε πολύ, χωρίς όμως να μεθάει, έστριβε και κάνα τσιγάρο. Πρέπει κι αυτός να με συμπάθησε. Βέβαια, έξυπνος άντρας, άνθρωπος της πιάτσας πρέπει αμέσως να κατάλαβε ότι ένιωθα κάπως άβολα εκεί μέσα. Ήμουν κάπως μαζεμένος. Δεν συνήθιζα να συχνάζω σε  κωλόμπαρα, όχι μόνο γιατί πήγαινε ακριβά η βίζιτα, έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι εκεί μέσα δεν πήγαιναν για να πηδήξουν, αλλά γενικότερα δεν μου ταίριαζε όλο αυτό το παραμύθι, αυτή η δήθεν ερωτική συναναστροφή, αλλά ούτε και οι διάφοροι περίεργοι τύποι που μπαινόβγαιναν. Το περιβάλλον ήταν πολύ παρακμιακό για τον χαρακτήρα μου. Ο θείος το κατάλαβε και για να με κάνει να νιώσω λίγο πιο άνετα άρχισε να διηγείται ιστορίες από τα ταξίδια του στο εξωτερικό, ως επί το πλείστον πιπεράτες, με σεξουαλικό περιεχόμενο, για διάφορες ξέμπαρκες τύπισσες που μάζευε απ’ τον δρόμο, νεαρές συνήθως, αλλά και νεαρούς που ήθελαν να ζήσουν την περιπετειώδη περιπλάνηση που είχαν δει σε ταινίες και τους είχαν βάλει φωτιά στα μυαλά. Έτσι ξεθάρρεψα κάπως. Η κουβέντα μάς είχε απορροφήσει για τα καλά και η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Δίπλα μας η ξανθιά έπινε το ποτό της χαζεύοντας τον μεγάλο καθρέφτη πίσω από την μπάρα. Δεν έδινε σημασία στα λόγια του, πρέπει να τα είχε ξανακούσει. Μετά από λίγο έπιασε κουβέντα με τη φίλη της. Τα ποτήρια μας άδειασαν και παραγγείλαμε κι άλλα ποτά, και μετά άλλα. Ερχόντουσαν συνέχεια ποτά, «γεια μας» τσουγκρίζαμε τα ποτήρια μας, ώσπου του είπα ότι έχω ζαλιστεί, δεν μπορώ να  πιω άλλο και τότε γέλασε δυνατά και μ’ αγκάλιασε σφιχτά. Είπε στο φίλο του να βάλει κάνα ρεμπέτικο, είχε βαρεθεί τα παλιοσκυλάδικα. «Ότι γουστάρει ο θείος, του χαλάω χατίρι εγώ!» είπε το αφεντικό με τη βραχνή μάγκικη φωνή του. Μετά από λίγο ήρθε στο τσακίρ κέφι, σηκώθηκε απ’ το σκαμπό, πήγε  στη μέση του μαγαζιού και χόρεψε ωραία ένα παλιό απτάλικο. Η ξανθιά καθισμένη στα γόνατα συνόδευε με ρυθμικά παλαμάκια φωνάζοντας κάθε τόσο «γεια σου λεβέντη μου, γεια σου καμάρι μου, γεια σου θείε, ώπα, ώπα!». Όταν τέλειωσε το τραγούδι ξέσπασαν χειροκροτήματα και επιφωνήματα χαράς και θαυμασμού. Κάποιοι απ’ τους θαμώνες που τον ήξεραν και τον εκτιμούσαν πήγαν κοντά του και τον αγκάλιασαν. Μετά πλήρωσε το λογαριασμό, καληνύχτισε τον φίλο του και φύγαμε. Δεν δέχτηκε να πάρει χρήματα από μένα και τη ξανθιά. «Απόψε κερνάω εγώ» είπε και το θέμα έληξε εκεί. Ο θείος δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Πήγαμε σπίτι του και την πήραμε μαζί, απ’ όλες τις μεριές και μ’ όλους τους τρόπους. Όλοι τη νύχτα τη γαμούσαμε και το ξημέρωμα μας βρήκε ξέπνοους στο κρεβάτι πλ’αι πλάι καπνίζοντας και να κοιτάζουμε το ταβάνι.

Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακίνητος και ανέκφραστος, με κοιτούσε σαν σκυλάκι.  Δεν ήξερα αν με είχε αναγνωρίσει. Δεν μπορούσε να μιλήσει ή δεν ήθελε, ποιος ξέρει. Του είχαν βάλει ορό απ’ τη μύτη. Όλη η δεξιά  πλευρά νεκρή, χέρι και πόδι. Του χαμογελούσα, προσπαθούσα να του δώσω κουράγιο, αυτός όμως δεν αντιδρούσε, ούτε ένα χαμόγελο, ούτε μια κίνηση του κεφαλιού, τίποτα. Έκλεινε μια βδομάδα στο νοσοκομείο. Δίπλα του, από την πρώτη στιγμή βρέθηκε η κόρη του. Το εγκεφαλικό ήταν βαρύ και η κατάστασή του δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί. Πάθαινε συνέχεια ισχαιμικά επεισόδια και οι γιατροί τού δίνανε λιγοστές ελπίδες. Ήταν βεβαρημένη η υγεία του, έλεγαν, ειδικά τα πνευμόνια του, δύσκολα θα την έβγαζε καθαρή. Διέγνωσαν και καρκίνο επιθετικό και μεταστατικό σε προχωρημένο στάδιο, όλα μαζί. Στην κατάστασή του δεν έπαιρνε θεραπεία, ούτε ακτινοβολίες ούτε χημειοθεραπείες. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει. Κάθισα δίπλα του και του έπιασα απαλά το χέρι. Δεν αντέδρασε, ούτε γύρισε να με κοιτάξει. Η ξανθιά με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά της, του χάιδεψε τα μαλλιά κι έσκυψε και τον φίλησε. Η κόρη του με κοιτούσε θλιμμένη. «Έπινε και κάπνιζε πολύ, δεν πρόσεχε» ψέλλισε και κούνησε με απόγνωση το κεφάλι της πέρα δώθε. Μετά από λίγο την πήρα και φύγαμε. «Είναι τελειωμένος, δεν υπάρχει λόγος», της είπα και τότε αυτή έβαλε τα κλάματα. Το ταξί την άφησε έξω απ’ το σπίτι της. 

Τον συνάντησα μετά από χρόνια στο δρόμο και δεν πίστευα στα μάτια μου. Είχα φύγει απ’ την πόλη, είχα κόψει και τις επαφές με την ξανθιά, ενώ από κάπου είχα ακούσει ότι ο θείος τα είχε κακαρώσει. Βρισκόμουν μόνο για λίγες μέρες εδώ για να πουλήσω το πατρικό μου –τελικά ο μεσίτης τα είχε καταφέρει- και έπεφτα πάνω του μούτρα με μούτρα! Ήταν απίστευτο, μα δεν μπορούσα να κάνω τόσο λάθος. Προχωρούσε με αργά βήματα καπνίζοντας, έδειχνε σκεφτικός και κάπως κουρασμένος, μα ήταν αυτός, ολοζώντανος. Σταμάτησα και του μίλησα. Παραξενεύτηκε, δεν έδειξε να με θυμάται. Μιλούσε αργά και το βλέμμα του ήταν κάπως θολό, λες και βρισκότανε αλλού. «Ο θείος δεν είσαι;» τον ρώτησα για να σιγουρευτώ. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά κι ένα χαμόγελο έσκασε στα χείλη του. «Ναι έτσι με φωνάζουνε», είπε. Τον ρώτησα και για την υγεία του, το νοσοκομείο, το εγκεφαλικό, τον καρκίνο. «Τη σκαπούλαρα προσωρινά», μου είπε και το πρόσωπό του κάπως σκοτείνιασε. Του ανάφερα το όνομά μου, ποιος είμαι, πως είχαμε γνωριστεί, μα δεν με θυμόταν. Ούτε και την  ξανθιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου