‘‘Ήτον
ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης’’
Α. Παπαδιαμάντης
«Καλημέρα, γείτονα», του
είπα βγαίνοντας απ’ την πολυκατοικία και τον προσπέρασα βιαστικά. Χωμένος μέσα στις
κουβέρτες του, μ’ έναν πράσινο σκούφο στο κεφάλι –χειμώνας βαρύς- χαμογέλασε. Συνήθως,
όποτε δεν έχω αργήσει στη δουλειά, κοντοστέκομαι και αλλάζουμε δυο κουβέντες, για τον καιρό ή πως πέρασε το βράδυ του, αν
κοιμήθηκε καλά, τέτοια πράγματα. Δηλαδή εγώ μιλάω, εκείνος συνήθως δεν απαντά,
μόνο χαμογελά και κουνά το κεφάλι του με συγκατάβαση. Καμιά φορά μόνο, όποτε
έχει κέφια, μου λέει «δόξα το θεό, ξημερώσαμε και σήμερα», ως εκεί φτάνει η
πολυλογία του. Ο γείτονας. Έτσι τον ξέρουν όλοι, έτσι τον φωνάζουν και τον
χαιρετούν. Κι αν κάποτε είχε ένα όνομα το ξέχασε κι αυτό, έτσι κι αλλιώς πλέον
δεν του χρειάζεται. Κάτω απ’ το υπόστεγο, στη γωνιά της πολυκατοικίας, είναι το
νοικοκυριό του. Χαρτόκουτα στρωμένα στο πεζοδρόμιο, μπόλικες κουβέρτες, ένα
κεσεδάκι με λίγο φαί, μια μπουκάλα κρασί, ένα ραδιοφωνάκι, λίγα βιβλία και πάνω
πάνω το ευαγγέλιο. Πιστεύει πολύ στο θεό και όποτε ακούει να χτυπούν οι
καμπάνες της εκκλησίας αρχίζει να σταυροκοπιέται. Δεν πιάνει πολύ χώρο πάνω στη
γη. Λίγες οι ανάγκες του, λίγα και τα προβλήματά του, ανενόχλητος. Πλήρης και
αυτάρκης, τίποτα δεν του λείπει, και πιο πολύ η καλοσύνη των ξένων, η έγνοια
τους. Γιατί δεν έχει συγγενείς και φίλους, τους έχασε όλους πριν από πολλά χρόνια,
μαζί με την ταυτότητα και τ’ όνομά του. Δεν δηλώνει πλέον καμία ιδιότητα, κι
όμως δεν έχει κανένα παράπονο απ’ τη ζωή.
«Έχεις ένα τσιγάρο;» άκουσα
τη βραχνή φωνή του. Κρατούσε στα χέρια του ένα βιβλίο και γύριζε τις σελίδες.
Θαύμασα την πρωινιάτικη όρεξή του για διάβασμα, με τέτοιο μάλιστα παλιόκαιρο, είχε
βάλει και τα γυαλιά του. Κοντοστάθηκα, έβγαλα το πακέτο και του ‘δωσα τρία
τσιγάρα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησίας κι ο γείτονας
σταυροκοπήθηκε με ευλάβεια. Ο φίλος του δίπλα, ένας καφεκίτρινος ξεθωριασμένος
κοπρίτης του δρόμου, έχει το δικό του θεό. Τον έχει μαζί του από κουτάβι.
Ορφανό και ταλαίπωρο γυρνούσε εδώ και κει,
με τη μουσούδα του κολλημένη στο έδαφος, τον μύριζε διερευνητικά,
ψαχούλευε τα πράγματά του και κατόπιν έμπαινε κάτω απ’ τις κουβέρτες για να
ζεσταθεί. Το λυπήθηκε και το περιμάζεψε,
να ‘χει μια παρέα κι αυτός. Τώρα γερνάνε μαζί, σ’ αυτή την ήσυχη γωνιά του
κόσμου. Απ’ το ίδιο κεσεδάκι τρώνε, το βράδυ καμιά φορά του δίνει και λίγο
κρασάκι -«για να βλέπει όμορφα όνειρα» λέει- και κάθε πρωί ξυπνάνε από νωρίς και
κάνουν τη γυμναστική τους, το γύρο του τετραγώνου δηλαδή, μια, δυο, μπορεί και
τρεις φορές, ανάλογα με τη διάθεση, να ξεμουδιάσουν λιγάκι από την υγρασία της
νύχτας μαζέυοντας λίγο ήλιο αναζωογονητικό. Και στο τέλος, πάντα, μια στάση στο
περίπτερο για το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Όμως ο σκύλος δεν έχει ξυπνήσει
ακόμα κι ο γείτονας τον περιμένει διαβάζοντας. «Λίγες ανάγκες, μικρά
προβλήματα», φώναξα προχωρώντας για τη δουλειά μου. Δυο χοντρές κυρίες
φορτωμένες με ψώνια γύρισαν και με κοίταξαν.
Επιστρέφοντας το μεσημέρι
απ’ το γραφείο, έκανα μια στάση στο περίπτερο για τσιγάρα κι άκουσα τραγούδια.
«Ψόφησε ο σκύλος του και το γλεντάει» είπε ο περιπτεράς κι έτρεξα βιαστικά να
δω. Πράγματι, ο γείτονας άκουγε στο τέρμα λαϊκά και χόρευε αργά και κάπως άτσαλα
ένα ζεϊμπέκικο δικής του επινόησης. Στα ένα του χέρι κρατούσε το τσιγάρο και
στ’ άλλο ένα πλαστικό ποτήρι με κρασί. Είχαν σταματήσει κάποιοι περαστικοί,
είχαν κατέβει και κάποιοι άλλοι απ’ την πολυκατοικία που μάλλον ενοχλήθηκαν
μεσημεριάτικα απ’ τη δυνατή μουσική. Δεν μιλούσε κανείς. Στη γωνία, κάτω απ’ τα
σκεπάσματα βρισκόταν παγωμένος ο σκύλος, με τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμάται.
Κάποια στιγμή, προτού τελειώσει το τραγούδι, ο γείτονας έκανε μια επικίνδυνη
για την ηλικία του φιγούρα και σωριάστηκε πάνω στα στρωσίδια. Το κρασί χύθηκε
πάνω του. Προσπάθησε να ξανασηκωθεί μα δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. «Έλα,
κάθισε, τώρα, ηρέμησε!» του είπα, έκλεισα το ραδιόφωνο και τον έβαλα να
ξαπλώσει πλάι στο νεκρό φίλο του. Τον χάιδεψε και του φίλησε το κεφάλι. Τα
μάτια του κατακόκκινα, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Έκλαιγε σαν
μικρό παιδί κι έτρεμε ολόκληρος. Του είπα ότι θα φώναζα έναν κτηνίατρο να
σιγουρευτούμε και κατόπιν θα τον βοηθούσα να τον θάψουμε στο πάρκο. Συμφώνησε,
δεν ήθελε να τον πετάξουν στα σκουπίδια, «ψυχή είχε κι αυτό, σαν άνθρωπος
ήταν», ψέλλισε με δυσκολία ο ανήμπορος και καταρρακωμένος γέρος που δεν είχε
όνομα, παρελθόν και ηλικία, τίποτα δεν είχε παρά μόνο έναν τετράποδο φίλο, τον
σύντροφο της ζωής του, που τα βράδια κοιμόταν πλάι του και που τώρα τον έχανε
κι αυτόν. Οι περίεργοι είχαν σκορπίσει για τα σπίτια τους, μόνο ο διαχειριστής
της πολυκατοικίας έμεινε πλάι μας, προσπαθώντας να ελέγξει κι αυτός τη
συγκίνησή του. «Έχω κι εγώ σκυλιά, ξέρω απ’ αυτά», είπε και έτρεξε να
ειδοποιήσει τον κτηνίατρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου