Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

ΤΟ ΣΠΙΡΤΟΚΟΥΤΟ



Ο ουρανός ήταν κατάμαυρος και φυσούσε ανελέητα. Ξαφνικά, άρχισε να ρίχνει καταρράκτες. Ζαρωμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο, στριμώχτηκαν όλοι κάτω απ’ τις μαύρες ομπρέλες. Με Την προστασία του επιτρόπου, ο ιερέας συνέχιζε την ψαλμωδία κουνώντας πέρα δώθε το θυμιατήρι. Ήμασταν οι μόνοι απροστάτευτοι. Εγώ απολάμβανα κατά πρόσωπο το άγριο μαστίγωμα της φύσης κι εκείνη,  κουλουριασμένη, έσφιγγε στη χούφτα της το μικρό μεταλλικό κουτάκι κι έριχνε χαλικάκια μπλομ, μπλιμ, μπλομ στη γούβα. Τα πεθερικά και όλοι οι άλλοι, συγγενείς και φίλοι τους, είχαν συνέχεια το βλέμμα τους καρφωμένο πάνω μου. Επομένως, όλοι ήξεραν και μ’ είχαν ήδη καταδικάσει με τις συνοπτικές διαδικασίες της μιας νύχτας.  Εγώ  δεν ειδοποίησα κανένα γνωστό μου. Δεν πρόλαβα, δεν ήθελα, δεν το σκέφτηκα, δεν είχα. Δεν ένιωθα κανένα ίχνος ενοχής, ούτε μεταμέλεια, μα η μοναξιά μ’ άρπαζε απ’ το σβέρκο και με πετούσε με δύναμη μέσα στον πλημμυρισμένο λάκκο. Δεν μπορούσε να με βοηθήσει κανείς, ούτε εκείνη. Εγκλωβισμένη στον ομιχλώδη κόσμο των ηρεμιστικών –διπλή δόση μάς είχαν συστήσει από χτες οι γιατροί- δεν μπορούσε να μου προσφέρει ούτε ένα βλέμμα  κατανόησης, ούτε ένα άγγιγμα συμπόνιας, τίποτα. Είχε χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Ούτε τα λόγια του παπά άκουγε, ούτε την εκδικητική μανία της φύσης ένιωθε, ούτε το μίσος των συγγενών. Κολυμπούσε αμέριμνη μέσα στη θολή λίμνη, εκεί που σε λίγο θα βυθιζόταν και η μικρή ξύλινη βάρκα του γιου μας. Τα λασπόνερα είχαν ήδη φτάσει μέχρι τη μέση, πάντως, αυτός δεν θα κινδύνευε από πνιγμό. Δεν ξέρω ποιος είπε στον σκαφτιά ν’ ανοίξει τόσο μεγάλη γούβα, ήταν τσάμπα κόπος. Έπιασε κι η μπόρα και τα μούσκεψε όλα.

Ένα μικρό τετράγωνο κουτί ήταν όλο κι όλο το φέρετρο, σαράντα πόντους γη έπιανε. Κι όμως οι άπληστοι εργολάβοι κηδειών το χρέωσαν κανονικά. Ήταν η ποιότητα του ξύλου, είπαν, το τέλειο φινίρισμα, φταίει όμως κι η πεθερά μου που μια ζωή μέσα στα λούσα και τις επιδείξεις  απαίτησε το καλύτερο που υπήρχε, το πιο φινετσάτο και αστραφτερό, παρ’ όλο που ένας μόνο υπάλληλος αρκούσε για την μεταφορά του κι ούτε  είχαν προβλέψει τη στεγανότητά του σε περίπτωση κατακλυσμού. Που να το περίμεναν, βέβαια, μα τους είχα πολλά μαζεμένα. Στριμώχνονταν στη σειρά κάθε μέρα έξω απ’ τη πόρτα της εντατικής,  μοιράζοντας ακούραστα κάρτες και προσφορές, ειδικά οικονομικά πακέτα και ευκολίες πληρωμής, ενοχλητικοί και αγενείς, όλους αυτούς τους μήνες της  αβάσταχτης ταλαιπωρία μας. Παρ’ όλο που μέχρι την τελευταία στιγμή τους αγνοούσαμε επιδεικτικά περιμένοντας το θαύμα. Τους θεωρούσαμε περιττούς, άχρηστους για την περίπτωσή μας, τουλάχιστον, η γυναίκα μου και οι δικοί της που δεν έχασαν ούτε στιγμή τις ελπίδες τους. Μεταξύ τους υπήρχε μεγάλη καχυποψία, μια φορά πιαστήκανε και στα χέρια. Δεν είχα καταλάβει το λόγο, μα όταν παραπονέθηκα στους γιατρούς και στους νοσηλευτές δεν βρήκα ανταπόκριση. «Μη δίνετε σημασία, συμβαίνουν αυτά, πάνω στη δουλειά μπορεί να χάσεις και λίγο την ψυχραιμία σου, μα χρήσιμοι είναι κι αυτοί, τους νιώθουμε και κάπως σαν συναδέλφους μας, δικούς μας ανθρώπους», προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την κατάσταση. Έτσι κι αλλιώς, αυτοί δεν είχαν καμιά αρμοδιότητα να επέμβουν, είπαν, έπρεπε να εκφράσω γραπτώς τα παράπονά μου στη διεύθυνση του νοσοκομείου. Άκουγα για νόμιμες και προβλεπόμενες διαδικασίες και άλλες μπούρδες και μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Μα όταν σήκωσα λίγο τον τόνο της φωνής μου, προτού καν τους αρχίσω στα γαμοσταβρίδια βουτώντας κανέναν απ’ το γιακά, φώναξαν την ασφάλεια του νοσοκομείου και μ’ έβγαλαν έξω σηκωτό. Αυτά τα σκουληκοειδή κοράκια, τους έμπορους του θανάτου είχα σκοπό να τους κανονίσω -ευτυχώς μου είχαν δώσει όλοι τις κάρτες τους- μα τώρα προείχαν άλλα. Όλα με τη σειρά τους, όλα στην ώρα τους.

Η μπόρα σταμάτησε απότομα, όπως είχε αρχίσει. Όλες οι ομπρέλες έκλεισαν κι ένας θαμπός φθινοπωρινός ήλιος ξεπρόβαλλε δειλά μέσα απ’ τα αραιωμένα σύννεφα. Μόλις ο ιερέας ολοκλήρωσε την εξόδιο ακολουθία για τον τόπο αναψύξεως του θανόντος και την από θεού παρηγορία των συγγενών πρόσταξε να φέρουν αμέσως κουβάδες και να αδειάσει η γούβα απ’ τα νερά. Ο επίτροπος μαζί με τον σκαφτιά ανέλαβαν αμέσως δράση και μέσα σε πέντε λεπτά η δουλειά είχε τελειώσει. Το σπιθαμιαίο φέρετρο μπήκε στη θέση του, ρίξαμε λίγο βρεγμένο χώμα και λουλούδια, σύμφωνα με το έθιμο, ο παπάς  έψαλε μια τελευταία ευχή, μας σταύρωσε με το θυμιατήρι, μας συλλυπήθηκε, «τώρα αναπαύθηκε η ψυχούλα του», είπε και αρχίσαμε σιγά σιγά να απομακρυνόμαστε απ’ το μνήμα. Ο πεθερός μου τον τράβηξε παραπέρα για να κανονίσουν το οικονομικό. Δεν έφερε αντίρρηση, τον ευχαρίστησε κι έχωσε βιαστικά στην τσέπη τα χαρτονομίσματα. Εκείνη συνέχιζε να κοιτάζει με άδεια μάτια σαν αλλόκοσμο ζόμπι ρίχνοντας χαλικάκια μπλομ, μπλιμ, μπλομ στο βυθό. Κάποιες θειάδες την βοήθησαν να σηκωθεί και να μας ακολουθήσει. Πίσω έμεινε μόνο ο σκαφτιάς με το φτυάρι του. Είχε ήδη αρχίσει να σκεπάζει τη γούβα, όταν μπαίναμε στο καφενείο του κοιμητηρίου.

Το μικρό κουτί ήταν κλειστό και  σφραγισμένο. Κανείς δεν είδε τον γιο μας, εκτός από λίγους που είχαν έρθει στην εντατική των νεογνών. Απ’ τη πρώτη στιγμή τον σύνδεσαν με τα μηχανήματα. Το κεφάλι του παραμορφωμένο, χωρίς εγκέφαλο, με ελάχιστες αισθήσεις και καμία επαφή με το περιβάλλον. Δεν άνοιξε τα μάτια, ούτε έκλαψε ποτέ. Ήταν άτυχο το πλασματάκι, είπαν οι γιατροί, ανεγκεφαλία, μια πολλή σπάνια γονιδιακή νόσος, και οι μέρες του μετρημένες. Μετά από μια βδομάδα, μας ζήτησαν να υπογράψουμε τη διακοπή της μηχανικής υποστήριξης, μα η γυναίκα μου αρνήθηκε. Ήταν ανένδοτη, μέχρι το τέλος πίστευε στο θαύμα, όπως και τα πεθερικά μου. Δεν μπορούσα με τίποτα να τους αλλάξω γνώμη. «Νέοι ήμαστε, θα ξαναπροσπαθήσουμε», της έλεγα για να την παρηγορήσω, αυτή όμως εκεί, επέμενε, δεν μπορούσε με τίποτα να δεχτεί την ατυχία μας. Η πεθερά μου, γυναίκα της εκκλησίας και πολύ θρησκευάμενη, κάθε πρώτη του μήνα έφερνε έναν γνωστό της ιερέα για αγιασμό και ευχέλαιο. Οι νοσηλευτές είχαν κάποιες χλιαρές αντιρρήσεις, όμως σταματούσαν αμέσως μετά από ένα γενναίο φιλοδώρημα. Το δωμάτιο γέμιζε από λιβάνια και σμύρνα, μυρωδιές που από παιδί μού έφερναν λιποθυμία, κι έτρεχα έξω να πάρω αέρα. Τα βράδια η γυναίκα μου ξενυχτούσε πλάι του σε μια πολυθρόνα, σχεδόν χαράματα την έπαιρνε ο ύπνος. Καμιά φορά της έκανα κι εγώ παρέα, να λιγοστέψω κάπως την μοναξιά της. Κρατούσε σφιχτά το μεταλλικό σπιρτόκουτο με χαραγμένο ένα χρυσό λιοντάρι, το ζώδιο του γιου μας. Ήταν δώρο από μια φίλη της, λίγο προτού γεννήσει, για να φυλάμε εκεί τα δοντάκια που θα άλλαζε μεγαλώνοντας. Το έσφιγγε στο χέρι της, το χάιδευε απαλά και κάπου κάπου το ανοιγόκλεινε. Οι μήνες περνούσαν και το θαύμα δεν γινόταν. Όλη αυτή η κατάσταση μάς είχε κουράσει, ειδικά αυτή που τόσους μήνες, έναν ολόκληρο χρόνο, δεν έφυγε στιγμή από κοντά του. Δεν έτρωγε και δεν κοιμόταν καλά, είχε χάσει πολλά κιλά, ο οργανισμός της είχε εξασθενίσει και οι γιατροί ανησυχούσαν. Και από πάνω, κάθε τόσο, μπαινόβγαιναν οι παπάδες, τα μέντιουμ, οι χαρτορίχτρες και οι θαυματοποιοί που επιστράτευε η πεθερά μου, εξαγοράζοντας ελπίδες τοις μετρητοίς. Είχαν σπάσει τα νεύρα μου, δεν άντεχα άλλο τούτο το μαρτύριο που με τη σιχαμερή βοήθεια της τεχνολογίας μπορούσε να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή. Μου χρέωνε την αποτυχία μας γιατί ήταν η πρώτη της. Μέχρι τότε δεν είχε αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα, δεν είχε αντικρίσει το αληθινό πρόσωπο της ζωής, μεγαλώνοντας στον επίπλαστο παράδεισο που της είχαν δημιουργήσει οι γονείς της. Εμένα με θεωρούσε σκληρό και άσπλαχνο, ότι ποτέ δεν αγάπησα αυτό το παιδί, ούτε και την ίδια, ότι ενδόμυχα ευχόμουν να μη γεννιόταν ποτέ, πως η γρουσουζιά μου έφταιγε για όλα και δεν ήταν απλά μια ατυχία, γιατί τίποτα στον κόσμο δεν γίνεται από τύχη, αλλά ήταν η θεία δίκη που έπεσε στα κεφάλια τους εξαιτίας μου, και ότι αν δεν γινόταν το παιδί καλά θα με χώριζε, λόγια που τα πιο πολλά ήταν σίγουρα βαλτά απ’ τη μανούλα της. Γινότανε σκληρή και άδικη, μου ‘σφαζε την καρδιά, μα έμενα σιωπηλός. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Και μια νύχτα που για λίγο την είχε πάρει ο ύπνος, μπήκα αθόρυβα στο δωμάτιο και τράβηξα τα καλώδια απ’ την πρίζα. Το μηχάνημα έσβησε. Ο γιος μας δεν αντέδρασε, συνεχίζοντας τον μακάριο και ξέγνοιαστο ύπνο του. Έφυγα  απ’ το νοσοκομείο τρέχοντας, σαν τον κλέφτη. Λίγο προτού να φέξει.

Το κυλικείο του κοιμητηρίου δεν ήταν πολύ μεγάλο, γέμισε γρήγορα. Οι πιο πολλοί βιαζόντουσαν και δεν κάθισαν για τον καφέ της παρηγοριάς, μας συλλυπήθηκαν στα όρθια και τράβηξαν για τις δουλειές τους. Ο επίτροπος έτρεχε πέρα δώθε για να εξυπηρετήσει τους πάντες. Τον βοηθούσε και μια σκυφτή, σταφιδιασμένη, μαυροντυμένη γριούλα που στο κεφάλι της φορούσε τσεμπέρι, φαινόταν άνθρωπος του νεκροταφείου κι αυτή. Δεν ακουγόταν τίποτα μέσα στη μικρή αίθουσα. Ρουφούσαν τους καφέδες, έπιναν τα κονιάκ  και μασούλαγαν αργά και μηχανικά τα κουλουράκια. Εγώ όλη την ώρα κάρφωνα αφηρημένα το ταβάνι, μακριά απ’ τα περίεργα βλέμματα όλων. Μόνο, για μια στιγμή, ασυναίσθητα, ακούμπησα το χέρι της. Δεν αντέδρασε. Γύρισα και την είδα. Κοιτούσε μαρμαρωμένη το τραπέζι κι έσφιγγε συνέχεια το σπιρτόκουτο. Πήγα να της πω κάτι, μα κείνη τη στιγμή η μάνα της μου έριξε μια φθονερή ματιά και σώπασα.   

Απ’ την αρχή η πεθερά μου δεν με είχε πάρει με καλό μάτι, κάτι μάλλον προαισθανόταν. Έξυπνη γυναίκα, καπάτσα, τίποτα δεν μπορούσε να της ξεφύγει και κάθε τόσο πέταγε τις μπηχτές της για κάνα παιδάκι και πότε επιτέλους θα γίνει κι αυτή γιαγιά. Δεν ξέρω αν είχαν κουβεντιάσει τίποτα με τη γυναίκα μου, μα όταν το χόντραινε της έκοβε τη φορά βάζοντας τις φωνές, με τράβαγε απ’ το χέρι και φεύγαμε. Δεν είχε γίνει λίγες φορές. Και σε γιορτάσια ακόμα, μπροστά σε φίλους και συγγενείς, συνέχιζε τις προσβολές. Δεν τις ξέφευγαν, επίτηδες το έκανε. Ο πεθερός δεν μιλούσε ποτέ, μούγγα, ούτε καν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια, ειδικά όταν έπιανε τέτοια ενοχλητικά θέματα. Ούτε εγώ της απαντούσα. Μαγκωνόμουν, δάγκωνα τα χείλη μου και έδινα τόπο στην οργή. Μόνο, σκεφτόμουν τι θα τράβαγα αν έμπαινα σώγαμπρος εκεί μέσα. Αυτή είχε το πάνω χέρι. Ευτυχώς, μετά τον θάνατο της μαμάς μείναμε στο πατρικό μου. Πολύ μεγάλο σπίτι για τους δυο μας.
 
Ο καφές της παρηγοριάς δεν κράτησε πολύ. Πέρασαν να μας συλλυπηθούν, με πρώτο και καλύτερο τον παπά που βιαζόταν γιατί αμέσως μετά είχε βαφτίσι. Ήμουν αφηρημένος και αδιάφορος, χωρίς σκέψεις, με την ασπρίλα του ταβανιού και το σκληρό φως της αίθουσας μέσα στα μάτια μου ακόμα. Δεν έβλεπα πρόσωπα, μόνο φωνές άκουγα. Χέρια περνούσαν από μπροστά μου κι έσφιγγαν τα δικά μου, πολλά χέρια, ατέλειωτα χέρια. Στο τέλος η αίθουσα άδειασε. Έμεινε μόνο ο επίτροπος και η χαροκαμένη γριούλα να τακτοποιούν το χώρο. Η πεθερά είχε κανονίσει τραπέζι για τους στενούς συγγενείς και ο άντρας της έπρεπε να περιποιηθεί τον προϊστάμενό του απ’ τα κεντρικά της εταιρείας. Είχε ταξιδέψει απ’ την πρωτεύουσα, τρεις ώρες δρόμο, ειδικά για την περίσταση, παρ’ όλο που μπορούσε απλά να στείλει ένα στεφάνι. Έπρεπε όμως να επιστρέψει αυθημερόν στη βάση του. Τουλάχιστον, θα τον ευχαριστούσε με ένα πλούσιο και δυναμωτικό γεύμα και με την ευκαιρία θα τον ενημέρωνε για κάποια φλέγοντα επαγγελματικά ζητήματα. Τους είπα ότι δεν θα πηγαίναμε, ειδικά στην κατάσταση που βρισκόταν η κόρη τους, χρειαζόταν ξεκούραση. Δεν φέρανε αντίρρηση, ο πεθερός μου δηλαδή, γιατί η άλλη απαξιούσε πλέον να μου απευθύνει το λόγο γυρίζοντας επιδεικτικά τα μούτρα της αλλού. Μόνο θεώρησε ότι αυτοί, ως γονείς της, θα μπορούσαν να της προσφέρουν καλύτερη φροντίδα. Του θύμισα, σε έντονο ύφος,  ότι είναι παντρεμένη γυναίκα πια κι όχι το ανήλικο κοριτσάκι τους και εγώ είμαι ο νόμιμος σύζυγός της, αρκετά ικανός για να τη φροντίσω. Δεν επέμεινε. Σίγουρα ήταν η σύζυγός μου, η γυναίκα που τα τελευταία πέντε χρόνια κοιμάται πλάι μου τα βράδια.

 Τα προβλήματα στη σχέση μας είχαν ξεκινήσει από νωρίς, προτού παντρευτούμε. Συχνά πυκνά με κατηγορούσε ότι την παραμελώ κι όποτε βρισκόμαστε είμαι αφηρημένος και λιγομίλητος, «είσαι συνέχεια στην κοσμάρα σου» έλεγε. Η σχέση μας είχε σκαμπανεβάσματα, παρ’ όλα αυτά αποφασίσαμε να αρραβωνιαστούμε. Οι δικοί της  την πίεζαν, ζητώντας κάποια αποκατάσταση για το κορίτσι τους, μια ασφάλεια. Αρχικά με θεωρούσαν μεγάλο κελεπούρι. Ήμουν εξασφαλισμένος επαγγελματικά, με σοβαρές προοπτικές καριέρας και κάποια κοινωνική επιφάνεια λόγω καταγωγής. Είχαν γνωρίσει και τους γονείς μου, είχαν ανταλλάξει κι επισκέψεις τις γιορτές, τα πράγματα είχαν σοβαρέψει επικίνδυνα  και το μόνο που έμενε ήταν να δοθεί λόγος. Όλοι τους είχαν μεγαλεπήβολα σχέδια για μένα και πίστευαν ότι οι ευθύνες της οικογένειας θα με σοβάρευαν κάπως. «Οι άντρες αργούν να ωριμάσουν» διαπίστωνε θυμόσοφα η πεθερά μου εκείνο τον καιρό και η κοπέλα μου έκανε όνειρα για τη μελλοντική μας ζωή. Εγώ, πάντως, δεν είχα σχέδια, μα ούτε και ξεκαθάριζα τη θέση μου, απλά, βολευόμουν απ’ τις καταστάσεις. Στην αρχή η ιδέα της επίσημης δέσμευσης με αναστάτωσε, μου δημιούργησε άγχος και ταραχή. «Θα δούμε» της είχα πει προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο, μα αυτή επέμενε. Ήμασταν εφτά χρόνια μαζί, έπρεπε να προχωρήσουμε. Τελικά οι αρραβώνες έγιναν, με ανταλλαγή δώρων, άφθονα πιοτά και φαγητά και γλέντι τρικούβερτο. Μόνο της είχα ξεκαθαρίσει ότι δεν ήμουν ακόμα έτοιμος για συγκατοίκηση, ήθελα το χρόνο μου  και το δέχτηκε. Θα περίμενε. Μα, και πάλι, δεν άλλαξαν πολλά πράγματα, εγώ συνέχιζα να αδιαφορώ κι αυτή γκρίνιαζε. Προφασιζόμουνα προβλήματα στη δουλειά, μα κείνη θεωρούσε ότι δεν έχω φιλοδοξίες κι ότι είμαι ανίκανος «να πιάσω τη ζωή απ’ τα κέρατα», φράσεις που είχε σίγουρα παπαγαλίσει απ’ τα χείλη του πατερούλη της, μεγαλοστέλεχος πολυεθνικής ασφαλιστικής εταιρίας. Δούλευε και αυτή εκεί και μου είχε προτείνει να πηγαίνω τ’ απογεύματα να μάθω την δουλειά πλάι της, έστω και άτυπα, αφού ο μισθός του δημοσίου δεν θα μας αρκούσε αργότερα, όταν με το καλό παντρευόμασταν και αποκτούσαμε κουτσούβελα. Ενδιαφέρουσα δουλειά και με πολύ καλές αποδοχές, αν την κυνηγούσες, έλεγε. Είχε τα επιχειρήματά της, μα αρνήθηκα. Τότε, ήταν που η σχέση μας πάγωσε εντελώς. Μετά από λίγο ακολούθησε ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα.

Το ταξί σταμάτησε ακριβώς έξω από την πόρτα του σπιτιού μας. Δεν την κρατούσαν τα πόδια  και την κουβάλησα στα χέρια για να μπούμε μέσα. Είχα πολλά χρόνια να την πάρω αγκαλιά. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι, της έβγαλα τα βρεγμένα ρούχα και της σκούπισα τα μαλλιά. Πήρα από τη χούφτα της το μεταλλικό κουτάκι και το άφησα πάνω στο κομοδίνο. Της έδωσα να πιει το χάπι της, έκλεισα τα παραθυρόφυλλα και την σκέπασα με το πάπλωμα. Δεν έφερε καμιά αντίσταση. Χρειαζόμασταν ξεκούραση, αλλά πρώτα ένα καυτό μπάνιο να γδάρω το κορμί μου, να το ξεπετσιάσω. Δεν ξέρω πόση ώρα κάθισα κάτω απ’ τη ντουζιέρα. Δεν πεινούσα. Για κάθε ενδεχόμενο έβαλα το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις έξι το πρωί. Σίγουρα δεκαπέντε ώρες ύπνου θα ήταν αρκετές για να πετάξω από πάνω μου την κούραση όλων αυτών των μηνών. Κουκουλώθηκα πλάι της και την αγκάλιασα. Είχαν πολύ καιρό τα γυμνά μας κορμιά να αγγίξουν το ένα το άλλο. Μου είχε λείψει η μυρωδιά της. Κόλλησα πίσω της, την χάιδεψα ολόκληρη και την φίλησα στο λαιμό. Πάντα μου άρεσε ο λευκός και μαλακός της λαιμός. Όποτε έβρισκα ευκαιρία τον δάγκωνα σαν βρικόλακας και της ρουφούσα το αίμα μέχρι λιποθυμίας. Αυτή τη στιγμή όμως εκείνη κοιμόταν βαθιά κι εγώ ήμουν ένα κουρασμένο πτώμα. Έκλεισα τα μάτια και αμέσως με πήρε ο ύπνος.

Δεν ξέρω τελικά τι ξαναζέστανε τη σχέση μας και οδηγηθήκαμε στο γάμο, μπορεί και η κηδεία του μπαμπά. Είχε έρθει μαζί με τη μητέρα της. Ήταν συγκινημένη, τα μάτια της κόκκινα. Με αγκάλιασε σφιχτά, κόλλησα πάνω της κι εκείνη τη στιγμή πόθησα ξανά το κορμί της, μα συγκρατήθηκα από σεβασμό στην ιερότητα των στιγμών. Είχα καιρό να το αγγίξω και να μυρίσω το άρωμά της. Με μιας ξέχασα τη λύπη και τον πόνο μου, τα ξέχασα όλα. Δεν ξέρω αν το κατάλαβε, μα το ίδιο βράδυ δώσαμε ραντεβού στο πάρκο δίπλα στο λιμάνι και κάναμε έρωτα μέσα στο αμάξι της. Είχε υγρασία, μα ευτυχώς δεν περίμενα πολύ, ήρθε στην ώρα της. Μπήκα στο αμάξι και αμέσως ένιωσα τη γλυκιά θαλπωρή. Το καλοριφέρ ήταν στο φουλ και τα τζάμια είχαν ήδη θαμπώσει για τα καλά. Κοιταχτήκαμε έντονα στα μάτια και χωρίς δεύτερη κουβέντα έχωσα το χέρι μου στο μουνί της και της έδωσα ένα παθιασμένο γλωσσόφιλο. Της κόπηκε η ανάσα, αναστέναξε βαθιά και το κορμί της ρίγησε ολόκληρο. Δεν κρατιόμασταν. Βγάλαμε γρήγορα τα ρούχα  και ριχτήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.  Γαμιόμασταν ολόκληρη τη νύχτα σε όλες τις στάσεις και μ’ όλους τους τρόπους, χωρίς πολλά πολλά προκαταρκτικά, με ορμή και πάθος, σαν τα σκυλιά. Το πρώτο φως μας βρήκε να καπνίζουμε ξέπνοοι και αγκαλιασμένοι, με τα κορμιά μας λερωμένα και ταλαιπωρημένα μετά τη νικηφόρα μάχη, κατακαμένα απ’ την ηφαιστειακή λάβα του πόθου μας, με νωπά ακόμα τα σημάδια απ’ τα γδαρσίματα, τα ρουφήγματα και τις δαγκωματιές. Είχαμε κιόλας ξεχάσει τις διαφορές που μας είχαν χωρίσει προσωρινά, τους λόγους που κάποτε την παραμελούσα, που αδιαφορούσα και χανόμουνα στον κόσμο μου. Εκείνο το βράδυ τουλάχιστον είχαμε γίνει ξανά ένα.

Τελικά κοιμήθηκα σχεδόν είκοσι ώρες, ούτε ξυπνητήρι άκουσα ούτε τίποτα. Είχε πάει εννιά, εκείνη όμως δεν είχε ακόμα ανοίξει τα μάτια της. Έφτιαξα καφέ κι άναψα τσιγάρο. Έπρεπε να πάρω τηλέφωνο τον πεθερό μου στην εταιρεία. Είχα κάποιες υποθέσεις που δεν χωρούσαν αναβολή και προσωρινά έπρεπε να βρει αντικαταστάτη μου. Το σήκωσε η γραμματέας του. Με αναγνώρισε αμέσως, με συλλυπήθηκε και μου ‘πε ότι ο κύριος διευθυντής αυτή τη στιγμή είναι σε σύσκεψη, δεν μπορεί να μου μιλήσει, θα τον ενημέρωνε πως τηλεφώνησα. Έκλεισα το τηλέφωνο και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο την κίνηση της πλατείας.

Ο γάμος μας έγινε βιαστικά, λόγω πένθους, σε στενό οικογενειακό κύκλο. Η μαμά έπρεπε να προλάβει να με δει γαμπρό. Λίγο μετά τα σαράντα του πατέρα, διαγνώσθηκε με καρκίνο στο στήθος, επιθετικό και μεταστατικό, δεν μπορούσε να γίνει κάτι πλέον, είχε προχωρήσει και σε άλλα σημεία, οι γιατροί δεν της δίνανε πολλά περιθώρια. Είχε βεβαρυμμένο ιστορικό, από την οικογένειά της ακόμα. Πριν από κάποια χρόνια της είχανε κόψει το στήθος, είχε ακολουθήσει θεραπεία και η κατάσταση ήταν υπό έλεγχο. Όμως, τα τελευταία χρόνια είχε παραμελήσει την υγεία της. Έβγαινε στο μπαλκόνι, άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και χανόταν στις σκέψεις της. Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη σιωπή, μια παγωμάρα. Ο πατέρας κλεισμένος στο γραφείο του μελετούσε υποθέσεις της δουλειάς του και αυτή να χαζεύει στο μπαλκόνι την κίνηση της πλατείας. Εγώ όλη τη μέρα έλλειπα, γυρνούσα αργά το βράδυ μόνο για ύπνο. Δεν ξέρω αν κάποτε αγαπήθηκαν, ίσως όταν ήταν πολύ νέοι, προτού καν γεννηθώ. Δεν μιλούσαν ποτέ για τα περασμένα. Οι γιατροί πέσανε διάνα στις προβλέψεις τους. Λίγο μετά το γάμο, η μητέρα πέθανε, μα όχι απ’ την παλιαρρώστια. Πρόλαβε και βούτηξε απ’ το μπαλκόνι μας στον πέμπτο κάνοντας το τελευταίο της τσιγάρο. Πριν αρχίσουν οι αβάσταχτοι πόνοι και οι μάταιες νοσηλείες στα νοσοκομεία. Πριν αρχίσει να κατουριέται και να χέζεται πάνω της. Πριν απ’ τον ολοσχερή εξευτελισμό της.

Γύρισε πλευρό κι άνοιξε τα μάτια βγάζοντας ένα ελαφρύ μουγκρητό. Κάθισα δίπλα της στο κρεβάτι και της χάιδεψα τα μαλλιά. Με κοίταζε ανέκφραστη. Της έφερα νερό να πιει το χάπι της, μα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ήθελε μόνο να κάνει ένα ντους. Τη βοήθησα να σηκωθεί και να πάει στο μπάνιο. Μετά από λίγο άκουσα να ανοίγει η πόρτα. Ήταν η καθαρίστρια με το γιο της. Είχα ξεχάσει ότι σήμερα ήταν η μέρα της γενικής καθαριότητας. Ερχόταν μια φορά τη βδομάδα, κάθε Πέμπτη. Την είχαμε χρόνια, από τη μαμά ακόμα, άνθρωπος εμπιστοσύνης. Ήταν από κάποια γειτονική χώρα του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ με σπουδές κλασικής μουσικής, μα όταν ήρθε στη χώρα δούλεψε μόνο σαν οικιακή βοηθός. Ήταν όμορφη γυναίκα, της είχαν προτείνει να δουλέψει και γκαρσόνα σε μπαρ, μα αρνήθηκε, δεν της άρεσε η νύχτα, τους είπε. Το παιδί το μεγάλωνε ολομόναχη, χωρίς πατέρα, μια ξαδέρφη τη βοηθούσε μόνο. Στη χώρα της δεν είχε πλέον κανένα συγγενή, «τώρα, εδώ πατρίδα», έλεγε με σπαστή προφορά. Καμιά φορά την άκουγα, όταν τέλειωνε τις δουλειές, να παίζει ωραία στο πιάνο  κάποιο κλασσικό κομμάτι ή ένα λαϊκό τραγούδι της χώρας της και να συγκινείται. Άρεσε και στη μαμά. Το όργανο το είχαν αγοράσει για μένα όταν ήμουν μικρός, φέρανε και δάσκαλο, έκανα κάποια μαθήματα στην αρχή, μα γρήγορα βαρέθηκα και το παράτησα.

Την ενημέρωσα για το θάνατο του γιου μας και της είπα να έρθει την άλλη βδομάδα. Δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί,  για σήμερα θα πληρωνόταν κανονικά. Ξέραμε την ανάγκη της και πάντα της δίναμε κάτι παραπάνω. Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το μπάνιο η γυναίκα μου. Όταν τους είδε, μάνα και γιο πλάι πλάι, έβαλε τα κλάματα και ρίχτηκε στην αγκαλιά της. Ο μικρός αναστατώθηκε κάπως. Η γυναίκα με τη σπαστή προφορά προσπάθησε να την παρηγορήσει. Ήξερε από αυτά. Είχε χάσει κι αυτή το πρώτο της παιδί, ένα κοριτσάκι, πάνω στη γέννα, μάλιστα είχε κινδυνεύσει και η δικιά της ζωή. «Υπομονή, κυρία, υπομονή!» της είπε. Ο μικρός κοιτούσε τρομαγμένος τις δυο γυναίκες να κλαίνε. Τον κοίταξε κι αυτή, του χαμογέλασε και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό και βγήκα στο μπαλκόνι να το σηκώσω. Ήταν ο πεθερός μου. Σε έντονο ύφος, αυστηρά επαγγελματικό, μού είπε ότι αύριο έπρεπε να γυρίσω στην δουλειά. Καταλάβαινε τον πόνο της κόρης του και θα της συμπαραστεκόταν, μα όχι και το δικό μου. Λυτούς και δεμένους έβαλαν για να καλύψουν το φόνο –έτσι τον αποκαλούσε- για να μην ξεσπάσει σκάνδαλο, όχι μόνο έπρεπε να τους ζητήσω γονατιστός συγνώμη αλλά να τους πω και ευχαριστώ. Κανονικά, αυτή τη στιγμή, θα έπρεπε να μ’ έχουν αλυσοδεμένο, είπε.  «Με τη δουλειά θα τα ξεχάσεις όλα» με ειρωνεύτηκε και μου ‘κλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα. Δεν με ξένισε η συμπεριφορά του, στα επαγγελματικά ήταν πάντα άτεγκτος, πως αλλιώς θα γινόταν και διευθυντής. Την μόνη παραχώρηση που δέχτηκε να κάνει ήταν να αργώ καμιά φορά το πρωί, άντε μέχρι τις δέκα, όχι παραπάνω, μα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις με κρατούσε παραπάνω στο τελείωμα. Όμως, με πείραξε το ύφος του, έβγαζε πολύ φαρμάκι. Αν βρισκόμασταν μούτρα με μούτρα δεν θα τολμούσε ο μπάσταρδος να μου μιλήσει μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά τώρα κρυβόταν καλά πίσω απ’ το τηλέφωνο. Εγώ πάντως, όπως είχα καθήκον, τον ενημέρωσα.

Από μέσα άκουγα μια λυπημένη μελωδία. Η καθαρίστρια είχε καθίσει στο πιάνο και έπαιζε αργά και αισθηματικά ένα μελαγχολικό κομμάτι της πατρίδας της. Δίπλα της η γυναίκα μου, με την κούπα του καφέ στο χέρι, άκουγε, αγκαλιασμένη τρυφερά με το μικρό παιδί. Πήγα να τη χαϊδέψω, μα με κοίταξε αδιάφορα, σχεδόν εχθρικά, κι αποτραβήχτηκε. Την έβλεπα σιγά σιγά να μεταμορφώνεται ξανά στην αποφασιστική σύζυγο με την ατσάλινη θέληση που γνώριζα τόσα χρόνια, αυτή που από νωρίς είχε πιάσει τη ζωή απ’ τα κέρατα και που γρήγορα θα ξεπερνούσε το θάνατο του παιδιού μας, θα με χώριζε και θα συνέχιζε ακάθεκτη τη λαμπρή της σταδιοδρομία. Δεν την είχα πάρει δα και τα χρόνια, κάποιον ώριμο, αποκαταστημένο και κατασταλαγμένο άντρα θα έβρισκε να τις χαρίσει δυο κουτσούβελα και τη δική μας θλιβερή ιστορία θα τη θεωρούσε απλά ένα μεγάλο νεανικό σφάλμα, παρασυρμένη απ’ τις κακές βουλές του θεού έρωτα και τους σκοτεινούς νόμους της σάρκας. Ήξερα ότι από σήμερα κιόλας θα μάζευε τα πράγματά της και θα μετακόμιζε στο πατρικό της βάζοντας μπρος για το διαζύγιο. Και εγώ θα έμενα ολομόναχος μέσα στο τεράστιο σπίτι των πεθαμένων γονιών μου.

Έτσι αδιάφορα την κοίταξα κι εγώ και άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Με το άδειο σπιρτόκουτο στην τσέπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου