Το άδειο σούρουπο, όποιον
δρόμο και αν πάρω, καταλήγω πάντα στο παλιό λιμάνι. Εκείνη την ώρα ο μόλος έχει
πολύ κόσμο, συνήθως παρέες αγοριών και κοριτσιών. Σουλατσάρουν πάνω κάτω
νωχελικά και ράθυμα, αναμένοντας το ρομαντικό ηλιοβασίλεμα. Το περιμένω κι εγώ
καθισμένος στα πεζούλια ή στα έρημα ντοκ μπροστά απ’ το κλειστό λούνα παρκ,
μόνος με τις σκέψεις μου, ατενίζοντας το βάθος του ορίζοντα. Πίσω από την πλάτη
μου στέκονται οι πολυκατοικίες της πόλης, λίγο μακρύτερα το ψηλό βουνό.
Προσωρινά τα αγνοώ. Τα μάτια μου γεμίζουν από γαλάζιο και μπλε μαβί, αβέβαια
χρώματα, που σε λίγο θα γίνουν πορτοκαλί, κοκκινωπά, κατάμαυρα, ένα με τη νύχτα.
Μα μέχρι τότε υπάρχει πολύς χρόνος. Το κουρασμένο μου μνημονικό αδειάζει και
αφήνεται στη μελαγχολική ομορφιά του τοπίου. Δεν σκέφτομαι ούτε φαντάζομαι
τίποτα, αυτό τουλάχιστον προσπαθώ. Άδειος και από συναισθήματα, ολομόναχος
απέναντι στην άσπλαχνη φύση, βυθίζομαι στην απόλυτη λήθη.
Κάθε ανθρώπινη παρουσία
αποτελεί ενοχλητικό περισπασμό, μα είμαι προσεκτικός. Κρατώ τις απαραίτητες αποστάσεις απ’ τους
ερασιτέχνες ψαράδες της στεριάς. Κι απ’ τους περαστικούς διαβάτες παίρνω τις
κατάλληλες προφυλάξεις. Ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού, αιφνίδιος, από εκεί που
δεν τον περιμένεις. Καμιά φορά θα με πλησιάσει κάποιος να μου ζητήσει αναπτήρα
ή τσιγάρο. Δεν του αρνούμαι. Η επαφή είναι ανώδυνη, φευγαλέα και παροδική. Μετά
το περπάτημα, λένε, το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία. Μα είναι ακριβώς εκείνη
την στιγμή που το έχουν απόλυτη ανάγκη. Το ίδιο κι εγώ, μα προτιμώ να το καπνίσω
μόνος. Το καταλαβαίνουν, το γράφει η ασάλευτη φάτσα μου και απομακρύνονται
διακριτικά, χωρίς ανώφελες συστάσεις και διαχύσεις. Όλοι μας είμαστε ο κανένας.
Ο αναπτήρας κάνει τσαφ και το τσιγάρο ανάβει. Η πρώτη ρουφηξιά είναι βαθιά,
πλούσια σε νικοτίνη και πίσσα, απολαυστική και καταστροφική για τα αθλητικά μου
πνευμόνια. Καμιά φορά μου ξεφεύγει ένας απότομος βήχας, μα τον προσπερνώ, δεν δίνω
σημασία. Ούτε κι αυτός επιμένει, μετά από λίγο μ’ αφήνει στην ησυχία και τη
μοναξιά μου. Τα λεπτά της ώρας είναι ατελείωτα και αργοπορούν, πολλές και
αλλεπάλληλες ρουφηξιές τσιγάρων. Μέχρι να βουλιάξει ο ήλιος, το λούνα παρκ
παραμένει κλειστό και άδειο, χωρίς φώτα και μουσική. Απεχθάνεται το φως της
μέρας, περισσότερο κι από μένα, που τελευταία αισθάνομαι λυκάνθρωπος.
Επιτέλους! Ο κόκκινος ήλιος
βυθίζεται στη μακρινή θάλασσα, βραδιάζει απότομα και τα πολύχρωμα φώτα του
λούνα παρκ ανάβουν. Τα παιδιά και οι νεαροί τρέχουν στα παιχνίδια. Σκοποβολή,
κρίκοι, συγκρουόμενα, καρουζέλ, τρενάκι, μπαλαρίνα, τροχός, καραβάκι και πολλά
άλλα. Όπως παλιά, στα δικά μου τα χρόνια. Όπως πάντα. Μόνο ο γύρος του θανάτου
μέσα στο μεγάλο βαρέλι δεν υπάρχει πια, το κατάργησαν. Ήταν εντυπωσιακό, μα και
πολύ επικίνδυνο, είχαν συμβεί ατυχήματα. Ακούγονται φωνές και γέλια κι απ’ τα
μεγάφωνα η δυνατή μουσική. Σήμερα είναι Σάββατο κι έχει πολύ κόσμο. Ο χώρος
είναι φίσκα, γίνεται το αδιαχώρητο. Και το διπλανό πάρκινγκ είναι γεμάτο
αυτοκίνητα. Οι γονείς φοβούνται μήπως μέσα στον συνωστισμό χάσουν τα παιδιά
τους και τα κρατάνε σφιχτά απ’ το χέρι. Ένα ζευγαράκι φιλιέται περιπαθώς,
αδιαφορώντας για τα αδιάκριτα βλέμματα. Οι ώρες κυλούν βιαστικά. Κόσμος έρχεται
και φεύγει, μα οι φάτσες παραμένουν ίδιες και αναλλοίωτες. Παιδικές και
χαρούμενες. Κοιτάζω ψηλά τον ουρανό. Σήμερα είναι πεντάρφανος και μόνος, δίχως
φεγγάρια και αστέρια.
Οι ώρες κυλούν βιαστικά και
το πάρκο του φεγγαριού δεν αργεί να σκοτεινιάσει. Γίνεται τόπος για μοναχικές
σκιές και φαντάσματα που λοξοδρόμησαν και έχασαν τον δρόμο τους. Χαιρετάω τον
φύλακα. Βρίσκεται σταθερός στο πόστο του. Είναι ξανθός, νεαρός, όμορφος, πάντα
φρεσκοξυρισμένος, γυμνασμένος, επιβλητικός, μέσα στη μαύρη στολή της εταιρίας
του. Είναι νέος ακόμα και νιώθει περήφανος για τη δουλειά του. Με χαιρετάει και
κείνος χαμογελαστός με μια κίνηση του αριστερού του χεριού. Γνωριζόμαστε εδώ
και τρεις μήνες, από την πρώτη νύχτα που έπιασε δουλειά. Ο μόλος ήταν παντελώς
άδειος. Του ζήτησα τσιγάρο και ρώτησα την ώρα. Κόντευε τεσσεράμισι, μου
απάντησε ευγενικά. Τέτοιες ώρες οι ερωτήσεις γίνονται επικίνδυνες, αποκτούν
άλλα νοήματα, σκέφτηκα. Αυτός όχι. Είναι πολύ νέος και άπειρος ακόμα, δεν
ξέρει. Με τους προηγούμενους φύλακες δεν είχα πάρε δώσε. Ήταν βλοσυροί, βαρύθυμοι
και λιγομίλητοι, καχύποπτοι, κουρασμένοι απ’ τα χρόνια και τα ξενύχτια. Περίμεναν
βαριεστημένα να τελειώσει η βάρδια τους, κοιτάζοντας συνέχεια το ρολόι τους. Μα
οι δείχτες δεν τους έκαναν το χατίρι να τρέξουν και σκυλόβριζαν την άδικη μοίρα
τους. Όμως, τούτος εδώ είναι νέος και όμορφος και συνέχεια χαμογελάει.
Και ξαφνικά τον είδα. Ο
νεκροθάφτης, ξυπόλητος με το αιώνιο μαύρο του παλτό. Άλλο ένα βράδυ βρισκόταν
εδώ. Ήρθε για να παίξει με τα σταματημένα παιχνίδια κάτω από τα σβησμένα φώτα. Μονάχα
δύο προβολείς είναι αναμμένοι, μα του αρκούν. Αγαπάει τα λούνα παρκ. Κάποτε στα
νιάτα του, προτού λασκάρει η βίδα, είχε δουλέψει στο γύρο του θανάτου, ήταν
επιδέξιος μοτοσικλετιστής, ακροβατούσε στο κενό. Μου κάνει νοήματα με τα χέρια.
Ένας παλαβός ίσκιος. Δεν καταλαβαίνω τι θέλει να μου πει, όμως φοβάμαι μην τον
πάρει χαμπάρι ο σεκιουριτάς και τον κυνηγήσει. Βρίσκεται πίσω από την πλάτη
του, μα δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα γυρίσει και θα τον δει. Είναι έξυπνο
παιδί, τζιμάνι, και το μάτι του γαρίδα. Ένα βράδυ τον είδε σκαρφαλωμένο πάνω
στην μπαλαρίνα και φώναξε την αστυνομία. Ευτυχώς, μέχρι να έρθει το περιπολικό,
ο νεκροθάφτης πρόλαβε και το ‘σκασε. Είχε ανέβει ψηλά για να της δώσει ένα
τρυφερό φιλί στο στόμα. Την είχε παράφορα ερωτευτεί και για χάρη της έπαιρνε μεγάλο ρίσκο.
Η ώρα περνά. Το παλιό λιμάνι
είναι άδειο, το ίδιο και ο μόλος. Του προσφέρω τσιγάρο, μα αρνείται ευγενικά.
Αποφάσισε να το κόψει. Βλάπτει την υγεία, μου λέει. Συμφωνώ μαζί του και τραβάω
την πρώτη ρουφηξιά. Κοιτάω πίσω του, μέσα στο λούνα παρκ, στα μαύρα σκοτάδια. Ο
ξυπόλυτος ίσκιος έχει φύγει. Τραβάω λίγες τζούρες ακόμα και πετάω τη γόπα στο
νερό. Ετοιμάζομαι να φύγω και τον ρωτάω την ώρα. Κοντεύει τεσσεράμισι, μου
λέει. Την ώρα που οι ερωτήσεις γίνονται επικίνδυνες και αποκτούν παράξενα
νοήματα. Όπως στο γύρο του θανάτου, ακροβατώντας στο χείλος του σαπισμένου
βαρελιού.