Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

ΤΟ ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ


Το άδειο σούρουπο, όποιον δρόμο και αν πάρω, καταλήγω πάντα στο παλιό λιμάνι. Εκείνη την ώρα ο μόλος έχει πολύ κόσμο, συνήθως παρέες αγοριών και κοριτσιών. Σουλατσάρουν πάνω κάτω νωχελικά και ράθυμα, αναμένοντας το ρομαντικό ηλιοβασίλεμα. Το περιμένω κι εγώ καθισμένος στα πεζούλια ή στα έρημα ντοκ μπροστά απ’ το κλειστό λούνα παρκ, μόνος με τις σκέψεις μου, ατενίζοντας το βάθος του ορίζοντα. Πίσω από την πλάτη μου στέκονται οι πολυκατοικίες της πόλης, λίγο μακρύτερα το ψηλό βουνό. Προσωρινά τα αγνοώ. Τα μάτια μου γεμίζουν από γαλάζιο και μπλε μαβί, αβέβαια χρώματα, που σε λίγο θα γίνουν πορτοκαλί, κοκκινωπά, κατάμαυρα, ένα με τη νύχτα. Μα μέχρι τότε υπάρχει πολύς χρόνος. Το κουρασμένο μου μνημονικό αδειάζει και αφήνεται στη μελαγχολική ομορφιά του τοπίου. Δεν σκέφτομαι ούτε φαντάζομαι τίποτα, αυτό τουλάχιστον προσπαθώ. Άδειος και από συναισθήματα, ολομόναχος απέναντι στην άσπλαχνη φύση, βυθίζομαι στην απόλυτη λήθη.

Κάθε ανθρώπινη παρουσία αποτελεί ενοχλητικό περισπασμό, μα είμαι προσεκτικός.  Κρατώ τις απαραίτητες αποστάσεις απ’ τους ερασιτέχνες ψαράδες της στεριάς. Κι απ’ τους περαστικούς διαβάτες παίρνω τις κατάλληλες προφυλάξεις. Ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού, αιφνίδιος, από εκεί που δεν τον περιμένεις. Καμιά φορά θα με πλησιάσει κάποιος να μου ζητήσει αναπτήρα ή τσιγάρο. Δεν του αρνούμαι. Η επαφή είναι ανώδυνη, φευγαλέα και παροδική. Μετά το περπάτημα, λένε, το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία. Μα είναι ακριβώς εκείνη την στιγμή που το έχουν απόλυτη ανάγκη. Το ίδιο κι εγώ, μα προτιμώ να το καπνίσω μόνος. Το καταλαβαίνουν, το γράφει η ασάλευτη φάτσα μου και απομακρύνονται διακριτικά, χωρίς ανώφελες συστάσεις και διαχύσεις. Όλοι μας είμαστε ο κανένας. Ο αναπτήρας κάνει τσαφ και το τσιγάρο ανάβει. Η πρώτη ρουφηξιά είναι βαθιά, πλούσια σε νικοτίνη και πίσσα, απολαυστική και καταστροφική για τα αθλητικά μου πνευμόνια. Καμιά φορά μου ξεφεύγει ένας απότομος βήχας, μα τον προσπερνώ, δεν δίνω σημασία. Ούτε κι αυτός επιμένει, μετά από λίγο μ’ αφήνει στην ησυχία και τη μοναξιά μου. Τα λεπτά της ώρας είναι ατελείωτα και αργοπορούν, πολλές και αλλεπάλληλες ρουφηξιές τσιγάρων. Μέχρι να βουλιάξει ο ήλιος, το λούνα παρκ παραμένει κλειστό και άδειο, χωρίς φώτα και μουσική. Απεχθάνεται το φως της μέρας, περισσότερο κι από μένα, που τελευταία αισθάνομαι λυκάνθρωπος.

Επιτέλους! Ο κόκκινος ήλιος βυθίζεται στη μακρινή θάλασσα, βραδιάζει απότομα και τα πολύχρωμα φώτα του λούνα παρκ ανάβουν. Τα παιδιά και οι νεαροί τρέχουν στα παιχνίδια. Σκοποβολή, κρίκοι, συγκρουόμενα, καρουζέλ, τρενάκι, μπαλαρίνα, τροχός, καραβάκι και πολλά άλλα. Όπως παλιά, στα δικά μου τα χρόνια. Όπως πάντα. Μόνο ο γύρος του θανάτου μέσα στο μεγάλο βαρέλι δεν υπάρχει πια, το κατάργησαν. Ήταν εντυπωσιακό, μα και πολύ επικίνδυνο, είχαν συμβεί ατυχήματα. Ακούγονται φωνές και γέλια κι απ’ τα μεγάφωνα η δυνατή μουσική. Σήμερα είναι Σάββατο κι έχει πολύ κόσμο. Ο χώρος είναι φίσκα, γίνεται το αδιαχώρητο. Και το διπλανό πάρκινγκ είναι γεμάτο αυτοκίνητα. Οι γονείς φοβούνται μήπως μέσα στον συνωστισμό χάσουν τα παιδιά τους και τα κρατάνε σφιχτά απ’ το χέρι. Ένα ζευγαράκι φιλιέται περιπαθώς, αδιαφορώντας για τα αδιάκριτα βλέμματα. Οι ώρες κυλούν βιαστικά. Κόσμος έρχεται και φεύγει, μα οι φάτσες παραμένουν ίδιες και αναλλοίωτες. Παιδικές και χαρούμενες. Κοιτάζω ψηλά τον ουρανό. Σήμερα είναι πεντάρφανος και μόνος, δίχως φεγγάρια και αστέρια.

Οι ώρες κυλούν βιαστικά και το πάρκο του φεγγαριού δεν αργεί να σκοτεινιάσει. Γίνεται τόπος για μοναχικές σκιές και φαντάσματα που λοξοδρόμησαν και έχασαν τον δρόμο τους. Χαιρετάω τον φύλακα. Βρίσκεται σταθερός στο πόστο του. Είναι ξανθός, νεαρός, όμορφος, πάντα φρεσκοξυρισμένος, γυμνασμένος, επιβλητικός, μέσα στη μαύρη στολή της εταιρίας του. Είναι νέος ακόμα και νιώθει περήφανος για τη δουλειά του. Με χαιρετάει και κείνος χαμογελαστός με μια κίνηση του αριστερού του χεριού. Γνωριζόμαστε εδώ και τρεις μήνες, από την πρώτη νύχτα που έπιασε δουλειά. Ο μόλος ήταν παντελώς άδειος. Του ζήτησα τσιγάρο και ρώτησα την ώρα. Κόντευε τεσσεράμισι, μου απάντησε ευγενικά. Τέτοιες ώρες οι ερωτήσεις γίνονται επικίνδυνες, αποκτούν άλλα νοήματα, σκέφτηκα. Αυτός όχι. Είναι πολύ νέος και άπειρος ακόμα, δεν ξέρει. Με τους προηγούμενους φύλακες δεν είχα πάρε δώσε. Ήταν βλοσυροί, βαρύθυμοι και λιγομίλητοι, καχύποπτοι, κουρασμένοι απ’ τα χρόνια και τα ξενύχτια. Περίμεναν βαριεστημένα να τελειώσει η βάρδια τους, κοιτάζοντας συνέχεια το ρολόι τους. Μα οι δείχτες δεν τους έκαναν το χατίρι να τρέξουν και σκυλόβριζαν την άδικη μοίρα τους. Όμως, τούτος εδώ είναι νέος και όμορφος και συνέχεια χαμογελάει.

Και ξαφνικά τον είδα. Ο νεκροθάφτης, ξυπόλητος με το αιώνιο μαύρο του παλτό. Άλλο ένα βράδυ βρισκόταν εδώ. Ήρθε για να παίξει με τα σταματημένα παιχνίδια κάτω από τα σβησμένα φώτα. Μονάχα δύο προβολείς είναι αναμμένοι, μα του αρκούν. Αγαπάει τα λούνα παρκ. Κάποτε στα νιάτα του, προτού λασκάρει η βίδα, είχε δουλέψει στο γύρο του θανάτου, ήταν επιδέξιος μοτοσικλετιστής, ακροβατούσε στο κενό. Μου κάνει νοήματα με τα χέρια. Ένας παλαβός ίσκιος. Δεν καταλαβαίνω τι θέλει να μου πει, όμως φοβάμαι μην τον πάρει χαμπάρι ο σεκιουριτάς και τον κυνηγήσει. Βρίσκεται πίσω από την πλάτη του, μα δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα γυρίσει και θα τον δει. Είναι έξυπνο παιδί, τζιμάνι, και το μάτι του γαρίδα. Ένα βράδυ τον είδε σκαρφαλωμένο πάνω στην μπαλαρίνα και φώναξε την αστυνομία. Ευτυχώς, μέχρι να έρθει το περιπολικό, ο νεκροθάφτης πρόλαβε και το ‘σκασε. Είχε ανέβει ψηλά για να της δώσει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα. Την είχε παράφορα ερωτευτεί και για χάρη της  έπαιρνε μεγάλο ρίσκο.

Η ώρα περνά. Το παλιό λιμάνι είναι άδειο, το ίδιο και ο μόλος. Του προσφέρω τσιγάρο, μα αρνείται ευγενικά. Αποφάσισε να το κόψει. Βλάπτει την υγεία, μου λέει. Συμφωνώ μαζί του και τραβάω την πρώτη ρουφηξιά. Κοιτάω πίσω του, μέσα στο λούνα παρκ, στα μαύρα σκοτάδια. Ο ξυπόλυτος ίσκιος έχει φύγει. Τραβάω λίγες τζούρες ακόμα και πετάω τη γόπα στο νερό. Ετοιμάζομαι να φύγω και τον ρωτάω την ώρα. Κοντεύει τεσσεράμισι, μου λέει. Την ώρα που οι ερωτήσεις γίνονται επικίνδυνες και αποκτούν παράξενα νοήματα. Όπως στο γύρο του θανάτου, ακροβατώντας στο χείλος του σαπισμένου βαρελιού.  


Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

Η ΒΑΛΙΤΣΑ

Έπινε το ούζο της στο καφενείο της πλατείας καπνίζοντας. Σκέτο, με λίγο νερό, να θολώνει τις υποψίες. Εγώ καθόμουν παραδίπλα σε ένα παγκάκι και χάζευα την ερημιά της λευκής νύχτας. Ήμουν το ραντάρ της ανησυχίας. Η πανσέληνος λαμπερή, ο ουρανός καθαρός και ασυννέφιαστος. Κάθε τόσο έριχνα κάποια ματιά προς το μέρος της μήπως άλλαξε κάτι. Όχι. Παγωμένη και αμετακίνητη, όλη την ώρα. Ήταν γύρω στα εξήντα. Δίπλα της είχε μια καφέ δερμάτινη βαλίτσα παλαιού τύπου. Σαν να πήγαινε ταξίδι. Ή να επέστρεφε από τον αλαλαγμό κάποιας μακρινής κουραστικής μέρας. Το βλέμμα της νωθρό και χαζεμένο. Κοιτούσε κι αυτή με τρόπο το φεγγάρι. Κάποια στιγμή την πλησίασε ένας νεαρός τρεκλίζοντας και κάτι της είπε ψιθυριστά. Για πρεζόνι τον έκοψα που ξέμεινε στη βαριά χαρμάνα της νύχτας. Δεν ταράχτηκε. Έβγαλε απ’ την τσέπη της  ένα χαρτονόμισμα και του το έδωσε. Ο νεαρός απομακρύνθηκε χωρίς κουβέντα προς άγνωστη κατεύθυνση και χάθηκε. Εμένα δεν μου έδωσε καν σημασία, ούτε μία τόσο δα. Σαν να μην υπήρχα.

Η νύχτα κυλούσε αργά και ύπουλα. Ξαφνικά η γυναίκα πετάχτηκε όρθια σαν ελατήριο και έφυγε. «Ξεχάσατε τη βαλίτσα σας!» της φώναξα, μα δεν με άκουσε, συνεχίζοντας με γοργό βήμα το δρόμο της. Πήγα στο τραπέζι της και τη σήκωσα στο χέρι. Ήταν πολύ ελαφριά, σαν να μην είχε τίποτα μέσα. «Τη βαλίτσα σας!» ξαναφώναξα, μα άδικος κόπος. Ούτε καν γύρισε να κοιτάξει. Την πήρα από πίσω. Όμως περπάταγε γρήγορα, δεν μπορούσα να την φτάσω. Προσπαθούσα τουλάχιστον να μην τη χάσω από τα μάτια μου. Φτάσαμε στο μόλο. Παντού ερημιά. Προπορευόταν γύρω στα διακόσια μέτρα, όταν έφτασε στην άκρη της θάλασσας. Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε για τελευταία φορά το ολόγιομο φεγγάρι που καθρεπτιζόταν στη μαύρη επιφάνεια και βούτηξε μέσα. Έτρεξα στο σημείο που έπεσε και κοίταξα μέσα στο νερό. Περίμενα το σώμα της να ξαναβγεί πάνω, να δώσει μάχη να κρατηθεί στη ζωή, να φωνάξει βοήθεια. Ίσως να ήξερε καλό κολύμπι. Ποιος ξέρει. Μπορεί να ήταν απλά ένα ατύχημα. Δυστυχώς, τίποτα. Ίσως να σκάλωσε σε τίποτα σίδερα ή αλυσίδες στο βυθό, να βρήκε καταφύγιο και απάγκιο μέσα σε κάποιο παλιό και ξεχασμένο ναυάγιο. Ποιος ξέρει.

Άναψα τσιγάρο. Περίμενα κάνα τέταρτο αναποφάσιστος, δεν ήξερα τι να κάνω. Εξαρχής βέβαια ούτε λόγος να βουτήξω και εγώ στα νερά, προσπαθώντας να την σώσω ή τουλάχιστον να βρω το χαμένο πτώμα. Έχω χρόνια να μπω στη θάλασσα, κι αν δεν πνιγόμουνα μαζί της σίγουρα θα άρπαζα κάποια βαρβάτη πνευμονία, επικίνδυνα πράγματα για την ηλικία μου. Έτσι κι αλλιώς, ουδέποτε υπήρξα αλτρουιστής και ήρωας. Μα κι αυτή μάλλον δεν θα το ήθελε, απεναντίας θα με σκυλόβριζε. Είχε πάρει τη συνειδητή και ορθολογική  απόφασή της και οποιαδήποτε αναβολή θα της ήταν οδυνηρή. Με κανένα τρόπο δεν ήθελα να βλάψω τον συνάνθρωπό μου. Να φωνάξω πάλι την αστυνομία, μπορεί να έμπλεκα με ταλαιπωρίες και ανακρίσεις. Και αν δεν έβρισκαν το πτώμα, να με περνούσαν για μουρλό. Ή να έβαζαν με το φτωχό τους το μυαλό ότι εγώ την έσπρωξα στη θάλασσα, κι ύστερα άντε να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Όχι, ανέκαθεν τους μπάτσους δεν τους εμπιστευόμουνα. Καλά και όμορφα παιδιά, αλλά από μακριά. 

Πέταξα τη γόπα στη θάλασσα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Βαστούσα σφιχτά τη βαλίτσα στο χέρι και με έτρωγε η περιέργεια τι έχει μέσα. Θα την άνοιγα στο σπίτι. Και κατόπιν θα σκούπιζα απαλά το δάκρυ των πραγμάτων της.   

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

ΣΚΛΗΡΟ ΜΠΟΥΛΙΝΓΚ (Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΚΟΥΝΓΚ ΦΟΥ)

Ήταν απ’ τους ανθρώπους που δεν θα ήθελα να ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου. Τον αναγνώρισα αμέσως. Δεν είχε αλλάξει καθόλου, ούτε στο σουλούπι ούτε στη φάτσα. Καθόταν μόνος του στο κάτω μέρος της πλατείας, κάπνιζε κι έπινε τον καφέ του, αγναντεύοντας το σιντριβάνι. Κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια. Εκείνος αδιάφορα. Δεν έδειξε να με αναγνωρίζει, να του θυμίζω κάτι. Σίγουρα, είχαν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε και εγώ είχα αλλάξει πολύ. Είχε σουρουπώσει και η καφετέρια δεν είχε πολύ κόσμο. Κάθισα στο παραδίπλα τραπέζι και παράγγειλα στο γκαρσόνι ένα ούζο, σκέτο με ξηροκάρπια. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του. Το πήρε στο χέρι, κοίταξε την οθόνη και στραβομουτσούνιασε. Έμεινε για λίγο διστακτικός. Τελικά το σήκωσε και το κόλλησε στο αριστερό του αυτί. Άρχισε να φωνάζει και να βρίζει χυδαία τη γυναίκα που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Πρέπει να ήταν η σύζυγος, σε διάσταση μάλλον, αναφέρθηκαν και παιδιά, ένας γιος και μια κόρη. Επομένως, δεν είχε αλλάξει πολύ, δεν είχε λιγάκι βελτιωθεί, για πιο λόγο άλλωστε. Είχε παραμείνει στάσιμος και ανεπίδεκτος συναισθηματικής μαθήσεως, ένας μαλάκας και μισός, όπως και τότε. «Άντε γαμήσου μωρή καργιόλα!» της είπε στο τέλος κι έκλεισε τσαντισμένος το τηλέφωνο. Γύρισε απότομα προς το μέρος μου όλο τσαντίλα και με κοίταξε. «Τι έγινε ρε φίλε, τι κοιτάς, τρέχει τίποτα;» είπε αγριεμένος, έτοιμος για καυγά. Δεν του απάντησα. Συνέχισα να τον κοιτάζω σταθερά, μέχρι που μου γύρισε την πλάτη, μουρμουρίζοντας μια βρισιά από μέσα του.    

Πηγαίναμε στο ίδιο λύκειο. Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος και μεγάλο αρχίδι. Έκανε παρέα με δυο κοντούς. Ο ένας πήγαινε πάλη, ο άλλος πυγμαχία και στα διαλλείματα των μαθημάτων σκότιζαν τα αρχίδια στα υπόλοιπα παιδιά, ανάλογα με το κέφι και τη διάθεση της στιγμής. Αυτός πρέπει να πήγαινε πολεμικές τέχνες, έτσι ακουγότανε τουλάχιστον. Ήταν ο καρατίστας της παρέας, μα στην ουσία χέστης και μεγάλη κότα, θρασύδειλος περιωπής. Στους καυγάδες ακολουθούσε πάντα τελευταίος και από απόσταση ασφαλείας. Πάντως, όπου τον έπαιρνε, τσαμπουκαλευόταν και μονάχος του. Η παρέα αυτή ήταν ο φόβος και ο τρόμος του σχολείου. Εγώ, όπως και οι πιο πολλοί άλλωστε, τους απόφευγα, κάποιοι  προσπαθούσαν να τα έχουν καλά μαζί τους. Ήμουν μαζεμένο και συνεσταλμένο παιδί, μακριά από μπλεξίματα. Ο πατέρας μου το είχε ξεκαθαρίσει. Μην ακούσει ότι τσακώθηκα ή έμπλεξα με αλητάμπουρες, αλίμονό μου, ανεξαρτήτως αν έφταιγα ή όχι. Στο σχολείο μ’ έστελνε μόνο για να μάθω γράμματα, να ξεστραβωθώ και να κοιτάξω για το μέλλον μου. Ήμουνα δειλός, μα ένιωθα και απροστάτευτος αν γινότανε κάτι στραβό. Γι’ αυτό καθόμουνα στην άκρη.

Οι καθηγητές, όπως και σήμερα, κάνανε τα στραβά μάτια, και πέρναγαν τις αψιμαχίες και τους διαπληκτισμούς στο ντούκου. Δεν υπήρχαν και επίσημες καταγγελίες, ούτε και κάποιο σοβαρό περιστατικό ξυλοδαρμού. Ψιλοπράγματα μόνο. Σφαλιάρες, κλωτσιές, άντε και καμιά μπουνιά απ’ τον πυγμάχο της παρέας. Επιπλέον, δεν έβαζαν στο μάτι συγκεκριμένα άτομα, ούτε κανείς αυτοκτόνησε εξαιτίας τους.  Άλλες εποχές, λιγότερο ευαίσθητες και άγριες. Πάντως, όπως τα βλέπω σήμερα τα πράγματα, οι μάγκες του σχολείου δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Θυμάμαι μια μέρα ένας συμμαθητής μου, ξανθός, ψηλός και αδύνατος, όμορφο παιδί, με δυο αστραπιαίες μπουνιές ξάπλωσε τους κοντούς ανάσκελα και ο φίλος τους ο καρατέκα, ο άρχοντας του κουνγκ φου, το ‘βαλε στα πόδια και κρύφτηκε πίσω από κάτι δέντρα. Δεν ξέρω πια ήταν η αφορμή του καβγά. Μάλλον ο ξανθός υπερασπίστηκε κάποιον συμμαθητή μας, γιατί αυτόν δεν τολμούσαν να τον πειράξουν. Ήταν καλό και φιλότιμο παιδί, αν και κακός και αδιάφορος μαθητής, μπλεγμένος από τότε με ουσίες και εξωσχολικές κωλοπαρέες. Μετά από κάποια χρόνια άκουσα ότι πέθανε ‘ την πρέζα και λυπήθηκα πολύ. Τους κοντούς δεν τους ξαναείδα από τότε, δεν ξέρω αν ζουν ή αν πέθαναν, κι ούτε έχω σκασίλα να μάθω. Όσο για τον καρατίστα της κακιάς ώρας, άκουσα ότι ένα βράδυ που δούλευε μπάρμαν σε ένα ξενυχτάδικο ένας πελάτης του στραπατσάρισε άγρια τα μούτρα. Χωρίς συγκεκριμένη αφορμή, είπαν, μα δεν το πιστεύω. Ήταν σκαθάρι και καλά έπαθε. Αργά ή γρήγορα, ο καθένας βρίσκει τον μάστορά του. Τον έστειλε στο νοσοκομείο με σπασμένη μύτη και σαγόνι και τον γεμίσανε με λάμες στο πρόσωπο. Δεν τον λυπήθηκα καθόλου, τον καργιόλη.

Τον κοίταξα λίγο καλύτερα. Πράγματι, η μύτη του ήταν ζουπιγμένη και το σαγόνι του τετράγωνο, σαν ρομπότ έμοιαζε. Είχε πληρώσει το λογαριασμό κι ετοιμαζότανε να φύγει. Με είδε που τον κάρφωνα όλη την ώρα και μου ζήτησε ξανά το λόγο. «Τι έγινε πάλι ρε φίλε; Τι κοιτάς, γνωριζόμαστε; Με ξέρεις;» Έσκασα ένα πονηρό χαμόγελο, σηκώθηκα απότομα απ’ τη θέση μου και τον πλησίασα. Εκείνος κοκάλωσε με ανοιχτό το στόμα κι έγινε κατακόκκινος σαν το παντζάρι. «Δεν με θυμάσαι;» του είπα με νόημα και πριν προλάβω να τελειώσω το λόγο μου είχε μαζέψει τα πράγματά του απ’ το τραπέζι και είχε γίνει μπουχός. Πατ την έκανε και λάκιξε. Κι ακόμα τρέχει ο άρχοντας του κουνγκ φου!

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

ΤΟ ΠΑΡΤΥ


 

Εκείνο το βράδυ έκανε έναν γαμημένο αυγουστιάτικο καύσωνα. Ήμουν ολόγυμνος ξαπλωμένος στο κρεβάτι και μάταια προσπαθούσα να κοιμηθώ. Παρόλο που απέναντί μου είχα σταθερό τον ανεμιστήρα να ανακυκλώνει τον καυτό αέρα, είχα λιβακώσει. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η μπαλκονόπορτα ήταν διάπλατα ανοιχτή και από δίπλα ακούγονταν καθαρά οι φωνές, τα γέλια και τα ντάμπα ντούμπα της ηλεκτρονικής μουσικής. Κοίταξα με τσαντίλα το ρολόι. Είχε πάει δύο παρά και τα νεύρα μου είχαν γίνει κουρέλι. Φόρεσα ένα μποξεράκι και πήγα να τους χτυπήσω το κουδούνι. Δεν ήξερα ποιοι μένουν (ήταν καινούργιοι στην πολυκατοικία) μα δεν με πείραζε. Θα μοιραζόμασταν από μισή την ντροπή βραδιάτικα. Όταν άνοιξε η πόρτα έμεινα κάγκελο και κατάπια τη γλώσσα μου. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι ολόγυμνα με κοιτούσαν χαμογελώντας μα κάπως θαμπά. Ήταν και ξυπόλυτα, σαν να βρίσκονται σε παραλία γυμνιστών. Ήταν εμφανώς πιωμένοι, ίσως και μαστουρωμένοι. Προχώρησα μέσα. Το διαμέρισμα ήταν γεμάτο από γυμνούς άνδρες και γυναίκες και η μουσική ήταν στο τέρμα, δεν μπορούσα να ακούσω ούτε τη φωνή μου. Ήταν όλοι τους τελείως άτριχοι, είχαν ξυρίσει μέχρι και τα μουνιά τους και τ’ αρχίδια τους, μάλλον για λόγους υγιεινής. Προσπάθησα να μιλήσω σε κάποιους, μα η συνεννόηση ήταν αδύνατη. Τελικά ήρθε προς το μέρος μου ένας που φαινόταν νηφάλιος και διαυγής (όμως κι αυτός ολόγυμνος) με χαιρέτησε επίσημα δια χειραψίας και μου εξήγησε την κατάσταση. Μου φάνηκε πολύ λογικός. Είχανε πάρτυ, μα αυτός έπρεπε να παραμείνει ξεμέθυστος για να οδηγήσει αύριο το πρωί το λεωφορείο που θα τους πήγαινε για διακοπές. Θα ξεκινούσαν αμέσως σε λίγες ώρες με το πρώτο φως, δεν είχαν ώρα για χάσιμο. Ήμουν ευπρόσδεκτος, είπε. Μόνο έπρεπε να βγάλω το μποξεράκι. Και με μια αστραπιαία κίνηση μια κοπέλα από πίσω μου το κατέβασε. Δεν έφερα αντίσταση, ούτε καν δυσανασχέτησα, αφού αυτοί ήταν οι κανόνες. Βρισκόμουν, λοιπόν, στον παράδεισο των πρωτόπλαστων, σε ένα πάρτυ γυμνιστών. Παραμέσα κάποιοι έκαναν σεξ, άλλοι χόρευαν, ενώ ορισμένοι έπαιρναν φόρα και πηδούσαν απ’ το μπαλκόνι με τα χέρια ανοιχτά, σαν πουλιά.  Όμως, δεν κατάφερναν να πετάξουν, παρά έκαναν ελεύθερη πτώση στον ακάλυπτο. Τότε θυμήθηκα ότι ήμασταν στον πέμπτο όροφο και απ’ την τρομάρα μου ανατρίχιασα. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα κάτω. Δεν υπήρχε κανένα πτώμα, ούτε αίματα ούτε χυμένα μυαλά. Τότε τέσσερεις γυμνοί με σήκωσαν ψηλά και με πέταξαν κάτω στον ακάλυπτο.

Έβγαλα μια φοβερή κραυγή και ξύπνησα. Τα μαξιλάρια και τα σκεπάσματα βρίσκονταν πεταμένα στο πάτωμα κι εγώ ψηνόμουν απ’ τον πυρετό και έτρεμα ολόκληρος. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν δύο παρά.  

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

Καθόταν έξω απ’ το καφενείο στο αναπηρικό του καροτσάκι αμίλητος, μαρμαρωμένος και αγέλαστος, παρατηρώντας τη ζωή που περνούσε και έφευγε από μπροστά του. Στο τραπέζι του υπήρχε ένα ποτήρι νερό για να βρέχει τα χείλη του, σπάνια ένα πιατάκι με μεζέ. Δεν πεινούσε. «Τι να την κάνω το φαί αφού πεθαίνω» έλεγε στον καφετζή και το μοίραζε στα αδέσποτα. Μέρα με την μέρα έλιωνε, είχε μείνει ο μισός, μα δεν το κούναγε ρούπι από κει.

Μια ολόκληρη ζωή, σαράντα και παραπάνω χρόνια, έζησε στη σκιά, κλεισμένος μέσα στο μουντό και ανήλιαγο γραφείο κάποιας δημόσιας κοινωφελούς υπηρεσίας, στάσιμος μισθολογικά και βαθμολογικά (λόγω μειωμένων ικανοτήτων έγραφαν οι προϊστάμενοί του στις εκθέσεις του) μα δεν τον ένοιαζε, ούτε το έπαιρνε για προσβολή. Εκείνοι κάτι θα ήξεραν περισσότερο, κι αυτός έκανε ότι μπορούσε. Μη ικανός αλλά τουλάχιστον πιστός και πρόθυμος στο καθήκον του, έλεγαν, κι αυτό του ήταν αρκετό. Δούλευε με ζήλο, ακόμη και πέραν του ωραρίου, αν χρειαζόταν. Ακόμη και όταν οι συνάδελφοί του τον κορόιδευαν μπροστά στα μούτρα του για να σπάσουν πλάκα και να γελάσουν, αυτός δεν δυσανασχετούσε, ούτε τους αντιγύριζε κουβέντα, μόνο έκανε πως δεν καταλάβαινε, χαμογελώντας χαζά. Έκανε υπομονή μέχρι να περάσει η μπόρα.

Μέχρι που ένας φιλεύσπλαχνος διευθυντής, για να τον προστατέψει από τα σαρκοβόρα θηρία της υπηρεσίας, του άλλαξε πόστο και καθήκοντα. Τον πήρε απ’ το πρωτόκολλο των εισερχομένων που ήταν όλα του τα χρόνια και τον τοποθέτησε στο γενικό αρχείο των παλιών και άχρηστων εγγράφων που βρισκόταν στο υπόγειο του κτιρίου, πέντε μέτρα κάτω από τη γη. Ο προηγούμενος αρχειοθέτης, ένα λειψό χλεμπονιάρικο γεροντάκι (έτσι του είχε φανεί) σε λίγο έβγαινε στη σύνταξη. Αν και δεν του άρεσαν οι απότομες αλλαγές (ήταν άνθρωπος της ασφάλειας, της συνήθειας και της ρουτίνας) δεν έφερε αντίρρηση και σύντομα προσαρμόστηκε στα νέα του καθήκοντα. Πλέον, σπάνια έβλεπε κάνα συνάδελφο, και μόνο όταν θα κατέβαινε τα τριάντα σκαλιά της κόλασης για να του παραδώσει κάποια έγγραφα για αρχειοθέτηση «μακράς καταψύξεως», όπως έλεγαν περιπαιχτικά, εφόσον δεν θα τα ξανάβλεπε ανθρώπου μάτι, μέχρι να έρθει η ώρα της τελικής καταστροφής τους.

Έτσι, πέρασαν τα χρόνια και κάποια στιγμή ο μέγας αρχειοθέτης του σύμπαντος πλέον, που παρέμενε ταπεινός και καταφρονεμένος, έπρεπε να κάνει τα χαρτιά του για τη σύνταξη. Το τρέναρε όσο μπορούσε, μα τώρα η υπόθεση δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Είχε πατήσει τα εβδομήντα, το μέγιστο όριο ηλικίας που επέτρεπε ο νόμος (στο ζήτημα αυτό ήταν πολύ αυστηρός) και έπρεπε να συνταξιοδοτηθεί υποχρεωτικά. Όσο και να παρακαλούσε τον διευθυντή να τον κρατήσει, δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Έτσι, μια καταραμένη μέρα μάζεψε τα λιγοστά προσωπικά του είδη και δεν ξαναπάτησε στην υπηρεσία. Αυτό του στοίχισε ακριβά. Πλέον, είχε μπόλικο ελεύθερο χρόνο, μα δεν ήξερε τι να τον κάνει. Ούτε οικογένεια είχε, ούτε φίλους, ούτε και συγγενείς. Ήταν ολομόναχος μέσα στον κόσμο. Φοβόταν τους ανθρώπους. Η κοινωνική του ζωή ήταν μηδαμινή, το ίδιο και οι προσωπικές του απολαύσεις. Δεν κάπνιζε, ούτε έπινε καφέδες και αλκοόλ. Δεν ήξερε από καφενείο και ταβέρνα, ούτε καν για  βόλτα δεν έβγαινε στην πόλη. Το μεσημέρι, μετά τη δουλειά, πήγαινε για φαγητό σε ένα μαγέρικο της γειτονιάς του  και κατόπιν στο σπίτι για έναν υπνάκο. Το απόγευμα θα χάζευε στην τηλεόραση κάποια ψυχαγωγική εκπομπή (του άρεσαν τα παιχνίδια γνώσεων), θα έβλεπε τις μπαγιάτικες ειδήσεις της ημέρας (ας μην καταλάβαινε και πολλά πράγματα) θα έτρωγε κάτι ελαφρύ και θα έπεφτε στο κρεβάτι νωρίς, με τις κότες. Την άλλη μέρα θα ξύπναγε απ’ τα άγρια χαράματα και πάλι το ίδιο βιολί, δουλειά και σπίτι.

Όμως  τώρα δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Έπεσε σε μελαγχολία και αρρώστησε. Οι γιατροί διέγνωσαν καρκίνο του πνεύμονα σε καλπάζουσα μορφή και δεν του έδιναν πολύ χρόνο ζωής. Του φάνηκε παράξενο γιατί δεν είχε καπνίσει ποτέ στη ζωή του. «Ναι, δυστυχώς είστε μια σπάνια περίπτωση», του εξήγησαν με συμπόνια οι γιατροί. Οι ακτινοβολίες και οι χημειοθεραπείες δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν, δεν υπήρχε θεραπεία για την περίπτωσή του. Κάθε μέρα όλο και χειροτέρευε. Αναγκάστηκε να προσλάβει νοσοκόμα για να τον βοηθάει, μα σύντομα η μικρή υπόγεια γκαρσονιέρα των τριάντα τετραγωνικών άρχισε να τον πνίγει. Του φαινόταν λαγούμι, δεν άντεχε να μένει άλλο εκεί μέσα. Έτσι την ξενοίκιασε, έδιωξε και τη γυναίκα που τον φρόντιζε, σταμάτησε τις θεραπείες και τα φάρμακα, αγόρασε ένα αναπηρικό καροτσάκι και εγκαταστάθηκε μόνιμα έξω απ’ το καφενείο, τουλάχιστον να περάσει τον χρόνο που του απέμενε ανάμεσα στους ανθρώπους, αντικρίζοντας κάθε πρωί το ζεστό φως του ήλιου. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού ήταν πονόψυχος και δεν του έφερε αντίρρηση, μπορούσε να μείνει για όσο καιρό ήθελε, με το αζημίωτο βέβαια και εφόσον για τα βράδια είχε εξασφαλίσει έναν άγρυπνο φρουρό της περιουσίας του.

Είναι αλήθεια, ο αρχειοθέτης δεν κοιμόταν πολύ. Ούτε και μιλούσε πολύ, μα όλοι με κάποιο τρόπο είχαν μάθει την τραγική του ιστορία και τον συμπονούσαν. Έτσι, του έλεγαν μια ζεστή καλημέρα ή δυο απλές κουβέντες για τον καιρό, προσπαθώντας να τον παρηγορήσουν και να του γλυκάνουν τις τελευταίες μέρες της θλιβερής του ζωής. Αυτός τους χαμογελούσε γλυκά και τους ευχαριστούσε για το ενδιαφέρον τους. Μέχρι που ένα κρύο πρωινό τον βρήκαν να κοιμάται παγωμένος και χαμογελαστός πάνω στο αναπηρικό του καροτσάκι. Και δεν ξαναξύπνησε.