Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

Η ΒΑΛΙΤΣΑ

Έπινε το ούζο της στο καφενείο της πλατείας καπνίζοντας. Σκέτο, με λίγο νερό, να θολώνει τις υποψίες. Εγώ καθόμουν παραδίπλα σε ένα παγκάκι και χάζευα την ερημιά της λευκής νύχτας. Ήμουν το ραντάρ της ανησυχίας. Η πανσέληνος λαμπερή, ο ουρανός καθαρός και ασυννέφιαστος. Κάθε τόσο έριχνα κάποια ματιά προς το μέρος της μήπως άλλαξε κάτι. Όχι. Παγωμένη και αμετακίνητη, όλη την ώρα. Ήταν γύρω στα εξήντα. Δίπλα της είχε μια καφέ δερμάτινη βαλίτσα παλαιού τύπου. Σαν να πήγαινε ταξίδι. Ή να επέστρεφε από τον αλαλαγμό κάποιας μακρινής κουραστικής μέρας. Το βλέμμα της νωθρό και χαζεμένο. Κοιτούσε κι αυτή με τρόπο το φεγγάρι. Κάποια στιγμή την πλησίασε ένας νεαρός τρεκλίζοντας και κάτι της είπε ψιθυριστά. Για πρεζόνι τον έκοψα που ξέμεινε στη βαριά χαρμάνα της νύχτας. Δεν ταράχτηκε. Έβγαλε απ’ την τσέπη της  ένα χαρτονόμισμα και του το έδωσε. Ο νεαρός απομακρύνθηκε χωρίς κουβέντα προς άγνωστη κατεύθυνση και χάθηκε. Εμένα δεν μου έδωσε καν σημασία, ούτε μία τόσο δα. Σαν να μην υπήρχα.

Η νύχτα κυλούσε αργά και ύπουλα. Ξαφνικά η γυναίκα πετάχτηκε όρθια σαν ελατήριο και έφυγε. «Ξεχάσατε τη βαλίτσα σας!» της φώναξα, μα δεν με άκουσε, συνεχίζοντας με γοργό βήμα το δρόμο της. Πήγα στο τραπέζι της και τη σήκωσα στο χέρι. Ήταν πολύ ελαφριά, σαν να μην είχε τίποτα μέσα. «Τη βαλίτσα σας!» ξαναφώναξα, μα άδικος κόπος. Ούτε καν γύρισε να κοιτάξει. Την πήρα από πίσω. Όμως περπάταγε γρήγορα, δεν μπορούσα να την φτάσω. Προσπαθούσα τουλάχιστον να μην τη χάσω από τα μάτια μου. Φτάσαμε στο μόλο. Παντού ερημιά. Προπορευόταν γύρω στα διακόσια μέτρα, όταν έφτασε στην άκρη της θάλασσας. Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε για τελευταία φορά το ολόγιομο φεγγάρι που καθρεπτιζόταν στη μαύρη επιφάνεια και βούτηξε μέσα. Έτρεξα στο σημείο που έπεσε και κοίταξα μέσα στο νερό. Περίμενα το σώμα της να ξαναβγεί πάνω, να δώσει μάχη να κρατηθεί στη ζωή, να φωνάξει βοήθεια. Ίσως να ήξερε καλό κολύμπι. Ποιος ξέρει. Μπορεί να ήταν απλά ένα ατύχημα. Δυστυχώς, τίποτα. Ίσως να σκάλωσε σε τίποτα σίδερα ή αλυσίδες στο βυθό, να βρήκε καταφύγιο και απάγκιο μέσα σε κάποιο παλιό και ξεχασμένο ναυάγιο. Ποιος ξέρει.

Άναψα τσιγάρο. Περίμενα κάνα τέταρτο αναποφάσιστος, δεν ήξερα τι να κάνω. Εξαρχής βέβαια ούτε λόγος να βουτήξω και εγώ στα νερά, προσπαθώντας να την σώσω ή τουλάχιστον να βρω το χαμένο πτώμα. Έχω χρόνια να μπω στη θάλασσα, κι αν δεν πνιγόμουνα μαζί της σίγουρα θα άρπαζα κάποια βαρβάτη πνευμονία, επικίνδυνα πράγματα για την ηλικία μου. Έτσι κι αλλιώς, ουδέποτε υπήρξα αλτρουιστής και ήρωας. Μα κι αυτή μάλλον δεν θα το ήθελε, απεναντίας θα με σκυλόβριζε. Είχε πάρει τη συνειδητή και ορθολογική  απόφασή της και οποιαδήποτε αναβολή θα της ήταν οδυνηρή. Με κανένα τρόπο δεν ήθελα να βλάψω τον συνάνθρωπό μου. Να φωνάξω πάλι την αστυνομία, μπορεί να έμπλεκα με ταλαιπωρίες και ανακρίσεις. Και αν δεν έβρισκαν το πτώμα, να με περνούσαν για μουρλό. Ή να έβαζαν με το φτωχό τους το μυαλό ότι εγώ την έσπρωξα στη θάλασσα, κι ύστερα άντε να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Όχι, ανέκαθεν τους μπάτσους δεν τους εμπιστευόμουνα. Καλά και όμορφα παιδιά, αλλά από μακριά. 

Πέταξα τη γόπα στη θάλασσα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Βαστούσα σφιχτά τη βαλίτσα στο χέρι και με έτρωγε η περιέργεια τι έχει μέσα. Θα την άνοιγα στο σπίτι. Και κατόπιν θα σκούπιζα απαλά το δάκρυ των πραγμάτων της.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου