Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

ΣΚΛΗΡΟ ΜΠΟΥΛΙΝΓΚ (Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΚΟΥΝΓΚ ΦΟΥ)

Ήταν απ’ τους ανθρώπους που δεν θα ήθελα να ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου. Τον αναγνώρισα αμέσως. Δεν είχε αλλάξει καθόλου, ούτε στο σουλούπι ούτε στη φάτσα. Καθόταν μόνος του στο κάτω μέρος της πλατείας, κάπνιζε κι έπινε τον καφέ του, αγναντεύοντας το σιντριβάνι. Κοιταχτήκαμε για λίγο στα μάτια. Εκείνος αδιάφορα. Δεν έδειξε να με αναγνωρίζει, να του θυμίζω κάτι. Σίγουρα, είχαν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε και εγώ είχα αλλάξει πολύ. Είχε σουρουπώσει και η καφετέρια δεν είχε πολύ κόσμο. Κάθισα στο παραδίπλα τραπέζι και παράγγειλα στο γκαρσόνι ένα ούζο, σκέτο με ξηροκάρπια. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό του. Το πήρε στο χέρι, κοίταξε την οθόνη και στραβομουτσούνιασε. Έμεινε για λίγο διστακτικός. Τελικά το σήκωσε και το κόλλησε στο αριστερό του αυτί. Άρχισε να φωνάζει και να βρίζει χυδαία τη γυναίκα που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Πρέπει να ήταν η σύζυγος, σε διάσταση μάλλον, αναφέρθηκαν και παιδιά, ένας γιος και μια κόρη. Επομένως, δεν είχε αλλάξει πολύ, δεν είχε λιγάκι βελτιωθεί, για πιο λόγο άλλωστε. Είχε παραμείνει στάσιμος και ανεπίδεκτος συναισθηματικής μαθήσεως, ένας μαλάκας και μισός, όπως και τότε. «Άντε γαμήσου μωρή καργιόλα!» της είπε στο τέλος κι έκλεισε τσαντισμένος το τηλέφωνο. Γύρισε απότομα προς το μέρος μου όλο τσαντίλα και με κοίταξε. «Τι έγινε ρε φίλε, τι κοιτάς, τρέχει τίποτα;» είπε αγριεμένος, έτοιμος για καυγά. Δεν του απάντησα. Συνέχισα να τον κοιτάζω σταθερά, μέχρι που μου γύρισε την πλάτη, μουρμουρίζοντας μια βρισιά από μέσα του.    

Πηγαίναμε στο ίδιο λύκειο. Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος και μεγάλο αρχίδι. Έκανε παρέα με δυο κοντούς. Ο ένας πήγαινε πάλη, ο άλλος πυγμαχία και στα διαλλείματα των μαθημάτων σκότιζαν τα αρχίδια στα υπόλοιπα παιδιά, ανάλογα με το κέφι και τη διάθεση της στιγμής. Αυτός πρέπει να πήγαινε πολεμικές τέχνες, έτσι ακουγότανε τουλάχιστον. Ήταν ο καρατίστας της παρέας, μα στην ουσία χέστης και μεγάλη κότα, θρασύδειλος περιωπής. Στους καυγάδες ακολουθούσε πάντα τελευταίος και από απόσταση ασφαλείας. Πάντως, όπου τον έπαιρνε, τσαμπουκαλευόταν και μονάχος του. Η παρέα αυτή ήταν ο φόβος και ο τρόμος του σχολείου. Εγώ, όπως και οι πιο πολλοί άλλωστε, τους απόφευγα, κάποιοι  προσπαθούσαν να τα έχουν καλά μαζί τους. Ήμουν μαζεμένο και συνεσταλμένο παιδί, μακριά από μπλεξίματα. Ο πατέρας μου το είχε ξεκαθαρίσει. Μην ακούσει ότι τσακώθηκα ή έμπλεξα με αλητάμπουρες, αλίμονό μου, ανεξαρτήτως αν έφταιγα ή όχι. Στο σχολείο μ’ έστελνε μόνο για να μάθω γράμματα, να ξεστραβωθώ και να κοιτάξω για το μέλλον μου. Ήμουνα δειλός, μα ένιωθα και απροστάτευτος αν γινότανε κάτι στραβό. Γι’ αυτό καθόμουνα στην άκρη.

Οι καθηγητές, όπως και σήμερα, κάνανε τα στραβά μάτια, και πέρναγαν τις αψιμαχίες και τους διαπληκτισμούς στο ντούκου. Δεν υπήρχαν και επίσημες καταγγελίες, ούτε και κάποιο σοβαρό περιστατικό ξυλοδαρμού. Ψιλοπράγματα μόνο. Σφαλιάρες, κλωτσιές, άντε και καμιά μπουνιά απ’ τον πυγμάχο της παρέας. Επιπλέον, δεν έβαζαν στο μάτι συγκεκριμένα άτομα, ούτε κανείς αυτοκτόνησε εξαιτίας τους.  Άλλες εποχές, λιγότερο ευαίσθητες και άγριες. Πάντως, όπως τα βλέπω σήμερα τα πράγματα, οι μάγκες του σχολείου δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Θυμάμαι μια μέρα ένας συμμαθητής μου, ξανθός, ψηλός και αδύνατος, όμορφο παιδί, με δυο αστραπιαίες μπουνιές ξάπλωσε τους κοντούς ανάσκελα και ο φίλος τους ο καρατέκα, ο άρχοντας του κουνγκ φου, το ‘βαλε στα πόδια και κρύφτηκε πίσω από κάτι δέντρα. Δεν ξέρω πια ήταν η αφορμή του καβγά. Μάλλον ο ξανθός υπερασπίστηκε κάποιον συμμαθητή μας, γιατί αυτόν δεν τολμούσαν να τον πειράξουν. Ήταν καλό και φιλότιμο παιδί, αν και κακός και αδιάφορος μαθητής, μπλεγμένος από τότε με ουσίες και εξωσχολικές κωλοπαρέες. Μετά από κάποια χρόνια άκουσα ότι πέθανε ‘ την πρέζα και λυπήθηκα πολύ. Τους κοντούς δεν τους ξαναείδα από τότε, δεν ξέρω αν ζουν ή αν πέθαναν, κι ούτε έχω σκασίλα να μάθω. Όσο για τον καρατίστα της κακιάς ώρας, άκουσα ότι ένα βράδυ που δούλευε μπάρμαν σε ένα ξενυχτάδικο ένας πελάτης του στραπατσάρισε άγρια τα μούτρα. Χωρίς συγκεκριμένη αφορμή, είπαν, μα δεν το πιστεύω. Ήταν σκαθάρι και καλά έπαθε. Αργά ή γρήγορα, ο καθένας βρίσκει τον μάστορά του. Τον έστειλε στο νοσοκομείο με σπασμένη μύτη και σαγόνι και τον γεμίσανε με λάμες στο πρόσωπο. Δεν τον λυπήθηκα καθόλου, τον καργιόλη.

Τον κοίταξα λίγο καλύτερα. Πράγματι, η μύτη του ήταν ζουπιγμένη και το σαγόνι του τετράγωνο, σαν ρομπότ έμοιαζε. Είχε πληρώσει το λογαριασμό κι ετοιμαζότανε να φύγει. Με είδε που τον κάρφωνα όλη την ώρα και μου ζήτησε ξανά το λόγο. «Τι έγινε πάλι ρε φίλε; Τι κοιτάς, γνωριζόμαστε; Με ξέρεις;» Έσκασα ένα πονηρό χαμόγελο, σηκώθηκα απότομα απ’ τη θέση μου και τον πλησίασα. Εκείνος κοκάλωσε με ανοιχτό το στόμα κι έγινε κατακόκκινος σαν το παντζάρι. «Δεν με θυμάσαι;» του είπα με νόημα και πριν προλάβω να τελειώσω το λόγο μου είχε μαζέψει τα πράγματά του απ’ το τραπέζι και είχε γίνει μπουχός. Πατ την έκανε και λάκιξε. Κι ακόμα τρέχει ο άρχοντας του κουνγκ φου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου