Εκείνο το βράδυ έκανε έναν
γαμημένο αυγουστιάτικο καύσωνα. Ήμουν ολόγυμνος ξαπλωμένος στο κρεβάτι και
μάταια προσπαθούσα να κοιμηθώ. Παρόλο που απέναντί μου είχα σταθερό τον
ανεμιστήρα να ανακυκλώνει τον καυτό αέρα, είχα λιβακώσει. Και δεν ήταν μόνο
αυτό. Η μπαλκονόπορτα ήταν διάπλατα ανοιχτή και από δίπλα ακούγονταν καθαρά οι
φωνές, τα γέλια και τα ντάμπα ντούμπα της ηλεκτρονικής μουσικής. Κοίταξα με
τσαντίλα το ρολόι. Είχε πάει δύο παρά και τα νεύρα μου είχαν γίνει κουρέλι.
Φόρεσα ένα μποξεράκι και πήγα να τους χτυπήσω το κουδούνι. Δεν ήξερα ποιοι
μένουν (ήταν καινούργιοι στην πολυκατοικία) μα δεν με πείραζε. Θα μοιραζόμασταν
από μισή την ντροπή βραδιάτικα. Όταν άνοιξε η πόρτα έμεινα κάγκελο και κατάπια
τη γλώσσα μου. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι ολόγυμνα με κοιτούσαν χαμογελώντας μα
κάπως θαμπά. Ήταν και ξυπόλυτα, σαν να βρίσκονται σε παραλία γυμνιστών. Ήταν
εμφανώς πιωμένοι, ίσως και μαστουρωμένοι. Προχώρησα μέσα. Το διαμέρισμα ήταν
γεμάτο από γυμνούς άνδρες και γυναίκες και η μουσική ήταν στο τέρμα, δεν
μπορούσα να ακούσω ούτε τη φωνή μου. Ήταν όλοι τους τελείως άτριχοι, είχαν
ξυρίσει μέχρι και τα μουνιά τους και τ’ αρχίδια τους, μάλλον για λόγους υγιεινής.
Προσπάθησα να μιλήσω σε κάποιους, μα η συνεννόηση ήταν αδύνατη. Τελικά ήρθε προς
το μέρος μου ένας που φαινόταν νηφάλιος και διαυγής (όμως κι αυτός ολόγυμνος)
με χαιρέτησε επίσημα δια χειραψίας και μου εξήγησε την κατάσταση. Μου φάνηκε
πολύ λογικός. Είχανε πάρτυ, μα αυτός έπρεπε να παραμείνει ξεμέθυστος για να
οδηγήσει αύριο το πρωί το λεωφορείο που θα τους πήγαινε για διακοπές. Θα
ξεκινούσαν αμέσως σε λίγες ώρες με το πρώτο φως, δεν είχαν ώρα για χάσιμο.
Ήμουν ευπρόσδεκτος, είπε. Μόνο έπρεπε να βγάλω το μποξεράκι. Και με μια αστραπιαία
κίνηση μια κοπέλα από πίσω μου το κατέβασε. Δεν έφερα αντίσταση, ούτε καν
δυσανασχέτησα, αφού αυτοί ήταν οι κανόνες. Βρισκόμουν, λοιπόν, στον παράδεισο
των πρωτόπλαστων, σε ένα πάρτυ γυμνιστών. Παραμέσα κάποιοι έκαναν σεξ, άλλοι
χόρευαν, ενώ ορισμένοι έπαιρναν φόρα και πηδούσαν απ’ το μπαλκόνι με τα χέρια
ανοιχτά, σαν πουλιά. Όμως, δεν κατάφερναν
να πετάξουν, παρά έκαναν ελεύθερη πτώση στον ακάλυπτο. Τότε θυμήθηκα ότι
ήμασταν στον πέμπτο όροφο και απ’ την τρομάρα μου ανατρίχιασα. Βγήκα στο
μπαλκόνι και κοίταξα κάτω. Δεν υπήρχε κανένα πτώμα, ούτε αίματα ούτε χυμένα
μυαλά. Τότε τέσσερεις γυμνοί με σήκωσαν ψηλά και με πέταξαν κάτω στον ακάλυπτο.
Έβγαλα μια φοβερή κραυγή και
ξύπνησα. Τα μαξιλάρια και τα σκεπάσματα βρίσκονταν πεταμένα στο πάτωμα κι εγώ
ψηνόμουν απ’ τον πυρετό και έτρεμα ολόκληρος. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν δύο παρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου