Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Ο ΠΙΤΣΑΔΩΡΟΣ

Στις έντεκα το βράδυ είναι κάπως αργά για επισκέψεις σε ξένα σπίτια. Θεωρείται μεγάλη αδιακρισία και μπορεί να παρεξηγηθεί. Μα είμαι απελπισμένος και χρειάζομαι επειγόντως συμπαράσταση από έναν δικό μου άνθρωπο. Να τελειώσει απαλά μια πολύ κουραστική μέρα. Χρειάζομαι μια καλή κουβέντα. Να μου βάλει κι ένα ποτό. Ακόμα και μια ζεστή αγκαλιά. Ένα καταφύγιο να προφυλαχτώ από την καταιγίδα που έχει ξεσπάσει μέσα μου. Δεν είναι εύκολο να το βρεις. Ευτυχώς το σπίτι του παλιόφιλου το θυμάμαι καλά. Με είχε φιλοξενήσει για κάμποσο καιρό στην αρχή όταν είχα πρωτοέρθει σε αυτόν εδώ τον κωλότοπο. Βρίσκεται στην απάνω χώρα πλάι στο φωτισμένο κάστρο κι έχει στο πιάτο ολόκληρη την πόλη και πίσω του το βουνό του παναχαϊκού και μπροστά του τον πατραϊκό κόλπο και την γέφυρα και την απέραντη θάλασσα πέρα μακριά έως εκεί που δεν φτάνει το μάτι σου. Από το μπαλκόνι του έχεις την ιδανική θέα. Δεν πειράζει που έχει σκοτεινιάσει για τα καλά και δεν φαίνεται τίποτα από όλα αυτά τα όμορφα και τα ωραία.

Το φεγγάρι και τα αστέρια έχουν κρυφτεί και δεν βλέπω την τύφλα μου. Ο ουρανός είναι γεμάτος από μαύρα σύννεφα και προμηνύεται άγρια μπόρα. Φυσάει με λύσσα. Ανεβαίνω παραπατώντας από κάτι θεοσκότεινα σοκάκια βομβαρδισμένα και σκαμμένα από τα δημοτικά έργα. Συχνά χάνομαι και καταλήγω σε αδιέξοδο. Δεν γνωρίζω καλά τα κατατόπια και μπερδεύομαι. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή μη πέσω μέσα σε καμιά λακκούβα και σπάσω τα ποδάρια μου. Δεν έχω όρεξη να τρέχω νυχτιάτικα στα νοσοκομεία και τις πρώτες βοήθειες. Γίνεται ανάπλαση της περιοχής με πεζοδρομήσεις και δεντροφυτεύεις και άλλες οικιστικές παρεμβάσεις. Δεν με τρομάζει ούτε ο ανηφορικός ποδαρόδρομος. Κι ούτε κουβαλάω μαζί μου ομπρέλα. Δεν το είχα προβλέψει. Άμα αρχίσει να βρέχει την πούτσισα. Σ’ αυτή την περιοχή τα υπόστεγα είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Μεγάλη κωλοφαρδία ο δικός σου. Θα γίνω λούτσα και θα αρπάξω καμιά γερή πούντα ανοιξιάτικα. Δεν είμαι για τέτοιες αβαρίες άστεγος άνθρωπος. Σήμερα έχω περπατήσει για έναν ολόκληρο χρόνο και διαπιστώνω έκθαμβος ότι αντέχω. Αισθάνομαι περήφανος για τον μεσήλικα εαυτό μου. Το λέει η περδικούλα του. Ακόμα κρατιέται καλά. Δεν έχει παραδώσει τα όπλα.  

Τελικά το σπίτι του βρίσκεται στου διαόλου τη μάνα. Έχω χρόνια να έρθω και δεν το θυμάμαι καλά. Είναι ένα παλιό δίπατο νεοκλασικό με ακροκέραμα. Ο φίλος μου μένει με την γυναίκα του στον πάνω όροφο. Νομίζω είναι δικό του. Στο ισόγειο μένουν άλλοι. Μπορεί να έχει κάνει και κάνα παιδάκι. Ποιος ξέρει. Ψάχνω στα τυφλά κι επιτέλους το βρίσκω. Κοιτάζω το κουδούνι που γράφει το όνομά του. Το ζουπάω με δύναμη μία και δύο και τρεις φορές. Επιμένω και εύχομαι να μην έχουν πέσει από τώρα για ύπνο. Αύριο είναι εργάσιμη μέρα και ο κόσμος ξυπνάει νωρίς. Ακούω βήματα να κατεβαίνουν τις σκάλες τρίζοντας. Μια γυναικεία φωνή ρωτάει ποιος είναι. Δεν της απαντώ για να της κάνω έκπληξη. Ανοίγει το μικρό τζαμάκι και με κοιτάζει. Δεν με αναγνωρίζει. Φταίει μάλλον το καραφλοκούρεμα. Γυαλίζει ο γλόμπος μου από το πολύ μερεμέτι. Εκείνη δεν έχει αλλάξει καθόλου. Μου φαίνεται και λίγο ομορφότερη. Πιο λαμπερή. Φοράει μία κόκκινη μπιρμπιλωτή ρόμπα. Είναι αναμαλλιασμένη και αναψοκοκκινισμένη. Με κοιτάζει επίμονα μέσα στα μάτια γεμάτη απορία. Και στα χέρια μου αν κρατάω τίποτα. Με ρωτάει αν είμαι από την πιτσαρία. Πριν από τρία τέταρτα τηλεφώνησε για την παραγγελία. Δεν την περίμενε τόσο γρήγορα.

Δεν της απαντώ. Μένω βουβός. Μόνο της χαμογελάω κι εκείνη τσαντίζεται. Είναι έτοιμη να με διολοστείλει βραδιάτικα θεωρώντας ότι είμαι κάνας μουρλός. Τελικά δεν αναγνώρισε τον κουμπάρο που την στεφάνωσε. Που έκανε κι αυτή την αγγαρεία για χάρη τους. Το κολλητάρι του άντρα της που εδώ κι ένα χρόνο είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Αν και αυτή έχει να με ακούσει και να με δει πιο πολύ καιρό. Τρία τέσσερα χρόνια νομίζω. Της λέω ποιος είμαι και μένει έκπληκτη με ανοιχτό στόμα. Ξαφνιάζεται. Μπορεί και να μην με πιστεύει. Πάντως δεν μου ανοίγει την πόρτα να περάσω μέσα. Είναι καχύποπτη και επιφυλακτική. Δεν ξέρω για ποιο λόγο μα μου ζητάει συγνώμη. Περίμενε τον ντελιβαρά με τις πίτσες. Δυστυχώς το φιλαράκι μου δεν είναι στο σπίτι. Εδώ και έξι μήνες έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης δίχως να δώσει σημεία ζωής. Ούτε ένα τηλεφώνημα. Ούτε ένα γράμμα. Ανησυχεί πολύ. Φοβάται μην του έχει συμβεί κάτι κακό. Αμέσως ενημέρωσε την αστυνομία. Βγάλανε ανακοινώσεις στις εφημερίδες και στις τηλεοράσεις και ψάξανε παντού μα τζίφος. Χαμένος κόπος. Άφαντος ο κουμπάρος. Πουθενά. Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Μπορεί και να τεζάρισε και να τα κακάρωσε. Να τίναξε τα πέταλα και τέρμα τα δίφραγκα. Ή να την κοπάνησε στο εξωτερικό προς άγνωστη κατεύθυνση. Να τον έβρισκαν τουλάχιστον για να μην την βασανίζει η αμφιβολία. Να ηρεμήσει. Να κοιτάξει τι θα κάνει στη συνέχεια με τη ζωή της.

Ξαφνικά σχίστηκε ο ουρανός στη μέση κι άρχισε να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Νερό με το τσουβάλι. Όμως ακόμη και τώρα δεν μου ανοίγει να περάσω μέσα. Τουλάχιστον κάτω απ’ το υπόστεγο είμαι προφυλαγμένος από την βροχή. Ίσως να έχει τους λόγους της. Επιπλέον δεν μου φαίνεται και πολύ στεναχωρημένη από την εξαφάνιση του συζύγου της. Ούτε κι εγώ ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα. Ίσως και να το περίμενα. Μόνο στεναχωρέθηκα λιγάκι που δεν θα μπορέσει να με βοηθήσει σε τούτη τη δύσκολη φάση που περνάω. Να με συνδράμει στις δυσκολίες μου για άλλη μια φορά. Να μου συμπαρασταθεί τώρα που τον έχω και πάλι ανάγκη. Μα έχει κι αυτός τα δικά του. Ήξερα ότι είχε μπερδέματα. Ήταν δικηγόρος και ασχολιόταν κυρίως με εργατικά ζητήματα. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε τον είδα σκεφτικό και προβληματισμένο. Έχω μπλέξει άγρια μου είχε πει χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες. Όσο λιγότερα ήξερα τόσο το καλύτερο για μένα. Ήθελε να με προφυλάξει. Ίσως κάποιοι να με έψαχναν και να ζητούσαν πληροφορίες. Δεν ήθελε να μπλέξω και να με τραβάνε από δω κι από κει διάφοροι τυχάρπαστοι και μαφιόζοι. Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι για κείνον. Έπρεπε να εξαφανιστεί προτού τον καθαρίσουν. Να χάσουν τα ίχνη του και την οσμή του. Σκεφτόταν να ζητήσει άσυλο σε κάποια μονή στο άγιο όρος και να φορέσει ράσο. Όταν μου το είπε γέλασα. Δεν ξέρω αν μιλούσε σοβαρά μα δεν θα ‘ταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Γεμάτα είναι τα μοναστήρια από καταζητούμενους και φυγάδες.

Μου εξήγησε ότι με κείνον τον ηγούμενο ήταν παλιοί συμμαθητές και θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Είχαν μεγαλώσει μαζί. Γνωρίζονταν από παιδιά και του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Θα μπορούσε να τον κρύψει για ένα διάστημα μέχρι να περάσει η μπόρα. Επομένως ο φίλος μου μπορεί να την έκανε για εκεί. Ποιος ξέρει. Αν πρόλαβε και δεν τον έφαγαν μπαμπέσικα. Επισήμως αγνοείται ακόμη. Πρέπει να χρώσταγε σε τοκογλύφους. Τελευταία να είχε μπλέξει χοντρά με τον τζόγο και τα παράνομα στοιχήματα. Από κάτι μισόλογα έτσι είχα καταλάβει. Και πάλι δεν ήμουν σίγουρος για τίποτα. Όμως σε κείνη δεν θα έλεγα τίποτα. Ίσως πάλι και να ξέρει και να μη θέλει να μου πει. Δικαίωμά της. Αν και τα τελευταία χρόνια δεν τα πήγαιναν καλά οι δυο τους. Είχαν μαζευτεί πολλά μαύρα σύννεφα πάνω από τον χασοδίκη μου. Κρίμα γιατί κατά βάθος ήταν πολύ καλό παιδί και φίλος καρδιακός. Και τον είχα προειδοποιήσει να μην τους παντρέψω εγώ. Δεν τα πήγαινα καλά με τις εκκλησίες και τους παπάδες. Θα τους έφερνα γρουσουζιά. Εγώ του το ‘πα μα δεν μ’ άκουσε. Μόνο έσκασε στα γέλια και με συμβούλεψε να μην είμαι προληπτικός. Δεν πειράζει. Ας έπαιζα και λιγάκι θέατρο την ώρα του μυστηρίου. Δεν θα έβλαπτε κανέναν. Ιδιαίτερα το θεό και τους αγίους του. Όλοι στη ζωή μας ρόλους παίζουμε. Αρκεί να μην υποκρινόμαστε αλλά να ήμαστε καλοί ηθοποιοί. Έτσι κι αλλιώς η κουμπαριά μας δεν έγινε για λόγους συμφέροντος. Ερχόταν να σφραγίσει μια παλιά και δυνατή φιλία μεταξύ μας. Και η νυφούλα μας βέβαια δεν είχε καμία αντίρρηση. Από την πρώτη στιγμή που με γνώρισε της έγινα πολύ συμπαθής. Ταιριάξαμε αμέσως σε όλα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος από το πάνω πάτωμα κα η κουμπαρομπεμπέκα μου δαγκώθηκε με δύναμη μέχρι που μάτωσαν τα κερασένια της χειλάκια. Ταράχτηκε. Με κοίταξε τρομαγμένη γεμάτη απόγνωση. Ζητούσε τον οίκτο και την κατανόησή μου. Πρέπει να ήταν με κάποιον άλλον στο σπίτι μα μου ήταν αδιάφορο. Χέστηκα. Ούτε καν το σχολίασα. Το πέρασα στο ντούκου. Έκανα ότι δεν άκουσα τίποτα. Καθόλου δεν με ένοιαξε. Ας είχε όποιον ήθελε και να περνούσε καλά περιμένοντας τον άντρα της να γυρίσει από τα ξένα. Να γλένταγε τα νιάτα και την ομορφιά της. Και να την έχει ο κάθε πασάς και αφέντης δεμένη για ασφάλεια. Να τη βοηθάει στο κοτσάρισμα για να μην την χάσει. Να την δένει με άγκυρα για μην την παρασύρει ο άνεμος μακριά. Να την σέρνει και να την σπρώχνει και να την ανυψώνει με το βαρούλκο και την τροχαλία. Να την παίρνει και να την σηκώνει ο διάολος κι ο σατανάς και κάθε κερατάς βερνικωμένος. Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι. Χα χα. Καρφί δεν μου καιγόταν.

Το θυμάμαι καλά. Έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ανεξίτηλα. Από παλιά φοβόταν να μένει μόνη της τα βράδια. Ήταν αδύναμη. Όποτε έλειπε ο άντρας της στην πρωτεύουσα για δουλειές με έπαιρνε τηλέφωνο και πήγαινα να της κρατήσω για λίγο παρέα. Ειδικά όταν είχε παλιόκαιρο με βροντές και αστραπές. Τυλιγότανε πάνω μου και γινόμασταν ένα κουβάρι. Εκείνη την εποχή αμέσως σε μένα πήγαινε ο νους της. Σίγουρα ως κουμπάρος είχα προτεραιότητα και κάποια παραπάνω δικαιώματα από τους άλλους μνηστήρες γνωστούς και παρατρεχάμενους. Δεν είχα πει τίποτα στο φίλο μου για να μην τον στεναχωρήσω. Μα κάτι πρέπει να είχε ψυλλιαστεί από μόνος του. Κορόιδο της φακής ήταν μα όχι και τελείως μαλάκας. Πίτσες παραγγέλναμε και τότε. Στις τρεις η μία ήταν δώρο. Έτσι κι αλλιώς δυο ολόκληρες πέφτουν πολλές για μία λεπτεπίλεπτη μαντάμ με καθωσπρέπει τρόπους και ανατροφή. Θα βαρυστομαχιάσει αν τις φάει μονάχη της. Χρειάζεται μια μικρή βοήθεια απ’ τον κοτσαδόρο της. Και τον πουτσαδώρο της βέβαια.

Μετά από λίγα λεπτά η βροχή σταμάτησε και ο ουρανός ξαστέρωσε τελείως. Βγήκε και το ολόγιομο φεγγάρι που τόση ώρα ήταν καλά κρυμμένο. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Μα κι εγώ ήμουν βιαστικός. Έπρεπε να φύγω. Της ευχήθηκα ότι καλύτερο και σύντομα να επιστρέψει ο φίλος μου στο σπιτάκι του και την οικογενειακή του θαλπωρή και φωλίτσα. Δεν της είπα τίποτα για τα δικά μου προβλήματα και για ποιο λόγο ήθελα να τον δω. Ούτε βέβαια της ζήτησα να με φιλοξενήσει για ένα διάστημα μέχρι να ορθοποδήσω ξανά. Να έχει κι εκείνη μια παρέα τα βράδια και να μην αγριεύεται μονάχη της. Θα ήταν άσκοπο. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε. Θα είχε βρει άλλους καλύτερους αντικαταστάτες μου. Με ευχαρίστησε για τα καλά μου λόγια κι έκλεισε το τζαμάκι της εξώπορτας. Άκουσα τα βήματά της να ανεβαίνουν αργά τις ξύλινες σκάλες του παλιού νεοκλασικού.

Την ώρα που έφευγα ερχόταν ο πιτσαδόρος με το μηχανάκι του. Ήταν ένας όμορφος νεαρός γύρω στα είκοσι. Είχε φάει νερό με το τουλούμι κι έσταζε ολόκληρος. Είχε γίνει λούτσα παρόλο που φόραγε αδιάβροχο. Ο ντελιβεράς σταμάτησε έξω από την πόρτα και χτύπησε δυνατά το κουδούνι. Στα χέρια κρατούσε τρία κουτιά και περίμενε να του ανοίξουν. Είχα απομακρυνθεί κάμποσα μέτρα όταν ασυναίσθητα γύρισα το κεφάλι μου πίσω και κοίταξα ψηλά. Στο μπαλκόνι τους μία ημίγυμνη σκιά απολάμβανε όρθια τη δροσιά της νύχτας καπνίζοντας. 

 

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

ΤΟ ΡΕΤΙΡΕ

Έχει βραδιάσει για τα καλά και νομίζω πως είναι δέκα. Έτσι μου φαίνεται. Μόλις ακούστηκε η καμπάνα της διπλανής εκκλησίας μα ήμουν αφηρημένος και απορροφημένος στις σκέψεις μου. Είχα το μυαλό μου αλλού. Με παίδευαν πολλά και διάφορα για το δυσοίωνο μέλλον μου το κακορίζικο κι έχασα το μέτρημα. Μπερδεύτηκα και πάει χάθηκε η ευκαιρία. Πέταξε το πουλάκι. Είμαι βουτηγμένος μέχρι τα μπούνια μέσα στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα. Βολοδέρνω άσκοπα εδώ κι εκεί. Όπου με σέρνουν οι καιροί και οι άνεμοι της ζωής. Έχω καταντήσει ένα άβουλο πιόνι της τύχης. Τέτοιος ήμουν από πάντα. Έτσι δεν υπολόγισα ακριβώς πόσα ήταν τα συνεχόμενα χτυπήματα της μοίρας μου. Κρίμα γιατί μικρός ήμουν καλός στην αριθμητική. Ήταν σίγουρα προειδοποιητικά και με καλούσαν κοντά τους μα εγώ εκείνη τη στιγμή χάζευα τους περαστικούς. Κακώς. Πρέπει να γίνω πιο προσεκτικός.

Κοιτάζω ψηλά το φεγγάρι και τα αστέρια. Δεν έχω άλλο τρόπο να διαπιστώσω  την ώρα παρά μόνο από τη θέση τους στον ουράνιο θόλο. Έτσι όπως κάνανε οι παλιοί ναυτικοί. Κατέχω κάποιες βασικές γνώσεις αστρονομίας. Θυμάμαι αρκετά απ’ το παλιό φιλομαθές παρελθόν μου. Κάτι έχει μείνει στο κεφαλάκι μου το κούφιο. Η μνήμη μου ακόμη αντιστέκεται στη λήθη και την άνοια. Αρκεί το στερέωμα να μην είναι μαύρο κι άραχνο. Γεμάτο από απειλητικά σύννεφα όπως σήμερα. Είμαι άτυχος μα φταίω κιόλας. Δεν πήρα μαζί μου το κινητό μου τηλέφωνο και γύρω μου όλα τα ρολόγια του κόσμου είναι σταματημένα σε διαφορετικές μέρες και ώρες. Όλοι αυτοί οι μικρομέγαλοι δείκτες με έχουν μπερδέψει. Δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Και όποτε ρωτάω κάνα βιαστικό διαβάτη μουγκρίζει από μέσα του διάφορες άσχημες κακόηχες λέξεις. Δεν ξέρω τι μπορεί να σκέφτονται για μένα. Πού πηγαίνει το μυαλό του κάθε πονηρού. Είναι λεπτό το ζήτημα. Έχω τελείως απογοητευτεί. Μάλλον πρέπει να αλλάξω ημισφαίριο και να βρεθώ στους αντίποδες με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. Ίσως εκεί μάθω την μέρα και την ώρα με ακρίβεια χιλιοστού του δευτερολέπτου. Δίχως να κινδυνεύω να παρεξηγηθώ. Ίσως πάλι να ρωτήσω κάνα κοιμισμένο περιστέρι ή καμιά περαστική γατούλα να μου πει την αλήθεια. Τα άλλα ζώα δεν λένε ποτέ ψέματα. Δεν μας μοιάζουν. Δεν είναι σαν τα μούτρα μας. Μισό λεπτό κύριε να κοιτάξω το ρολόι μου.

Εδώ και κάμποση ώρα κόβω βόλτες έξω από τον πύργο του αφεντικού. Ο κατασκευαστής κατασκευάζει τις κατασκευές και ο δημιουργός δημιουργεί τα δημιουργήματα. Χα χα. Πού καιρός για όνειρα. Γυροφέρνω σαν το κοπρόσκυλο με την ουρά χωμένη κάτω από τα σκέλια. Είναι σίγουρα και με διαφορά το μεγαλύτερο κτήριο της πόλης. Έχει είκοσι πατώματα και στην κορυφή κάθεται ο βασιλιάς του με τις ευλογίες θεών και δαιμόνων αγναντεύοντας όλη του την επικράτεια. Οι άγγελοι και οι διάβολοι του σύμπαντος τον φοβούνται και τον προσκυνούν. Κανείς δεν συνωμοτεί εναντίον του. Κανείς δεν τολμά να τον αποκαθηλώσει από το βάθρο του. Να τον ρίξει από τον θρόνο του. Όλοι τον σέβονται και τον υπολήπτονται γιατί είναι αρχιμασκαράς και μεγαλοαπατεώνας περιωπής. Ο τύπος δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι το μεγάλο αφεντικό κι έχει πολλές αρετές και προτερήματα. Η εταιρεία βρίσκεται στους δύο τελευταίους ορόφους και ακριβώς από πάνω το γραφείο του. Στο ρετιρέ με το μεγάλο μπαλκόνι. Είναι ευάερο κι ευήλιο με φοβερή θέα. Από κει ψηλά αγναντεύει ολάκερη την πόλη και τη θάλασσα και τη γέφυρα και τα πάντα. Τα έχει όλα στο πιάτο για να ξεκουράζεται το μάτι του το αλλήθωρο. Τουλάχιστον όποτε κάνει διάλλειμα από τις πολλές του δουλειές με φούντες που έχει και δεν τελειώνουν ποτέ. Έχει άπειρα καθήκοντα και υποχρεώσεις. Και πολλά χρήματα βέβαια. Μα δουλεύει όλη μέρα μέχρι αργά το βράδυ και πάλι δεν προλαβαίνει. Πάντως είναι προκομμένος και εργατικός. Όχι κηφήνας σαν κάτι άλλους. Αυτό τουλάχιστον όλοι το παραδέχονται και του βγάζουν το καπέλο.

Κι αυτή την ώρα πάνω είναι και εργάζεται. Το γραφείο του έχει φως και φεγγοβολεί. Φωτίζει σαν φάρος όλη την σκοτεινή μας πόλη. Είναι ο άγρυπνος φρουρός της. Πρέπει να βρω τρόπο να τον πλησιάσω. Έστω μόνο για να του μιλήσω. Όχι βέβαια να πέσω στα πόδια του και να τον παρακαλέσω να με ξαναπροσλάβει. Να με πάρει πίσω στη δούλεψή του. Δεν κάνω τέτοια πράγματα. Να ξεφτιλιστώ τώρα και στα τελευταία. Να πέσω τόσο χαμηλά. Έχω κι εγώ κάποια αξιοπρέπεια. Λίγη τσίπα. Κάτι μου έχει απομείνει. Εδώ που τα λέμε καλύτερα που με απέλυσε. Που με έδιωξε κακήν κακώς από κοντά του. Που μου ‘δωσε τα παπούτσια στο χέρι. Είχα βαρεθεί τη σκλαβιά του γραφείου. Δεν άντεχα πια την γκρίνια του ούτε και το πρωινό ξύπνημα. Τα βράδια ξενυχτούσα κι έπινα. Είχα και αϋπνίες. Είχα αλλάξει τρόπο ζωής. Με είχε πάρει ο ολισθηρός κατήφορος. Η κάτω βόλτα. Ας πούμε ότι περνούσα μια υπαρξιακή κρίση συνειδήσεως στη μέση ηλικία. Δεν μπόρεσα να την αντιμετωπίσω. Ούτε βέβαια ζήτησα βοήθεια απ’ τους ατζαμήδες ειδικούς ψυχολόγους της κακιάς ώρας. Το αφεντικό είναι ξύπνιος άνθρωπος. Κάτι πρέπει να είχε πάρει χαμπάρι και με συνοπτικές διαδικασίες με απάλλαξε από τα καθήκοντά μου. Πριν κάποιους μήνες καταριόμουν το παλιόμουτρο μέρα και νύχτα. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Ήθελα να τον εκδικηθώ. Να τον καθαρίσω και να τον βγάλω από τη μέση μα τώρα βλέπω τα πράγματα πιο ψύχραιμα και πιο καθαρά. Τελικά καλό μου έκανε. Με βοήθησε και τον ευγνωμονώ. Πλέον θέλω να τον δω απλά και μόνο για να τον ευχαριστήσω κι όλα μεταξύ μας θα είναι μέλι γάλα. Μα κείνος με φοβάται και με διώχνει. Και με το δίκιο του. Φυλάγεται. Δεν γνωρίζει τις πραγματικές μου διαθέσεις και ότι έχω αλλάξει άποψη γι’ αυτόν. Δεν με εμπιστεύεται. Με φοβάται. Κάτω στην είσοδο υπάρχει πάντοτε ένας φύλακας όλο το εικοσιτετράωρο. Έχω προσπαθήσει αρκετές φορές να πλησιάσω μα τα μαντρόσκυλα με διώχνουν σηκωτό. Λένε ότι εκτελούν εντολές άνωθεν. Δηλαδή από εκείνον. Το μεγάλο αφεντικό. Κρίμα γιατί πολύ θα ήθελα να τον αγκαλιάσω σφιχτά και να τον ασπαστώ σταυρωτά.

Έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε μα το θυμάμαι ακόμα πολύ καλά. Όταν είχα φύγει απ’ την πρωτεύουσα και είχα πρωτοέρθει σ’ αυτήν την κακορίζικη πόλη. Σε τούτο το μικρό χωριό με τα μεγάλα φώτα όπως αποδείχτηκε στην πορεία. Καραμπινάτη περίπτωση επαρχίας που ταιριάζει μόνο σε τακτοποιημένους νοικοκυραίους που θέλουν να μεγαλώσουν ήσυχα τα παιδάκια τους και να τα κάνουν ίδια κι όμοια με τα μούτρα τους.  Και να ‘χουν καλά γεράματα κι έναν ήσυχο θάνατο στο κρεβατάκι τους. Τον πρώτο καιρό έμεινα κι εγώ στο ρετιρέ μιας ψηλής πολυκατοικίας. Το δώμα ήταν όλο κι όλο είκοσι τετραγωνικά. Ίσα που χωρούσα μα είχε μικρό νοίκι και ήταν μεγάλη ευκαιρία. Η εποχή ήταν όμορφη τότε και αισιόδοξη. Ήθελα να βρίσκομαι κοντά στα σύννεφα στον ουρανό στα αστέρια και τον θεό. Στην κορυφή του κόσμου. Έτσι μου φαινόταν. Κι από κει ψηλά να βλέπω και να παρακολουθώ όλους τους άλλους ανθρώπους μικρούς και ολόιδιους σαν μυρμηγκάκια και να τους έχω για τα αρχίδια μου. Να πετάω και καμιά πετρούλα στα κεφαλάκια τους και να τους τρομάζω σπάζοντας πλάκα με την πάρτη τους. Και όποτε μου τη βίδωνε να μπορούσα να ρίξω μια βουτιά στο κενό και να γλυτώσω από όλα τα βάσανα και τα μαρτύρια που συνήθως μας ταλαιπωρούν. Όμως δεν το έκανα ποτέ. Αντιθέτως. Κάθε πρωί που ξύπναγα χαράματα για να πάω στη δουλειά σήκωνα το κεφάλι μου ψηλά και χαμογελούσα στον καθαρό και καταγάλανο ουρανό. Όχι απλά και μόνο επειδή ήμουν ακόμα ζωντανός και μέσα στο παιχνίδι. Ήμουν και σαραντάρης. Πάνω στην ακμή μου με σφρίγος και ομορφιά. Ελεύθερος από την προηγούμενη ζωή μου και το άσχημο παρελθόν. Με ελπίδες και όνειρα για το μέλλον. Έκανα μεγαλεπήβολα σχέδια. Ένιωθα προνομιούχος και δυνατός γεμάτος αισιοδοξία. Πίστευα ότι μπορούσα να κατακτήσω τον κόσμο ολόκληρο. Κάθε καινούργια μέρα που ξεκίναγε ήταν υπέροχη. Έμοιαζε φανταστική. Όλα μπορούσαν να συμβούν. Όλα τα ενδεχόμενα ήταν πιθανά όπως στα παραμύθια. Μα κι αυτά κρατάνε λίγο. Μέχρι να σε πάρει ο ύπνος το βράδυ και να αρχίσεις τα βαριά ροχαλητά. Τότε έρχονται στον οι πρίγκιπες και τα βασιλόπουλα για να σε παρηγορήσουν και οι κακοί δράκοι με τις μεγάλες φλόγες στο στόμα για να σε τρομάξουν πετώντας εναντίον σου θανατηφόρες βόμβες μολότοφ. Όλοι σε κυνηγούν και θέλουν το κακό σου. Παλεύεις με νύχια και με δόντια να τους ξεφύγεις μα δεν τα καταφέρνεις. Αγωνιάς. Σε ζώνουν διαρκώς τα μαύρα φίδια. Κάθε φορά ξυπνάς από τους εφιάλτες ιδρωμένος και αναστατωμένος και μαζεύεις τα σκεπάσματα και τα μαξιλάρια από το πάτωμα.

Και ένα πρωινό σηκώνεσαι από το κρεβάτι και κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και δεν μπορείς να αναγνωρίσεις πια τον εαυτό σου. Είναι ένας ξένος. Ένας άλλος. Κάτι έχει σπάσει μέσα σου. Τρέχεις στο παράθυρο για να χαρείς τον λαμπερό ήλιο και διαπιστώνεις ότι δεν βρίσκεσαι πλέον ψηλά στο ρετιρέ μα στο ευρύχωρο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου κάποιας άλλης πολυκατοικίας. Από τον ουρανό έχεις κατέβει κοντά στη γη. Έχεις γίνει και συ ένα μικρό ανθρωπάκι που ούτε απ’ το μπαλκόνι πια δεν μπορεί να πηδήξει για να σωθεί. Είναι πολύ χαμηλά για να σε λυτρώσει. Και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι τα χρόνια πέρασαν τρέχοντας και το δύσκολο παρελθόν βρίσκεται ξανά μπροστά σου. Είναι και πάλι απειλητικά παρόν. Το έρεβος σε κυνηγά ακόμη και στον ξύπνιο και δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Πλέον δεν έχεις όνειρα κι ελπίδες για το μέλλον. Έπαψες να κάνεις μεγαλεπήβολα σχέδια. Σου τελείωσαν κι έμειναν απραγματοποίητα. Κουράστηκες να περιμένεις. Έμεινες μόνος. Παρασύρθηκες στον σκοτεινό βυθό. Έπεσες μέσα στο πηγάδι. Πνίγηκες οριστικά και τελεσίδικα. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Περνάς απανωτές καταθλίψεις μα δεν τολμάς να αυτοκτονήσεις. Τρέμεις μη χάσεις την κακόμοιρη τη ζωούλα σου. Σκέφτεσαι παράλογα. Φοβάσαι το μεγάλο τίποτα που έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να το αποφύγεις. Αργά ή  γρήγορα θα έρθει η στιγμή που θα σου χτυπήσει την πόρτα. Μα όσο το καθυστερείς τόσο το καλύτερο λες. Τώρα πια έχεις καταντήσει κι εσύ ένα φοβισμένο ανθρωπάκι. Παραδέξου το. Είσαι για φτύσιμο. Λούζεσαι αυτά που κορόιδευες. Προτιμάς το ψυχοφθόρο σαράκι της ύπαρξης. Να παρατείνεις την αγωνία. Στο τέλος βρίσκεις παρηγοριά και καταφύγιο στη φαντασία σου βράζοντας στο ζουμί σου.

Αυτή την ώρα οι δρόμοι έχουν αδειάσει και οι περαστικοί διαβάτες έχουν επιστρέψει στα σπιτάκια τους. Πλησιάζω με τρόπο μα κάπως βαρύθυμα τον μαυροντυμένο σεκιουριτά. Είναι εύσωμος χειροδύναμος και βλοσυρός. Και το σημαντικότερο διπλάσιος από μένα. Σωστό ντερέκι. Τον φοβάμαι. Δεν μπορώ να τα βάλω μαζί του. Θα φάω άγριο ξύλο. Τη στιγμή που με βλέπει απότομα μπροστά του το πρόσωπό του σκληραίνει. Ευτυχώς δεν καταλαβαίνει ποιος είμαι. Είμαι καραφλός και γλόμπος κι έχω γίνει αγνώριστος. Τώρα με σέβεται και μου μιλάει στον πληθυντικό. Με ρωτάει σε τι θα μπορούσε να με εξυπηρετήσει. Να μου φανεί χρήσιμος. Βεβαίως κύριε. Του απαντώ με την ίδια ευγένεια και κορδώνεται γεμάτος υπερηφάνεια. Θα σκέφτεται ότι κάτι αξίζει κι αυτός σε τούτον τον κόσμο. Δεν είναι εντελώς για πέταμα. Ψηλώνει δυο πήχεις και μου χαμογελά ευχαριστημένος. Του λέω τι θέλω. Να δω το μεγάλο αφεντικό. Είναι απόλυτη ανάγκη να του μιλήσω. Πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου μα είναι απόρρητο. Δεν μπορώ να το εκμυστηρευτώ σε κανέναν άλλο. Μόνο στον ίδιο. Είναι ας πούμε κρατικό μυστικό. Με κοιτάζει μπερδεμένος και με ενημερώνει ότι τέτοια ώρα τα γραφεία του πύργου είναι κλειστά και δεν λειτουργούν. Ούτε ο κύριος του ρετιρέ δέχεται επισκέψεις. Είναι πολύ απασχολημένος και έχει δώσει σαφείς οδηγίες να μην τον ενοχλήσει κανείς και για οποιοδήποτε λόγο. Επιμένω. Το ζήτημα είναι επείγον και δεν χωράει αναβολή. Πρέπει να τον δω. Ξαφνικά ο φύλακας χάνει την υπομονή του και αγριεύει. Ποιος είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε. Όμως συνεχίζει να μου μιλάει στον πληθυντικό. Αυτό είναι κάπως καθησυχαστικό. Δεν γίνεται τίποτα κύριε. Δεν μπορώ να σας αφήσω να περάσετε. Θα βρω τον μπελά μου. Καταλάβετε και τη θέση μου. Ελάτε πάλι αύριο το πρωί. Παρακαλώ να απομακρυνθείτε από την είσοδο. Μη με αναγκάσετε να καλέσω την αστυνομία. Τσαντίζομαι και μουλαρώνω και δεν το κουνάω ρούπι από μπροστά του. Με πιάνει από το μπράτσο και με τραβάει παραπέρα σέρνοντας. Όσο μπορώ αντιστέκομαι. Σχεδόν χειροδικεί μα φοβάμαι να του παραπονεθώ μη μου ρίξει και καμιά ανάστροφη.

Μου το είπε καθαρά και ξάστερα. Αν δεν ξεκουμπιστώ από μπροστά του θα φωνάξει τους μπάτσους να με παραλάβουν για τα περαιτέρω. Είναι κάπως ευγενικός μα και του καθήκοντος. Δεν τα βγάζεις εύκολα πέρα μαζί του. Εντάξει μη με ακουμπάς φεύγω μα θα τα ξαναπούμε. Ξαφνιάζομαι με τον εαυτό μου πού βρήκα το θάρρος να του μιλήσω έτσι. Δεν μου απαντά. Για άλλη μια φορά νιώθω ταπεινωμένος. Ένα σκουπίδι της κοινωνίας. Απομακρύνομαι με αργά βήματα και σκυμμένο το κεφάλι. Εκείνος πλέον δεν μου δίνει καμία σημασία. Μάλλον σκέφτεται ότι γλύτωσε από το ενοχλητικό τσιμπούρι και τώρα η βάρδια του θα ξαναμπεί στους κανονικούς της ρυθμούς. Στην άγια ρουτίνα της. Βαριεστημένα βγάζει από την τσέπη του ένα τσιγάρο και το ανάβει. Θέλει να καπνίσει για να χαλαρώσει. Να διώξει από πάνω του την προσωρινή ένταση και τη σύγχυση της στιγμής. Να ηρεμήσει κάπως. Πιέστηκε αρκετά και παραλίγο να φτάσει στα άκρα. Κινδύνεψε να βγει εκτός εαυτό. Ακόμη και να χάσει τη δουλειά του. Όλα ήταν πιθανά και ενδεχόμενα. Τριγύρω υπάρχουν πολλές κάμερες. Παρόλο που τελικά συγκρατήθηκε. Διατήρησε την ψυχραιμία μου. Φέρθηκε εντελώς επαγγελματικά. Τον κοιτάζω από μακριά κι αρχίζουν να με ζώνουν οι τύψεις και οι ερινύες. Σκέφτομαι ότι του χάλασα τη διάθεση του ανθρώπου. Του δημιούργησα πρόβλημα στην εργασία του. Τον οδήγησα στο ναρκωτικό παυσίλυπο της νικοτίνης. Στην έσχατη λύση. Ότι εξαιτίας μου καταστρέφει την υγεία του και την ψυχολογία του. Θέλω να πάω πάλι κοντά του και να του ζητήσω συγνώμη μα φοβάμαι και σκιάζομαι. Αρκούμαι στον να τον κοιτάζω από μακριά να ρουφάει τις τζούρες του και να βγάζει από τη μύτη του τη μαύρη πίσσα του καπνού. Η καύτρα του αναβόσβηνε ρυθμικά. Κάπως έτσι ανεβοκατεβαίνει και το στήθος του παίρνοντας βαθιές αναζωογονητικές ανάσες. Χαλαρώνοντας.  

Εκείνη τη στιγμή σηκώνω το βλέμμα μου ψηλά προς το φωτισμένο ρετιρέ και κοκαλώνω από τον φόβο. Μένω άγαλμα. Μια μαύρη σκιά εφορμά σαν στούκας σε κατακόρυφη πτώση προς το έδαφος. Μοιάζει με μαύρο πουλί που έχει τις φτερούγες του ορθάνοιχτες. Ακούγεται μία τρομακτική κραυγή. Κατεβαίνοντας όλο και μεγαλώνει όλο και μεγαλώνει και στο τέλος σκάει σαν ατομική βόμβα με δύναμη στο τσιμέντο λίγα μέτρα μόνο μακριά απ’ τον σεκιουριτά. Δεν ήθελε και πολύ για να πέσει πάνω του και να τον τσακίσει. Στο τσακ την γλύτωσε ο φρουρός. Παραλίγο να τον κάνει κιμά. Μπαμ και μπουμ. Ο θόρυβος της πρόσκρουσης είναι εκκωφαντικός. Ίσως να δημιούργησε κι έναν μεγάλο κρατήρα. Τέτοια ένταση είχε. Εμένα τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Πλησιάζω για να δω τι έγινε. Ο σεκιουριτάς είναι γεμάτος με αίματα. Η στολή του λερωμένη. Κατακόκκινη. Το πρόσωπό του ωχρό και πανιασμένο από τον τρόμο. Κατακίτρινο. Ξαφνικά συνειδητοποιεί τι έχει γίνει και ουρλιάζει. Τρέμει ολόκληρος και βρίσκεται εκτός εαυτού. Εγώ κοιτάζω ψύχραιμα τον άνθρωπο που έπεσε από ψηλά. Έχει σφηνώσει στο τσιμέντο και δεν κουνιέται ρούπι. Είναι το μεγάλο αφεντικό. Αν και το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο καταφέρνω να τον αναγνωρίσω. Έχει γίνει χίλια κομμάτια. Σάρκες και κόκαλα πεταμένα εδώ κι εκεί. Ποιος ξέρει το γιατί. Ή αυτοκτονία ή ατύχημα ή δολοφονία. Οι αρμόδιοι θα ψάξουν και θα βρουν την αιτία. Κρίμα τον λεβέντη πάνω στο άνθος της ηλικίας του. Πάντως εμένα δεν με νοιάζει πια ούτε με αφορά. Δεν έχει καμία σημασία. Η υπόθεση έληξε. Κρίμα μόνο που δεν προλάβαμε να τα ξαναβρούμε και να φιλιώσουμε. Θα το ‘χω βάρος στη συνείδησή μου. Παρόλο που δεν φταίω εγώ.

Ετοιμάζομαι να φύγω και να συνεχίσω τη βόλτα μου μέσα στην νυχτερινή πόλη. Τότε ο σεκιουριτάς συνέρχεται από το σοκ. Ανακτά την αυτοκυριαρχία του και ξαναγίνεται ο άνθρωπος του καθήκοντος. Μπαίνει μπροστά μου και μου φράζει το δρόμο. Με σταματά. Μάλλον δεν θέλει να μείνει μόνος του με τον νεκρό. Σκιάζεται κοτζάμ άντρας. Φοβάται μην αναστηθεί και σηκωθεί όρθιος ο πεθαμένος. Μη γίνει ζόμπι. Μου λέει ότι δεν μπορώ να φύγω. Υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας και πρέπει να δώσω κι εγώ κατάθεση στις αρχές. Θα ειδοποιήσει αμέσως την αστυνομία. Βγάζει το κινητό του από την τσέπη και πληκτρολογεί τον γνωστό τριψήφιο αριθμό έκτακτης ανάγκης. Περιμένει ανυπόμονα να το σηκώσουν. Όμως αυτή η ιδέα εμένα δεν μου αρέσει καθόλου. Μυρίζομαι ταλαιπωρίες και μπλεξίματα βραδιάτικα. Δεν έχω καμία διάθεση να χαραμίσω τη νύχτα μου στις ασφάλειες και στα νεκροτομία. Άσε που μπορεί να βρω και το μπελά μου από πάνω. Ποια ήταν η σχέση μου με τον μακαρίτη και τα ρέστα. Τι τον ήθελα εκείνη την ώρα. Όλα θέλουν να τα μαθαίνουν τα καρακόλια. Είναι πολύ περίεργοι και αδιάκριτοι. Για το καλό μας πάντα. Για να λάμψει η αλήθεια και η δικαιοσύνη φυσικά. Όμως μακριά από μπάτσους και δικαστές. Ο φύλακας του νόμου και της τάξης με κρατάει ακόμη από το μπράτσο γερά για να μην του φύγω. Μου ζητάει τα στοιχεία μου. Να του πω πώς με λένε. Κανένας αγόρι μου και δεν είδα ούτε γνωρίζω τίποτα. Και με μια απότομη κίνηση του ξεφεύγω και το βάζω στα πόδια. 

 

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

ΚΑΡΑΦΛΟΚΟΥΡΕΜΑ ΜΕ ΜΕΡΕΜΕΤΙ

Η ώρα κοντεύει εννιά και τα καταστήματα σε λίγο κλείνουν. Εξ από ανέκαθεν που λένε και στο χωριό μου. Έχω αργήσει στο ραντεβού μου μα πλησιάζω γοργά. Τρέχω και δεν φτάνω. Νομίζω ότι κάποιοι με κυνηγούν. Θέλουν να μου την φέρουν πισώπλατα. Σε λίγο θα με προφτάσουν και τρέμω μη με φάει η μαρμάγκα. Δεν φταίω εγώ. Έγιναν πολλά και διάφορα που με καθυστέρησαν. Κουραφέξαλα. Ψάχνω για δικαιολογίες μα δυσκολεύομαι να τις βρω. Μου έχουν τελειώσει. Ούτε μπορώ να επινοήσω καινούργιες και φρέσκιες. Η φαντασία μου είναι φτωχή. Δεν έχω καλή σχέση με τον χρόνο. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Καταριέμαι τον εφευρέτη των ρολογιών και τους οπαδούς της βιαστικής και έντονης ζωής. Γουστάρουν την ταχύτητα μα όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Απ’ την άλλη εγώ προτιμώ την τεμπελιά και τη βραδύτητα. Είναι δικαίωμά μου. Γούστο μου και καπέλο μου ρε φίλε και λογαριασμό δεν δίνω σε κανέναν. Όμως πρέπει να προλάβω τον κομμωτή μου στο μαγαζί για να του εξηγήσω. Πρέπει να μάθει γιατί αργοπόρησα. Τουλάχιστον να μην έχει κατεβάσει ακόμα ρολά. Χρειάζομαι επειγόντως έναν καλλωπισμό με ειδική περιποίηση. Θα τον παρακαλέσω να μου κάνει τη χάρη. Ίσως και να με δεχτεί. Ευτυχώς. Από μακριά βλέπω τα φώτα αναμμένα και την πόρτα ακόμα ανοιχτή. Είναι στα σκουπίσματα. Με το φαράσι στο χέρι μαζεύει τις ψόφιες τρίχες απ’ το πάτωμα. Είναι καθαρό παιδί. Επιπλέον του αρέσει η τάξη και η οργάνωση. Είναι ο προσωπικός μου μπαρμπέρης. Και ισόβιος. Δεν τον αλλάζω με τίποτα. Με καμία δύναμη. Θα με κουρεύει και θα με ομορφαίνει μέχρι να πεθάνω.

Κουτσά στραβά έφτασα. Στο πι και φι. Στο παλούκι και στη φούρκα. Μπαίνω στο κουρείο φουριόζος και του ζητάω χίλιες συγνώμες. Προσπαθεί να προσποιηθεί τον τσαντισμένο μα δεν τα καταφέρνει. Είναι κακός ηθοποιός. Δεν κάνει για δράματα και τραγωδίες. Στην αρχή ρουτζώνει και μου κάνει μούτρα μα δεν κρατιέται για πολύ η υποκρισία του. Μετά από λίγο σπάει και μου χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο. Πέφτει στην αγκαλιά μου σαν μικρό παιδί που νιώθει παραπονεμένο και παραμελημένο απ’ τον άστοργο πατέρα του. Που ζητάει μονάχα αγάπη. Έστω και λίγη από την καλοσύνη των ξένων. Κι ας είναι ένας κοτζάμ τριαντάρης και μαντράχαλος. Κι ας μην του φαίνεται γιατί μικροδείχνει. Με ρωτάει πού χάθηκα τόσο καιρό. Αν έλειπα ταξίδι. Αν είχα πάει κάπου μακριά. Αν ήμουν άρρωστος. Αν με είχαν κλείσει στη στενή. Γιατί τόσο καιρό δεν έδωσα σημεία ζωής. Η συμπεριφορά μου ήταν γαϊδουρινή. Ανησυχούσε μην έπαθα κάτι. Και γιατί είμαι έτσι ακούρευτος. Αν έχω κάποιο πένθος και διάφορα άλλα κουραστικά. Οι ερωτήσεις του πέφτουν σαν ριπές και μου γαζώνουν όλο μου το κορμί. Σαν σφαλιάρες πάνω στο σβέρκο μου. Με πιάνουν απροετοίμαστο. Αιφνιδιάζομαι. Τον κόβω απότομα. Πολλά ρωτάς φίλε και πού να σου εξηγώ. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Ίσως κάποια άλλη φορά να σου πω. Τώρα δεν προλαβαίνω. Δεν έχω καιρό για χάσιμο. Είμαι βιαστικός. Με περιμένουν δουλειές με φούντες. Κατσουφιάζει μα δεν φέρνει αντιρρήσεις. Έχει πάνω από ένα χρόνο να με δει και μάλλον του φαίνομαι κάπως ψυχρός και απόμακρος. Κάπως αλλαγμένος. Φοβάται ότι τον ξέχασα. Μπορεί και να του έλειψα. Ποιος ξέρει τι συλλογίζεται. Δεν μπορώ να μπω μέσα στο μυαλό του και να διαβάσω τις σκέψεις του. Ούτε καν από την εμπειρία μου να μαντέψω. Τέλος πάντων δεν είμαι και κάνας παντοδύναμος θεός. Ούτε παντογνώστης.

Με καθίζει στην πολυθρόνα και μου βάζει την πετσέτα γύρω απ’ το λαιμό. Τα έμπειρα δάχτυλα χώνονται μέσα στη μακριά μου χαίτη και την ανακατώνουν εξεταστικά. Είναι απαλή και βελούδινη. Καταλαβαίνει ότι έχω λουστεί από το σπίτι. Με ρωτάει πώς θέλω να τα κόψουμε και απαντάει μόνος του. Μάλλον όπως κάθε φορά. Δεν έχει ξεχάσει πώς κουρεύομαι. Όμως η σημερινή μου προτίμηση τον ξαφνιάζει. Δίνω διαταγή αμετάκλητη και τα σκυλιά δεμένα. Κάνε με αγνώριστο. Θέλω μαλλί γουλί και καραφλοκούρεμα μερεμέτι περιποιημένο. Έτσι ακριβώς όπως σου το λέω. Να μην μείνει τρίχα ζωντανή πάνω στο κεφάλι μου. Σκότωσέ τες όλες. Γενοκτονία και ολικός αφανισμός τους. Το νου σου. Άκου με προσεκτικά. Και στο πρόσωπο κόντρα ξύρισμα. Να μοιάζω με σκληρό και αγριεμένο καργιόλη όπως εκείνα τα μουνιά τους ακροδεξιούς τους χρυσαυγίτες τους φασίστες και τους χιτλερικούς. Να με βλέπουν και να τρομοκρατούνται. Να τους πιάνει σύγκρυο και να χέζονται πάνω τους όταν περνάω από μπροστά τους. Μόνο που δεν θα φοράω μαύρα και πέτσινα. Και δεν θα κρατάω λοστάρια και αλυσίδες στα χέρια. Μα αυτά είναι λεπτομέρειες. Πάρε μου όλες τις τρίχες από τα γένια και τα φρύδια. Από τις μασχάλες και τις πουτσότριχες. Από παντού. Απόψε θέλω ριζική αποτρίχωση με κερί σε όλο μου το κορμί. Να ξαναγίνω σαν νεογέννητο μωράκι. Τόσο άτριχος. Με κοιτάζει κατάπληκτος και με το στόμα ανοιχτό. Είναι αποσβολωμένος από το παραλήρημά μου. Δεν μπορεί να πιστέψει στα αυτιά του. Νομίζει ότι μουρλάθηκα. Ότι έχασα τα λογικά μου. Στην αρχή προσπαθεί να το πάρει στην πλάκα. Ότι αστειεύομαι. Ότι λέω καλαμπούρια για να γελάσουμε. Επιμένω παραμένοντας ασυγκίνητος. Κάνε τη δουλειά σου λεβέντη μου. Δυσανασχετεί. Λέει ότι δεν θα μου πηγαίνει. Θα γελάει ο κόσμος με τα χάλια μου. Κόβει το μάτι του μα το σχόλιό του είναι περιττό και με αφήνει αδιάφορο. Δήθεν θυμώνω και σμίγοντας τα φρύδια τού χαμογελώ βλοσυρά. Κάνω και μια αλλόκοτη γκριμάτσα. Δυσερμήνευτη. Άμα θέλω έχω πολύ πλάκα. Γίνομαι σωστός καραγκιόζης. Πλέον το παιδί δεν μπορεί να βγάλει άκρη με την πάρτη μου. Μένει μπροστά μου άγαλμα. Δεν ξέρει τι να κάνει. Αργεί μα εγώ δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Βιάζομαι.

Ξαφνικά χάνω την υπομονή μου και αγριεύω. Ασυναίσθητα εξαπολύω το θανατηφόρο βλέμμα του μπάτσου και τα χάνει. Αιφνιδιάζεται και μένει κόκαλο. Πρέπει να το παραδεχτώ παρόλο που δεν με τιμάει καθόλου. Τελευταία έχω γίνει πολύ κυκλοθυμικός. Είμαι να με φοβάται το μάτι σου. Αγανακτώ με τη συμπεριφορά του. Βρίσκω την αντίδρασή του αντιεπαγγελματική και του βάζω τις φωνές. Πλέον του μιλώ σε άλλη γλώσσα που καταλαβαίνει καλύτερα. Του τα σούρνω χύμα και τσουβαλάτα. Παρ’ όλο που μου είναι υπερβολικά συμπαθής. Σοβαρολογώ αγόρι μου. Κάνε αυτό που σου λέω. Αν θέλεις να τα πάμε καλά εδώ μέσα. Εγώ είμαι ο πελάτης κι εγώ κάνω κουμάντο στις τρίχες μου. Μη με μπριζώνεις και μ’ ανάβουν τα λαμπάκια. Ανεβάζω κι άλλο τον τόνο της φωνής μου. Τώρα ουρλιάζω για τα καλά. Εγώ διατάζω μωρή παλιοχαμουρίτσα κι εσύ υπακούς. Είπα και ελάλησα. Τουμπεκιάσου λοιπόν και ξεκίνα και μην μου κάνεις τον δύσκολο. Στο καθήκον σου. Αυτά του λέω και του τσιμπάω τον πισινό με νόημα. Βγάζει ένα μικρό αναστεναγμό. Τότε μόνο οπισθοχωρεί και υποκύπτει στις βουλές στις επιθυμίες και στις ορέξεις μου. Όχι όμως χωρίς αντίσταση και πάλη δίνοντας την τελευταία του μάχη. Είναι χαλκέντερος. Δεν φοβάται κανέναν και τίποτα. Ούτε εμένα που τον καρφώνω μανιασμένα. Με κοιτάζει κι εκείνος σταθερά μέσα στα μάτια. Το βλέμμα του είναι κοφτερό και επίμονο. Με σφάζει με το μπαμπάκι. Δεν προσβάλλεται ούτε κατσουφιάζει. Είναι παλικάρι. Δεν πέφτει το ηθικό του. Δεν χάνει την αξιοπρέπειά του. Όπως νομίζεις. Μην μου πεις μόνο ότι δεν σε προειδοποίησα. Τα λόγια του είναι αυστηρά και δίκαια. Χαμηλώνω πρώτος τα μάτια και σωπαίνω. Δεν έχω κάτι άλλο να του πω. Για να με ηρεμήσει μου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά και αμέσως μετά πιάνει στο χέρι του την μηχανή. Αρχίζει να με κουρεύει με την ψιλή στην τελευταία σκάλα. Τούφες γκριζαρισμένων μαλλιών πέφτουν στο πάτωμα σωρηδόν και πεθαίνουν ειρηνικά δίχως να το κάνουν θέμα. Κρίμα γιατί μόλις είχε τελειώσει το σκούπισμα και το μαγαζί ήταν πεντακάθαρο. Θα τον βάλω σε διπλό κόπο μα είναι για καλό σκοπό. Βυθίζομαι στο κάθισμα και απολαμβάνω το ξαλάφρωμα του κεφαλιού μου. Ανυπομονώ να αντικρίσω την καινούργια μου φάτσα. Την τελευταία μου μεταμφίεση. Σαν να φοράω αποκριάτικη μουτσούνα. Χι χι. Πλέον θα είμαι ένας καράφλας και μισός. Αυτά που κορόιδευα θα τα λουστώ και μάλιστα οικειοθελώς. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη και κλείνω τα μάτια περιμένοντας την μεταμόρφωση. Ή μάλλον την παραμόρφωση. Πάντως νιώθω τύψεις. Με επισκέπτονται ξαφνικά. Όχι μόνο έφτασα αργοπορημένος αλλά από πάνω του ζήτησα και τα ρέστα. Είμαι ασυγχώρητος μα δεν πρόκειται να του ζητήσω συγνώμη. Σε λίγο ο προηγούμενος εαυτός μου θα αφανιστεί οριστικά. Και θα ξαναγίνω ολοκαίνουργιος.

Ο κομμωτής μου είναι τσιγγάνος. Δεν κατακρίνω το γεγονός. Απλά το αναφέρω. Δεν τους μισώ ούτε τους φοβάμαι τους ρομά. Δεν τους σιχαίνομαι ούτε τους απεχθάνομαι. Δεν είμαι ρατσιστής. Διαφορετικά δεν θα τον επέλεγα για μια τόσο σημαντική και δύσκολη αποστολή. Δεν θα τον εμπιστευόμουνα για να με κουρεύει. Πάντως είναι ειδική περίπτωση και ξεχωρίζει από τη φάρα του. Καθαρός και αρωματισμένος και πάντοτε ντυμένος στην πένα και με την τελευταία λέξη της μόδας. Είναι να τον θαυμάζεις και να τον χαίρεσαι. Και να τον ζηλεύεις. Μόνο που για μπαρμπέρης είναι απαράδεκτο να είναι ακούρευτος. Τα μαλλιά του είναι μακριά και τον δείχνουν για κοριτσάκι. Προσέχει πολύ τον εαυτό του μα δεν είναι καθόλου νάρκισσος. Αντιθέτως είναι ένα πολύ καλό παιδί. Η μητέρα του ήτανε τσιγγάνα μα πέθανε πριν από εφτά οχτώ χρόνια από την παλιαρρώστια. Από τότε ορφάνεψε. Έμεινε μόνος και έρμος σαν την καλαμιά στον κάμπο. Τουλάχιστον εκείνη τον βοήθησε να μάθει μια τέχνη για να βγάζει τίμια το ψωμί του. Μια δουλειά που του άρεσε κιόλας και την αγαπούσε και ήταν πολύ καλός σ’ αυτήν. Όταν έχασε την μανούλα του είχε μόλις τελειώσει τη σχολή κομμωτικής και είχε ανοίξει το μαγαζί. Από τότε έρχομαι και κουρεύομαι. Τυχαία τον γνώρισα. Μου άρεσε και τον κράτησα. Ο πατέρας του ήταν δικός μας. Μπαλαμός που λέει κι εκείνος ή λαϊκός. Γι’ αυτό και το πρόσωπό του είναι κάπως πιο ανοιχτό. Είναι μελαμψός μα δεν πολυμοιάζει με τους άλλους. Ομορφόπαιδο. Μπάσταρδος και ημίαιμος. Ωραίο κράμα. Πρέπει να ήταν ο καρπός μιας νυκτερινής ξεπέτας μάλλον επί πληρωμή. Δηλαδή ταλαιπωρίες και μπερδέματα και μια εξαρχής γαμημένη ζωή όνομα και πράμα. Η μάνα του έκανε βίζιτες για να τα βγάλει πέρα και κάποια στιγμή έγινε το ατύχημα. Ο ίδιος μου τα ‘χει πει με το νι και με το σίγμα. Χωρίς να ντραπεί για την καταγωγή του. Αν και μούλικο ήταν το αγαπημένο της παιδί. Του είχε ιδιαίτερη αδυναμία και το ξεχώριζε από τα άλλα. Μα κι εκείνος την αγαπούσε πολύ. Πλέον με τα αδέρφια του δεν διατηρεί σχέσεις. Ούτε με άλλους συγγενείς. Έχει ξεκόψει από όλο το σόι. Μένει μόνος του σε ένα δωματιάκι στο πίσω μέρος του μαγαζιού του κι έχει την ησυχία του. Ούτε με τον πατέρα του έχει κρατήσει επαφές. Τον είχε γνωρίσει τότε που ζούσε ακόμη η μάνα του μα εκείνος δεν τον θεώρησε ποτέ κανονικό του παιδί. Είχε φτιάξει άλλη οικογένεια και ήτανε ναυτικός. Ταξίδευε στα καράβια. Μια δυο φορές είχε περάσει και απ’ το κουρείο να τον δει μα στο τέλος λογοφέρανε άσχημα και τσακώθηκαν. Παραλίγο να πιαστούνε στα χέρια. Από τότε δεν ξαναπέρασε και καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ούτε που θέλει να τον ξαναδεί στα μάτια του. Τον έχει ξεγράψει κι αυτόν εντελώς απ’ τη ζωή του. Όπως και όλους τους άλλους από το σινάφι του.  

Όμως ο κομμωτής μου είναι και πούστης. Το  είπαμε και πιο πριν. Είναι ειδική περίπτωση. Μία τρελλοκοτσιδού που τον παίρνει από παντού. Ούτε κι αυτό το εξετάζω. Απλά το αναφέρω. Δεν τους μισώ ούτε τους φοβάμαι. Δεν τους σιχαίνομαι ούτε τους απεχθάνομαι. Δεν είμαι ομοφοβικός ούτε το παίζω και πολύ άντρας. Όλοι είμαστε θνητοί και περαστικοί από τη ζωή. Φτιαγμένοι από το ίδιο δέρμα που κάποτε θα το σκεπάσει το μαύρο χώμα και θα το χωνέψει η μάνα γη. Που πολύ σύντομα θα το φάνε τα σκουλίκια. Μόνο αυτό έχει σημασία. Τα υπόλοιπα είναι άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Δηλαδή μαλακίες για να έχουμε να λέμε και να περνάει η ώρα. Όσο ζούσε η μάνα του τον προστάτευε. Δεν τον άφησε ποτέ να ζητιανέψει. Δεν τον έμαθε να κλέβει. Προτιμούσε να πουλάει το ζηλευτό και αλαβάστρινο κορμί της για να τον μεγαλώσει. Έτσι ο μικρός δεν ένιωσε την περιφρόνηση και των οίκτο των ξένων. Τα υποτιμιτικά τους βλέμματα. Μόνο των δικών του. Δεν τον σημάδεψε η ντροπή. Ήταν δυνατή και όμορφη γυναίκα η μητέρα του. Κι αυτός της έμοιασε. Από εκείνη πήρε. Είχε τσαγανό. Σωστός κέρβερος. Δεν μπορούσε να τον πειράξει κανένας. Έστω και με μισή καρδιά οι άλλοι τριγύρω τον ανέχονταν. Σε τέτοια λεπτά ζητήματα ανδρισμού οι ρομά είναι πολλοί αυστηροί και παραδοσιακοί. Δεν παίζουν τόμπολες ούτε σηκώνουν αστεία. Ανάμεσά τους πάντα ήταν το μαύρο πρόβατο. Ένιωθε ξένος και παρείσακτος. Διαφορετικός. Ξεχώριζε. Βλέπεις του φαινότανε. Ήτανε ιδιαίτερα θηλυπρεπής και δεν μπορούσε να το κρύψει. Από μικρό παιδάκι κουνιόταν και λυγιόταν. Δεν το έκανε επίτηδες. Δεν ήθελε να προκαλεί. Μα ήτανε η φύση του. Έτσι γεννήθηκε. Δεν το επέλεξε. Αισθανόταν κοριτσάκι και το ‘δειχνε σηκώνοντας την κατακραυγή της φυλής. Τον είχαν ξεφωνίσει άγρια. Παλιόπουστα τον ανεβάζαν και παλιαδερφή του κερατά τον κατεβάζαν. Όταν εκείνη πέθανε κι έμεινε ολομόναχος τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ. Δεν τον σήκωνε πλέον το κλίμα. Του την πέσανε όλοι απάνω. Μέχρι που προσπάθησαν να τον βιάσουν ομαδικά πέντε έξι λεβέντες που ήταν και στενοί του συγγενείς. Φτηνά τη γλύτωσε εκείνη τη φορά μα τα χρειάστηκε. Και φυσικά δεν ήθελε να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Ίσως την επόμενη φορά να μην στεκόταν τόσο τυχερός. Πλέον το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Τους είχε σιχαθεί εντελώς. Σηκώθηκε κι έφυγε από κοντά τους ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν από δαύτους. Ήθελε την ελευθερία του. Να φασώνεται και να πηδιέται με όποιον του κάνει κέφι. Και ούτε ανάγκη τους είχε. Δόξα τον θεό είχε τη δουλειά του. Όμως κάποια στιγμή αργότερα έμαθε ότι είχε κολλήσει έιτζ. Ότι ήταν οροθετικός. Το πράγμα στράβωσε. Δεν το περίμενε. Του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Και δεν ήταν μόνο η κακιά στιγμή. Πήγαινε γυρεύοντας να φάει το κεφάλι του. Ήταν μικρός και είχε άγνοια του κινδύνου. Τις νύχτες έπαιρνε μεγάλα ρίσκα. Τζογάριζε με το θάνατο. Και πάλι καλά που δεν έπαθε τίποτα χειρότερο. Ευτυχώς δεν τον πήρε από κάτω. Κράτησε την ψυχραιμία του. Τώρα όμως έπρεπε να παίρνει τα φάρμακά του και να προσέχει. Έτσι κι αλλιώς είχε ακόμα όλη τη ζωή μπροστά του. Κάνε ότι νομίζεις. Μόνο μακριά από χάπια και ναρκωτικά. Μη μπλέξεις με τα καργιόλια του είχα πει με κάποια έγνοια. Κατ’ εξαίρεση όλα αυτά. Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές στους άλλους. Να τους λέω τι πρέπει να κάνουν. Με καθησύχασε. Μη φοβάσαι κι έχω το νου μου. Μόνο λίγο μαύρο κάνω γιατί με φτιάχνει και σφίγγει το μουνάκι μου. Ευχαριστιέμαι το γαμήσι πιο καλά. Μπανίζεις τι σου λέω. Δεν τον καταλάβαινα ακριβώς μα του είχα εμπιστοσύνη. Ο μικρός ήταν μεγάλη πουτσούλα. Ξύπνιο παιδί. Δεν μάσαγε από τίποτα. Δεν κώλωνε πουθενά. Με είχε εντυπωσιάσει. 

Όταν γνωριστήκαμε είχε ήδη κολλήσει εκείνο το γαμήδι που σε σακατεύει και σου τρώει τα σπλάχνα και τα σωθικά. Σαν το σαράκι. Που σε γερνάει πριν την ώρα σου. Το ‘ξερε μα δεν μου το ‘κρυψε. Μου το ξεφούρνισε από την πρώτη στιγμή. Φόρα παρτίδα. Με ντροπή βέβαια κι ένα κόμπιασμα στα χείλη. Δεν ένιωθε περήφανος. Μα με θάρρος και ειλικρίνεια. Πριν καν τον αγγίξω. Πριν καν του δώσω το πρώτο φιλί. Ήθελε να με προφυλάξει. Δεν του άρεσαν οι υποκρισίες και τα ψέματα. Ξέρεις έχω έιτζ και πρέπει να προσέχεις. Δεν παθαίνω τίποτα εγώ. Είμαι παλιά καραβάνα του απάντησα γελώντας. Έχω γερό ανοσοποιητικό. Δεν έχω ασθενήσει ποτέ. Αισθάνομαι υγιής και ανίκητος από μικρόβια και ιούς. Άτρωτος από όλες τις αρρώστιες του κόσμου. Φυσικά μέχρι να αποδειχτεί το αντίθετο. Χα χα. Με βάλανο περήφανη και αμόλυντη. Με ένστικτο ισχυρό και αλάνθαστο σαν τις γνώμες του πάπα. Χρόνια στο κουρμπέτι. Δεν ήμουν χτεσινός. Γι’ αυτό και δεν μάσαγα ούτε φοβόμουν τίποτα. Σίγουρα είναι και θέμα χαρακτήρα μα είχα ακόμα μπροστά μου πολλά και καλά χρόνια μιας ευτυχισμένης ζωής. Έτσι ένιωθα και πίστευα. Πέρα από κάποιες παροδικές σκοτούρες και αντιξοότητες. Όλα μέσα στη ζωή είναι μα δεν με πτοούσαν καθόλου. Τίποτα δεν μπορούσε να μου ρίξει το ηθικό. Ήμουν βέβαιος ότι θα μακροημέρευα. Θα έφτανα τουλάχιστον μέχρι τα εκατό. Και δίχως να σέρνομαι. Χα χα. Του τα εξηγούσα όλα με το νι και με το σίγμα μα εκείνος ήταν ανένδοτος. Γαμώ την ατυχία μου γαμώ. Επέμενε να παίρνουμε προφυλάξεις. Αυτός ο ξεφτιλισμένος ιός δεν είναι παίξε γέλασε. Μπορεί πλέον να μην πεθαίνεις μα σε ταλαιπωρεί για μια ολόκληρη ζωή. Δεν μπορείς να τον ξεφορτωθείς. Σου γαμάει τη μάνα και τον πατέρα και σε γερνάει πριν την ώρα σου. Αυτά και άλλα τραγικά μου ‘λεγε για να με πείσει. Η ζωή τον είχε κάνει ένα πολύ σοφό παιδί. Τελικά ο μικρός τα κατάφερε. Του έκανα το χατίρι παρόλο που οι καπότες και όλα τα άλλα τα πλαστικά και ανθυγιεινά κάπως με χαλάνε. Γιατί δεν ήθελα να τον χάσω. Ήταν όμορφο αγόρι και το πιο καλό παιδί. Έστω μόνο για δυο γαμίσια τη βδομάδα. Δεν προλάβαινα ούτε άντεχα για περισσότερα γιατί είχα και τη λυσσάρα τη σπιτονοικοκυρά που έπρεπε να την κανονίζω κι αυτή σε τακτική βάση. Είχα μπει σε μεγάλους μπελάδες και φοβόμουν μη με βρούνε σέκο στο τέλος. Κουραζόμουν πολύ και η μπουμπού είχε κι αυτή τα δικαιώματά της επάνω στην ατέλειωτη κορμάρα μου. Το σωστό να λέγεται. Δεν ήθελα να αισθάνεται ούτε ριγμένη ούτε και αδικημένη η κοπέλα. Δεν είναι να μπλέξεις με μεσόκοπη και στερημένη γυναίκα. Μα και ο μπέμπης μου δεν έχανε τις ευκαιρίες. Πήγαινε και μ’ άλλους ο μπαγάσας και καλά έκανε. Του ‘βγαζα το καπέλο. Κι εγώ στην ηλικία του τα ίδια θα ‘κανα. Μα απέναντί μου ήταν απόλυτα ειλικρινής. Όπως κι εγώ. Ωραία. Του άρεσε η ποικιλία. Νέο παιδί ήταν και μπράβο του. Πάνω στις φούριες και τα ντουζένια του. Ήθελε να γαμιέται κάθε βράδυ μέχρι τελική πτώσης. Να γλεντήσει τα νιάτα του και την ομορφιά του όσο ήταν καιρός. Τώρα που μπορούσε και προλάβαινε. Το είχε απόλυτη ανάγκη. Ήταν πάνω στις κάβλες του. Ένα τεκνό παντός καιρού και μέχρι τα βαθιά γεράματα. Έτσι τον έκοβα και τον φανταζόμουν. Μόνο που τώρα είχε γίνει λίγο πιο προσεκτικός στις συναναστροφές του. Δεν ήθελε να σπείρει τριγύρω τον όλεθρο και την καταστροφή. Για ξεσκισμένη πόρνη είχε αυστηρή ηθική.

Φίλε μου δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα απ’ το γαμήσι. Έτσι μου ‘λεγε το σκατουλάκι και είχε απόλυτο δίκιο. Συμφωνούσα μαζί του. Δεν με πείραζε ούτε ζήλευα. Η σχέση μας ήταν ελεύθερη και καθαρά σεξουαλική. Θα την έλεγα καλύτερα πορνογραφική. Δεν πηγαίναμε και για γάμο. Το πολύ να βγούμε και για κάνα καφέ. Μέχρι εκεί. Μα κατά βάση παλεύαμε ιδρώναμε και γαμιόμασταν. Ήμασταν δυο ανήσυχα βλέμματα με πολύ υποψιασμένα κορμιά που ξεχείλιζαν από όμορφα συναισθήματα. Με σηκωμένες τις κεραίες μας και τεντωμένες όλες μας τις αισθήσεις. Κυλούσε μπόλικη τεστοστερόνη και αδρεναλίνη στο αίμα μας. Γι’ αυτό ήμασταν στην τσίτα. Και αυτό μας ένωνε. Αυτό μας άρεσε. Αυτό μας ενδιέφερε. Η κάβλα και η συνομιλία των σωμάτων. Τιμή μας και καμάρι μας. Πουστιά μας και μαγκιά μας.. Χύμα στο κύμα. Η έξαψη της σάρκας μέχρι λιποθυμίας. Η ανταλλαγή θερμοτήτων και υγρασιών. Η αυτοκρατορία των αισθήσεων στην ανώτερή τους ακμή και ανάπτυξη. Τα όμορφα κεφαλάκια μας σε πλήρη στύση. Τα αχόρταγα μυαλουδάκια μας σε οργιαστική έκσταση και παροξυσμό. Η φαντασία μας έπαιρνε φωτιά. Γινόταν πραγματικότητα το απίθανο και το αδύνατο. Τέτοια τέλεια ταύτιση επιθυμίας και ανταπόκρισης δεν είχε συμβεί ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα. Ίσως μόνο σε φτηνά ρομάντζα και στις τσόντες του σινεμά. Μονάχα στα παραμύθια και τα ψέματα. Ήμασταν εξίσου πυρόκαυλοι δαιμονισμένοι και διονυσιακοί. Οι πιο τέλειοι και ιδανικοί εραστές της οικουμένης. Κυνηγώντας σαν λαγωνικά την οσμή του σπέρματος. Υπήρχε αμοιβαιότητα και αλληλοκατανόηση. Τα βρίσκαμε σχεδόν σε όλα. Πάντως σίγουρα στα βασικά και πιο σημαντικά. Όταν τελείωνε τη δουλειά του κι έκλεινε το μαγαζί πηγαίναμε πίσω στο μικρό δωματιάκι του. Ήταν κάπως στριμώκωλα μα δεν μας πείραζε. Έμοιαζε με κελί  δύο επί τρία και ίσα που χωρούσε ένα ημίδιπλο ράτζο και το τραπεζάκι με την τηλεόραση. Δηλαδή τα απαραίτητα που έκαναν όπως πρέπει τη δουλειά τους και με το παραπάνω. Εκεί πηδιόμασταν και περνούσαμε όλη τη νύχτα μαζί. Η μεταξύ μας διαφορά ηλικίας δεν δημιουργούσε πρόβλημα. Έτσι μπαμπά μου. Γάμα με. Έτσι. Πονούσε και ούρλιαζε καβλωμένος. Καμιά φορά κλαίγοντας από ηδονή. Δεν ήμουν ο πρώτος του ούτε και ο τελευταίος του. Μα ένα ήταν βέβαιο. Έψαχνε για γκριζαρισμένους πατεράδες τρυφερούς και στοργικούς. Μου το είχε πει καθαρά. Του θύμιζα τον δικό του. Γι’ αυτό και με αγαπούσε. Εκείνον όμως όχι. Ίσως πάλι κι εγώ να ‘ψαχνα για έναν μακρινό χαμένο γιο παραδομένο ολοκληρωτικά και άνευ όρων στο στενό και βρώμικο κρεβάτι του ψυχαναλυτή. Και τον είχα βρει. Αγκαλιαζόμασταν σφιχτά σαν απελπισμένοι ναυαγοί. Σαν δυο πλάσματα πεταμένα στη μέση της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Ριγμένοι στην άκρη του κόσμου που προσπαθούσαν να κρατηθούν από κάπου για να μην βουλιάξουν στο βυθό. Να μην πέσουν στο κενό. Στην άκρη του γκρεμού. Δυο λυπημένα παιδάκια γεμάτα γδαρσίματα και μελανιές που γλύφαμε τις πληγές μας. Ο ένας του άλλου. Στο τέλος της πράξης νιώθαμε πάντα ένα αίσθημα ελαφράδας και πληρότητας. Καθόμασταν ξαπλωμένοι και αγκαλιασμένοι αντικριστά και κοιταγόμασταν βαθιά μέσα στα μάτια χωρίς να μιλάμε. Χωρίς να λέμε τίποτα. Μόνο χαμογελούσαμε σαν δυο περήφανοι δικέφαλοι αετοί που κοίταζαν από ψηλά όλους τους ευνούχους και αποκεφαλισμένους του κόσμου τούτου. Από θέση ισχύος και υπεροχής. Μπορεί να το πεις και αλλιώς. Με αλαζονεία και ύβρη. Με υπεροψία και μέθη. Έτσι ακριβώς. Και τι έγινε. Δεν ενοχλούσαμε κανέναν. Έστω κι αν ο ένας ήταν οροθετικός. Μολυσμένος από τον ιό του καυλωμένου έρωτα. Αύριο μπορεί να γινόταν και ο άλλος. Κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει. Μα και πάλι τι έγινε. Και στην τελική ποιος νοιάζεται. Δεν είχαμε να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν κερατά. Και πάνω απ’ τα κεφάλια μας δεν είχαμε ούτε θεούς ούτε αφέντες.

Τώρα που το σκέφτομαι θα μπορούσα να κάνω ακόμα και μία ευάρεστη πράξη υιοθεσίας για πάρτη του. Να θυσιαστώ στο βωμό του έρωτα και να ονομαστώ πατέρας. Ναι. Στο βωμό της ηδονής και της κάβλας για να μη γελιόμαστε. Στο βωμό της ανάγκης για να μην κοροϊδεύουμε τουλάχιστον τον εαυτό μας. Πάνω από όλα μπαίνει το εγώ. Μα ήμουν έτοιμος για μεγάλες παραχωρήσεις της απόλυτης και πολύτιμης ελευθερίας μου για χάρη της αγάπης. Για τους μεγάλους συμβιβασμούς. Αν φυσικά βρισκόμουν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση κι όχι στα σημερινά μαύρα μου χάλια. Αν είχα ας πούμε και κάνα ιδιόκτητο διαμερισματάκι να το γράψω στο όνομά του. Να μην αισθάνεται ξεκρέμαστος. Όμως σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να μεγαλώσω εξαρχής έναν δικό μου γιο. Με καμία δύναμη. Θα μου ήταν φριχτό να ξαναζήσω την παιδική μου ηλικία. Έστω και μέσω τρίτου αλλά ομοαίματου συνανθρώπου μου. Δεν την νοσταλγώ καθόλου και θέλω να την ξεχάσω. Να την διαγράψω τελείως απ’ τη μνήμη μου. Θα ήταν τραγικό. Δεν θα το άντεχα. Να ξύσω και πάλι τις παλιές πληγές. Να ματώσω ξανά τις βαθιές ουλές. Ουδεπόποτε. Τρέμω και μόνο που το σκέφτομαι. Όμως αυτό το αγόρι νομίζω ότι με κάποιο περίεργο τρόπο το αγαπώ. Δεν βαριέσαι. Χέστα και κατούρα τα. Δεν γίνεται τίποτα. Όλα αυτά δεν είναι πάρα φρούδες ελπίδες για μια κάπως τακτοποιημένη ζωή. Χαμένα όνειρα για μια ρουτίνα και κανονικότητα όπως όλων των απλών και συνηθισμένων ανθρώπων που τους βρίζω μα κατά βάθος τους ζηλεύω. Από την άλλη κι αυτό μπορεί και να ‘ναι άλλη μία αυταπάτη. Ένα μικρό ζωτικό ψεύδος ανάμεσα σε τόσες φονικές αλήθειες που με σφίγγουν και με πνίγουν στο λαιμό. Με στραγγαλίζουν καθημερινά. Μια αναγκαία ψευδαίσθηση για να σταθώ και σήμερα όρθιος. Να πιαστώ από κάπου και να επιβιώσω προσπαθώντας να ξανακερδίσω την χαμένη μου νιότη. Δεν ξέρω. Όλα αυτά μου φαίνονται πολύ μπερδεμένα. Ένα κουβάρι. Ένα κομφούζιο. Παρ’ όλα αυτά είναι πολύ δύσκολο έως και ακατόρθωτο να ζεις βουτηγμένος μέσα στην μαύρη απαισιοδοξία και την απόλυτη μοναξιά δίχως να σου στρίψει απ’ την απελπισία. Δίχως να πέσεις στις ουσίες ή στο πιόμα. Δίχως να περάσεις μια θηλιά  στο λαιμό σου ή να φουντάρεις από τη γέφυρα ψηλά μέσα στην παγωμένη θάλασσα. Το φορτίο είναι βαρύ. Η αγωνία δυσβάσταχτη. Θέλει δύναμη. Πάνω από τα ανθρώπινα όρια.   

Όταν τελείωσε το κούρεμα είχα γίνει άλλος άνθρωπος. Με είχε μερεμετίσει για τα καλά. Αφού τρόμαξα να αναγνωρίσω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Έβλεπα έναν αστραφτερό γλόμπο με μύτη και αυτιά. Μου τον πέρασε και με λάδι για να γυαλίζει. Τώρα φορούσα την τέλεια μάσκα. Κανείς δεν θα μπορούσε να με αναγνωρίσει. Τελικά κι έτσι καλώς είσαι. Με γεια. Το σχόλιό του μου ανέβασε το ηθικό. Μόνο που δεν ήμουν σίγουρος αν το πίστευε πραγματικά. Μου έδωσε ένα φιλί και μου ‘βγαλε την πετσέτα απ’ το λαιμό. Σηκώθηκα όρθιος και τεντώθηκα δεξιά αριστερά. Είχα πιαστεί τόση ώρα καθισμένος στην πολυθρόνα του μπαρμπέρη μου. Μου ζήτησε παρακαλεστά να πάμε για λίγο στο πίσω δωμάτιο. Του είχα λείψει τόσο καιρό. Με είχε πεθυμήσει. Τον έκοψα απότομα. Άστα αυτά όμορφε. Μια άλλη φορά. Αφού σου είπα ότι βιάζομαι. Ότι έχω κάποια επείγουσα δουλειά που δεν παίρνει αναβολή. Τσαντίστηκε. Θύμωσε. Ο μικρός αγρίεψε και βγήκε στην αντεπίθεση. Δεν τον κάνεις εύκολα καλά. Είναι περίεργο μουσούδι. Και πολύ περήφανος. Δεν πειράζει. Καλύτερα. Κι εγώ έχω κάτι κανονίσει. Του χαμογέλασα και του τσίμπησα τρυφερά το μάγουλο. Τον ένιωθα σαν παιδί μου. Θα ξανάρθω. Και μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να χαθούμε. Και να περάσεις καλά απόψε. Έτσι του είπα για να τον παρηγορήσω. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω στην όμορφη νύχτα. Μάλλον δεν κατάφερα να τον πείσω. Φεύγοντας μου κράταγε ακόμα μούτρα. Ούτε καληνύχτα δεν μου είπε το αρχιδάκι. Κι όμως δεν του ‘λεγα ψέματα. Πραγματικά είχα κάπου να πάω. Να διεκπεραιώσω μια σημαντική υποχρέωση. Μια αποστολή που δεν σήκωνε άλλη αναβολή.


Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Η ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ (ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ)

Η ώρα πήγε κιόλας οκτώ. Σουρούπωσε για τα καλά. Ο χρόνος τρέχει κι εγώ από πίσω του ασθμαίνοντας προσπαθώ να τον προλάβω. Κάθε τόσο ξεχνιέμαι και σταματώ. Είμαι αποσβολωμένος. Δεν το κάνω επίτηδες. Πέφτω πάνω σε αναποδιές. Σκοντάφτω σε εμπόδια. Συνήθως οι εκπλήξεις είναι αρνητικές. Μου τυχαίνουν πολλά και διάφορα που με προβληματίζουν. Κάτι πάντα συμβαίνει και αργοπορώ. Βγαίνω από το πρόγραμμά μου. Δεν καταφέρνω να εκπληρώσω τις υποχρεώσεις της ημέρας. Είμαι εκπρόθεσμος στα ραντεβού μου. Στήνω τους συνανθρώπους μου. Τους εκνευρίζω. Βαριούνται να με περιμένουν και φεύγουν. Για καιρό μου κρατάνε μούτρα. Κάποιοι κόβουν τελείως σχέσεις και επαφές μαζί μου. Δηλαδή με στέλνουν στο διάολο. Δεν αξίζει να ασχολούνται άλλο με το άτομό μου. Μου το λένε κατάμουτρα. Δεν τους νοιάζει που με πληγώνουν. Μου αξίζει. Κλείνουν οι πόρτες τριγύρω μου. Στο τέλος θα μείνω τελείως μόνος και αβοήθητος. Με θεωρούν ασυνεπές και αναξιόπιστο άτομο. Δεν έχουν άδικο. Και μεγαλώνοντας γίνομαι ακόμα χειρότερος. Εντελώς ληξιπρόθεσμος. Με πολλά λάθη και παραλείψεις. Για πέταμα.

Όπως και τώρα που βρίσκομαι απέναντι από το τρομακτικό μέγα πλήθος. Υψώνεται μπροστά μου σαν πανύψηλος τοίχος. Με εμποδίζει να συνεχίσω τη βόλτα μου. Ο αγανακτισμένος λαός με τα πανό και τα πλακάτ στα χέρια. Με τις σημαίες του και επικεφαλής τους καθοδηγητές με τις ντουντούκες. Οι ινστρούχτορες και οι εργατοπατέρες προχωρούν πάντα πρώτοι. Μαζί με τους  συνδικαλιστές που μαγειρεύουν τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Καλά και άγια κάνουν. Που απαιτούν επιτακτικά οι απολυμένοι συμβασιούχοι να επιστρέψουν στις δουλειές τους και να μονιμοποιηθούν. Και να έχουν καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας. Πίσω τους ακολουθεί το κοπάδι. Θέλουν να κάνουν πορεία για να διαμαρτυρηθούν. Να ασκήσουν πιέσεις προς κάθε κατεύθυνση. Κινδυνολογούν ασύστολα. Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Έτσι λένε. Δεν γίνεται να μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Πρέπει κάπως να αντιδράσουν. Μου φαίνεται ύποπτο και ποταπό. Το πονηρό μου μυαλουδάκι τρέχει σε περίεργα δρομάκια. Ξυπνάτε ρε. Αυτοί δεν ρισκάρουν τίποτα απολύτως. Όλα γίνονται για τα μάτια του κόσμου. Εκτελούν δήθεν το καθήκον τους. Το παίζουν αγωνιστές και κατατρεγμένοι αυτοί που πλέον είναι τακτοποιημένοι και συμβιβασμένοι μικροαστοί. Είναι πονηρούληδες. Και φυσικά όλα γίνονται για το στομάχι. Για να χορτάσει και να φουσκώσει. Να γίνει μεγαλύτερο. Και για να κοιμούνται το βράδυ με ήσυχη συνείδηση τον ύπνο του δικαίου. Τίποτα να μην τους ταράζει. Δηλαδή πάλι στο προσωπικό συμφέρον καταλήγουμε. Τι αλληλεγγύη και κουραφέξαλα μου τσαμπουρνάνε. Δεν τους πιστεύω. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν τους.

Έτσι κι αλλιώς δεν ξέρω στη συγκεκριμένη περίσταση ποια είναι τα αιτήματά τους. Τυχαία χώθηκα ανάμεσά τους. Μπήκα κατά λάθος μες στα πόδια τους. Αλλού πήγαινα κι αλλού βρέθηκα. Αν και δεν έχει μαζευτεί πολύς κόσμος και οι περισσότεροι είναι νεαροί. Δεν έχουν ξεκινήσει ακόμα. Με περιμένουν κάνοντας ζέσταμα. Φωνάζουν συνθήματα ενάντια στην κυβέρνηση και την πλουτοκρατία. Ενάντια στον καπιταλισμό. Ξυπνάτε ρε. Ζούνε με ψευδαισθήσεις. Βλέπουν ευφάνταστα όνειρα. Νομίζουν ότι βγαίνοντας στο δρόμο κάτι θα αλλάξει. Ότι η κοινωνία θα γίνει καλύτερη. Πιο δίκαιη. Σκατά στα μούτρα τους. Ενώ οι ίδιοι παραμένουν κουτοπόνηροι και υποκριτικοί εαυτούληδες. Δυστυχώς αυτό δεν γίνεται. Είναι λίγοι μα φανατισμένοι σαν χουλιγκάνοι και μου προκαλούν τρόμο. Η ηττοπάθεια απαγορεύεται δια ροπάλου σύντροφε. Φοβάμαι μη με ποδοπατήσουν. Ίσως καταλάβουν ότι είμαι ξένο σώμα και με προπηλακίσουν. Ένας χαφιές και πράκτορας του κράτους και του ταξικού εχθρού και με κάνουν τουλούμι στο ξύλο. Αρχίζω να ιδρώνω. Πρέπει να τους παρακάμψω. Να αλλάξω δρομολόγιό. Να πάω από αλλού. Να μην πέσω πάνω τους. Να μην με παρασύρει το ποτάμι και με πνίξει. Ο όχλος είναι πάντα επικίνδυνος. Κάποιες φορές γίνεται αιμοσταγής γιατί έχει πάντα το δίκιο με το μέρος του. Κάνει εγκλήματα επειδή είναι ο αδικημένος της υπόθεσης. Για να πάρει το αίμα του πίσω και να εκδικηθεί. Τρίχες μπούρδες και πράσινα άλογα. Μπουρμπουλίθρες και μπουρμπούτσαλα πολύχρωμα. Όταν έχασα εγώ τη δουλειά μου κανείς από αυτούς δεν ήρθε να μου συμπαρασταθεί. Να με υποστηρίξει. Να με συντρέξει. Όταν με διώξανε κακήν κακώς. Με τι κλοτσιές. Εμείς οι λογιστές δεν έχουμε σωματείο αλληλοβοήθειας.  Δεν πειράζει. Δεν τους κράτησα κακία. Τους συγχώρεσα. Έφταιγα κι εγώ. Δεν ήμουν οργανωμένος. Ήμουν εντελώς απροστάτευτος και μόνος απέναντι σε κάθε εργοδοσία. Μου άξιζε και καλά να πάθω.

Σε όλη μου τη ζωή δεν πήρα ποτέ μέρος σε διαδηλώσεις και απεργίες. Ίσως μόνο δυο τρεις νεανικές απερισκεψίες να έκανα στα φοιτητικά μου χρόνια μα όχι περισσότερες. Μετά έβαλα μυαλό. Απέφυγα όπως ο διάβολος το λιβάνι τις μεγάλες μαζώξεις και τις μαζικές κινητοποιήσεις. Δεν άντεχα τον ασφυκτικό συνωστισμό. Για οποιοδήποτε λόγο. Δεν αριθμήθηκα. Μπορεί κι από τεμπελιά. Ίσως και από υπέρμετρο εγωισμό. Ήθελα να ξεχωρίζω. Να είμαι κάτι διαφορετικό. Και όποτε βρέθηκα κατά λάθος ανάμεσά τους το έβαλα στα πόδια με το φόβο μη με αναγνωρίσει κάνας γνωστός και γίνω ρεζίλι των σκυλιών. Δεν νιώθω άνετα ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους. Νομίζω ότι απειλούμαι. Ότι ανά πάσα στιγμή κινδυνεύω να με ποδοπατήσουν. Να φάω καμιά αδέσποτη σφαίρα απ’ τους μπάτσους στο κεφάλι. Δεν έχουν γίνει και λίγα. Ή καμιά μολότοφ από τους κουκουλοφόρους και τους μπαχαλάκηδες. Τους επαναστάτες της φακής. Άλλοι συμφορά κι αυτοί. Να χάσω τη μία και μοναδική μου ζωούλα. Να γίνω ήρωας με το ζόρι. Παρά τη θέλησή μου. Και χωρίς αποτέλεσμα. Πάλι τίποτα δεν θα αλλάξει. Η κοινωνία θα συνεχίσει να προχωρά όπως και πριν με τους δικούς της ρυθμούς και κανόνες. Δεν πρόκειται να απελευθερωθεί. Άλλη μια άχρηστη θυσία στα πλαίσια της δήθεν εργατικής πάλης. Άλλος ένας οσιομάρτυρας και άγιος του ιερού ταξικού αγώνα. Πρέπει σύντροφε να συνειδητοποιηθείς. Σφάξε με λοιπόν αγά μου να αγιάσω. Δεν το επιθυμώ. Σιγά τον καλύτερο κόσμο που θα ‘ρθει. Εγώ έτσι κι αλλιώς θα λείπω. Δεν θα με νοιάζει. Όλα πιο πολύ για το στομάχι γίνονται κι όχι για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα. Όχι για τη συμπόνια και τη δικαιοσύνη. Ο άνθρωπος πρέπει να βελτιωθεί μα δεν μπορεί. Γι’ αυτό χρειάζεται ακόμα ινδάλματα και σωτήρες. Έστω και νεκρούς. Χα χα. Μπορεί και να με κάνουν άγαλμα. Να στήσουν στη μνήμη μου έναν τεράστιο ανδριάντα και κάθε χρόνο να με τιμούν συνεχίζοντας τους αγώνες για ένα καλύτερο αύριο. Να με προσκυνούν έστω και μετά θάνατο. Σαν να σπρώχνουν όλοι μαζί έναν τοίχο περιμένοντας να πέσει. Μα και τι. Δεν μπορούμε να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Σωστό κι αυτό μα εγώ έχω υιοθετήσει διαφορετικούς τρόπους αντίστασης και πάλης. Ολόδικούς μου. Πιο έξυπνους και λιγότερο επικίνδυνους. Περιφρονώντας τη φήμη και τη δόξα. Ακόμα και τη μεταθανάτια. Ολομόναχος. Μακριά από τα κοπάδια και τις αγέλες. Τα μαντριά και τις στρούγκες. Κι ας με λένε ηττοπαθή και απαισιόδοξο. Ότι είμαι ένα φοβισμένο και βολεμένο ανθρωπάκι του καναπέ. Σκοτίστηκα. Χέστηκα. Δεν με νοιάζει η άποψή τους. Τουλάχιστον δεν έχω τις δικές τους αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Αν δεν υποκρίνονται. Αν δεν κοροϊδεύουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Αν δεν εξυπηρετούν σκοτεινά και ανομολόγητα συμφέροντα. Αν δεν είναι πονηρούληδες. Πολλά τα αν και ποιον να εμπιστευτείς. Δεν μπορείς να μπεις μέσα στο κεφάλι του άλλου. Ούτε καν στο δικό σου. Έτσι κι αλλιώς μεγάλος ο κόπος και μικρό το όφελος. Δεν συμφέρει. Πολύ κακό για το τίποτα. Ξυπνάτε ρε. Χα χα.

Ουπς. Ξαφνικά νιώθω ένα χέρι να μου σφίγγει το μπράτσο και να με τραβάει απ’ το μανίκι. Με είχε γαντζώσει για τα καλά. Δεν μπορούσα να του ξεφύγω. Κάπου σε ξέρω εσένα. Χαμογελούσε φαρδιά πλατιά. Ωραίος άντρας. Τον θυμήθηκα. Φυσικά ούτε φίλοι ήμασταν ποτέ ούτε σύντροφοι. Παλιός γνώριμος από τα φοιτητικά μου χρόνια. Δεν κάναμε στενή παρέα. Κάνα γεια λέγαμε μόνο. Δυο τρία χρόνια μεγαλύτερος. Φυσικός σπούδαζε. Έτσι νομίζω. Δεν είμαι σίγουρος. Ούτε αν τέλειωσε. Ίσως να παραμένει αιώνιος φοιτητής και να κινδυνεύει τώρα που άλλαξε ο νόμος με διαγραφή. Ποιος ξέρει. Βρισκόμασταν σε κάτι συνελεύσεις της κακιάς ώρας γεμάτες βαβούρα και τζέρτζελο. Και στις διαδηλώσεις για το πανεπιστημιακό άσυλο εκείνον τον καιρό. Που τελικά κατάφεραν να το καταργήσουν. Έστω και με κάποια καθυστέρηση. Δεν έχει σημασία. Στο τέλος πάντα πετυχαίνουν τον στόχο τους. Υπομονή χρειάζεται. Εκείνος από τότε ασχολιόταν με τα πολιτικά. Δεν ήταν κακός. Φαινόταν ιδεολόγος. Ότι πραγματικά πίστευε σε ιδανικά και αξίες και ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Γι’ αυτό και έχτιζε καριέρα ξεκινώντας από τις φοιτητικές παρατάξεις και τις κομματικές νεολαίες. Έτσι έπρεπε. Στην αρχή αφισοκολλητής και παιδί για όλες τις δουλειές. Πάντα είχε μπόλικη λάντζα η επανάσταση. Τον έβλεπα. Ήταν ικανός και πρόθυμος με λαμπρό μέλλον. Ξύπνιο παιδί. Δεν απογοητεύτηκε ποτέ. Δεν τον πήρε από κάτω. Είχε ισχυρή θέληση. Άνθρωπος της δράσης. Και με μεγάλες επιτυχίες στο ασθενές φίλο. Τουλάχιστον τότε. Μετά δεν ξέρω τι Έκανε. Χαθήκαμε εντελώς.

Χαιρετηθήκαμε. Τον ρώτησα για την διαδήλωση. Δεν γιορτάζανε μονάχα την εργατική πρωτομαγιά έστω και κάπως ετεροχρονισμένα. Γινόταν και για την γενικότερη παγκόσμια κατάσταση. Διαμαρτύρονταν και αγωνίζονταν για να σταματήσουν οι πόλεμοι στην περιοχή μας και για να μην εμπλακεί άλλο η χώρα μας σ’ αυτούς. Δηλαδή παρ’ το αυγό και κούρευ’ το. Και ποιος θα τους ακούσει. Αλλά έτσι έπρεπε να κάνουν. Είναι μέσα στα κομματικά τους καθήκοντα και υποχρεώσεις. Σε λίγο θα ξεκίναγαν. Του ζήτησα συγνώμη μα δεν μπορούσα να πάω μαζί τους. Παρόλο που η βόλτα τους θα ήταν σύντομη. Σαν υγιεινή γυμναστική. Ένας μικρός κύκλος γύρω από το κέντρο της πόλης. Κατόπιν θα μαζεύονταν οι σύντροφοι σε μία παλιά ταβέρνα στην απάνω χώρα πλάι στο κάστρο για να αναλύσουν την διεθνή κατάσταση. Ήμουν ευπρόσδεκτος. Έτσι μου είπε. Βρήκα μια δικαιολογία για να ξεφύγω. Να τον ξεφορτωθώ. Δυστυχώς ήμουν βιαστικός. Είχα μια πολύ σοβαρή δουλειά. Έπρεπε να πάω αμέσως στο σπίτι. Είναι άρρωστο το πουλί μου μες στο κλουβί και πρέπει να του δώσω το φάρμακό του. Το ξέχασα όλη τη μέρα και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Επιπλέον πρέπει να του βάλω τροφή και να του αλλάξω το νερό. Το έχω αφήσει νηστικό και φοβάμαι μη μου ψοφήσει. Θα ήταν κρίμα. Κελαηδάει τόσο όμορφα το καημένο. Ευχαριστώ για την πρόσκληση αλλά μια άλλη φορά. Δεν ξέρω αν έγινα πιστευτός μα φάνηκε να στεναχωρήθηκε από την άρνησή μου. Ήθελα να τον αποφύγω.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια ντουντούκα να δίνει το σύνθημα της εκκίνησης δυναμώνοντας τον αγωνιστικό παλμό. Ξυπνάτε ρε. Οι λιγοστοί διαδηλωτές έσβησαν τα τσιγάρα και ανασυντάχθηκαν μπαίνοντας στις γραμμές τους. Περιμετρικά τοποθετήθηκε η περιφρούρηση για να μην υπάρξουν αλλότριες εισροές και προβοκάτσιες. Η πορεία ξεκίνησε. Δώσαμε πάλι τα χέρια με την ελπίδα να συναντηθούμε ξανά με κάποια άλλη αφορμή. Έστω και για ένα καφέ να θυμηθούμε τα παλιά. Εκείνος πήγε να βρει τους συντρόφους του κι εγώ έκανα στην άκρη για να μη με ποδοπατήσουν. Δεν θα πήγαινα σπίτι. Το κλουβί είναι πλέον άδειο με την  πόρτα του ανοιχτή. Το πουλί έχει βγει έξω. Δεν θέλει να κελαηδάει άλλο για τους ανθρώπους. Πλησιάζει στο φως. Με το ράμφος του χτυπάει το τζάμι επίμονα και απελπισμένα. Πληγώνεται και ματώνει μα επιμένει. Θέλει να πετάξει πέρα μακριά προς την ελευθερία. Έξω από τις φυλακές και τα κλουβιά. Αλλιώς θα προτιμήσει να πεθάνει. Οικειοθελώς.  


Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η ώρα κόντευε επτά. Το απόγευμα είχε ακόμα λίγο ψόφιο φως. Στάθηκα ακριβώς στο κέντρο και κοίταξα στο κάτω μέρος. Λίγος κόσμος και κάποια βαριεστημένα ταξί περίμεναν στη σειρά τους. Ούτε οι καφετέριες τριγύρω είχαν πελάτες και τα περιστέρια διψούσαν μέχρι θανάτου. Το σιντριβάνι δεν δούλευε και η μεγάλη γούρνα ήταν ξεραμένη και άδεια. Έπρεπε να μαζευτούν όλοι οι σαλιάρηδες της πόλης και να φτύσουν τις ροχάλες τους για να γεμίσει. Να αδειάσουν και τις συναχωμένες τους μύτες από μύξες και βλέννες. Ήμουν πρόθυμος να κάνω την αρχή. Να δώσω το καλό παράδειγμα. Να βοηθήσω να λυθεί το μεγάλο υδροδοτικό πρόβλημα της πλατείας. Γιατί στην κορυφή του μπρούτζινου συμπλέγματος η κόρη με τη στάμνα στο χέρι δεν είχε νερό να πιει. Επιπλέον ζεσταινόταν και είχε πετάξει τα βυζιά της έξω σε κοινή θέα. Ήταν τελείως ξεδιάντροπη για τα ήθη της εποχής μας μα δεν μπορούσες να την πλησιάσεις και να τη χουφτώσεις. Να της βάλεις λίγο χέρι. Την φύλαγαν καλά τα τέσσερα φτερωτά λιοντάρια με τα στόματα ανοιγμένα διάπλατα έτοιμα να σε φάνε. Οι γρύπες ήταν μυθικά πλάσματα του αρχαίου κόσμου εξαφανισμένα από καιρό. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελαν ανάμεσά μας. Από πιο παραμύθι ξεπήδησαν. Πάντως προστάτευαν την κοπέλα με αυταπάρνηση. Είχαν κι αυτά την αποστολή τους. Ένα σκοπό στην ασάλευτη ζωή τους. Αν ποτέ χρειαζόταν και το ‘φερνε η ανάγκη. Ένας που έμοιαζε με τουρίστα τα είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής και τραβούσε φωτογραφίες. Τον κοιτούσαν θυμωμένα και μοχθηρά κι ήταν έτοιμα να του ορμήσουν και να τον κατασπαράξουν. Σαν να του ‘λεγαν ξεκουμπίσου αμέσως ρε βλάκα από μπροστά μας. Είσαι ανεπιθύμητος κύριε. Γύρνα στη χώρα σου βάρβαρε. Επιτέλους άντε στο διάολο κι άσε μας στην ησυχία μας. Βλαμμένε.  

Η πλατεία δεν έχει δέντρα ούτε πολλά παγκάκια. Και οι δημόσιες τουαλέτες κλείνουν σχετικά νωρίς. Συνήθως. Σήμερα ήταν ακόμα ανοιχτές. Κατέβηκα τις σκάλες. Προσεχτικά και με κάποια συστολή. Ήμουν πολύ επιφυλακτικός μα με πίεζε η ανάγκη. Η καθαρίστρια έκανε καλά τη δουλειά της. Με επιμέλεια. Όταν με είδε στραβομουτσούνιασε. Σίγουρα θα ήθελε να μου πετάξει τη σφουγγαρίστρα στη μούρη. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Δεν έφταιγα εγώ. Κατουριόμουν. Ούτε καν λίγο χαρτί για να σκουπιστώ δεν θα ζητούσα. Το είχα αποφασίσει. Θα άφηνα κι ένα μικρό πουρμπουάρ. Ενάντια στις συνήθειες και τις αξίες μου. Μα ήμουν βιαστικός. Προσπάθησα να την καλοπιάσω με μαλαγανιές και γλυκόλογα μα ήταν δύσπιστη. Σε ξέρω εσένα. Έρχεσαι τακτικά εδώ. Σχεδόν κάθε μέρα. Έχουμε κλείσει κύριε. Αφού βλέπεται ότι καθαρίζω. Με ξεφτίλισε πλήρως. Κοκκίνισα από την ντροπή μου. Έκανε σίγουρα λάθος. Μάλλον με μπέρδευε με κάποιον άλλο που μου έμοιαζε. Αυτές είναι οι άσχημες συμπτώσεις της ζωής. Οι σωσίες που σε ταλαιπωρούν και μπορεί να σε βάλουν σε μπελάδες. Δεν επέμεινα. Δεν προσπάθησα να την μεταπείσω και να της αλλάξω άποψη. Δεν είπα τίποτα. Έβαλα την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια και πήρα πάλι τον ανήφορο. Σερνόμουν. Έκανα ώρα για να ξαναβγώ στην επιφάνεια. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μπαίναμε στην μαγική ώρα του σούρουπου. Έστω και για λίγα λεπτά. Κοίταξα προς το βουνό. Το φεγγάρι δεν είχε φανεί ακόμα. Σκέφτηκα να παραπονεθώ σε κάποιον αρμόδιο για την συμπεριφορά της. Έπρεπε να βρω έναν αστυνόμο. Ένα όργανο της τάξης και της ασφάλειας. Όταν τα χρειάζεσαι πάντα λείπουν. Όμως αμέσως άλλαξα γνώμη. Πάντα οι δεύτερες σκέψεις είναι σοφότερες απ’ τις πρώτες. Απαιτείται ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Παντού και πάντα. Σε κάθε περίπτωση. Για να γλυτώνεις τους μπελάδες και τις περιπλοκές. Για να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου. Γι’ αυτό και δεν έπρεπε να το κάνω θέμα. Θα το άφηνα να ξεχαστεί. Να το πάρει ο άνεμος και το ποτάμι. Ήταν απλά μια δημοτική υπάλληλος που έκανε το καθήκον της. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Δεν έπρεπε να το πάρω προσωπικά σαν προσβολή. Ούτε και ήθελα εξαιτίας μου να χάσει τη δουλειά της.

Πλησίασα το περίπτερο και είπα τον πόνο μου στον άντρα που βρισκόταν μέσα. Απλά και μόνο για να ξαλαφρώσω. Ίσως και για να ακούσω ένα καλό λόγο παρηγοριάς. Δεν εξυπηρετούσε κάποιον πελάτη. Δεν ήταν απασχολημένος με τίποτα μα δεν μου απάντησε. Χάζευε μπροστά σε μια μικρή τηλεόραση έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Τι ήθελε να μου πει. Αγόρασα μια τσίχλα και του άφησα τα ρέστα. Τα έχωσε βαριεστημένα στο συρτάρι του. Ούτε ένα ευχαριστώ δεν είπε. Τότε κατάλαβα πως τούτη η πλατεία έχει πολλούς αγενείς ανθρώπους που σε κοιτάζουν στραβά και περίεργα. Σαν να είσαι κάνα σκουπίδι. Εντελώς για πέταμα. Ανάξιος και άχρηστος. Ένα χαμένο κορμί. Άχθος αρούρης που λέγανε και οι αρχαίοι. Βάρος της γης. Από παντού να περισσεύεις. Το πήρα κάπως κατάκαρδα. Θέλοντας και μη. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μάλλον πρέπει να φταίει η κακή μου διάθεση από τότε που έχασα τη δουλειά μου κι έμεινα άνεργος. Από τότε που έγινα τεμπέλης και άεργος. Από τότε που ξεστράτισα απ’ τον ίσιο δρόμο. Πάντως αποφάσισα να μην ξαναπεράσω από δω. Από αυτή την καταραμένη πλατεία. Να αλλάξω δρομολόγιο. Να παρακάμψω τους κακοήθεις και τους κακόβουλους που σε ταπεινώνουν για το παραμικρό. Που δεν σε σέβονται.

Ξαφνικά με είχε πιάσει μεγάλη τσαντίλα. Είχε χαλάσει όλη η καλή μου διάθεση. Θυμήθηκα ότι κατουριόμουν. Σφιγγόμουν για πολύ ώρα μα δεν άντεχα άλλο. Πλησίασα το σιντριβάνι και ξεκούμπωσα το παντελόνι. Κατούρησα μέσα στην ξεραμένη γούρνα και ανακουφίστηκα. Η κόρη με τη στάμνα ντράπηκε και γύρισε το πρόσωπό της από την άλλη μεριά για να μη βλέπει. Τώρα μας το ‘παιζε σεμνή και συνεσταλμένη η πουτανίτσα. Και νόμιζε ότι θα το χάψουμε το παραμύθι. Ότι θα το καταπιούμε αμάσητο. Τη γελάσανε τη σκρόφα. Εκείνη τη στιγμή ένα από τα φτερωτά λιοντάρια χαμογέλασε και μου ‘κλεισε με νόημα το μάτι. Για μια στιγμή το ηθικό μου αναπτερώθηκε. Πήρα τα πάνω μου. Σίγουρα με είχε συμπαθήσει. Κι εγώ εκείνο. Ίσως να με άφηνε ακόμα και να το χαϊδέψω.