Έχει βραδιάσει για τα καλά
και νομίζω πως είναι δέκα. Έτσι μου φαίνεται. Μόλις ακούστηκε η καμπάνα της διπλανής
εκκλησίας μα ήμουν αφηρημένος και απορροφημένος στις σκέψεις μου. Είχα το μυαλό
μου αλλού. Με παίδευαν πολλά και διάφορα για το δυσοίωνο μέλλον μου το
κακορίζικο κι έχασα το μέτρημα. Μπερδεύτηκα και πάει χάθηκε η ευκαιρία. Πέταξε
το πουλάκι. Είμαι βουτηγμένος μέχρι τα μπούνια μέσα στην ανασφάλεια και την
αβεβαιότητα. Βολοδέρνω άσκοπα εδώ κι εκεί. Όπου με σέρνουν οι καιροί και οι
άνεμοι της ζωής. Έχω καταντήσει ένα άβουλο πιόνι της τύχης. Τέτοιος ήμουν από
πάντα. Έτσι δεν υπολόγισα ακριβώς πόσα ήταν τα συνεχόμενα χτυπήματα της μοίρας
μου. Κρίμα γιατί μικρός ήμουν καλός στην αριθμητική. Ήταν σίγουρα
προειδοποιητικά και με καλούσαν κοντά τους μα εγώ εκείνη τη στιγμή χάζευα τους
περαστικούς. Κακώς. Πρέπει να γίνω πιο προσεκτικός.
Κοιτάζω ψηλά το φεγγάρι και
τα αστέρια. Δεν έχω άλλο τρόπο να διαπιστώσω την ώρα παρά μόνο από τη θέση τους στον
ουράνιο θόλο. Έτσι όπως κάνανε οι παλιοί ναυτικοί. Κατέχω κάποιες βασικές
γνώσεις αστρονομίας. Θυμάμαι αρκετά απ’ το παλιό φιλομαθές παρελθόν μου. Κάτι
έχει μείνει στο κεφαλάκι μου το κούφιο. Η μνήμη μου ακόμη αντιστέκεται στη λήθη
και την άνοια. Αρκεί το στερέωμα να μην είναι μαύρο κι άραχνο. Γεμάτο από
απειλητικά σύννεφα όπως σήμερα. Είμαι άτυχος μα φταίω κιόλας. Δεν πήρα μαζί μου
το κινητό μου τηλέφωνο και γύρω μου όλα τα ρολόγια του κόσμου είναι σταματημένα
σε διαφορετικές μέρες και ώρες. Όλοι αυτοί οι μικρομέγαλοι δείκτες με έχουν
μπερδέψει. Δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Και όποτε ρωτάω κάνα βιαστικό διαβάτη
μουγκρίζει από μέσα του διάφορες άσχημες κακόηχες λέξεις. Δεν ξέρω τι μπορεί να
σκέφτονται για μένα. Πού πηγαίνει το μυαλό του κάθε πονηρού. Είναι λεπτό το
ζήτημα. Έχω τελείως απογοητευτεί. Μάλλον πρέπει να αλλάξω ημισφαίριο και να
βρεθώ στους αντίποδες με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. Ίσως εκεί μάθω την
μέρα και την ώρα με ακρίβεια χιλιοστού του δευτερολέπτου. Δίχως να κινδυνεύω να
παρεξηγηθώ. Ίσως πάλι να ρωτήσω κάνα κοιμισμένο περιστέρι ή καμιά περαστική
γατούλα να μου πει την αλήθεια. Τα άλλα ζώα δεν λένε ποτέ ψέματα. Δεν μας
μοιάζουν. Δεν είναι σαν τα μούτρα μας. Μισό λεπτό κύριε να κοιτάξω το ρολόι
μου.
Εδώ και κάμποση ώρα κόβω
βόλτες έξω από τον πύργο του αφεντικού. Ο κατασκευαστής κατασκευάζει τις
κατασκευές και ο δημιουργός δημιουργεί τα δημιουργήματα. Χα χα. Πού καιρός για
όνειρα. Γυροφέρνω σαν το κοπρόσκυλο με την ουρά χωμένη κάτω από τα σκέλια. Είναι
σίγουρα και με διαφορά το μεγαλύτερο κτήριο της πόλης. Έχει είκοσι πατώματα και
στην κορυφή κάθεται ο βασιλιάς του με τις ευλογίες θεών και δαιμόνων αγναντεύοντας
όλη του την επικράτεια. Οι άγγελοι και οι διάβολοι του σύμπαντος τον φοβούνται
και τον προσκυνούν. Κανείς δεν συνωμοτεί εναντίον του. Κανείς δεν τολμά να τον
αποκαθηλώσει από το βάθρο του. Να τον ρίξει από τον θρόνο του. Όλοι τον
σέβονται και τον υπολήπτονται γιατί είναι αρχιμασκαράς και μεγαλοαπατεώνας
περιωπής. Ο τύπος δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι το μεγάλο αφεντικό κι έχει
πολλές αρετές και προτερήματα. Η εταιρεία βρίσκεται στους δύο τελευταίους
ορόφους και ακριβώς από πάνω το γραφείο του. Στο ρετιρέ με το μεγάλο μπαλκόνι. Είναι
ευάερο κι ευήλιο με φοβερή θέα. Από κει ψηλά αγναντεύει ολάκερη την πόλη και τη
θάλασσα και τη γέφυρα και τα πάντα. Τα έχει όλα στο πιάτο για να ξεκουράζεται
το μάτι του το αλλήθωρο. Τουλάχιστον όποτε κάνει διάλλειμα από τις πολλές του
δουλειές με φούντες που έχει και δεν τελειώνουν ποτέ. Έχει άπειρα καθήκοντα και
υποχρεώσεις. Και πολλά χρήματα βέβαια. Μα δουλεύει όλη μέρα μέχρι αργά το βράδυ
και πάλι δεν προλαβαίνει. Πάντως είναι προκομμένος και εργατικός. Όχι κηφήνας
σαν κάτι άλλους. Αυτό τουλάχιστον όλοι το παραδέχονται και του βγάζουν το
καπέλο.
Κι αυτή την ώρα πάνω είναι
και εργάζεται. Το γραφείο του έχει φως και φεγγοβολεί. Φωτίζει σαν φάρος όλη
την σκοτεινή μας πόλη. Είναι ο άγρυπνος φρουρός της. Πρέπει να βρω τρόπο να τον
πλησιάσω. Έστω μόνο για να του μιλήσω. Όχι βέβαια να πέσω στα πόδια του και να
τον παρακαλέσω να με ξαναπροσλάβει. Να με πάρει πίσω στη δούλεψή του. Δεν κάνω
τέτοια πράγματα. Να ξεφτιλιστώ τώρα και στα τελευταία. Να πέσω τόσο χαμηλά. Έχω
κι εγώ κάποια αξιοπρέπεια. Λίγη τσίπα. Κάτι μου έχει απομείνει. Εδώ που τα λέμε
καλύτερα που με απέλυσε. Που με έδιωξε κακήν κακώς από κοντά του. Που μου ‘δωσε
τα παπούτσια στο χέρι. Είχα βαρεθεί τη σκλαβιά του γραφείου. Δεν άντεχα πια την
γκρίνια του ούτε και το πρωινό ξύπνημα. Τα βράδια ξενυχτούσα κι έπινα. Είχα και
αϋπνίες. Είχα αλλάξει τρόπο ζωής. Με είχε πάρει ο ολισθηρός κατήφορος. Η κάτω
βόλτα. Ας πούμε ότι περνούσα μια υπαρξιακή κρίση συνειδήσεως στη μέση ηλικία.
Δεν μπόρεσα να την αντιμετωπίσω. Ούτε βέβαια ζήτησα βοήθεια απ’ τους ατζαμήδες
ειδικούς ψυχολόγους της κακιάς ώρας. Το αφεντικό είναι ξύπνιος άνθρωπος. Κάτι
πρέπει να είχε πάρει χαμπάρι και με συνοπτικές διαδικασίες με απάλλαξε από τα
καθήκοντά μου. Πριν κάποιους μήνες καταριόμουν το παλιόμουτρο μέρα και νύχτα.
Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Ήθελα να τον εκδικηθώ. Να τον καθαρίσω και να τον
βγάλω από τη μέση μα τώρα βλέπω τα πράγματα πιο ψύχραιμα και πιο καθαρά. Τελικά
καλό μου έκανε. Με βοήθησε και τον ευγνωμονώ. Πλέον θέλω να τον δω απλά και
μόνο για να τον ευχαριστήσω κι όλα μεταξύ μας θα είναι μέλι γάλα. Μα κείνος με
φοβάται και με διώχνει. Και με το δίκιο του. Φυλάγεται. Δεν γνωρίζει τις πραγματικές
μου διαθέσεις και ότι έχω αλλάξει άποψη γι’ αυτόν. Δεν με εμπιστεύεται. Με
φοβάται. Κάτω στην είσοδο υπάρχει πάντοτε ένας φύλακας όλο το εικοσιτετράωρο. Έχω
προσπαθήσει αρκετές φορές να πλησιάσω μα τα μαντρόσκυλα με διώχνουν σηκωτό.
Λένε ότι εκτελούν εντολές άνωθεν. Δηλαδή από εκείνον. Το μεγάλο αφεντικό. Κρίμα
γιατί πολύ θα ήθελα να τον αγκαλιάσω σφιχτά και να τον ασπαστώ σταυρωτά.
Έχουν περάσει δέκα χρόνια
από τότε μα το θυμάμαι ακόμα πολύ καλά. Όταν είχα φύγει απ’ την πρωτεύουσα και
είχα πρωτοέρθει σ’ αυτήν την κακορίζικη πόλη. Σε τούτο το μικρό χωριό με τα
μεγάλα φώτα όπως αποδείχτηκε στην πορεία. Καραμπινάτη περίπτωση επαρχίας που
ταιριάζει μόνο σε τακτοποιημένους νοικοκυραίους που θέλουν να μεγαλώσουν ήσυχα
τα παιδάκια τους και να τα κάνουν ίδια κι όμοια με τα μούτρα τους. Και να ‘χουν καλά γεράματα κι έναν ήσυχο
θάνατο στο κρεβατάκι τους. Τον πρώτο καιρό έμεινα κι εγώ στο ρετιρέ μιας ψηλής
πολυκατοικίας. Το δώμα ήταν όλο κι όλο είκοσι τετραγωνικά. Ίσα που χωρούσα μα
είχε μικρό νοίκι και ήταν μεγάλη ευκαιρία. Η εποχή ήταν όμορφη τότε και
αισιόδοξη. Ήθελα να βρίσκομαι κοντά στα σύννεφα στον ουρανό στα αστέρια και τον
θεό. Στην κορυφή του κόσμου. Έτσι μου φαινόταν. Κι από κει ψηλά να βλέπω και να
παρακολουθώ όλους τους άλλους ανθρώπους μικρούς και ολόιδιους σαν μυρμηγκάκια
και να τους έχω για τα αρχίδια μου. Να πετάω και καμιά πετρούλα στα κεφαλάκια τους
και να τους τρομάζω σπάζοντας πλάκα με την πάρτη τους. Και όποτε μου τη βίδωνε
να μπορούσα να ρίξω μια βουτιά στο κενό και να γλυτώσω από όλα τα βάσανα και τα
μαρτύρια που συνήθως μας ταλαιπωρούν. Όμως δεν το έκανα ποτέ. Αντιθέτως. Κάθε
πρωί που ξύπναγα χαράματα για να πάω στη δουλειά σήκωνα το κεφάλι μου ψηλά και
χαμογελούσα στον καθαρό και καταγάλανο ουρανό. Όχι απλά και μόνο επειδή ήμουν
ακόμα ζωντανός και μέσα στο παιχνίδι. Ήμουν και σαραντάρης. Πάνω στην ακμή μου
με σφρίγος και ομορφιά. Ελεύθερος από την προηγούμενη ζωή μου και το άσχημο
παρελθόν. Με ελπίδες και όνειρα για το μέλλον. Έκανα μεγαλεπήβολα σχέδια. Ένιωθα
προνομιούχος και δυνατός γεμάτος αισιοδοξία. Πίστευα ότι μπορούσα να κατακτήσω
τον κόσμο ολόκληρο. Κάθε καινούργια μέρα που ξεκίναγε ήταν υπέροχη. Έμοιαζε
φανταστική. Όλα μπορούσαν να συμβούν. Όλα τα ενδεχόμενα ήταν πιθανά όπως στα
παραμύθια. Μα κι αυτά κρατάνε λίγο. Μέχρι να σε πάρει ο ύπνος το βράδυ και να
αρχίσεις τα βαριά ροχαλητά. Τότε έρχονται στον οι πρίγκιπες και τα βασιλόπουλα για
να σε παρηγορήσουν και οι κακοί δράκοι με τις μεγάλες φλόγες στο στόμα για να
σε τρομάξουν πετώντας εναντίον σου θανατηφόρες βόμβες μολότοφ. Όλοι σε κυνηγούν
και θέλουν το κακό σου. Παλεύεις με νύχια και με δόντια να τους ξεφύγεις μα δεν
τα καταφέρνεις. Αγωνιάς. Σε ζώνουν διαρκώς τα μαύρα φίδια. Κάθε φορά ξυπνάς από
τους εφιάλτες ιδρωμένος και αναστατωμένος και μαζεύεις τα σκεπάσματα και τα
μαξιλάρια από το πάτωμα.
Και ένα πρωινό σηκώνεσαι από
το κρεβάτι και κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και δεν μπορείς να αναγνωρίσεις πια τον
εαυτό σου. Είναι ένας ξένος. Ένας άλλος. Κάτι έχει σπάσει μέσα σου. Τρέχεις στο
παράθυρο για να χαρείς τον λαμπερό ήλιο και διαπιστώνεις ότι δεν βρίσκεσαι
πλέον ψηλά στο ρετιρέ μα στο ευρύχωρο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου κάποιας
άλλης πολυκατοικίας. Από τον ουρανό έχεις κατέβει κοντά στη γη. Έχεις γίνει και
συ ένα μικρό ανθρωπάκι που ούτε απ’ το μπαλκόνι πια δεν μπορεί να πηδήξει για
να σωθεί. Είναι πολύ χαμηλά για να σε λυτρώσει. Και ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι
τα χρόνια πέρασαν τρέχοντας και το δύσκολο παρελθόν βρίσκεται ξανά μπροστά σου.
Είναι και πάλι απειλητικά παρόν. Το έρεβος σε κυνηγά ακόμη και στον ξύπνιο και
δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Πλέον δεν έχεις όνειρα κι ελπίδες για το μέλλον.
Έπαψες να κάνεις μεγαλεπήβολα σχέδια. Σου τελείωσαν κι έμειναν απραγματοποίητα.
Κουράστηκες να περιμένεις. Έμεινες μόνος. Παρασύρθηκες στον σκοτεινό βυθό. Έπεσες
μέσα στο πηγάδι. Πνίγηκες οριστικά και τελεσίδικα. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Περνάς
απανωτές καταθλίψεις μα δεν τολμάς να αυτοκτονήσεις. Τρέμεις μη χάσεις την
κακόμοιρη τη ζωούλα σου. Σκέφτεσαι παράλογα. Φοβάσαι το μεγάλο τίποτα που έτσι
κι αλλιώς δεν μπορείς να το αποφύγεις. Αργά ή γρήγορα θα έρθει η στιγμή που θα σου χτυπήσει
την πόρτα. Μα όσο το καθυστερείς τόσο το καλύτερο λες. Τώρα πια έχεις καταντήσει
κι εσύ ένα φοβισμένο ανθρωπάκι. Παραδέξου το. Είσαι για φτύσιμο. Λούζεσαι αυτά
που κορόιδευες. Προτιμάς το ψυχοφθόρο σαράκι της ύπαρξης. Να παρατείνεις την αγωνία.
Στο τέλος βρίσκεις παρηγοριά και καταφύγιο στη φαντασία σου βράζοντας στο ζουμί
σου.
Αυτή την ώρα οι δρόμοι έχουν
αδειάσει και οι περαστικοί διαβάτες έχουν επιστρέψει στα σπιτάκια τους. Πλησιάζω
με τρόπο μα κάπως βαρύθυμα τον μαυροντυμένο σεκιουριτά. Είναι εύσωμος
χειροδύναμος και βλοσυρός. Και το σημαντικότερο διπλάσιος από μένα. Σωστό
ντερέκι. Τον φοβάμαι. Δεν μπορώ να τα βάλω μαζί του. Θα φάω άγριο ξύλο. Τη
στιγμή που με βλέπει απότομα μπροστά του το πρόσωπό του σκληραίνει. Ευτυχώς δεν
καταλαβαίνει ποιος είμαι. Είμαι καραφλός και γλόμπος κι έχω γίνει αγνώριστος.
Τώρα με σέβεται και μου μιλάει στον πληθυντικό. Με ρωτάει σε τι θα μπορούσε να
με εξυπηρετήσει. Να μου φανεί χρήσιμος. Βεβαίως κύριε. Του απαντώ με την ίδια
ευγένεια και κορδώνεται γεμάτος υπερηφάνεια. Θα σκέφτεται ότι κάτι αξίζει κι αυτός
σε τούτον τον κόσμο. Δεν είναι εντελώς για πέταμα. Ψηλώνει δυο πήχεις και μου
χαμογελά ευχαριστημένος. Του λέω τι θέλω. Να δω το μεγάλο αφεντικό. Είναι
απόλυτη ανάγκη να του μιλήσω. Πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου μα είναι
απόρρητο. Δεν μπορώ να το εκμυστηρευτώ σε κανέναν άλλο. Μόνο στον ίδιο. Είναι
ας πούμε κρατικό μυστικό. Με κοιτάζει μπερδεμένος και με ενημερώνει ότι τέτοια
ώρα τα γραφεία του πύργου είναι κλειστά και δεν λειτουργούν. Ούτε ο κύριος του
ρετιρέ δέχεται επισκέψεις. Είναι πολύ απασχολημένος και έχει δώσει σαφείς
οδηγίες να μην τον ενοχλήσει κανείς και για οποιοδήποτε λόγο. Επιμένω. Το
ζήτημα είναι επείγον και δεν χωράει αναβολή. Πρέπει να τον δω. Ξαφνικά ο
φύλακας χάνει την υπομονή του και αγριεύει. Ποιος είδε τον θεό και δεν τον
φοβήθηκε. Όμως συνεχίζει να μου μιλάει στον πληθυντικό. Αυτό είναι κάπως
καθησυχαστικό. Δεν γίνεται τίποτα κύριε. Δεν μπορώ να σας αφήσω να περάσετε. Θα
βρω τον μπελά μου. Καταλάβετε και τη θέση μου. Ελάτε πάλι αύριο το πρωί.
Παρακαλώ να απομακρυνθείτε από την είσοδο. Μη με αναγκάσετε να καλέσω την
αστυνομία. Τσαντίζομαι και μουλαρώνω και δεν το κουνάω ρούπι από μπροστά του.
Με πιάνει από το μπράτσο και με τραβάει παραπέρα σέρνοντας. Όσο μπορώ
αντιστέκομαι. Σχεδόν χειροδικεί μα φοβάμαι να του παραπονεθώ μη μου ρίξει και καμιά
ανάστροφη.
Μου το είπε καθαρά και
ξάστερα. Αν δεν ξεκουμπιστώ από μπροστά του θα φωνάξει τους μπάτσους να με
παραλάβουν για τα περαιτέρω. Είναι κάπως ευγενικός μα και του καθήκοντος. Δεν
τα βγάζεις εύκολα πέρα μαζί του. Εντάξει μη με ακουμπάς φεύγω μα θα τα
ξαναπούμε. Ξαφνιάζομαι με τον εαυτό μου πού βρήκα το θάρρος να του μιλήσω έτσι.
Δεν μου απαντά. Για άλλη μια φορά νιώθω ταπεινωμένος. Ένα σκουπίδι της
κοινωνίας. Απομακρύνομαι με αργά βήματα και σκυμμένο το κεφάλι. Εκείνος πλέον
δεν μου δίνει καμία σημασία. Μάλλον σκέφτεται ότι γλύτωσε από το ενοχλητικό
τσιμπούρι και τώρα η βάρδια του θα ξαναμπεί στους κανονικούς της ρυθμούς. Στην
άγια ρουτίνα της. Βαριεστημένα βγάζει από την τσέπη του ένα τσιγάρο και το
ανάβει. Θέλει να καπνίσει για να χαλαρώσει. Να διώξει από πάνω του την
προσωρινή ένταση και τη σύγχυση της στιγμής. Να ηρεμήσει κάπως. Πιέστηκε αρκετά
και παραλίγο να φτάσει στα άκρα. Κινδύνεψε να βγει εκτός εαυτό. Ακόμη και να χάσει
τη δουλειά του. Όλα ήταν πιθανά και ενδεχόμενα. Τριγύρω υπάρχουν πολλές κάμερες.
Παρόλο που τελικά συγκρατήθηκε. Διατήρησε την ψυχραιμία μου. Φέρθηκε εντελώς
επαγγελματικά. Τον κοιτάζω από μακριά κι αρχίζουν να με ζώνουν οι τύψεις και οι
ερινύες. Σκέφτομαι ότι του χάλασα τη διάθεση του ανθρώπου. Του δημιούργησα
πρόβλημα στην εργασία του. Τον οδήγησα στο ναρκωτικό παυσίλυπο της νικοτίνης.
Στην έσχατη λύση. Ότι εξαιτίας μου καταστρέφει την υγεία του και την ψυχολογία
του. Θέλω να πάω πάλι κοντά του και να του ζητήσω συγνώμη μα φοβάμαι και
σκιάζομαι. Αρκούμαι στον να τον κοιτάζω από μακριά να ρουφάει τις τζούρες του
και να βγάζει από τη μύτη του τη μαύρη πίσσα του καπνού. Η καύτρα του
αναβόσβηνε ρυθμικά. Κάπως έτσι ανεβοκατεβαίνει και το στήθος του παίρνοντας
βαθιές αναζωογονητικές ανάσες. Χαλαρώνοντας.
Εκείνη τη στιγμή σηκώνω το
βλέμμα μου ψηλά προς το φωτισμένο ρετιρέ και κοκαλώνω από τον φόβο. Μένω
άγαλμα. Μια μαύρη σκιά εφορμά σαν στούκας σε κατακόρυφη πτώση προς το έδαφος.
Μοιάζει με μαύρο πουλί που έχει τις φτερούγες του ορθάνοιχτες. Ακούγεται μία
τρομακτική κραυγή. Κατεβαίνοντας όλο και μεγαλώνει όλο και μεγαλώνει και στο
τέλος σκάει σαν ατομική βόμβα με δύναμη στο τσιμέντο λίγα μέτρα μόνο μακριά απ’
τον σεκιουριτά. Δεν ήθελε και πολύ για να πέσει πάνω του και να τον τσακίσει. Στο
τσακ την γλύτωσε ο φρουρός. Παραλίγο να τον κάνει κιμά. Μπαμ και μπουμ. Ο θόρυβος
της πρόσκρουσης είναι εκκωφαντικός. Ίσως να δημιούργησε κι έναν μεγάλο κρατήρα.
Τέτοια ένταση είχε. Εμένα τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Πλησιάζω για να δω τι
έγινε. Ο σεκιουριτάς είναι γεμάτος με αίματα. Η στολή του λερωμένη. Κατακόκκινη.
Το πρόσωπό του ωχρό και πανιασμένο από τον τρόμο. Κατακίτρινο. Ξαφνικά
συνειδητοποιεί τι έχει γίνει και ουρλιάζει. Τρέμει ολόκληρος και βρίσκεται
εκτός εαυτού. Εγώ κοιτάζω ψύχραιμα τον άνθρωπο που έπεσε από ψηλά. Έχει
σφηνώσει στο τσιμέντο και δεν κουνιέται ρούπι. Είναι το μεγάλο αφεντικό. Αν και
το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο καταφέρνω να τον αναγνωρίσω. Έχει γίνει
χίλια κομμάτια. Σάρκες και κόκαλα πεταμένα εδώ κι εκεί. Ποιος ξέρει το γιατί. Ή
αυτοκτονία ή ατύχημα ή δολοφονία. Οι αρμόδιοι θα ψάξουν και θα βρουν την αιτία.
Κρίμα τον λεβέντη πάνω στο άνθος της ηλικίας του. Πάντως εμένα δεν με νοιάζει
πια ούτε με αφορά. Δεν έχει καμία σημασία. Η υπόθεση έληξε. Κρίμα μόνο που δεν
προλάβαμε να τα ξαναβρούμε και να φιλιώσουμε. Θα το ‘χω βάρος στη συνείδησή
μου. Παρόλο που δεν φταίω εγώ.
Ετοιμάζομαι να φύγω και να
συνεχίσω τη βόλτα μου μέσα στην νυχτερινή πόλη. Τότε ο σεκιουριτάς συνέρχεται
από το σοκ. Ανακτά την αυτοκυριαρχία του και ξαναγίνεται ο άνθρωπος του
καθήκοντος. Μπαίνει μπροστά μου και μου φράζει το δρόμο. Με σταματά. Μάλλον δεν
θέλει να μείνει μόνος του με τον νεκρό. Σκιάζεται κοτζάμ άντρας. Φοβάται μην
αναστηθεί και σηκωθεί όρθιος ο πεθαμένος. Μη γίνει ζόμπι. Μου λέει ότι δεν
μπορώ να φύγω. Υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας και πρέπει να δώσω κι εγώ κατάθεση στις
αρχές. Θα ειδοποιήσει αμέσως την αστυνομία. Βγάζει το κινητό του από την τσέπη
και πληκτρολογεί τον γνωστό τριψήφιο αριθμό έκτακτης ανάγκης. Περιμένει ανυπόμονα
να το σηκώσουν. Όμως αυτή η ιδέα εμένα δεν μου αρέσει καθόλου. Μυρίζομαι
ταλαιπωρίες και μπλεξίματα βραδιάτικα. Δεν έχω καμία διάθεση να χαραμίσω τη
νύχτα μου στις ασφάλειες και στα νεκροτομία. Άσε που μπορεί να βρω και το μπελά
μου από πάνω. Ποια ήταν η σχέση μου με τον μακαρίτη και τα ρέστα. Τι τον ήθελα
εκείνη την ώρα. Όλα θέλουν να τα μαθαίνουν τα καρακόλια. Είναι πολύ περίεργοι
και αδιάκριτοι. Για το καλό μας πάντα. Για να λάμψει η αλήθεια και η δικαιοσύνη
φυσικά. Όμως μακριά από μπάτσους και δικαστές. Ο φύλακας του νόμου και της
τάξης με κρατάει ακόμη από το μπράτσο γερά για να μην του φύγω. Μου ζητάει τα
στοιχεία μου. Να του πω πώς με λένε. Κανένας αγόρι μου και δεν είδα ούτε
γνωρίζω τίποτα. Και με μια απότομη κίνηση του ξεφεύγω και το βάζω στα πόδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου