Η ώρα κοντεύει εννιά και τα
καταστήματα σε λίγο κλείνουν. Εξ από ανέκαθεν που λένε και στο χωριό μου. Έχω
αργήσει στο ραντεβού μου μα πλησιάζω γοργά. Τρέχω και δεν φτάνω. Νομίζω ότι κάποιοι
με κυνηγούν. Θέλουν να μου την φέρουν πισώπλατα. Σε λίγο θα με προφτάσουν και τρέμω
μη με φάει η μαρμάγκα. Δεν φταίω εγώ. Έγιναν πολλά και διάφορα που με καθυστέρησαν.
Κουραφέξαλα. Ψάχνω για δικαιολογίες μα δυσκολεύομαι να τις βρω. Μου έχουν
τελειώσει. Ούτε μπορώ να επινοήσω καινούργιες και φρέσκιες. Η φαντασία μου
είναι φτωχή. Δεν έχω καλή σχέση με τον χρόνο. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.
Καταριέμαι τον εφευρέτη των ρολογιών και τους οπαδούς της βιαστικής και έντονης
ζωής. Γουστάρουν την ταχύτητα μα όποιος βιάζεται σκοντάφτει. Απ’ την άλλη εγώ
προτιμώ την τεμπελιά και τη βραδύτητα. Είναι δικαίωμά μου. Γούστο μου και
καπέλο μου ρε φίλε και λογαριασμό δεν δίνω σε κανέναν. Όμως πρέπει να προλάβω τον
κομμωτή μου στο μαγαζί για να του εξηγήσω. Πρέπει να μάθει γιατί αργοπόρησα. Τουλάχιστον
να μην έχει κατεβάσει ακόμα ρολά. Χρειάζομαι επειγόντως έναν καλλωπισμό με
ειδική περιποίηση. Θα τον παρακαλέσω να μου κάνει τη χάρη. Ίσως και να με δεχτεί.
Ευτυχώς. Από μακριά βλέπω τα φώτα αναμμένα και την πόρτα ακόμα ανοιχτή. Είναι
στα σκουπίσματα. Με το φαράσι στο χέρι μαζεύει τις ψόφιες τρίχες απ’ το πάτωμα.
Είναι καθαρό παιδί. Επιπλέον του αρέσει η τάξη και η οργάνωση. Είναι ο
προσωπικός μου μπαρμπέρης. Και ισόβιος. Δεν τον αλλάζω με τίποτα. Με καμία
δύναμη. Θα με κουρεύει και θα με ομορφαίνει μέχρι να πεθάνω.
Κουτσά στραβά έφτασα. Στο πι
και φι. Στο παλούκι και στη φούρκα. Μπαίνω στο κουρείο φουριόζος και του ζητάω
χίλιες συγνώμες. Προσπαθεί να προσποιηθεί τον τσαντισμένο μα δεν τα καταφέρνει.
Είναι κακός ηθοποιός. Δεν κάνει για δράματα και τραγωδίες. Στην αρχή ρουτζώνει
και μου κάνει μούτρα μα δεν κρατιέται για πολύ η υποκρισία του. Μετά από λίγο
σπάει και μου χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο. Πέφτει στην αγκαλιά μου σαν μικρό
παιδί που νιώθει παραπονεμένο και παραμελημένο απ’ τον άστοργο πατέρα του. Που
ζητάει μονάχα αγάπη. Έστω και λίγη από την καλοσύνη των ξένων. Κι ας είναι ένας
κοτζάμ τριαντάρης και μαντράχαλος. Κι ας μην του φαίνεται γιατί μικροδείχνει. Με
ρωτάει πού χάθηκα τόσο καιρό. Αν έλειπα ταξίδι. Αν είχα πάει κάπου μακριά. Αν
ήμουν άρρωστος. Αν με είχαν κλείσει στη στενή. Γιατί τόσο καιρό δεν έδωσα
σημεία ζωής. Η συμπεριφορά μου ήταν γαϊδουρινή. Ανησυχούσε μην έπαθα κάτι. Και
γιατί είμαι έτσι ακούρευτος. Αν έχω κάποιο πένθος και διάφορα άλλα κουραστικά.
Οι ερωτήσεις του πέφτουν σαν ριπές και μου γαζώνουν όλο μου το κορμί. Σαν
σφαλιάρες πάνω στο σβέρκο μου. Με πιάνουν απροετοίμαστο. Αιφνιδιάζομαι. Τον
κόβω απότομα. Πολλά ρωτάς φίλε και πού να σου εξηγώ. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Ίσως
κάποια άλλη φορά να σου πω. Τώρα δεν προλαβαίνω. Δεν έχω καιρό για χάσιμο.
Είμαι βιαστικός. Με περιμένουν δουλειές με φούντες. Κατσουφιάζει μα δεν φέρνει
αντιρρήσεις. Έχει πάνω από ένα χρόνο να με δει και μάλλον του φαίνομαι κάπως
ψυχρός και απόμακρος. Κάπως αλλαγμένος. Φοβάται ότι τον ξέχασα. Μπορεί και να
του έλειψα. Ποιος ξέρει τι συλλογίζεται. Δεν μπορώ να μπω μέσα στο μυαλό του
και να διαβάσω τις σκέψεις του. Ούτε καν από την εμπειρία μου να μαντέψω. Τέλος
πάντων δεν είμαι και κάνας παντοδύναμος θεός. Ούτε παντογνώστης.
Με καθίζει στην πολυθρόνα
και μου βάζει την πετσέτα γύρω απ’ το λαιμό. Τα έμπειρα δάχτυλα χώνονται μέσα
στη μακριά μου χαίτη και την ανακατώνουν εξεταστικά. Είναι απαλή και βελούδινη.
Καταλαβαίνει ότι έχω λουστεί από το σπίτι. Με ρωτάει πώς θέλω να τα κόψουμε και
απαντάει μόνος του. Μάλλον όπως κάθε φορά. Δεν έχει ξεχάσει πώς κουρεύομαι.
Όμως η σημερινή μου προτίμηση τον ξαφνιάζει. Δίνω διαταγή αμετάκλητη και τα
σκυλιά δεμένα. Κάνε με αγνώριστο. Θέλω μαλλί γουλί και καραφλοκούρεμα μερεμέτι περιποιημένο.
Έτσι ακριβώς όπως σου το λέω. Να μην μείνει τρίχα ζωντανή πάνω στο κεφάλι μου. Σκότωσέ
τες όλες. Γενοκτονία και ολικός αφανισμός τους. Το νου σου. Άκου με προσεκτικά.
Και στο πρόσωπο κόντρα ξύρισμα. Να μοιάζω με σκληρό και αγριεμένο καργιόλη όπως
εκείνα τα μουνιά τους ακροδεξιούς τους χρυσαυγίτες τους φασίστες και τους
χιτλερικούς. Να με βλέπουν και να τρομοκρατούνται. Να τους πιάνει σύγκρυο και
να χέζονται πάνω τους όταν περνάω από μπροστά τους. Μόνο που δεν θα φοράω μαύρα
και πέτσινα. Και δεν θα κρατάω λοστάρια και αλυσίδες στα χέρια. Μα αυτά είναι
λεπτομέρειες. Πάρε μου όλες τις τρίχες από τα γένια και τα φρύδια. Από τις
μασχάλες και τις πουτσότριχες. Από παντού. Απόψε θέλω ριζική αποτρίχωση με κερί
σε όλο μου το κορμί. Να ξαναγίνω σαν νεογέννητο μωράκι. Τόσο άτριχος. Με
κοιτάζει κατάπληκτος και με το στόμα ανοιχτό. Είναι αποσβολωμένος από το παραλήρημά
μου. Δεν μπορεί να πιστέψει στα αυτιά του. Νομίζει ότι μουρλάθηκα. Ότι έχασα τα
λογικά μου. Στην αρχή προσπαθεί να το πάρει στην πλάκα. Ότι αστειεύομαι. Ότι
λέω καλαμπούρια για να γελάσουμε. Επιμένω παραμένοντας ασυγκίνητος. Κάνε τη
δουλειά σου λεβέντη μου. Δυσανασχετεί. Λέει ότι δεν θα μου πηγαίνει. Θα γελάει
ο κόσμος με τα χάλια μου. Κόβει το μάτι του μα το σχόλιό του είναι περιττό και με
αφήνει αδιάφορο. Δήθεν θυμώνω και σμίγοντας τα φρύδια τού χαμογελώ βλοσυρά. Κάνω
και μια αλλόκοτη γκριμάτσα. Δυσερμήνευτη. Άμα θέλω έχω πολύ πλάκα. Γίνομαι
σωστός καραγκιόζης. Πλέον το παιδί δεν μπορεί να βγάλει άκρη με την πάρτη μου.
Μένει μπροστά μου άγαλμα. Δεν ξέρει τι να κάνει. Αργεί μα εγώ δεν έχω χρόνο για
χάσιμο. Βιάζομαι.
Ξαφνικά χάνω την υπομονή μου
και αγριεύω. Ασυναίσθητα εξαπολύω το θανατηφόρο βλέμμα του μπάτσου και τα
χάνει. Αιφνιδιάζεται και μένει κόκαλο. Πρέπει να το παραδεχτώ παρόλο που δεν με
τιμάει καθόλου. Τελευταία έχω γίνει πολύ κυκλοθυμικός. Είμαι να με φοβάται το
μάτι σου. Αγανακτώ με τη συμπεριφορά του. Βρίσκω την αντίδρασή του
αντιεπαγγελματική και του βάζω τις φωνές. Πλέον του μιλώ σε άλλη γλώσσα που
καταλαβαίνει καλύτερα. Του τα σούρνω χύμα και τσουβαλάτα. Παρ’ όλο που μου
είναι υπερβολικά συμπαθής. Σοβαρολογώ αγόρι μου. Κάνε αυτό που σου λέω. Αν
θέλεις να τα πάμε καλά εδώ μέσα. Εγώ είμαι ο πελάτης κι εγώ κάνω κουμάντο στις
τρίχες μου. Μη με μπριζώνεις και μ’ ανάβουν τα λαμπάκια. Ανεβάζω κι άλλο τον τόνο
της φωνής μου. Τώρα ουρλιάζω για τα καλά. Εγώ διατάζω μωρή παλιοχαμουρίτσα κι
εσύ υπακούς. Είπα και ελάλησα. Τουμπεκιάσου λοιπόν και ξεκίνα και μην μου
κάνεις τον δύσκολο. Στο καθήκον σου. Αυτά του λέω και του τσιμπάω τον πισινό με
νόημα. Βγάζει ένα μικρό αναστεναγμό. Τότε μόνο οπισθοχωρεί και υποκύπτει στις
βουλές στις επιθυμίες και στις ορέξεις μου. Όχι όμως χωρίς αντίσταση και πάλη
δίνοντας την τελευταία του μάχη. Είναι χαλκέντερος. Δεν φοβάται κανέναν και
τίποτα. Ούτε εμένα που τον καρφώνω μανιασμένα. Με κοιτάζει κι εκείνος σταθερά
μέσα στα μάτια. Το βλέμμα του είναι κοφτερό και επίμονο. Με σφάζει με το
μπαμπάκι. Δεν προσβάλλεται ούτε κατσουφιάζει. Είναι παλικάρι. Δεν πέφτει το
ηθικό του. Δεν χάνει την αξιοπρέπειά του. Όπως νομίζεις. Μην μου πεις μόνο ότι
δεν σε προειδοποίησα. Τα λόγια του είναι αυστηρά και δίκαια. Χαμηλώνω πρώτος τα
μάτια και σωπαίνω. Δεν έχω κάτι άλλο να του πω. Για να με ηρεμήσει μου χαϊδεύει
απαλά τα μαλλιά και αμέσως μετά πιάνει στο χέρι του την μηχανή. Αρχίζει να με
κουρεύει με την ψιλή στην τελευταία σκάλα. Τούφες γκριζαρισμένων μαλλιών
πέφτουν στο πάτωμα σωρηδόν και πεθαίνουν ειρηνικά δίχως να το κάνουν θέμα.
Κρίμα γιατί μόλις είχε τελειώσει το σκούπισμα και το μαγαζί ήταν πεντακάθαρο.
Θα τον βάλω σε διπλό κόπο μα είναι για καλό σκοπό. Βυθίζομαι στο κάθισμα και
απολαμβάνω το ξαλάφρωμα του κεφαλιού μου. Ανυπομονώ να αντικρίσω την καινούργια
μου φάτσα. Την τελευταία μου μεταμφίεση. Σαν να φοράω αποκριάτικη μουτσούνα. Χι
χι. Πλέον θα είμαι ένας καράφλας και μισός. Αυτά που κορόιδευα θα τα λουστώ και
μάλιστα οικειοθελώς. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη και κλείνω τα μάτια
περιμένοντας την μεταμόρφωση. Ή μάλλον την παραμόρφωση. Πάντως νιώθω τύψεις. Με
επισκέπτονται ξαφνικά. Όχι μόνο έφτασα αργοπορημένος αλλά από πάνω του ζήτησα
και τα ρέστα. Είμαι ασυγχώρητος μα δεν πρόκειται να του ζητήσω συγνώμη. Σε λίγο
ο προηγούμενος εαυτός μου θα αφανιστεί οριστικά. Και θα ξαναγίνω ολοκαίνουργιος.
Ο κομμωτής μου είναι
τσιγγάνος. Δεν κατακρίνω το γεγονός. Απλά το αναφέρω. Δεν τους μισώ ούτε τους
φοβάμαι τους ρομά. Δεν τους σιχαίνομαι ούτε τους απεχθάνομαι. Δεν είμαι
ρατσιστής. Διαφορετικά δεν θα τον επέλεγα για μια τόσο σημαντική και δύσκολη
αποστολή. Δεν θα τον εμπιστευόμουνα για να με κουρεύει. Πάντως είναι ειδική
περίπτωση και ξεχωρίζει από τη φάρα του. Καθαρός και αρωματισμένος και πάντοτε
ντυμένος στην πένα και με την τελευταία λέξη της μόδας. Είναι να τον θαυμάζεις
και να τον χαίρεσαι. Και να τον ζηλεύεις. Μόνο που για μπαρμπέρης είναι
απαράδεκτο να είναι ακούρευτος. Τα μαλλιά του είναι μακριά και τον δείχνουν για
κοριτσάκι. Προσέχει πολύ τον εαυτό του μα δεν είναι καθόλου νάρκισσος.
Αντιθέτως είναι ένα πολύ καλό παιδί. Η μητέρα του ήτανε τσιγγάνα μα πέθανε πριν
από εφτά οχτώ χρόνια από την παλιαρρώστια. Από τότε ορφάνεψε. Έμεινε μόνος και
έρμος σαν την καλαμιά στον κάμπο. Τουλάχιστον εκείνη τον βοήθησε να μάθει μια
τέχνη για να βγάζει τίμια το ψωμί του. Μια δουλειά που του άρεσε κιόλας και την
αγαπούσε και ήταν πολύ καλός σ’ αυτήν. Όταν έχασε την μανούλα του είχε μόλις
τελειώσει τη σχολή κομμωτικής και είχε ανοίξει το μαγαζί. Από τότε έρχομαι και
κουρεύομαι. Τυχαία τον γνώρισα. Μου άρεσε και τον κράτησα. Ο πατέρας του ήταν
δικός μας. Μπαλαμός που λέει κι εκείνος ή λαϊκός. Γι’ αυτό και το πρόσωπό του
είναι κάπως πιο ανοιχτό. Είναι μελαμψός μα δεν πολυμοιάζει με τους άλλους. Ομορφόπαιδο.
Μπάσταρδος και ημίαιμος. Ωραίο κράμα. Πρέπει να ήταν ο καρπός μιας νυκτερινής ξεπέτας
μάλλον επί πληρωμή. Δηλαδή ταλαιπωρίες και μπερδέματα και μια εξαρχής γαμημένη
ζωή όνομα και πράμα. Η μάνα του έκανε βίζιτες για να τα βγάλει πέρα και κάποια
στιγμή έγινε το ατύχημα. Ο ίδιος μου τα ‘χει πει με το νι και με το σίγμα. Χωρίς
να ντραπεί για την καταγωγή του. Αν και μούλικο ήταν το αγαπημένο της παιδί. Του
είχε ιδιαίτερη αδυναμία και το ξεχώριζε από τα άλλα. Μα κι εκείνος την αγαπούσε
πολύ. Πλέον με τα αδέρφια του δεν διατηρεί σχέσεις. Ούτε με άλλους συγγενείς. Έχει
ξεκόψει από όλο το σόι. Μένει μόνος του σε ένα δωματιάκι στο πίσω μέρος του
μαγαζιού του κι έχει την ησυχία του. Ούτε με τον πατέρα του έχει κρατήσει
επαφές. Τον είχε γνωρίσει τότε που ζούσε ακόμη η μάνα του μα εκείνος δεν τον
θεώρησε ποτέ κανονικό του παιδί. Είχε φτιάξει άλλη οικογένεια και ήτανε
ναυτικός. Ταξίδευε στα καράβια. Μια δυο φορές είχε περάσει και απ’ το κουρείο
να τον δει μα στο τέλος λογοφέρανε άσχημα και τσακώθηκαν. Παραλίγο να πιαστούνε
στα χέρια. Από τότε δεν ξαναπέρασε και καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ούτε
που θέλει να τον ξαναδεί στα μάτια του. Τον έχει ξεγράψει κι αυτόν εντελώς απ’
τη ζωή του. Όπως και όλους τους άλλους από το σινάφι του.
Όμως ο κομμωτής μου είναι και
πούστης. Το είπαμε και πιο πριν. Είναι ειδική
περίπτωση. Μία τρελλοκοτσιδού που τον παίρνει από παντού. Ούτε κι αυτό το
εξετάζω. Απλά το αναφέρω. Δεν τους μισώ ούτε τους φοβάμαι. Δεν τους σιχαίνομαι
ούτε τους απεχθάνομαι. Δεν είμαι ομοφοβικός ούτε το παίζω και πολύ άντρας. Όλοι
είμαστε θνητοί και περαστικοί από τη ζωή. Φτιαγμένοι από το ίδιο δέρμα που
κάποτε θα το σκεπάσει το μαύρο χώμα και θα το χωνέψει η μάνα γη. Που πολύ
σύντομα θα το φάνε τα σκουλίκια. Μόνο αυτό έχει σημασία. Τα υπόλοιπα είναι άλλα
λόγια να αγαπιόμαστε. Δηλαδή μαλακίες για να έχουμε να λέμε και να περνάει η ώρα.
Όσο ζούσε η μάνα του τον προστάτευε. Δεν τον άφησε ποτέ να ζητιανέψει. Δεν τον
έμαθε να κλέβει. Προτιμούσε να πουλάει το ζηλευτό και αλαβάστρινο κορμί της για
να τον μεγαλώσει. Έτσι ο μικρός δεν ένιωσε την περιφρόνηση και των οίκτο των
ξένων. Τα υποτιμιτικά τους βλέμματα. Μόνο των δικών του. Δεν τον σημάδεψε η
ντροπή. Ήταν δυνατή και όμορφη γυναίκα η μητέρα του. Κι αυτός της έμοιασε. Από
εκείνη πήρε. Είχε τσαγανό. Σωστός κέρβερος. Δεν μπορούσε να τον πειράξει
κανένας. Έστω και με μισή καρδιά οι άλλοι τριγύρω τον ανέχονταν. Σε τέτοια
λεπτά ζητήματα ανδρισμού οι ρομά είναι πολλοί αυστηροί και παραδοσιακοί. Δεν παίζουν
τόμπολες ούτε σηκώνουν αστεία. Ανάμεσά τους πάντα ήταν το μαύρο πρόβατο. Ένιωθε
ξένος και παρείσακτος. Διαφορετικός. Ξεχώριζε. Βλέπεις του φαινότανε. Ήτανε
ιδιαίτερα θηλυπρεπής και δεν μπορούσε να το κρύψει. Από μικρό παιδάκι κουνιόταν
και λυγιόταν. Δεν το έκανε επίτηδες. Δεν ήθελε να προκαλεί. Μα ήτανε η φύση
του. Έτσι γεννήθηκε. Δεν το επέλεξε. Αισθανόταν κοριτσάκι και το ‘δειχνε σηκώνοντας
την κατακραυγή της φυλής. Τον είχαν ξεφωνίσει άγρια. Παλιόπουστα τον ανεβάζαν
και παλιαδερφή του κερατά τον κατεβάζαν. Όταν εκείνη πέθανε κι έμεινε
ολομόναχος τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ. Δεν τον σήκωνε πλέον το κλίμα. Του την
πέσανε όλοι απάνω. Μέχρι που προσπάθησαν να τον βιάσουν ομαδικά πέντε έξι
λεβέντες που ήταν και στενοί του συγγενείς. Φτηνά τη γλύτωσε εκείνη τη φορά μα
τα χρειάστηκε. Και φυσικά δεν ήθελε να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Ίσως την επόμενη
φορά να μην στεκόταν τόσο τυχερός. Πλέον το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Τους είχε
σιχαθεί εντελώς. Σηκώθηκε κι έφυγε από κοντά τους ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω
του. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν από δαύτους. Ήθελε την ελευθερία του. Να
φασώνεται και να πηδιέται με όποιον του κάνει κέφι. Και ούτε ανάγκη τους είχε.
Δόξα τον θεό είχε τη δουλειά του. Όμως κάποια στιγμή αργότερα έμαθε ότι είχε
κολλήσει έιτζ. Ότι ήταν οροθετικός. Το πράγμα στράβωσε. Δεν το περίμενε. Του
ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Και δεν ήταν μόνο η κακιά στιγμή. Πήγαινε γυρεύοντας
να φάει το κεφάλι του. Ήταν μικρός και είχε άγνοια του κινδύνου. Τις νύχτες
έπαιρνε μεγάλα ρίσκα. Τζογάριζε με το θάνατο. Και πάλι καλά που δεν έπαθε
τίποτα χειρότερο. Ευτυχώς δεν τον πήρε από κάτω. Κράτησε την ψυχραιμία του. Τώρα
όμως έπρεπε να παίρνει τα φάρμακά του και να προσέχει. Έτσι κι αλλιώς είχε
ακόμα όλη τη ζωή μπροστά του. Κάνε ότι νομίζεις. Μόνο μακριά από χάπια και
ναρκωτικά. Μη μπλέξεις με τα καργιόλια του είχα πει με κάποια έγνοια. Κατ’
εξαίρεση όλα αυτά. Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές στους άλλους. Να τους λέω
τι πρέπει να κάνουν. Με καθησύχασε. Μη φοβάσαι κι έχω το νου μου. Μόνο λίγο
μαύρο κάνω γιατί με φτιάχνει και σφίγγει το μουνάκι μου. Ευχαριστιέμαι το
γαμήσι πιο καλά. Μπανίζεις τι σου λέω. Δεν τον καταλάβαινα ακριβώς μα του είχα
εμπιστοσύνη. Ο μικρός ήταν μεγάλη πουτσούλα. Ξύπνιο παιδί. Δεν μάσαγε από
τίποτα. Δεν κώλωνε πουθενά. Με είχε εντυπωσιάσει.
Όταν γνωριστήκαμε είχε ήδη κολλήσει
εκείνο το γαμήδι που σε σακατεύει και σου τρώει τα σπλάχνα και τα σωθικά. Σαν
το σαράκι. Που σε γερνάει πριν την ώρα σου. Το ‘ξερε μα δεν μου το ‘κρυψε. Μου
το ξεφούρνισε από την πρώτη στιγμή. Φόρα παρτίδα. Με ντροπή βέβαια κι ένα
κόμπιασμα στα χείλη. Δεν ένιωθε περήφανος. Μα με θάρρος και ειλικρίνεια. Πριν
καν τον αγγίξω. Πριν καν του δώσω το πρώτο φιλί. Ήθελε να με προφυλάξει. Δεν
του άρεσαν οι υποκρισίες και τα ψέματα. Ξέρεις έχω έιτζ και πρέπει να προσέχεις.
Δεν παθαίνω τίποτα εγώ. Είμαι παλιά καραβάνα του απάντησα γελώντας. Έχω γερό
ανοσοποιητικό. Δεν έχω ασθενήσει ποτέ. Αισθάνομαι υγιής και ανίκητος από
μικρόβια και ιούς. Άτρωτος από όλες τις αρρώστιες του κόσμου. Φυσικά μέχρι να
αποδειχτεί το αντίθετο. Χα χα. Με βάλανο περήφανη και αμόλυντη. Με ένστικτο ισχυρό
και αλάνθαστο σαν τις γνώμες του πάπα. Χρόνια στο κουρμπέτι. Δεν ήμουν
χτεσινός. Γι’ αυτό και δεν μάσαγα ούτε φοβόμουν τίποτα. Σίγουρα είναι και θέμα
χαρακτήρα μα είχα ακόμα μπροστά μου πολλά και καλά χρόνια μιας ευτυχισμένης
ζωής. Έτσι ένιωθα και πίστευα. Πέρα από κάποιες παροδικές σκοτούρες και
αντιξοότητες. Όλα μέσα στη ζωή είναι μα δεν με πτοούσαν καθόλου. Τίποτα δεν
μπορούσε να μου ρίξει το ηθικό. Ήμουν βέβαιος ότι θα μακροημέρευα. Θα έφτανα
τουλάχιστον μέχρι τα εκατό. Και δίχως να σέρνομαι. Χα χα. Του τα εξηγούσα όλα
με το νι και με το σίγμα μα εκείνος ήταν ανένδοτος. Γαμώ την ατυχία μου γαμώ. Επέμενε
να παίρνουμε προφυλάξεις. Αυτός ο ξεφτιλισμένος ιός δεν είναι παίξε γέλασε.
Μπορεί πλέον να μην πεθαίνεις μα σε ταλαιπωρεί για μια ολόκληρη ζωή. Δεν
μπορείς να τον ξεφορτωθείς. Σου γαμάει τη μάνα και τον πατέρα και σε γερνάει
πριν την ώρα σου. Αυτά και άλλα τραγικά μου ‘λεγε για να με πείσει. Η ζωή τον
είχε κάνει ένα πολύ σοφό παιδί. Τελικά ο μικρός τα κατάφερε. Του έκανα το
χατίρι παρόλο που οι καπότες και όλα τα άλλα τα πλαστικά και ανθυγιεινά κάπως
με χαλάνε. Γιατί δεν ήθελα να τον χάσω. Ήταν όμορφο αγόρι και το πιο καλό
παιδί. Έστω μόνο για δυο γαμίσια τη βδομάδα. Δεν προλάβαινα ούτε άντεχα για περισσότερα
γιατί είχα και τη λυσσάρα τη σπιτονοικοκυρά που έπρεπε να την κανονίζω κι αυτή σε
τακτική βάση. Είχα μπει σε μεγάλους μπελάδες και φοβόμουν μη με βρούνε σέκο στο
τέλος. Κουραζόμουν πολύ και η μπουμπού είχε κι αυτή τα δικαιώματά της επάνω
στην ατέλειωτη κορμάρα μου. Το σωστό να λέγεται. Δεν ήθελα να αισθάνεται ούτε
ριγμένη ούτε και αδικημένη η κοπέλα. Δεν είναι να μπλέξεις με μεσόκοπη και στερημένη
γυναίκα. Μα και ο μπέμπης μου δεν έχανε τις ευκαιρίες. Πήγαινε και μ’ άλλους ο
μπαγάσας και καλά έκανε. Του ‘βγαζα το καπέλο. Κι εγώ στην ηλικία του τα ίδια
θα ‘κανα. Μα απέναντί μου ήταν απόλυτα ειλικρινής. Όπως κι εγώ. Ωραία. Του
άρεσε η ποικιλία. Νέο παιδί ήταν και μπράβο του. Πάνω στις φούριες και τα
ντουζένια του. Ήθελε να γαμιέται κάθε βράδυ μέχρι τελική πτώσης. Να γλεντήσει
τα νιάτα του και την ομορφιά του όσο ήταν καιρός. Τώρα που μπορούσε και
προλάβαινε. Το είχε απόλυτη ανάγκη. Ήταν πάνω στις κάβλες του. Ένα τεκνό παντός
καιρού και μέχρι τα βαθιά γεράματα. Έτσι τον έκοβα και τον φανταζόμουν. Μόνο
που τώρα είχε γίνει λίγο πιο προσεκτικός στις συναναστροφές του. Δεν ήθελε να
σπείρει τριγύρω τον όλεθρο και την καταστροφή. Για ξεσκισμένη πόρνη είχε
αυστηρή ηθική.
Φίλε μου δεν υπάρχει
ωραιότερο πράγμα απ’ το γαμήσι. Έτσι μου ‘λεγε το σκατουλάκι και είχε απόλυτο
δίκιο. Συμφωνούσα μαζί του. Δεν με πείραζε ούτε ζήλευα. Η σχέση μας ήταν
ελεύθερη και καθαρά σεξουαλική. Θα την έλεγα καλύτερα πορνογραφική. Δεν
πηγαίναμε και για γάμο. Το πολύ να βγούμε και για κάνα καφέ. Μέχρι εκεί. Μα
κατά βάση παλεύαμε ιδρώναμε και γαμιόμασταν. Ήμασταν δυο ανήσυχα βλέμματα με πολύ
υποψιασμένα κορμιά που ξεχείλιζαν από όμορφα συναισθήματα. Με σηκωμένες τις
κεραίες μας και τεντωμένες όλες μας τις αισθήσεις. Κυλούσε μπόλικη τεστοστερόνη
και αδρεναλίνη στο αίμα μας. Γι’ αυτό ήμασταν στην τσίτα. Και αυτό μας ένωνε. Αυτό
μας άρεσε. Αυτό μας ενδιέφερε. Η κάβλα και η συνομιλία των σωμάτων. Τιμή μας και
καμάρι μας. Πουστιά μας και μαγκιά μας.. Χύμα στο κύμα. Η έξαψη της σάρκας
μέχρι λιποθυμίας. Η ανταλλαγή θερμοτήτων και υγρασιών. Η αυτοκρατορία των αισθήσεων
στην ανώτερή τους ακμή και ανάπτυξη. Τα όμορφα κεφαλάκια μας σε πλήρη στύση. Τα
αχόρταγα μυαλουδάκια μας σε οργιαστική έκσταση και παροξυσμό. Η φαντασία μας
έπαιρνε φωτιά. Γινόταν πραγματικότητα το απίθανο και το αδύνατο. Τέτοια τέλεια
ταύτιση επιθυμίας και ανταπόκρισης δεν είχε συμβεί ούτε στα πιο τρελά μας
όνειρα. Ίσως μόνο σε φτηνά ρομάντζα και στις τσόντες του σινεμά. Μονάχα στα
παραμύθια και τα ψέματα. Ήμασταν εξίσου πυρόκαυλοι δαιμονισμένοι και
διονυσιακοί. Οι πιο τέλειοι και ιδανικοί εραστές της οικουμένης. Κυνηγώντας σαν
λαγωνικά την οσμή του σπέρματος. Υπήρχε αμοιβαιότητα και αλληλοκατανόηση. Τα
βρίσκαμε σχεδόν σε όλα. Πάντως σίγουρα στα βασικά και πιο σημαντικά. Όταν
τελείωνε τη δουλειά του κι έκλεινε το μαγαζί πηγαίναμε πίσω στο μικρό δωματιάκι
του. Ήταν κάπως στριμώκωλα μα δεν μας πείραζε. Έμοιαζε με κελί δύο επί τρία και ίσα που χωρούσε ένα ημίδιπλο
ράτζο και το τραπεζάκι με την τηλεόραση. Δηλαδή τα απαραίτητα που έκαναν όπως
πρέπει τη δουλειά τους και με το παραπάνω. Εκεί πηδιόμασταν και περνούσαμε όλη
τη νύχτα μαζί. Η μεταξύ μας διαφορά ηλικίας δεν δημιουργούσε πρόβλημα. Έτσι
μπαμπά μου. Γάμα με. Έτσι. Πονούσε και ούρλιαζε καβλωμένος. Καμιά φορά
κλαίγοντας από ηδονή. Δεν ήμουν ο πρώτος του ούτε και ο τελευταίος του. Μα ένα
ήταν βέβαιο. Έψαχνε για γκριζαρισμένους πατεράδες τρυφερούς και στοργικούς. Μου
το είχε πει καθαρά. Του θύμιζα τον δικό του. Γι’ αυτό και με αγαπούσε. Εκείνον όμως
όχι. Ίσως πάλι κι εγώ να ‘ψαχνα για έναν μακρινό χαμένο γιο παραδομένο
ολοκληρωτικά και άνευ όρων στο στενό και βρώμικο κρεβάτι του ψυχαναλυτή. Και
τον είχα βρει. Αγκαλιαζόμασταν σφιχτά σαν απελπισμένοι ναυαγοί. Σαν δυο
πλάσματα πεταμένα στη μέση της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Ριγμένοι στην άκρη
του κόσμου που προσπαθούσαν να κρατηθούν από κάπου για να μην βουλιάξουν στο
βυθό. Να μην πέσουν στο κενό. Στην άκρη του γκρεμού. Δυο λυπημένα παιδάκια
γεμάτα γδαρσίματα και μελανιές που γλύφαμε τις πληγές μας. Ο ένας του άλλου. Στο
τέλος της πράξης νιώθαμε πάντα ένα αίσθημα ελαφράδας και πληρότητας. Καθόμασταν
ξαπλωμένοι και αγκαλιασμένοι αντικριστά και κοιταγόμασταν βαθιά μέσα στα μάτια
χωρίς να μιλάμε. Χωρίς να λέμε τίποτα. Μόνο χαμογελούσαμε σαν δυο περήφανοι δικέφαλοι
αετοί που κοίταζαν από ψηλά όλους τους ευνούχους και αποκεφαλισμένους του
κόσμου τούτου. Από θέση ισχύος και υπεροχής. Μπορεί να το πεις και αλλιώς. Με αλαζονεία
και ύβρη. Με υπεροψία και μέθη. Έτσι ακριβώς. Και τι έγινε. Δεν ενοχλούσαμε
κανέναν. Έστω κι αν ο ένας ήταν οροθετικός. Μολυσμένος από τον ιό του καυλωμένου
έρωτα. Αύριο μπορεί να γινόταν και ο άλλος. Κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει.
Μα και πάλι τι έγινε. Και στην τελική ποιος νοιάζεται. Δεν είχαμε να δώσουμε
λογαριασμό σε κανέναν κερατά. Και πάνω απ’ τα κεφάλια μας δεν είχαμε ούτε θεούς
ούτε αφέντες.
Τώρα που το σκέφτομαι θα
μπορούσα να κάνω ακόμα και μία ευάρεστη πράξη υιοθεσίας για πάρτη του. Να
θυσιαστώ στο βωμό του έρωτα και να ονομαστώ πατέρας. Ναι. Στο βωμό της ηδονής
και της κάβλας για να μη γελιόμαστε. Στο βωμό της ανάγκης για να μην
κοροϊδεύουμε τουλάχιστον τον εαυτό μας. Πάνω από όλα μπαίνει το εγώ. Μα ήμουν
έτοιμος για μεγάλες παραχωρήσεις της απόλυτης και πολύτιμης ελευθερίας μου για
χάρη της αγάπης. Για τους μεγάλους συμβιβασμούς. Αν φυσικά βρισκόμουν σε
καλύτερη οικονομική κατάσταση κι όχι στα σημερινά μαύρα μου χάλια. Αν είχα ας
πούμε και κάνα ιδιόκτητο διαμερισματάκι να το γράψω στο όνομά του. Να μην
αισθάνεται ξεκρέμαστος. Όμως σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να μεγαλώσω εξαρχής
έναν δικό μου γιο. Με καμία δύναμη. Θα μου ήταν φριχτό να ξαναζήσω την παιδική
μου ηλικία. Έστω και μέσω τρίτου αλλά ομοαίματου συνανθρώπου μου. Δεν την
νοσταλγώ καθόλου και θέλω να την ξεχάσω. Να την διαγράψω τελείως απ’ τη μνήμη
μου. Θα ήταν τραγικό. Δεν θα το άντεχα. Να ξύσω και πάλι τις παλιές πληγές. Να
ματώσω ξανά τις βαθιές ουλές. Ουδεπόποτε. Τρέμω και μόνο που το σκέφτομαι. Όμως
αυτό το αγόρι νομίζω ότι με κάποιο περίεργο τρόπο το αγαπώ. Δεν βαριέσαι. Χέστα
και κατούρα τα. Δεν γίνεται τίποτα. Όλα αυτά δεν είναι πάρα φρούδες ελπίδες για
μια κάπως τακτοποιημένη ζωή. Χαμένα όνειρα για μια ρουτίνα και κανονικότητα
όπως όλων των απλών και συνηθισμένων ανθρώπων που τους βρίζω μα κατά βάθος τους
ζηλεύω. Από την άλλη κι αυτό μπορεί και να ‘ναι άλλη μία αυταπάτη. Ένα μικρό
ζωτικό ψεύδος ανάμεσα σε τόσες φονικές αλήθειες που με σφίγγουν και με πνίγουν
στο λαιμό. Με στραγγαλίζουν καθημερινά. Μια αναγκαία ψευδαίσθηση για να σταθώ και
σήμερα όρθιος. Να πιαστώ από κάπου και να επιβιώσω προσπαθώντας να ξανακερδίσω
την χαμένη μου νιότη. Δεν ξέρω. Όλα αυτά μου φαίνονται πολύ μπερδεμένα. Ένα
κουβάρι. Ένα κομφούζιο. Παρ’ όλα αυτά είναι πολύ δύσκολο έως και ακατόρθωτο να
ζεις βουτηγμένος μέσα στην μαύρη απαισιοδοξία και την απόλυτη μοναξιά δίχως να
σου στρίψει απ’ την απελπισία. Δίχως να πέσεις στις ουσίες ή στο πιόμα. Δίχως
να περάσεις μια θηλιά στο λαιμό σου ή να
φουντάρεις από τη γέφυρα ψηλά μέσα στην παγωμένη θάλασσα. Το φορτίο είναι βαρύ.
Η αγωνία δυσβάσταχτη. Θέλει δύναμη. Πάνω από τα ανθρώπινα όρια.
Όταν τελείωσε το κούρεμα
είχα γίνει άλλος άνθρωπος. Με είχε μερεμετίσει για τα καλά. Αφού τρόμαξα να αναγνωρίσω
τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Έβλεπα έναν αστραφτερό γλόμπο με μύτη και αυτιά. Μου
τον πέρασε και με λάδι για να γυαλίζει. Τώρα φορούσα την τέλεια μάσκα. Κανείς
δεν θα μπορούσε να με αναγνωρίσει. Τελικά κι έτσι καλώς είσαι. Με γεια. Το
σχόλιό του μου ανέβασε το ηθικό. Μόνο που δεν ήμουν σίγουρος αν το πίστευε
πραγματικά. Μου έδωσε ένα φιλί και μου ‘βγαλε την πετσέτα απ’ το λαιμό.
Σηκώθηκα όρθιος και τεντώθηκα δεξιά αριστερά. Είχα πιαστεί τόση ώρα καθισμένος
στην πολυθρόνα του μπαρμπέρη μου. Μου ζήτησε παρακαλεστά να πάμε για λίγο στο
πίσω δωμάτιο. Του είχα λείψει τόσο καιρό. Με είχε πεθυμήσει. Τον έκοψα απότομα.
Άστα αυτά όμορφε. Μια άλλη φορά. Αφού σου είπα ότι βιάζομαι. Ότι έχω κάποια επείγουσα
δουλειά που δεν παίρνει αναβολή. Τσαντίστηκε. Θύμωσε. Ο μικρός αγρίεψε και
βγήκε στην αντεπίθεση. Δεν τον κάνεις εύκολα καλά. Είναι περίεργο μουσούδι. Και
πολύ περήφανος. Δεν πειράζει. Καλύτερα. Κι εγώ έχω κάτι κανονίσει. Του χαμογέλασα
και του τσίμπησα τρυφερά το μάγουλο. Τον ένιωθα σαν παιδί μου. Θα ξανάρθω. Και
μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να χαθούμε. Και να περάσεις καλά απόψε. Έτσι του είπα
για να τον παρηγορήσω. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω στην όμορφη νύχτα. Μάλλον
δεν κατάφερα να τον πείσω. Φεύγοντας μου κράταγε ακόμα μούτρα. Ούτε καληνύχτα
δεν μου είπε το αρχιδάκι. Κι όμως δεν του ‘λεγα ψέματα. Πραγματικά είχα κάπου
να πάω. Να διεκπεραιώσω μια σημαντική υποχρέωση. Μια αποστολή που δεν σήκωνε
άλλη αναβολή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου