Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

ΤΑ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η ώρα κόντευε επτά. Το απόγευμα είχε ακόμα λίγο ψόφιο φως. Στάθηκα ακριβώς στο κέντρο και κοίταξα στο κάτω μέρος. Λίγος κόσμος και κάποια βαριεστημένα ταξί περίμεναν στη σειρά τους. Ούτε οι καφετέριες τριγύρω είχαν πελάτες και τα περιστέρια διψούσαν μέχρι θανάτου. Το σιντριβάνι δεν δούλευε και η μεγάλη γούρνα ήταν ξεραμένη και άδεια. Έπρεπε να μαζευτούν όλοι οι σαλιάρηδες της πόλης και να φτύσουν τις ροχάλες τους για να γεμίσει. Να αδειάσουν και τις συναχωμένες τους μύτες από μύξες και βλέννες. Ήμουν πρόθυμος να κάνω την αρχή. Να δώσω το καλό παράδειγμα. Να βοηθήσω να λυθεί το μεγάλο υδροδοτικό πρόβλημα της πλατείας. Γιατί στην κορυφή του μπρούτζινου συμπλέγματος η κόρη με τη στάμνα στο χέρι δεν είχε νερό να πιει. Επιπλέον ζεσταινόταν και είχε πετάξει τα βυζιά της έξω σε κοινή θέα. Ήταν τελείως ξεδιάντροπη για τα ήθη της εποχής μας μα δεν μπορούσες να την πλησιάσεις και να τη χουφτώσεις. Να της βάλεις λίγο χέρι. Την φύλαγαν καλά τα τέσσερα φτερωτά λιοντάρια με τα στόματα ανοιγμένα διάπλατα έτοιμα να σε φάνε. Οι γρύπες ήταν μυθικά πλάσματα του αρχαίου κόσμου εξαφανισμένα από καιρό. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελαν ανάμεσά μας. Από πιο παραμύθι ξεπήδησαν. Πάντως προστάτευαν την κοπέλα με αυταπάρνηση. Είχαν κι αυτά την αποστολή τους. Ένα σκοπό στην ασάλευτη ζωή τους. Αν ποτέ χρειαζόταν και το ‘φερνε η ανάγκη. Ένας που έμοιαζε με τουρίστα τα είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής και τραβούσε φωτογραφίες. Τον κοιτούσαν θυμωμένα και μοχθηρά κι ήταν έτοιμα να του ορμήσουν και να τον κατασπαράξουν. Σαν να του ‘λεγαν ξεκουμπίσου αμέσως ρε βλάκα από μπροστά μας. Είσαι ανεπιθύμητος κύριε. Γύρνα στη χώρα σου βάρβαρε. Επιτέλους άντε στο διάολο κι άσε μας στην ησυχία μας. Βλαμμένε.  

Η πλατεία δεν έχει δέντρα ούτε πολλά παγκάκια. Και οι δημόσιες τουαλέτες κλείνουν σχετικά νωρίς. Συνήθως. Σήμερα ήταν ακόμα ανοιχτές. Κατέβηκα τις σκάλες. Προσεχτικά και με κάποια συστολή. Ήμουν πολύ επιφυλακτικός μα με πίεζε η ανάγκη. Η καθαρίστρια έκανε καλά τη δουλειά της. Με επιμέλεια. Όταν με είδε στραβομουτσούνιασε. Σίγουρα θα ήθελε να μου πετάξει τη σφουγγαρίστρα στη μούρη. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Δεν έφταιγα εγώ. Κατουριόμουν. Ούτε καν λίγο χαρτί για να σκουπιστώ δεν θα ζητούσα. Το είχα αποφασίσει. Θα άφηνα κι ένα μικρό πουρμπουάρ. Ενάντια στις συνήθειες και τις αξίες μου. Μα ήμουν βιαστικός. Προσπάθησα να την καλοπιάσω με μαλαγανιές και γλυκόλογα μα ήταν δύσπιστη. Σε ξέρω εσένα. Έρχεσαι τακτικά εδώ. Σχεδόν κάθε μέρα. Έχουμε κλείσει κύριε. Αφού βλέπεται ότι καθαρίζω. Με ξεφτίλισε πλήρως. Κοκκίνισα από την ντροπή μου. Έκανε σίγουρα λάθος. Μάλλον με μπέρδευε με κάποιον άλλο που μου έμοιαζε. Αυτές είναι οι άσχημες συμπτώσεις της ζωής. Οι σωσίες που σε ταλαιπωρούν και μπορεί να σε βάλουν σε μπελάδες. Δεν επέμεινα. Δεν προσπάθησα να την μεταπείσω και να της αλλάξω άποψη. Δεν είπα τίποτα. Έβαλα την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια και πήρα πάλι τον ανήφορο. Σερνόμουν. Έκανα ώρα για να ξαναβγώ στην επιφάνεια. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μπαίναμε στην μαγική ώρα του σούρουπου. Έστω και για λίγα λεπτά. Κοίταξα προς το βουνό. Το φεγγάρι δεν είχε φανεί ακόμα. Σκέφτηκα να παραπονεθώ σε κάποιον αρμόδιο για την συμπεριφορά της. Έπρεπε να βρω έναν αστυνόμο. Ένα όργανο της τάξης και της ασφάλειας. Όταν τα χρειάζεσαι πάντα λείπουν. Όμως αμέσως άλλαξα γνώμη. Πάντα οι δεύτερες σκέψεις είναι σοφότερες απ’ τις πρώτες. Απαιτείται ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Παντού και πάντα. Σε κάθε περίπτωση. Για να γλυτώνεις τους μπελάδες και τις περιπλοκές. Για να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου. Γι’ αυτό και δεν έπρεπε να το κάνω θέμα. Θα το άφηνα να ξεχαστεί. Να το πάρει ο άνεμος και το ποτάμι. Ήταν απλά μια δημοτική υπάλληλος που έκανε το καθήκον της. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Δεν έπρεπε να το πάρω προσωπικά σαν προσβολή. Ούτε και ήθελα εξαιτίας μου να χάσει τη δουλειά της.

Πλησίασα το περίπτερο και είπα τον πόνο μου στον άντρα που βρισκόταν μέσα. Απλά και μόνο για να ξαλαφρώσω. Ίσως και για να ακούσω ένα καλό λόγο παρηγοριάς. Δεν εξυπηρετούσε κάποιον πελάτη. Δεν ήταν απασχολημένος με τίποτα μα δεν μου απάντησε. Χάζευε μπροστά σε μια μικρή τηλεόραση έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Τι ήθελε να μου πει. Αγόρασα μια τσίχλα και του άφησα τα ρέστα. Τα έχωσε βαριεστημένα στο συρτάρι του. Ούτε ένα ευχαριστώ δεν είπε. Τότε κατάλαβα πως τούτη η πλατεία έχει πολλούς αγενείς ανθρώπους που σε κοιτάζουν στραβά και περίεργα. Σαν να είσαι κάνα σκουπίδι. Εντελώς για πέταμα. Ανάξιος και άχρηστος. Ένα χαμένο κορμί. Άχθος αρούρης που λέγανε και οι αρχαίοι. Βάρος της γης. Από παντού να περισσεύεις. Το πήρα κάπως κατάκαρδα. Θέλοντας και μη. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μάλλον πρέπει να φταίει η κακή μου διάθεση από τότε που έχασα τη δουλειά μου κι έμεινα άνεργος. Από τότε που έγινα τεμπέλης και άεργος. Από τότε που ξεστράτισα απ’ τον ίσιο δρόμο. Πάντως αποφάσισα να μην ξαναπεράσω από δω. Από αυτή την καταραμένη πλατεία. Να αλλάξω δρομολόγιο. Να παρακάμψω τους κακοήθεις και τους κακόβουλους που σε ταπεινώνουν για το παραμικρό. Που δεν σε σέβονται.

Ξαφνικά με είχε πιάσει μεγάλη τσαντίλα. Είχε χαλάσει όλη η καλή μου διάθεση. Θυμήθηκα ότι κατουριόμουν. Σφιγγόμουν για πολύ ώρα μα δεν άντεχα άλλο. Πλησίασα το σιντριβάνι και ξεκούμπωσα το παντελόνι. Κατούρησα μέσα στην ξεραμένη γούρνα και ανακουφίστηκα. Η κόρη με τη στάμνα ντράπηκε και γύρισε το πρόσωπό της από την άλλη μεριά για να μη βλέπει. Τώρα μας το ‘παιζε σεμνή και συνεσταλμένη η πουτανίτσα. Και νόμιζε ότι θα το χάψουμε το παραμύθι. Ότι θα το καταπιούμε αμάσητο. Τη γελάσανε τη σκρόφα. Εκείνη τη στιγμή ένα από τα φτερωτά λιοντάρια χαμογέλασε και μου ‘κλεισε με νόημα το μάτι. Για μια στιγμή το ηθικό μου αναπτερώθηκε. Πήρα τα πάνω μου. Σίγουρα με είχε συμπαθήσει. Κι εγώ εκείνο. Ίσως να με άφηνε ακόμα και να το χαϊδέψω.  


1 σχόλιο: