Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Ο ΠΙΤΣΑΔΩΡΟΣ

Στις έντεκα το βράδυ είναι κάπως αργά για επισκέψεις σε ξένα σπίτια. Θεωρείται μεγάλη αδιακρισία και μπορεί να παρεξηγηθεί. Μα είμαι απελπισμένος και χρειάζομαι επειγόντως συμπαράσταση από έναν δικό μου άνθρωπο. Να τελειώσει απαλά μια πολύ κουραστική μέρα. Χρειάζομαι μια καλή κουβέντα. Να μου βάλει κι ένα ποτό. Ακόμα και μια ζεστή αγκαλιά. Ένα καταφύγιο να προφυλαχτώ από την καταιγίδα που έχει ξεσπάσει μέσα μου. Δεν είναι εύκολο να το βρεις. Ευτυχώς το σπίτι του παλιόφιλου το θυμάμαι καλά. Με είχε φιλοξενήσει για κάμποσο καιρό στην αρχή όταν είχα πρωτοέρθει σε αυτόν εδώ τον κωλότοπο. Βρίσκεται στην απάνω χώρα πλάι στο φωτισμένο κάστρο κι έχει στο πιάτο ολόκληρη την πόλη και πίσω του το βουνό του παναχαϊκού και μπροστά του τον πατραϊκό κόλπο και την γέφυρα και την απέραντη θάλασσα πέρα μακριά έως εκεί που δεν φτάνει το μάτι σου. Από το μπαλκόνι του έχεις την ιδανική θέα. Δεν πειράζει που έχει σκοτεινιάσει για τα καλά και δεν φαίνεται τίποτα από όλα αυτά τα όμορφα και τα ωραία.

Το φεγγάρι και τα αστέρια έχουν κρυφτεί και δεν βλέπω την τύφλα μου. Ο ουρανός είναι γεμάτος από μαύρα σύννεφα και προμηνύεται άγρια μπόρα. Φυσάει με λύσσα. Ανεβαίνω παραπατώντας από κάτι θεοσκότεινα σοκάκια βομβαρδισμένα και σκαμμένα από τα δημοτικά έργα. Συχνά χάνομαι και καταλήγω σε αδιέξοδο. Δεν γνωρίζω καλά τα κατατόπια και μπερδεύομαι. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή μη πέσω μέσα σε καμιά λακκούβα και σπάσω τα ποδάρια μου. Δεν έχω όρεξη να τρέχω νυχτιάτικα στα νοσοκομεία και τις πρώτες βοήθειες. Γίνεται ανάπλαση της περιοχής με πεζοδρομήσεις και δεντροφυτεύεις και άλλες οικιστικές παρεμβάσεις. Δεν με τρομάζει ούτε ο ανηφορικός ποδαρόδρομος. Κι ούτε κουβαλάω μαζί μου ομπρέλα. Δεν το είχα προβλέψει. Άμα αρχίσει να βρέχει την πούτσισα. Σ’ αυτή την περιοχή τα υπόστεγα είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Μεγάλη κωλοφαρδία ο δικός σου. Θα γίνω λούτσα και θα αρπάξω καμιά γερή πούντα ανοιξιάτικα. Δεν είμαι για τέτοιες αβαρίες άστεγος άνθρωπος. Σήμερα έχω περπατήσει για έναν ολόκληρο χρόνο και διαπιστώνω έκθαμβος ότι αντέχω. Αισθάνομαι περήφανος για τον μεσήλικα εαυτό μου. Το λέει η περδικούλα του. Ακόμα κρατιέται καλά. Δεν έχει παραδώσει τα όπλα.  

Τελικά το σπίτι του βρίσκεται στου διαόλου τη μάνα. Έχω χρόνια να έρθω και δεν το θυμάμαι καλά. Είναι ένα παλιό δίπατο νεοκλασικό με ακροκέραμα. Ο φίλος μου μένει με την γυναίκα του στον πάνω όροφο. Νομίζω είναι δικό του. Στο ισόγειο μένουν άλλοι. Μπορεί να έχει κάνει και κάνα παιδάκι. Ποιος ξέρει. Ψάχνω στα τυφλά κι επιτέλους το βρίσκω. Κοιτάζω το κουδούνι που γράφει το όνομά του. Το ζουπάω με δύναμη μία και δύο και τρεις φορές. Επιμένω και εύχομαι να μην έχουν πέσει από τώρα για ύπνο. Αύριο είναι εργάσιμη μέρα και ο κόσμος ξυπνάει νωρίς. Ακούω βήματα να κατεβαίνουν τις σκάλες τρίζοντας. Μια γυναικεία φωνή ρωτάει ποιος είναι. Δεν της απαντώ για να της κάνω έκπληξη. Ανοίγει το μικρό τζαμάκι και με κοιτάζει. Δεν με αναγνωρίζει. Φταίει μάλλον το καραφλοκούρεμα. Γυαλίζει ο γλόμπος μου από το πολύ μερεμέτι. Εκείνη δεν έχει αλλάξει καθόλου. Μου φαίνεται και λίγο ομορφότερη. Πιο λαμπερή. Φοράει μία κόκκινη μπιρμπιλωτή ρόμπα. Είναι αναμαλλιασμένη και αναψοκοκκινισμένη. Με κοιτάζει επίμονα μέσα στα μάτια γεμάτη απορία. Και στα χέρια μου αν κρατάω τίποτα. Με ρωτάει αν είμαι από την πιτσαρία. Πριν από τρία τέταρτα τηλεφώνησε για την παραγγελία. Δεν την περίμενε τόσο γρήγορα.

Δεν της απαντώ. Μένω βουβός. Μόνο της χαμογελάω κι εκείνη τσαντίζεται. Είναι έτοιμη να με διολοστείλει βραδιάτικα θεωρώντας ότι είμαι κάνας μουρλός. Τελικά δεν αναγνώρισε τον κουμπάρο που την στεφάνωσε. Που έκανε κι αυτή την αγγαρεία για χάρη τους. Το κολλητάρι του άντρα της που εδώ κι ένα χρόνο είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Αν και αυτή έχει να με ακούσει και να με δει πιο πολύ καιρό. Τρία τέσσερα χρόνια νομίζω. Της λέω ποιος είμαι και μένει έκπληκτη με ανοιχτό στόμα. Ξαφνιάζεται. Μπορεί και να μην με πιστεύει. Πάντως δεν μου ανοίγει την πόρτα να περάσω μέσα. Είναι καχύποπτη και επιφυλακτική. Δεν ξέρω για ποιο λόγο μα μου ζητάει συγνώμη. Περίμενε τον ντελιβαρά με τις πίτσες. Δυστυχώς το φιλαράκι μου δεν είναι στο σπίτι. Εδώ και έξι μήνες έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης δίχως να δώσει σημεία ζωής. Ούτε ένα τηλεφώνημα. Ούτε ένα γράμμα. Ανησυχεί πολύ. Φοβάται μην του έχει συμβεί κάτι κακό. Αμέσως ενημέρωσε την αστυνομία. Βγάλανε ανακοινώσεις στις εφημερίδες και στις τηλεοράσεις και ψάξανε παντού μα τζίφος. Χαμένος κόπος. Άφαντος ο κουμπάρος. Πουθενά. Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Μπορεί και να τεζάρισε και να τα κακάρωσε. Να τίναξε τα πέταλα και τέρμα τα δίφραγκα. Ή να την κοπάνησε στο εξωτερικό προς άγνωστη κατεύθυνση. Να τον έβρισκαν τουλάχιστον για να μην την βασανίζει η αμφιβολία. Να ηρεμήσει. Να κοιτάξει τι θα κάνει στη συνέχεια με τη ζωή της.

Ξαφνικά σχίστηκε ο ουρανός στη μέση κι άρχισε να ρίχνει καρεκλοπόδαρα. Νερό με το τσουβάλι. Όμως ακόμη και τώρα δεν μου ανοίγει να περάσω μέσα. Τουλάχιστον κάτω απ’ το υπόστεγο είμαι προφυλαγμένος από την βροχή. Ίσως να έχει τους λόγους της. Επιπλέον δεν μου φαίνεται και πολύ στεναχωρημένη από την εξαφάνιση του συζύγου της. Ούτε κι εγώ ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα. Ίσως και να το περίμενα. Μόνο στεναχωρέθηκα λιγάκι που δεν θα μπορέσει να με βοηθήσει σε τούτη τη δύσκολη φάση που περνάω. Να με συνδράμει στις δυσκολίες μου για άλλη μια φορά. Να μου συμπαρασταθεί τώρα που τον έχω και πάλι ανάγκη. Μα έχει κι αυτός τα δικά του. Ήξερα ότι είχε μπερδέματα. Ήταν δικηγόρος και ασχολιόταν κυρίως με εργατικά ζητήματα. Την τελευταία φορά που μιλήσαμε τον είδα σκεφτικό και προβληματισμένο. Έχω μπλέξει άγρια μου είχε πει χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες. Όσο λιγότερα ήξερα τόσο το καλύτερο για μένα. Ήθελε να με προφυλάξει. Ίσως κάποιοι να με έψαχναν και να ζητούσαν πληροφορίες. Δεν ήθελε να μπλέξω και να με τραβάνε από δω κι από κει διάφοροι τυχάρπαστοι και μαφιόζοι. Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι για κείνον. Έπρεπε να εξαφανιστεί προτού τον καθαρίσουν. Να χάσουν τα ίχνη του και την οσμή του. Σκεφτόταν να ζητήσει άσυλο σε κάποια μονή στο άγιο όρος και να φορέσει ράσο. Όταν μου το είπε γέλασα. Δεν ξέρω αν μιλούσε σοβαρά μα δεν θα ‘ταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Γεμάτα είναι τα μοναστήρια από καταζητούμενους και φυγάδες.

Μου εξήγησε ότι με κείνον τον ηγούμενο ήταν παλιοί συμμαθητές και θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Είχαν μεγαλώσει μαζί. Γνωρίζονταν από παιδιά και του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Θα μπορούσε να τον κρύψει για ένα διάστημα μέχρι να περάσει η μπόρα. Επομένως ο φίλος μου μπορεί να την έκανε για εκεί. Ποιος ξέρει. Αν πρόλαβε και δεν τον έφαγαν μπαμπέσικα. Επισήμως αγνοείται ακόμη. Πρέπει να χρώσταγε σε τοκογλύφους. Τελευταία να είχε μπλέξει χοντρά με τον τζόγο και τα παράνομα στοιχήματα. Από κάτι μισόλογα έτσι είχα καταλάβει. Και πάλι δεν ήμουν σίγουρος για τίποτα. Όμως σε κείνη δεν θα έλεγα τίποτα. Ίσως πάλι και να ξέρει και να μη θέλει να μου πει. Δικαίωμά της. Αν και τα τελευταία χρόνια δεν τα πήγαιναν καλά οι δυο τους. Είχαν μαζευτεί πολλά μαύρα σύννεφα πάνω από τον χασοδίκη μου. Κρίμα γιατί κατά βάθος ήταν πολύ καλό παιδί και φίλος καρδιακός. Και τον είχα προειδοποιήσει να μην τους παντρέψω εγώ. Δεν τα πήγαινα καλά με τις εκκλησίες και τους παπάδες. Θα τους έφερνα γρουσουζιά. Εγώ του το ‘πα μα δεν μ’ άκουσε. Μόνο έσκασε στα γέλια και με συμβούλεψε να μην είμαι προληπτικός. Δεν πειράζει. Ας έπαιζα και λιγάκι θέατρο την ώρα του μυστηρίου. Δεν θα έβλαπτε κανέναν. Ιδιαίτερα το θεό και τους αγίους του. Όλοι στη ζωή μας ρόλους παίζουμε. Αρκεί να μην υποκρινόμαστε αλλά να ήμαστε καλοί ηθοποιοί. Έτσι κι αλλιώς η κουμπαριά μας δεν έγινε για λόγους συμφέροντος. Ερχόταν να σφραγίσει μια παλιά και δυνατή φιλία μεταξύ μας. Και η νυφούλα μας βέβαια δεν είχε καμία αντίρρηση. Από την πρώτη στιγμή που με γνώρισε της έγινα πολύ συμπαθής. Ταιριάξαμε αμέσως σε όλα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος από το πάνω πάτωμα κα η κουμπαρομπεμπέκα μου δαγκώθηκε με δύναμη μέχρι που μάτωσαν τα κερασένια της χειλάκια. Ταράχτηκε. Με κοίταξε τρομαγμένη γεμάτη απόγνωση. Ζητούσε τον οίκτο και την κατανόησή μου. Πρέπει να ήταν με κάποιον άλλον στο σπίτι μα μου ήταν αδιάφορο. Χέστηκα. Ούτε καν το σχολίασα. Το πέρασα στο ντούκου. Έκανα ότι δεν άκουσα τίποτα. Καθόλου δεν με ένοιαξε. Ας είχε όποιον ήθελε και να περνούσε καλά περιμένοντας τον άντρα της να γυρίσει από τα ξένα. Να γλένταγε τα νιάτα και την ομορφιά της. Και να την έχει ο κάθε πασάς και αφέντης δεμένη για ασφάλεια. Να τη βοηθάει στο κοτσάρισμα για να μην την χάσει. Να την δένει με άγκυρα για μην την παρασύρει ο άνεμος μακριά. Να την σέρνει και να την σπρώχνει και να την ανυψώνει με το βαρούλκο και την τροχαλία. Να την παίρνει και να την σηκώνει ο διάολος κι ο σατανάς και κάθε κερατάς βερνικωμένος. Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι. Χα χα. Καρφί δεν μου καιγόταν.

Το θυμάμαι καλά. Έχει χαραχτεί στη μνήμη μου ανεξίτηλα. Από παλιά φοβόταν να μένει μόνη της τα βράδια. Ήταν αδύναμη. Όποτε έλειπε ο άντρας της στην πρωτεύουσα για δουλειές με έπαιρνε τηλέφωνο και πήγαινα να της κρατήσω για λίγο παρέα. Ειδικά όταν είχε παλιόκαιρο με βροντές και αστραπές. Τυλιγότανε πάνω μου και γινόμασταν ένα κουβάρι. Εκείνη την εποχή αμέσως σε μένα πήγαινε ο νους της. Σίγουρα ως κουμπάρος είχα προτεραιότητα και κάποια παραπάνω δικαιώματα από τους άλλους μνηστήρες γνωστούς και παρατρεχάμενους. Δεν είχα πει τίποτα στο φίλο μου για να μην τον στεναχωρήσω. Μα κάτι πρέπει να είχε ψυλλιαστεί από μόνος του. Κορόιδο της φακής ήταν μα όχι και τελείως μαλάκας. Πίτσες παραγγέλναμε και τότε. Στις τρεις η μία ήταν δώρο. Έτσι κι αλλιώς δυο ολόκληρες πέφτουν πολλές για μία λεπτεπίλεπτη μαντάμ με καθωσπρέπει τρόπους και ανατροφή. Θα βαρυστομαχιάσει αν τις φάει μονάχη της. Χρειάζεται μια μικρή βοήθεια απ’ τον κοτσαδόρο της. Και τον πουτσαδώρο της βέβαια.

Μετά από λίγα λεπτά η βροχή σταμάτησε και ο ουρανός ξαστέρωσε τελείως. Βγήκε και το ολόγιομο φεγγάρι που τόση ώρα ήταν καλά κρυμμένο. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Μα κι εγώ ήμουν βιαστικός. Έπρεπε να φύγω. Της ευχήθηκα ότι καλύτερο και σύντομα να επιστρέψει ο φίλος μου στο σπιτάκι του και την οικογενειακή του θαλπωρή και φωλίτσα. Δεν της είπα τίποτα για τα δικά μου προβλήματα και για ποιο λόγο ήθελα να τον δω. Ούτε βέβαια της ζήτησα να με φιλοξενήσει για ένα διάστημα μέχρι να ορθοποδήσω ξανά. Να έχει κι εκείνη μια παρέα τα βράδια και να μην αγριεύεται μονάχη της. Θα ήταν άσκοπο. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε. Θα είχε βρει άλλους καλύτερους αντικαταστάτες μου. Με ευχαρίστησε για τα καλά μου λόγια κι έκλεισε το τζαμάκι της εξώπορτας. Άκουσα τα βήματά της να ανεβαίνουν αργά τις ξύλινες σκάλες του παλιού νεοκλασικού.

Την ώρα που έφευγα ερχόταν ο πιτσαδόρος με το μηχανάκι του. Ήταν ένας όμορφος νεαρός γύρω στα είκοσι. Είχε φάει νερό με το τουλούμι κι έσταζε ολόκληρος. Είχε γίνει λούτσα παρόλο που φόραγε αδιάβροχο. Ο ντελιβεράς σταμάτησε έξω από την πόρτα και χτύπησε δυνατά το κουδούνι. Στα χέρια κρατούσε τρία κουτιά και περίμενε να του ανοίξουν. Είχα απομακρυνθεί κάμποσα μέτρα όταν ασυναίσθητα γύρισα το κεφάλι μου πίσω και κοίταξα ψηλά. Στο μπαλκόνι τους μία ημίγυμνη σκιά απολάμβανε όρθια τη δροσιά της νύχτας καπνίζοντας. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου