Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Ν. ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ (1888-1944)



Εκάτης πάθη
...Απόψε πρόβαλε γυμνή, σαν τέρας η Σελήνη,
κι άβυσσος πόθου τη δονεί:
την είδαν όλοι, από νωρίς, τις πόρπες της να λύνει,
σαν να διψούσεν ηδονή…

Τι να ‘δε, ξάφνου εδώ στη γη, -και τόσο το λυμπίστη,
που έχουν με πάθος κρεμαστεί,
σαν να ‘θελαν να λυτρωθούν, απ’ την παλιά την πίστη,
κι οι δυο της οι νεκροί μαστοί;…

Παρθένα στείρα και βουβή, -κι όμοια με σαλαμάντρα,
στα βαθιά βράδια τα’ αττικά,
πως έτσι, απόψε, φρένιασε να σμίξει τρελά μ’ άντρα,
και φλογερά κι εκστατικά;…

…Τι κι αν η νύχτα γέρνει αργά, μες στα πυκνά τα ερέβη,
κι αλλόκοτα μεθούν οι ανθοί;
Στη δύση, εκείνη, μοναχή, που κείτεται και ρεύει,
ζητεί του κάκου να ενφρανθεί…

Ερωτική νύχτα
Κλείσε το παράθυρο, μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλησε και σβήσε το κερί.
Η αγκαλιά μου πύρωσε, σαν τη φωτιά, και λιώνει
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο σε καρτερεί.

Έλα, μη μας βλέπουν λοξά οι ματιές του κόσμου·
δος μου το χειλάκι σου,  που ειν’ απαλό, νωπό·
έχω κάτι ολόγλυκο, για σένα, απόψε, φως μου,
έχω κάτι ολόγλυκο, σα μέλι να σου πω.

Έλα… πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο·
το κερί μας έσβησε, δε μας θωρεί κανείς,
ξέχασε πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές στο δρόμο,
κι έλα να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.

Έλα… ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
που το γλυκοχάραμα θε να μας εύρει ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί.

Κι όταν σε ρωτήσουνε, τη χαραυγή, οι γειτόνοι,
για ποιο λόγο σφάλησες, -αχ, πες τους, να χαρείς,
πες τους, πως στην κάμαρα, φοβάσαι σα νυχτώνει
κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς, -τ’ ακούς; Νωρίς!... 

Τ’ απλό παιδί που εγώ αγαπώ…
Τ’ απλό παιδί που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
-μα ‘ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη,
μπορεί ν’ απαντηθεί!

Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
Τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά,
-μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά…  

Κι άλλοτε μου ‘τυχε ξανά, στο διάβα κάποιου δρόμου,
να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά,
-μ’ αυτό, σεμνό, και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,
σα μια μικρή καρδιά…

Κι όταν των άλλων των παιδιών τα λούσα βλέπει πλάι,
κι αυτό δεν έχει πιο καλό κουστούμι να ντυθεί,
τότε γυρίζει τη ματιά και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί…

Στο κέντρο το νυχτερινό
Τώρα που παίζει το βιολί, κι έχουμε πιει τόσο πολύ,
που μ’ έναν έρωτα τρελό, σα να ‘μαστε δεμένοι,
σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό, βάνε ξανά, να ζαλιστώ,
μες στ’ όνειρό σου να κλειστώ –το μόνο που μου μένει

γιατί άμα λείψει το κρασί, και φύγεις, άξαφνα, και συ,
και βουβαθεί και το βιολί, με το γλυκό βραχνά του,
-μες στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σαν τον ουρανό,
θ’ ακούσω, πάλι, το βραχνό τραγούδι του θανάτου…  

Είμαι μόνος…
Είμαι μόνος. Βραδιάζει. Τι να κάνω…
Τα χέρια μου είναι τόσο απελπισμένα!
Τα χέρια μου είναι τόσο κουρασμένα!
Τ’ αφήνω να γλιστρούν αργά στο πιάνο…

Παίζω στην τύχη, κάτι αγαπημένο,
κάτι παλιό, και γνώριμο, και πλάνο…
Και πάλι σταματώ. Δεν επιμένω.
Θα προτιμούσα, μάλλον να πεθάνω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου