Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)



Γραφιάς
Οι ώρες μ’ εχλόμιασαν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
      στο αχάριστο τραπέζι.
(Απ’ τα’ ανοιχτό παράθυρο, στον τοίχο αντικρινά,
      ο ήλιος γλιστράει και παίζει.)

Διπλώνοντας το στήθος μου γυρεύω αναπνοή
      στη σκόνη των χαρτιών μου.
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
      στα ελεύθερα του δρόμου.)

Απόκαμα· θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
      όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
      Σα να ‘χουν βγει σε τάφο.)

Δημόσιοι Υπάλληλοι
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία
(Ηλεκτρολόγοι θα ‘ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν.)

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία,
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.

Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε στους δρόμους
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας, οι υπάλληλοι οι καημένοι.

Ιδανικοί αυτόχειρες
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.  

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
Πως θα αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.

Δικαίωσις
Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου.
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
Το σφύριγμα θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτησέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρίσω.

Όταν αργά θα παίρνουνε τον δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
-πρώτη φορά- σε τέσσερων τον ώμο.

Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμοίβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία, με χώμα και με αγκάθια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου