Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Ν. ΚΑΡΟΥΖΟΣ (1926-1990)


Διάλογος πρώτος
-Σαν να μην υπήρξαμε ποτέ
κι όμως πονέσαμε απ’ τα βάθη.
Ούτε πως μας δόθηκε μια εξήγηση
για το άρωμα των λουλουδιών τουλάχιστον.
Η άλλη μισή μας ηλικία θα περάσει
χαρτοπαίζοντας με το θάνατο στα ψέματα.
Και λέγαμε πως δεν έχει καιρό η αγάπη
να φανερωθεί ολόκληρη.
Μια μουσική
άξια των συγκινήσεών μας
δεν ακούσαμε.
Βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου
ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
-Θα σωθούμε από μια γλυκύτητα
στεφανωμένη με αγκάθια.
Χαίρετε άνθη σιωπηλά
με των καλύκων την περισυλλογή
ο τρόμος εκλεπτύνεται στην καρδιά σας.
Ενδότερα ο Κύριος λειτουργεί
ενδότερα υπάρχουμε μαζί σας.
Δεν έχει η απαλή ψυχή βραχώδη πάθη
και πάντα λέει το τραγούδι της υπομονής.
Ω θα γυρίσουμε στην ομορφιά
μια μέρα…
Με τη θυσία του γύρω φαινομένου
θα ανακαταλάβει η ψυχή τη μοναξιά της.

Ηχηρό
Σύρματα τιμημένα της ζωής μου
όπου με ζώνεται τόσα χρόνια
σκλάβος ανέβηκα ως τ’ αστέρια
τη ζωωδία των ανθρώπων έχοντας ακυρώσει
μεσ’ στην ορμή για ποίηση
μεσ’ στην ορμή για έρωτα
σύρματα της ζωής μου.      

Η νύχτα με συμφέρει
Πράγματι η νύχτα με συμφέρει
Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες· ύστερα
διορθώνει τις σκέψεις· έπειτα
συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη·
τη σιωπή με σέβας ανατέμνει· στους κήπους
εξαίρει την όσφρηση
μα προπάντων η νύχτα περιζώνει.

Περίπατος του Γιάννη
Έχοντας ένα σκορπισμένο βλέμμα στο δρόμο που ειν’ έρημος
ωχρός αγγίζει τον άχαρο αποσπερίτη-
μεσ’ στη φυλακή της θάλασσας η ποίηση του νερού.
Βρέθηκε σε τρόμους με δηλητήρια στα χέρια
η μοναξιά σα δαχτυλίδι ζει στο δέρμα του
κ’ η μοίρα είναι μαύρη ως τα’ αστέρια.
Κακότυχοι έλληνες με τρύπιο μεροκάματο
χρόνια και χρόνια ραγιάδες
γύρω κλαίνε μητέρες γύρω κλαίνε κορίτσια
ο ένας τραγουδά τη λησμονιά ο άλλος την αγάπη.
«Όσο  βαριά ειν’ τα σίδερα
  είναι η καρδιά μου  σήμερα»…
Ολημερίς χαρίζω δηλητήρια στο σώμα
κι ο ύπνος έγινε
για μένα η πρώτη ευτυχία.

Σύντομον
Τραγουδώ τους πεσμένους προπάτορες
είμαι των άστρων ο σκύλος
με τα μάτια κοιτάζω ψηλά
με τα χέρια γιορτάζω τη λάσπη.

Ο άσκοπος διαβάτης
Στα σπλάχνα του σκιρτούσε το αδιέξοδο
Δεν ένιωθε τις αποστάσεις περπατώντας.
Και τραγουδούσε ολομόναχο το στόμα του.
Παράμ παμπαμ
παρίμ παμ πομ…
Ο θάνατος θέλει τα πουλιά και τα βαρίδια.
Παράμ παμ πομ
Παρίμ παμ πομ…
Υπάρχει αύριο
υπάρχει και μεθαύριο.
Καινούργιο φέρετρο η καινούργια μέρα.

Αίφνης
Αυτό που λέμε όνειρο δεν ειν’ όνειρο
και η πλατεία πραγματικότητα δεν είναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα,
Σαν το σύννεφο π’ αλλάζει στα νωθρά δευτερόλεπτα
Όντας μονάχα η ακάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραμα
και η πάπια έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη·
το χταπόδι βγαίνει απ’ το ρηχό θαλάμι του με γαλαζόπετρα
στα ξέφωτα η τίγρη λησμονιέται ανεπίληπτα.
Νυχτώνει και σήμερα. Η αγωνία
λύει πάλι: θα βοσκήσω το μαύρο.

Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτικισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοξείδωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα ειν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.

Φωτογραφία
Δώσε ένα κόκκο ειρήνης να απολαύσεις
    ένα βουνό δικαίωση
σαν κόκκαλο αιωρούμενο σε σκύλο η αγάπη
    που δείχνει τα δόντια της.
Εγώ ξεκρέμασα τη ζωή μου από κάθε προοπτική
    πέταξα τα μανταλάκια απ’ το σύρμα
    τελευταία νότα της αληθοσύνης: η αθωότητα
    ενυπάρχουσα στο άπειρο ο χρόνος
        απορρυθμίζει
             σχηματίζει μέσα του
        το αμάρτημα:
    τη φοβερή διαιρετότητα.
Ζούμε θα πει αλητεύουμε στους αμέτρητους ίμερους,
αλητεύουμε στα σώματα των απέραντων γυναικών
     αλητεύουμε στη μιλιά μας
αλητεύουμε στην πείνα και στην ακάλεστη δίψα.

Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος
Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ‘μαθα
         τι είναι τα ποιήματα.
Είναι πληγωμένα
         είν’ ομοιώματα
               φενάκη
                       φρεναπάτη;
Φρενάρισμα ίσως;
         ταραχώδη κύματα;
                τι είναι τα ποιήματα;
Ειν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;
        είναι σκαψίματα;
Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;
        είναι γάζες επίδεσμοι
                παρηγοριά ή διαλείμματα;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.
Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

Ψυχαγωγία εις ύψος
Ευτύχησα μόνος μου.
Χωρίς ιερότητα χωρίς
      Υγεία.
Μερίζοντας τρόμους
ανώφελα μεγάλα κομμάτια
       σήμερα πεθαίνω
       αύριο πεθαίνω.
Στον άγιο αριθμό των ανέργων
είμαι πάντοτε μέσα.
Διεθνής κι ακάθεχτος
     Υποφέρομαι
Στη θρησκεία του σκούληκα.
Επώνυμο: Πλήρης

Ρομαντικός επίλογος
Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.    
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
Οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε ότι ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε
όταν έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…                    
ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.

Ηττήθηκα νύχτα
Τώρα που η καρδιά μου δεν προσφέρεται
         σε παρορμητισμούς αλκοόλ
ακόρεστοι προστρέχω σε ηλίθιες απελπισίες
         υπογράφοντας το Σύμπαν.
Είμαι παντέρημος όσο κι ο φέγγαρος ψηλά-ψηλά
         σε στύση φωτός τον Αύγουστο.
                  Τελετουργώ στη σιωπή χωρίς άμφια.

«Απολλώνειο»
Ξάφνου τότενες εριθαλής νοημοσύνη
με το θάνατο μέσα μου πλέον ορατό
          -σχεδόν αδιανόητο-
μεράκι που το ‘χω να υπάρξω ακόμη!
Φτερουγισμένος είμαι σήμερα στα ύψη
στην πιο βλακώδη αστρογειτονιά μου πέρα.
Η τόση θεωρητική ωμότητα σε πανικού δροσούλα
       γιομάτη σωματικά γεγονότα.
Η ύλη δε με θέλει. Κι αφουγκράζομαι μόνος
      ουσιαστική τίγρη.
Που πας με τόση ομορφιά;
Στο βάθος θάνατος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου