Τα δώρα
Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ’ αγαπούν
μια γυναίκα μου χαμογέλασε
ένα κορίτσι μου χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μου χάρισε ένα σφυρί
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής
Ο στρατιώτης ποιητής
Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου
Την μια μέρα έτρεμα
την άλλη ανατρίχιαζα
μέσα στον φόβο
μέσα στον φόβο
πέρασε η ζωή μου
Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω
Ο τρελός λαγός
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος
Βούρκωσαν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
Για τον Νίκο Καρούζο
Καημένε Νίκο
τι ζωή ήταν κι αυτή
κατατρεγμένος απ’ τους Κατσιμπαλήδες
οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου
όμως εσύ καλά έκανες
έπινες τα ουζάκια σου
κι όλους αυτούς τους μούντζωνες
και πριν να φύγεις
πρόφτασες κι αρπάχτηκες
από ένα κάτασπρο σύννεφο
από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό
κοιτάζεις
την αθανασία σου.
Η μεταμόρφωση
Μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ‘λεγες
θα πλύνω από τα χέρια μου
το αίμα
και θα πετάξω τα καρφιά
από το στήθος μου
δε θα φοβάμαι πια τον κεραυνό
δε θα φοβάμαι το σφαγμένο
πετεινό
μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ‘λεγες
τότε
θα είσαι ένα πουλί
ίσως να είσαι έ ν α
π α γ ώ ν ι
εγώ
θα έχω αθωωθεί
Ο χορός
Από τις πόρτες έμπαιναν ευτυχισμένοι στολισμένοι
άλλοι φορούσανε σπαθιά κι άλλοι μαχαίρια
κρατούσαν όνειρα ζεστά στα παγωμένα χέρια
όνειρα που έκαιγε ο πυρετός λουλούδια
πρόβαλαν στους καθρέπτες μενεξέδες
ωραία πρόσωπα με σταγόνες ασήμι
στο μέτωπο και στα μάγουλά
κόκκινα χέρια τριαντάφυλλα πηχτά
ο έρωτας που έκαιγε ψηλά στις καπνοδόχες
ο έρωτας που έσταζε στου δρόμου το αυλάκι
ο έρωτας που βογγούσε κάτω απ’ τα πατήματα
των παπουτσιών
ο ένας να κατέβει τρέμοντας ετοιμόρροπες σκάλες
ο άλλος να τις ανέβει τρέχοντας
για να προφτάσουν το αίμα να μην παγώσει
και την καρδιά να μη σκιστεί
ώσπου τα φέρετρα να γίνουν αύριο άσπρες βάρκες
και μέσα να τραγουδάνε ευτυχισμένοι οι νεκροί
Όπως τα τριαντάφυλλα
Δύσκολα χρόνια
τρομαγμένα παιδιά
σιάχνουν με χαρτί κοκοράκια
τα βάφουν μαύρα
σα σβησμένα κεριά
τα βάφουν κόκκινα
σα ματωμένα λουλούδια
κι απορούν οι μανάδες
που ύστερα έρχεται
ο μεγάλος φίλος
ο κατάμαυρος φίλος
με τα χρυσά χέρια
και τα παίρνει
Ξένε
Ξένε
με το μαύρο κουστούμι σου
που χτυπάς την πόρτα μου
και μου δείχνεις τα’ άσπρα αυτά πιάτα
που έχεις κρύψει το πιστόλι σου;
που έχεις κρύψει το μαχαίρι σου;
έχεις εν’ άστρο κόκκινο μεσ’ στο κεφάλι σου
και ψευδίζεις
θέλεις χρήματα
τα χρήματα που σμίξαν με το αίμα και χάθηκαν
τα χρήματα που σμίξαν με τον ύπνο και χάθηκαν
ικετεύεις
φύγε
φύγε ξένε
μεσ’ στην καρδιά μου έχω ένα ήμερο πουλί
αν τα’ αφήσω να βγει
τα δόντια του θα σε κατασπαράξουν
Κάτω απ’ τον ουρανό
Μεσ’ στο δωμάτιο
μια βροχή από κάτουρο
πετούν αγνές
κοπέλες με φτερά
ψοφίμια με ροζ στην καρδιά τους ουρανό
κι άνθρωποι μ’ ουρανό γεμάτο σάπιο αίμα
κρέμονται κι ανεμίζουν τα’ άσπρα πόδια τους
από τα μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια
τεράστιες μαύρες ανεμώνες φυτρώνουν
στο στήθος τους
καθώς πετάνε σφάζουν κι αγκαλιάζονται
οι αγνές κοπέλες τα ψοφίμια οι σάπιοι
άνθρωποι
κάτω από έναν
κατουρημένο ουρανό
Πόνος και τρόμος
Πόνος
και πάλι πόνος
τρόμος
και πάλι τρόμος
στο άδικο σώμα
στην άδικη ψυχή
από ένα έρημο ξενοδοχείο
έφυγε ξαφνικά
χάθηκε η μητέρα
σ’ ένα μακρύ τούνελ
χάθηκε ο πατέρας
κι έρημη
πλανιέται
από πόνο
σε πόνο
από τρόμο
σε τρόμο
η άδικη ψυχή.
Το ρολόγι
Μαύρος ο ήλιος
στον κήπο
της μητέρας μου
μ’ ένα ψηλό καπέλο
πράσινο
ο πατέρας μου
μάγευε τα πουλιά
κι εγώ
μ’ ένα κουφό
ρολόγι δύσπιστο
μετρώ τα χρόνια
και τους περιμένω
Η μητέρα
Έψαχνα να βρω το σπίτι μου. Οι δρόμοι ήταν
γεμάτοι ερείπια· μοναχά τοίχους πεσμένους και
πέτρες έβλεπες· κι ούτε ένας άνθρωπος δεν φαινόταν.
Και τότε φάνηκε η άρρωστη μητέρα.
Ποτέ δεν ήταν τόσο καλά, γεμάτη ενέργεια και δύναμη,
με πήρε απ’ το χέρι και βρεθήκαμε σ’ ένα
συμπαθητικό δωμάτιο, το σπίτι μας.
Εγώ έκλαιγα, έκλαιγα γοερά…
Κι αυτή: Μην κλαις, ο καθένας μας με τη σειρά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου