Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

ΚΡΥΟ ΠΙΑΤΟ (ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ)

Καθόμουν στην άκρη της μπάρας και έπινα ήσυχα το ποτό μου. Από τα ηχεία έβγαινε απαλή μουσική τζαζ. Όλη μέρα δεν είχα βάλει μπουκιά στο στόμα μου. Για να μη με κόψει είχα πάρει ένα κρύο πιάτο και τσιμπούσα. Ήταν η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού. Έτσι μου είπαν καμαρώνοντας. Καναπέ γαρίδας με μπρικ και πικάντικη μαγιονέζα. Δεν ήταν άσχημο. Κάτι έλεγε. Παρόλο που δεν συνηθίζω να μπαίνω σε μπιστρό πολυτελείας και να δοκιμάζω τα γκουρμέ των σπουδαγμένων σεφ τους. Οι τιμές είναι τσουχτερές για την τσέπη μου και το περιβάλλον κάπως δήθεν για τα γούστα μου. Κι οι θαμώνες καλοντυμένες και αρωματισμένες χαζόφατσες. Ρομαντικές ψυχές με στιλ και κουραφέξαλα. Δεν έχουν πολλά να μου πουν. Εδώ μέσα νιώθω σαν το ψάρι έξω απ’ τα νερά του. Κάπως άβολα και αμήχανα. Σαν να είναι όλα τα μάτια στραμμένα πάνω μου και με παρακολουθούν.

Τουλάχιστον ο νεαρός πίσω από την μπάρα με το λευκό πουκάμισο και το κόκκινο γιλέκο φαίνεται πιο ευγενικός και δείχνει κατανόηση. Όποτε τα βλέμματα μας διασταυρώνονται μου χαμογελά κι εγώ του ανταποδίδω. Χωρίς να το θέλει αυτός είναι η αιτία του κακού που με τράβηξε μέσα στο μαγαζί σαν τον μαγνήτη. Μια ξαφνική παρόρμηση που δεν μπόρεσα να ελέγξω. Όμως η ομορφιά του με ξεκουράζει και με κάνει να ονειροπολώ. Επιπλέον φαίνεται καλό παιδί. Κι ας μην έχουμε συστηθεί ακόμα. Κι ας μην έχουμε ανταλλάξει δυο κουβέντες πέρα απ’ τις απόλυτα απαραίτητες. Τις καθαρά τυπικές και επαγγελματικές. Δεν έχει σημασία. Πλέον δεν έχω υπερβολικές απαιτήσεις απ’ τους άλλους ούτε τρέφω μεγάλες ελπίδες για τίποτα. Τα αφήνω όλα στην τύχη και όπως τα φέρει η ζωή. Παρασύρομαι μέσα στο ορμητικό της ποτάμι χωρίς να φέρνω αντίσταση. Ξέμαθα να κολυμπώ. Μόνο προσέχω να μην βουλιάξω. Να μην πάω στον πάτο και πνιγώ.

Τότε την είδα ξαφνικά να έρχεται σαν σίφουνας κατά πάνω μου. Ήταν μελαχρινή αέρινη και ευδιάθετη. Φορούσε ένα πράσινο φουστάνι και μου χαμογελούσε. Με ρώτησε γιατί κάθομαι μόνος μου και είμαι τόσο μελαγχολικός. Της είπα πως δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Δυστυχώς έτσι γεννήθηκα. Λυπημένος και μοναχικός. Αυτή είναι η φτιαξιά μου. Δεν φταίω εγώ. Μην χάνεις το ηθικό σου. Όλα διορθώνονται μου είπε. Ήταν αισιόδοξη κι έλαμπε από νιάτα και ομορφιά. Ποιος ξέρει γιατί είχε αφήσει την παρέα της στο τραπέζι κι ασχολιόταν μαζί μου. Μάλλον ήταν κυνηγός κεφαλών κι εγώ ένα υποψήφιο θύμα. Συστηθήκαμε με χειραψία. Πρόσεξε ότι τέλειωνε το ποτό μου και προσφέρθηκε να με κεράσει άλλο ένα. Δεν αρνήθηκα. Παράγγειλε και δικό της. Φώναξε τον μπάρμαν με το μικρό του όνομα. Ήταν ο μικρότερος αδερφός της μου είπε. Έμοιαζαν κάπως. Είχαν και οι δύο χαρούμενα και φωτεινά πρόσωπα. Δώσαμε και με κείνον τα χέρια μα δεν κάθισε μαζί μας. Είχε πολύ δουλειά κι έπρεπε να γυρίσει γρήγορα στο πόστο του. Να φτιάξει ποτά και να σερβίρει κρύα πιάτα στις ρομαντικές ψυχές του μαγαζιού. Δούλευε κι αυτή εδώ μα πρωινή βάρδια. Αύριο είχε ρεπό κι απόψε μπορούσε να το ρίξει λίγο έξω. Την φώναζαν οι φίλοι της να πάει κοντά τους μα κείνη τους αγνοούσε. Έκανε πως δεν άκουγε.

Κάτσε της είπα και της έδειξα το σκαμπό δίπλα μου. Τσίμπα αν θες κι απ’ το πάτο. Πήρε το πιρούνι μου και δοκίμασε. Με ρώτησε αν μου άρεσε. Ναι ωραίο ήταν της είπα. Πολύ νόστιμο. Εκείνη το είχε φτιάξει. Είχε σπουδάσει μαγειρική και δούλευε στην κουζίνα του μαγαζιού. Εγώ εκείνη την περίοδο δούλευα σε γραφείο τελετών. Είμαι κοράκι της είπα και γελάσαμε ταυτόχρονα. Της έδωσα και την κάρτα μου που έγραφε και το κινητό μου. Αχρείαστη να ‘ναι παρόλο που δεν είναι προληπτική. Μου υποσχέθηκε ότι αύριο κιόλας θα με έπαιρνε τηλέφωνο να πάμε για καφέ. Τώρα έπρεπε να επιστρέψει στην παρέα της. Την φωνάζουν την ψάχνουν και την αναζητούν εναγωνίως. Προσπάθησε να σηκωθεί μα την σταμάτησα πιάνοντας το χέρι της. Την κοίταξα στα μάτια έντονα και βαθιά. Εδώ κοντά μένω της είπα. Πάμε τώρα. Μην αργούμε. Μην το καθυστερούμε. Είναι η γνωριμία της μιας βραδιάς και το ζήτημα επείγει. Μην το αναβάλλουμε. Δεν θα προλάβουμε. Με κοίταξε διστακτικά. Δεν ήξερα τι έλεγε το ένστικτό της. Αν έπρεπε να με εμπιστευτεί ή όχι. Μάλλον ήθελε μα δεν μπορούσε απόψε. Την περίμεναν οι φίλοι της. Δεν επέμεινα περισσότερο ούτε μ’ αρέσει και να παρακαλώ. Κάνε ότι νομίζεις της είπα και την άφησα να γυρίσει στο τραπέζι της. Πλήρωσα τον  νεαρό μπάρμαν αφήνοντας τα ρέστα δικά του κι έφυγα.     

Την άλλη μέρα το απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο από άγνωστο νούμερο. Ήμουν στη δουλειά. Άκουσα μια κλαμένη γυναικεία φωνή. Για άλλη μια φορά η μοίρα της είχε χτυπήσει την πόρτα κι έπρεπε να αντέξει. Η κόρη της είχε τρακάρει τα ξημερώματα και σκοτώθηκε ακαριαία. Και ήταν τόσο νέα και γεμάτη από ζωή. Είχε βρει την κάρτα μου πάνω της. Ήμασταν φίλοι παραδέχτηκα. Ναι την γνώριζα. Ήθελε να αναλάβω εγώ την κηδεία της. Να πάω στο νεκροτομείο και να παραλάβω το πτώμα της. Είχε τελειώσει η έρευνα των αρχών. Εκεί ήταν κι εκείνη και θα με περίμενε μαζί με τον γιο της. Ήθελε να την θάψουν με το πράσινο φουστάνι που φορούσε την χτεσινή νύχτα. Ήταν το αγαπημένο της και είχε μείνει άθικτο από το τροχαίο. Όπως και εκείνη. Και χαμογελαστή.  

Δέχτηκα αμέσως την δουλειά χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πλέον δεν έπρεπε να ανησυχεί για τίποτα. Ούτε για το οικονομικό. Θα αναλάμβανα προσωπικά την υπόθεση της είπα. Όχι πάντως χωρίς κάποια ιδιοτέλεια. Είχαμε αφήσει κάτι στη μέση οι δυο μας. Μια εκκρεμότητα. Δεν προλάβαμε. Της το είχα πει μα δεν μ’ άκουσε. Δεν έχουμε άπειρο χρόνο μπροστά μας. Τώρα έπρεπε να πάρω μόνος μου τις κρίσιμες αποφάσεις. Δεν έχω βέβαια ηθικές αναστολές εφόσον δεν βλάπτω κάποιο άλλο πλάσμα. Και ούτε είμαι συστηματικός νεκρόφιλος. Δεν ταιριάζει στη φύση και στον χαρακτήρα μου. Μα ίσως θα ‘πρεπε να ολοκληρωθεί η σχέση μας έστω και κάτω από αυτές τις αντίξοες συνθήκες. Έστω κι αν εκείνη είναι πια παγωμένη. Πρώτα όμως έπρεπε να το σκεφτώ πολύ καλά.

Την επομένη έγινε η κηδεία και αργότερα το μνημόσυνο. Συλλυπήθηκα τη μητέρα και τον αδερφό. Να ζήσουν να την θυμούνται. Ήταν καλή κοπέλα. Μέσα στον πόνο τους μου φάνηκαν περήφανοι και αξιοπρεπείς. Μετά από καιρό ξαναπέρασα απ’ το μπιστρό μα δεν είδα μέσα τον νεαρό μπάρμαν. Στη θέση του ήταν ένας καραφλός μεσήλικας που φορούσε κι αυτός λευκό πουκάμισο και κόκκινο γιλέκο φτιάχνοντας ποτά και δίνοντας κρύα πιάτα στις ρομαντικές ψυχές του μαγαζιού. Τον ρώτησα για το παιδί και μου είπε ότι μετά τον θάνατο της αδερφής του είχε σταματήσει πια να δουλεύει εκεί. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου