Έβαλα τρέμοντας το κλειδί
στην πόρτα. Είχα μεγάλη ταραχή. Ένιωθα αγωνία και μεγάλη περιέργεια. Πέντε
μέρες έλειπα στην αόρατη πόλη. Επιστρέφοντας δεν ήξερα τι θα αντικρίσω μπροστά
μου. Σαν να είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή. Πριν φύγω η κοπέλα με είχε
ενημερώσει ότι θα κάνει κάποιες αλλαγές στην γκαρσονιέρα και της είχα δώσει απόλυτη ελευθερία. Τουλάχιστον κατάφερα να
ανοίξω. Κάτι ήταν κι αυτό. Δεν είχε αλλάξει κλειδωνιά. Μπήκα με το δεξί και
άναψα το φως. Μέσα όλα ήταν τακτοποιημένα και πεντακάθαρα. Άστραφταν πάστρα και
νοικοκυριό. Εδώ κι εκεί μπιχλιμπίδια και ζωγραφιές. Έμοιαζε με κουκλόσπιτο. Έβγαζε
θαλπωρή και φροντίδα χωρίς να μ’ ενοχλεί. Χαμογέλασα. Μου ‘χε φύγει ένα μεγάλο
βάρος. Το υπόγειο καταφύγιό μου φαινόταν ολοκαίνουργιο. Του κουτιού. Οι
μαυρίλες και οι υγρασίες απ’ τους τοίχους είχαν εξαφανιστεί. Ούτε σημάδια από
σκοτωμένα κουνούπια υπήρχαν πια ούτε καμιά ψόφια κατσαρίδα στο πάτωμα. Όχι
πάντως με τρόπο μαγικό. Ήταν φρεσκοβαμμένη. Τότε πρόσεξα ότι είχαν αλλάξει και
τα χρώματα των τοίχων. Κίτρινο και πορτοκαλί μα το ταβάνι πάντα λευκό. Ο χώρος
είχε ομορφύνει κάπως και μου ‘χε φτιάξει την διάθεση.
Άφησα τον σάκο μου στον
καναπέ και πλησίασα το παράθυρο. Τα παντζούρια ήταν ανακουφωτά. Τα άνοιξα διάπλατα
να μπει κι άλλο φως. Κοίταξα έξω τον ακάλυπτο. Η καθαρίστρια με το λάστιχο
έπλενε το τσιμέντο και πότιζε τις γλάστρες. Ήταν μεσόκοπη και ξερακιανή με
ξενική προφορά. Με είδε ξαφνικά και τρόμαξε η κακομοίρα. Χαιρετηθήκαμε με
κάποιες τυπικές καλημέρες χωρίς να συστηθούμε ή να πούμε περισσότερα. Με
κοίταξε λοξά και καχύποπτα. Δεν γνωριζόμαστε καλά και δεν πρέπει να της γεμίζω
το μάτι. Σε κάθε περίπτωση είναι επιφυλακτική και κρατάει ασφαλείς αποστάσεις.
Αν και νομίζω πως δεν είναι προσωπικό το ζήτημα. Έτσι είναι μ’ όλους. Δεν έχει
πολλά λόγια μα κάνει καλά τη δουλειά της. Τα περιστέρια είχαν σκαρφαλώσει ψηλά
στα καλώδια και τα σύρματα. Οι γάτες είχαν εξαφανιστεί. Άθελά της είχε
διαταράξει το πρόγραμμά τους και περίμεναν να τελειώσει για να επιστρέψουν. Να
επικρατήσει και πάλι ησυχία και ηρεμία στον ακάλυπτο. Να θριαμβεύσει ξανά η
ρουτίνα της άγιας καθημερινότητας.
Τράβηξα για την τουαλέτα να
πλύνω τη φάτσα μου. Έδειχνε ταλαιπωρημένη και λυπημένη. Κοιτάχτηκα στον
καθρέφτη χωρίς να αναγνωρίσω τον παλιό καλό μου εαυτό. Είχα αλλάξει. Τόσες
μέρες απέφευγα να με δω. Να με κοιτάξω κατάμουτρα. Ο θερμοσίφωνας είχε νερό κι
εγώ χρειαζόμουν επειγόντως ένα καυτό μπάνιο για να καθαρίσω και να ξεβρομίσω. Να
τρίψω καλά την πέτσα μου και να αλλάξω δέρμα. Βγήκα μετά από κάνα μισάωρο με τη
μούρη μου ολοκαίνουργια. Κατάφερα και να ξυριστώ. Πληθαίνουν οι άσπρες τρίχες. Κοιτάχτηκα
πάλι προσεκτικά μέσα απ’ την θολή ατμόσφαιρα των υδρατμών. Χαμογέλασα. Είχα
γίνει και πάλι ο ίδιος. Ξαφνικά ένιωσα μια εξάντληση. Δεν με κρατούσαν άλλο τα
πόδια και τα χέρια μου. Τώρα έβγαινε η κούραση πέντε ολόκληρων ημερών αϋπνίας.
Οριζοντιώθηκα πάνω στο κρεβάτι κι αμέσως έπεσαν οι διακόπτες. Δεν πρόλαβα ούτε
το ξυπνητήρι να βάλω. Δεν υπήρχε και κάποιος σοβαρός λόγος. Δεν βιαζόμουν για
τίποτα πια. Το ρολόι πάνω στο κομοδίνο έλεγε απλά την ώρα. Εννιά και είκοσι προ
μεσημβρίας. Και ο ήχος του με νανούριζε γλυκά. Τικ τοκ. Τικ τακ.
Όταν εκείνη γύρισε στο σπίτι
εγώ κοιμόμουν ακόμα ολόγυμνος στο κρεβάτι του καλού καιρού. Καμιά δεκαριά ώρες.
Έξω είχε νυχτώσει. Πρέπει να είδα κάτι μπερδεμένα όνειρα μα δεν θυμόμουν
τίποτα. Ίσως κι εκείνον τον παλιό εφιάλτη που με κυνηγούσε η μητέρα με άγριες
διαθέσεις μέσα στο πατρικό μας σπίτι. Η κοπέλα άφησε τις τσάντες και τις
σακούλες της πάνω στον καναπέ πλάι στον σάκο μου και με πλησίασε. Στην αρχή
πρέπει να ξαφνιάστηκε λιγάκι από την παρουσία μου. Αν και γενικά είναι ψύχραιμη
και δεν τα χάνει εύκολα. Μετά θα χαμογέλασε. Σίγουρα θα χάρηκε. Κάτι θα ρίγησε
μέσα της. Δεν ήξερε πότε θα γύριζα. Όταν θα ξεμπερδέψω και μπουν όλα τα
πράγματα στην θέση τους. Έτσι της είχα πει. Μα ήθελα να της κάνω έκπληξη. Κάθισε
στην άκρη του κρεβατιού και μου χάιδεψε τρυφερά την πλάτη. Έσυρε απαλά τα νύχια
της πάνω στην κοιμισμένη μου σάρκα και με έκανε να αναριγήσω. Θυμήθηκα που τα
έχωνε με πάθος μέσα μου σχηματίζοντας μουσικά πεντάγραμμα και κλειδιά του σολ
σε πλήρη στύση. Που με μάτωνε βογκώντας και κλαίγοντας.
Είχα ξυπνήσει απότομα μόνο
με τα μάτια ανοιχτά. Το υπόλοιπο σώμα ακόμα δεν υπάκουε. Ήταν σαν παράλυτο. Νεκρό.
Ένιωθα την θερμή ανάσα και το άρωμά της. Μοσχοβολούσε ολόκληρη. Έμεινα για
κάμποση ώρα ακίνητος. Εκείνη συνέχισε να με κανακεύει. Ώσπου με κόπο κατάφερα
να στρίψω το κεφάλι προς τη μεριά της και να την δω. Μου φάνηκε πιο όμορφη.
Είχε αλλάξει και τα μαλλιά της. Τα είχε κόψει κοντά και τα είχε βάψει κόκκινα. Πριν
φύγω την θυμόμουν μελαχρινή μα παρέμενε πάντα λεπτή και αέρινη. Ψηλή και αρρενωπή.
Της χαμογέλασα κι εγώ. Ακόμα δεν μπορούσα να μιλήσω. Να βγάλω άχνα. Μόνο κάποια
μουγκρητά. Ξάπλωσε πλάι μου. Με αγκάλιασε σφιχτά και με φίλησε με πάθος στο
στόμα. Άρχισε να γδύνεται αργά και τελετουργικά κοιτώντας με κατευθείαν στα
μάτια. Το κορμί μου κάπως ζωντάνεψε. Τα μέλη μου άρχισαν και πάλι να κινούνται.
Ζωήρεψα. Ερχόταν κατά πάνω μου με άγριες δολοφονικές διαθέσεις και μάλλον
σκεφτόταν πρώτα να με βιάσει. Κι ούτε καφέ δεν είχα πιει ακόμα.
Όταν τελειώσαμε μείναμε
κάμποση ώρα ανάσκελα. Χαλαρώναμε καπνίζοντας και κοιτάζοντας το ταβάνι. Αναπολούσαμε
τα περασμένα ρουφώντας άπληστα την απόλαυση των στιγμών. Έξω είχε σκοτεινιάσει
για τα καλά. Ξαφνικά ένιωσα το στομάχι μου να γουργουρίζει. Πεινούσα σαν λύκος.
Εκείνη την ώρα μπορούσα να την φάω ολόκληρη. Της το είπα και γέλασε. Ήμασταν κι
οι δυο πολύ ευδιάθετοι. Θα έφτιαχνε στα γρήγορα κάτι πρόχειρο να στυλωθούμε.
Τηγάνισε μπριζόλες και πατάτες. Έκοψε και μια σαλάτα. Φάγαμε με όρεξη χωρίς να
μιλάμε. Ήπιαμε και κόκκινο κρασί για να γιορτάσουμε την ξαφνική επιστροφή μου
σαν να έλειπα αιώνες. Στο τέλος ανάψαμε πάλι τσιγάρο. Εκείνη έσπασε πρώτη την
σιωπή. Ήταν πολύ χαρούμενη. Επιτέλους είχε πιάσει μια κανονική πρωινή δουλειά.
Πωλήτρια στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Ωραία. Σκέφτηκα ότι θα μπορώ να κλέβω
από κει πράγματα πιο άνετα. Όμως βρήκε και τον χρόνο να σουλουπώσει και το σπίτι.
Προκομμένη κοπέλα. Της είπα ότι μου άρεσε. Είχε γίνει αγνώριστο. Μετά με ρώτησε
για τον ξάδερφο στην πρωτεύουσα. Πώς ήταν η κηδεία. Τι έγινε με την κληρονομιά.
Ήταν ωραία της είπα. Η
εκκλησία ήταν γεμάτη από κόσμο κι ήμασταν όλοι πολύ στεναχωρημένοι που έφυγε
τόσο νέος. Παρά τις αδυναμίες και τα κουσούρια του ήταν πολύ αγαπητός. Όμως πλέον
ο καλός ξάδελφος είχε περάσει στην αιωνιότητα. Γι’ αυτόν είχαν αρχίσει οι
μεγάλες κι ατέλειωτες ξάπλες. Μέσα στο φέρετρο έδειχνε ήρεμος και αμέριμνος. Χορτάτος
από τη ζωή. Την γλέντησε καλά. Τώρα δεν νοιαζόταν για τίποτα. Όσο για την
κληρονομιά αποδείχτηκε μάπα το καρπούζι. Έκανα αποποίηση. Ο συμβολαιογράφος
ήταν απέναντί μας απόλυτα ειλικρινής και διαφωτιστικός. Ο συγχωρεμένος είχε πολλά
χρέη και κόκκινα δάνεια. Ήταν μαυρισμένος και όλη η περιουσία του υποθηκευμένη
μέχρι τα μπούνια. Θα την πάρουν οι τράπεζες και το δημόσιο μας είπε. Πάντως
καλοσύνη του που με ανέφερε στη διαθήκη του και μάλιστα με τα καλύτερα λόγια. Που
με έβαλε στους κληρονόμους του. Κάποτε ήμασταν κολλητοί και αχώριστοι. Είχαμε
φάει ψωμί κι αλάτι μαζί. Δεν μπορούσε να με αγνοήσει. Όσο για κείνον ο καθένας
με την σειρά του. Ο καθένας στην ώρα του. Έτσι κι αλλιώς όλοι περαστικοί
είμαστε. Δεν γλυτώνει κανείς.
Με άκουγε συγκινημένη και τα
μάτια της είχαν βουρκώσει. Τον ήξερε κι εκείνη πολύ καλά. Όμως δεν ήθελε να
έρθει μαζί μου για τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Όταν πριν από πέντε χρόνια την
έδιωξαν απ’ το χωριό οι δικοί της κακήν κακώς και βρέθηκε στην μεγάλη πόλη
εκείνος την περιμάζεψε και την σπίτωσε για τα καλά. Από αυτόν την γνώρισα.
Μέχρι που ο ξάδερφος αρρώστησε και παραξένεψε. Τσακώθηκαν και χώρισαν μα δεν
ήθελε να την πετάξει στον δρόμο. Κατά κάποιον τρόπο μου την έκανε πάσα. Κάτι
σαν δώρο που αποδείχτηκε πολύτιμο. Το ήθελε και κείνη. Δεν είχε άλλους
γνωστούς. Δεν ήξερε πού να πάει και πού
να μείνει. Δεν της ήμουν και αδιάφορος. Έτσι ήρθε σε μένα. Κάνα δυο χρόνια
ήμαστε μαζί και τα πάμε σχετικά καλά. Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμα για να
βγουν ασφαλή συμπεράσματα. Δεν ξέρω ακόμα τι θα γίνει. Πώς θα καταλήξει το
πράμα μαζί της. Θα το δείξει ο καιρός. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος κυλάει γοργά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου