Έβαλα το κλειδί στην πόρτα
και άνοιξα. Μπήκα μέσα και άναψα το φως. Έξω ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζει.
Σε λίγο θα ξεκίναγε μια καινούργια μέρα. Όμως εγώ σε λίγο θα έπεφτα ξερός στο
κρεβάτι και θα κοιμόμουν μέχρι το μεσημέρι. Τρέκλιζα και παραπατούσα. Στηριζόμουν
στον τοίχο. Ένιωθα βαρύς κι ασήκωτος. Δεν με κρατούσαν τα πόδια μου. Το πρωινό
φαινόταν κι αυτό μουντό και συννεφιασμένο. Το πήγαινε για βροχή. Δεν με
ένοιαζε. Δεν θα άνοιγα καν τα παντζούρια. Ακούω θόρυβο έξω απ’ το παράθυρο της
κουζίνας. Τικ τοκ. Η γάτα χτυπάει το τζάμι συνθηματικά. Είναι μια τρίχρωμη
αλανιάρα ταρταρούγα που τριγυρνάει στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας. Την ταΐζω
και μου επιτρέπει να την χαϊδεύω. Τη φωνάζω μπέμπα γιατί την γνωρίζω από πολύ
μικρή. Είναι μια παρέα κι αυτή στις δύσκολες νύχτες. Καμιά φορά όταν βρέχει και
έχει παλιόκαιρο την βάζω και μέσα. Φοβάται τις βροντές και τις αστραπές. Παθαίνει
ψυχικό τραλαλά. Με περίμενε όλη νύχτα πεινασμένη. Της ζητάω συγνώμη. Είμαι
αδικαιολόγητος. Απόψε έμπλεξα και άργησα. Της βάζω φαγητό και τρώει βιαστικά.
Είναι λαίμαργη γιατί είναι έγκυος. Έχει φουσκώσει και είναι στις μέρες της.
Τρία ή τέσσερα υπολογίζω να κάνει. Σήμερα δεν θέλει να μπει μέσα. Αδειάζει το
πιατάκι της και φεύγει. Δεν μου λέει ούτε ένα ευχαριστώ. Έτσι κι αλλιώς δεν
είναι υποχρεωμένη. Καλημέρα ομορφούλα και να προσέχεις.
Γδύνομαι και τραβάω ντουγρού
για το κρεβάτι. Είναι λίγα βήματα δρόμος μα βασανίζομαι. Ξαφνικά το μάτι μου
πέφτει στην καφέ δερμάτινη βαλίτσα. Στέκεται όρθια σε μια άκρη και με
παρακολουθεί. Μου φαίνεται παράξενο. Τόσα χρόνια την είχα ξεχάσει εντελώς. Σαν
να μην την έβλεπα μπροστά μου. Σαν να ήταν αόρατη. Σαν να μην υπήρχε. Δεν την
έχω ανοίξει ποτέ. Θυμάμαι πως κάποτε είχα την περιέργεια να δω τι πράγματα έχει
μέσα μα φοβήθηκα. Λίγα πρέπει να ‘ναι. Όση ώρα την κρατούσα μου φαινόταν
ελαφριά. Ίσως να μην έχει και τίποτα. Να ‘ναι εντελώς άδεια. Δεν θυμάμαι αν
κουδούνιζε κάτι. Εύκολο θα ήταν να μάθω. Δεν ήταν κλειδωμένη. Απλά θα κατέβαζα
το φερμουάρ και θα την άνοιγα. Όμως δεν το ‘κανα. Τελικά είμαι δειλός και
προληπτικός. Την έφερα σπίτι και την παράτησα σε μια γωνιά. Και την ξέχασα εκεί.
Ούτε ένα βλέμμα δεν έριξα πάνω της. Δεν ήταν δικιά μου αλλά μίας κυρίας που κάποια
νύχτα με φεγγάρι βούτηξε στον μόλο του παλιού λιμανιού. Υπήρξα αυτόπτης
μάρτυρας. Έκανε μπλουμ και πήγε στον πάτο της θάλασσας. Από τότε φυσικά δεν την
ξανάδα. Όμως μου άφησε την βαλίτσα της αμανάτι κι εγώ την κράτησα. Ούτε πήγα
στην αστυνομία να αναφέρω το δυσάρεστο γεγονός. Δεν ήθελα άλλα μπλεξίματα. Μου
έφταναν οι τύψεις και οι ενοχές που κουβαλούσα γιατί δεν προσπάθησα να την
βοηθήσω και να την σώσω. Έτσι κι αλλιώς δικιά της απόφαση ήταν να αυτοκτονήσει βγάζοντας
μια στριγκλή απόκοσμη κραυγή. Να τελειώσει μ’ αυτό τον τρόπο τη ζωή της. Δεν
μου έπεφτε λόγος να επέμβω. Έπρεπε να την σεβαστώ. Αν και ποτέ δεν κατάλαβα
γιατί κουβαλούσε μαζί της την βαλίτσα.
Τραβάω το φερμουάρ και την
ανοίγω. Τελικά ήταν εύκολο. Δεν χρειάστηκε βία. Παρά τα χρονάκια του έκανε καλά
την δουλειά του. Λειτούργησε στην εντέλεια. Δεν είχε χαλάσει και δεν σκάλωσε
πουθενά. Μέσα βρίσκονταν οι αναμνήσεις της ζωής εκείνης της μεσόκοπης κυρίας
μαζί με το άρωμά της. Ένιωσα το απαλό χάδι των πραγμάτων της. Μια σπασμένη
κουδουνίστρα που έπαιζε η μπέμπα πριν ακόμη πει τις πρώτες της λεξούλες. Μια
ξανθιά τσουρομαδημένη κούκλα μπάρμπι που είχε καταντήσει σχεδόν καραφλή με
μισοσκισμένο ροζ φουστανάκι. Τα μοναχικά βράδια η μικρή έπαιζε μαζί της την χάιδευε
και της μιλούσε. Αν και γριούλα πια είχε ακόμα όμορφα γαλανά μάτια και λεπτό
καλλίγραμμο σώμα. Μια κόκκινη οδοντόβουρτσα για να καθαρίζει την αστραφτερή της
μασέλα. Της δικιάς της και του άντρα της. Μια αστυνομική ταυτότητα που την
έδειχνε ακόμη χαμογελαστή νέα και όμορφη γεμάτη όνειρα για το μέλλον. Ένα
κλειστό πακέτο με σερβιέτες όλο σκόνη και στάχτη. Ένα άδειο πακέτο σαντέ. Πάνω
στο τσιγαρόχαρτο είχε σχεδιάσει μία βαρκούλα με πανιά. Το ξεραμένο λουλούδι από
το πρώτο της ραντεβού. Ένα ρολόι με δυνατό ξυπνητήρι για να σηκώνεται το πρωί
για τη δουλειά της. Ένα άδειο κάδρο με ραγισμένο τζάμι. Η βέρα της και κάποια λιγοστά χρυσαφικά που φορούσε
σε επίσημες περιστάσεις. Το πράσινο φουστάνι της και δυο μαύρες γόβες. Η
τσαλακωμένη φωτογραφία κάποιου μελαγχολικού νέου. Ένα γεμάτο πιστόλι για
μελλοντική χρήση που έπαθε αφλογιστία και δεν εκπυρσοκρότησε έγκαιρα. Αντικείμενα
μιας ασήμαντης και λησμονημένης ζωής μέσα σε μια παλιά δερμάτινη βαλίτσα που
μυρίζει ακόμα το άρωμά της. Όλοι πια την έχουν ξεχάσει. Κανείς δεν την θυμάται.
Εκτός από μένα.
Ξαφνικά ανοίγει η εξώπορτα
και μπαίνει μέσα μια μεσόκοπη παχουλή γυναίκα που μοιάζει με τη μαμά. Είμαι
γυμνός μα δεν την ντρέπομαι. Εκείνη φοράει ένα καφεκίτρινο λουλουδιστό
φουστάνι. Μην τρομάζεις μου λέει. ‘Ήρθα να πάρω αυτά που μου ανήκουν και θα
φύγω. Δεν καταλαβαίνω τι εννοεί μα νιώθω
ότι με απειλεί. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα και με κοιτάζουν με μίσος. Η
φωνή της δεν μου θυμίζει τίποτα. Κρατάω ακόμη στα χέρια μου το πιστόλι μα δεν
θέλω να το χρησιμοποιήσω. Δεν είμαι φονιάς. Εκείνη τη στιγμή απ’ την κουζίνα
έρχεται η μπέμπα. Μάλλον είχα ξεχάσει το παράθυρο ανοιχτό και μπήκε μέσα.
Κοιτάζει την γυναίκα και αγριεύει. Εκείνη προσπαθεί να της χαμογελάσει μα δεν
τα καταφέρνει. Ορμάει κατά πάνω της. Με νύχια και με δόντια ξεσκίζει το
φουστάνι της. Δαγκώνει τις ρόγες της. Προσπαθεί να την κατασπαράξει. Τώρα είναι
ολόγυμνη γεμάτη αίματα και ουρλιάζει πανικόβλητη. Η γάτα σκαρφαλώνει στο κεφάλι
της και της βγάζει τα μάτια. Μετά της ξεριζώνει όλα τα μαλλιά απ’ το κεφάλι. Ήταν
βαμμένα καφέ. Απ’ τον τρόμο της η γυναίκα σωριάζεται στο πάτωμα με γδούπο. Συνεχίζει
να κλαίει και να φωνάζει από τους πόνους και την ταραχή. Ζητάει βοήθεια. Η
μπέμπα παραμένει γαντζωμένη πάνω της και γρυλίζει λυσσασμένα. Δεν δείχνει να την
λυπάται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου